Αναδρομη στο ελληνικο τραγουδι στα χρονια του φωνογραφου

Μάνο Χατζηδάκι και συγκεκριμένα το «Μεγάλο χορό του Καραγκιόζη» από το «Καταραμένο φίδι» επέλεξε ο Γιώργος Παπαστεφάνου για να προετοιμάσει το κοινό που κατέκλυσε την Τετάρτη το βράδυ την αίθουσα του Πολιτιστικού Κυττάρου για το αφιέρωμα -αναδρομή στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού στα πλαίσια των Ελευθερίων Θράκης 2005. Μέσα σε δύο περίπου ώρες η χαρακτηριστική φωνή του και οι μελωδικές φωνές των τραγουδιστών που τον συνόδεψαν κάλυψαν εκατό περίπου χρόνια ελληνικού τραγουδιού και της ιστορίας του ξεκινώντας από το 19ου αιώνα και φθάνοντας στα μέσα του 20ου, όταν ο Μάνος Χατζηδάκις συναντά τη Νάνα Μούσχουρη. Μια βραδιά νοσταλγική, μια βραδιά αναδρομής με τραγούδια που όπως είπε ο ίδιος «μπορεί να έχουν κάποια ηλικία», παραμένουν όμως ζωντανά, γιατί κάτι έχουν να πουν ακόμη. Πενταμελής ορχήστρα συνόδευσε στο τραγούδι την Πένη Ξενάκη, τον Τάκη Κωνσταντόπουλο και το Θάνο Πολύδωρα οι οποίοι απέδωσαν πενήντα τραγούδια που κάλυψαν το αφιέρωμα ξεσηκώνοντας το κοινό το οποίο έδωσε το δικό του στίγμα συμμετοχής.

Συνδέοντας τα τραγούδια με ιστορικές αναφορές ο Γιώργος Παπαστεφάνου έκανε μία αναδρομή στο ελληνικό τραγούδι στα χρόνια του φωνόγραφου και των δίσκων 78 στροφών, πάνω στους οποίους όπως είπε «γράφτηκε όλη η ιστορία του μέχρι το 1960 περίπου. Τραγούδια που χωρίζονται σε κεφάλαια σε κατηγορίες, καντάδα οπερέτα, σμυρναίικα, επιθεωρησιακά, ελαφρά, ρεμπέτικα λαϊκά, αρχοντορεμπέτικα, έως και τα πρώτα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι που κυκλοφόρησαν σε δίσκους των 78 στροφών».

Ξεκινώντας ο κ. Παπαστεφάνου από τα μέσα του 19ου αιώνα όπου στα Επτάνησα ανθούσε η καντάδα, γνήσιο παιδί του ιταλικού μπελκάντο, με βάση την οποία αναπτύχθηκε η αθηναϊκή καντάδα με χαρακτηριστικότερο δείγμα την «ανθισμένη αμυγδαλιά» του Δροσίνη, πέρασε στην οπερέτα, είδος που ήλθε στην Ελλάδα από το Παρίσι, το Βουκουρέστι τη Βιέννη. «Οι ξένες οπερέτες έκαναν θραύση στην Ελλάδα. Αλλά αυτοί που έδωσαν ταυτότητα στην ελληνική οπερέτα ήταν κυρίως ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης, το 1910 και ο Νίκος Χατζηαποστόλου στα χρόνια του 20 και 30».

Συνεχίζοντας την αναδρομή πέρασε στην αθηναϊκή επιθεώρηση η οποία γεννιέται το 1894 μετά από επιρροές που δέχθηκε το τραγούδι από τους περιοδεύοντες ξένους θιάσους στην Ελλάδα στο τέλος του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου. «Η αθηναϊκή επιθεώρηση, θεατρικό είδος που μπήκε για τα καλά στη ζωή μας και παραμένει εκατόν έντεκα χρόνια μετά μας άφησε πολλά τραγούδια και βέβαια όπως και η οπερέτα και η καντάδα ήρθε από τη Δύση. Όμως υπήρχε και η Ανατολή με τη μεγάλη ποικιλία τραγουδιών που ο απόηχός τους στα πρώτα χρόνια έφτανε στη χώρα μας όταν έρχονταν σμυρναίικες και πολίτικες κομπανίες. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή το 1922 οι ξεριζωμένοι έφεραν μαζί και αυτό το μουσικό πολιτισμό και μέσα στη συμφορά συνέχισαν και να τραγουδούν, και να πενθούν με τα σαντούρια και τα βιολιά και να χορεύουν τα χασάπικα και τα ζεϊμπέκικα».

Η αναδρομή συνεχίστηκε στο χώρο του ελαφρού αισθηματικού ελληνικού τραγουδιού. Το 1915 για πρώτη φορά στην Αθήνα χορεύεται το ταγκό και μετά από αυτό «το βαλς, σάμπες, μάμπο, τσα- τσα. Πάντα το ελληνικό τραγούδι υπέκυπτε στη γοητεία αυτών και γράφονταν τέτοια τραγούδια σε τέτοιους ρυθμούς και από Έλληνες. Βέβαια αυτά τα ελαφρά ευρωπαϊκά τραγούδια μιλούσαν για αγάπες και λουλούδια, ήταν συναισθηματικά, και άρα ακίνδυνα εντελώς για τη δημόσια τάξη, και το γραμμόφωνο μπορούσε να τα παίζει ελεύθερα, αντίθετα από τα ρεμπέτικα λαϊκά που από την αρχή ήταν στη μαύρη λίστα και “είδαν και έπαθαν” μέχρι να ακουστούν ελεύθερα από τα ερτζιανά Στο πέρασμα αυτό πολλά από αυτά τα ελαφρά “γέρασαν” υπάρχουν και άλλα όμως που αντέχουν όπως και οι δημιουργοί τους, ο Χαιρόπουλος, ο Κωνσταντινίδης, ο Γιάννης Σογιούλ, ο Γιώργος Μουζάκης και βέβαια ο Αττίκ, ο ευπατρίδης και μποέμ καλλιτέχνης, που αγαπήθηκε από την Ελλάδα του Μεσοπολέμου όχι μόνο για τα αθάνατα τραγούδια του, αλλά και για το στέκι του, τη Μάνδρα, που ήταν ένα φυτώριο ταλέντων και ένας καλοκαιρινός χώρος επιδείξεων.

Το 1948 στο θέατρο Αλίκη ένας νεαρός συνθέτης, 23 ετών μόνον, έδωσε διάλεξη που άφησε κυριολεκτικά άφωνους τους κοσμικούς αθηναίους που είχαν πάει να τον ακούσουν. Ήταν ο χαϊδεμένος της Αθήνας, γεμάτος ορμή και τόλμη, και λεγόταν Μάνος Χατζηδάκις. Η διάλεξη αφορούσε στο ρεμπέτικο τραγούδι και παρομοίωσε το Μάρκο Βαμβακάρη με τον Μπαχ, ενώ στη σκηνή ήταν ο ίδιος ο Βαμβακάρης με μία πρωτόβγαλτη τραγουδίστρια τη Σωτηρία Μπέλου Δύο χρόνια αργότερα και προς απόδειξη των όσων είχε υποστηρίξει ο Χατζηδάκις έγραψε το μπαλέτο «Έξι ελληνικές ζωγραφιές» για το ελληνικό χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου».

Κατά τον κ. Παπαστεφάνου ο Χατζηδάκις ήταν ο πρώτος που τόλμησε να μιλήσει για το ρεμπέτικο, το οποίο εκείνα τα χρόνια ήταν κυριολεκτικά υπό διωγμόν, γιατί η πολιτεία το είχε συνδέσει με το περιθώριο με τον υπόκοσμο. Η δικτατορία του Μεταξά επίσης ήταν πολύ σκληρή μαζί του και τα αστυνομικά όργανα «κυνηγούσαν όχι μόνο τους ρεμπέτες, αλλά και τα ίδια τα όργανα, το μπουζούκι και τον μπαγλαμά» που στο μεταξύ είχαν αρχίσει να εκτοπίζουν τα σαντούρια και τα βιολιά της σμυρναίικης σχολής. Ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι εκπροσωπούσαν τη νέα λεγόμενη πειραιώτικη σχολή του ρεμπέτικου έτσι όπως πρωτοεμφανίστηκε και ενθουσίασε το 1933 με την ξακουστή τετράδα που την αποτελούσαν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο τραγουδιστής Στράτος Μπακιρτζής, ο Ανέστης Δελιάς ή Αρτέμης και ο Γιώργος Μπάτης. «Όλοι τους και οι υπόλοιποι που ακολούθησαν ήταν άνθρωποι της βιοπάλης, σχεδόν αγράμματοι, και όμως μπορούσαν τα βάσανα και τις χαρές να τα κάνουν τραγούδι. Τραγούδι ακριβό, γνήσιο, αληθινό το ρεμπέτικο δε μιλούσε μόνο για έρωτες αλλά και για θέματα ταμπού, όπως τα ναρκωτικά και η φυλακή και βέβαια έκανε κοινωνική κριτική, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στους ανθρώπους της εξουσίας . Για αυτό και το ρεμπέτικο τραγούδι μέχρι και το 1958 ήταν ρητά απαγορευμένο επίσημα από το ραδιόφωνο το κρατικό και συγκεκριμένα από το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, ενώ κατ’ εξαίρεση ο Σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων έπαιζε κάποια ρεμπέτικα και λαϊκά. Ο Βαμβακάρης ο Τσιτσάνης ο Μπαγιαντέρας ο Μητσάκης είναι αυτοί που έκαναν το ρεμπέτικο λαϊκό και το έφεραν σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Και στα χρόνια του 50 οι ρεμπετολόγοι αποφάσισαν ότι κάπου εκεί κλείνει και η περίοδος του ρεμπέτικου τραγουδιού όμως τα τραγούδια αυτά δεν τελείωσαν ποτέ και θα υπάρχουν γιατί είναι πηγαία, έχουν δυνατό στίχο, πολύ αλήθεια μέσα τους»

Στην Ελλάδα εκείνης της εποχής κατά τον κ. Παπαστεφάνου η μεγάλη κόντρα μεταξύ λαϊκού και ελαφρού τραγουδιού αρχίζει να υποχωρεί και τα δύο είδη αρχίζουν να πλησιάζουν το ένα το άλλο με κάποιες υποχωρήσεις και από τα δύο μέρη. Και έτσι γεννιούνται τα αρχοντορεμπέτικα που σφράγισαν τη δεκαετία 1948 -1958, οπότε ο Χατζηδάκις συναντά τη Νάνα Μούσχουρη και αλλάζει όλο το σκηνικό του τραγουδιού. Τα αρχοντορεμπέτικα ήταν τραγούδια γραμμένα από στιχουργούς και συνθέτες της ελαφράς μουσικής με μάγκικο στυλ και τραγουδισμένα, είτε από ηθοποιούς, είτε από ρεμπέτες του ελαφρού, όπως η Βέμπο, η Μελάγια, ο Γούναρης.

Το 1948 όταν στην Ελλάδα η διάλεξη του Μάνου Χατζηδάκι ταράζει τα νερά για το ρεμπέτικο και στο θέατρο ακούγεται το πρώτο αρχοντορεμπέτικο τραγούδι «το Τραμ το τελευταίο» στην Αμερική γίνονταν μία μεγάλη επανάσταση στην τεχνολογία. Μπήκε στην αγορά το πικ απ και ένα είδος δίσκων διαφορετικό από το προηγούμενο που λεγόταν βινύλιο και κάθε δίσκος γύριζε, είτε στις 33 στροφές, είτε στις 45 στο λεπτό. «Η καινούργια εφεύρεση άργησε να φθάσει στην Αθήνα γιατί δεν ήταν καιρός για τέτοιες πολυτέλειες, όμως στα μέσα της δεκαετίας του 50 ηχογραφούνται οι πρώτοι δίσκοι των 33 στροφών. Σιγά -σιγά οι πλάκες γραμμοφώνου εξαφανίστηκαν από την αγορά. Για λίγο καιρό όμως ακόμα κυκλοφορούν οι παλιοί δίσκοι των 78 στροφών και έτσι τα πρώτα τραγούδια του Μάνου Χατζηδάκι κυκλοφόρησαν σε τέτοιους δίσκους», κατέληξε ο κ. Παπαστεφάνου.

Α.Π.

Υ.Γ.: Οι φωτογραφίες είναι από το Φώτο Γκόρης

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.