Αφιερωμα στον ποιητη Νικο Καββαδια

Το Νίκο Καββαδία τίμησε στα πλαίσια των Ελευθερίων το Λογοτεχνικό και Μουσικό Τμήμα της Κοινότητας Νέων παρουσιάζοντας το έργο του μέσα από το βιβλίο του Μήτσου Κασόλα «Νίκος Καββαδίας: -Γυναίκα –Θάλασσα- Ζωή».

Το αφιέρωμα ξεκίνησε με μια σύντομη αναφορά στη ζωή και στο έργο του Νίκου Καββαδία από το μέλος της Κοινότητας Μπάμπη Καλπάνη ενώ στη συνέχεια ο συγγραφέας και φίλος του ποιητή, Μήτσος Κασόλας, μοιράστηκε με το κοινό του τις αφηγήσεις που εμπιστεύτηκε σ’ αυτόν ο Νίκος Καββαδίας λίγο πριν μπαρκάρει για τους «ωκεανούς» της άλλης ζωής, με αποτέλεσμα τη σύνθεση αυτών στο βιβλίο «Νίκος Καββαδίας, Γυναίκα- Θάλασσα-Ζωή, αφηγήσεις στο μαγνητόφωνο» από τις εκδόσεις Καστανιώτη.


Την εκδήλωση πλαισίωσαν με μελοποιημένα τραγούδια του ποιητή το Μουσικό Τμήμα της Κοινότητας Νέων, ενώ ακούστηκε και η φωνή του ίδιου του Καββαδία.

Το πρώτο μέρος της εκδήλωσης

Τα μέλη της Κοινότητας αναφέρθηκαν στη βιογραφία του Νίκου Καββαδία ενώ αποσπάσματα από το ομώνυμο ποίημα της συλλογής «Μαραμπού» διάβασαν η Ελένη Βεληβασάκη, η Ειρήνη Φαϊτού και η Χριστίνα Γιαλαμίδου, το ποίημα «Λύχνος του Αλλαδίνου» διάβασε ο Γιώργος Σάρλης, απόσπασμα από τη «Βάρδια» η Ελίζα Κωσιωρή και το ποίημα «Guevara» η Ιωάννα Πλιώτα. «Ο Νίκος Καββαδίας άφησε πολύ λίγα έργα πίσω του, μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρία μικρά πεζά, το «ΛΙ», «ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ» και «ΣΤΟ ΑΛΟΓΟ ΜΟΥ». Ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά Γράμματα, αλλά η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με τη μελοποίηση πολλών ποιημάτων του και τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιο αγαπημένους μας ποιητές.

Ως Κοινότητα Νέων του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης θελήσαμε απόψε να τον ξανασυναντήσουμε και όχι να τον θυμηθούμε σαν μια επετειακή αναπόληση, αλλά σαν μια ενδόμυχη ανάγκη να νιώσουμε την αλήθεια της ποίησής του και την ελευθερία που απέπνεε ο άνθρωπος αυτός…

Κι επειδή όλοι ζήσαμε ή θα ζήσουμε κάποιες νυχτιές όπως «κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης» και θα ξανατραγουδήσουμε «…Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού», όλοι «απ’ τον ίδιο ουρανό», θα κεραστούμε «μάθημα πορείας νυχτερινό», κατέληξε το μέλος της Κοινότητας Νέων Μπάμπης Καλπάνης.

Το δεύτερο μέρος της εκδήλωσης

Τρεις είναι οι ενότητες που γύρω τους χτίζεται το βιβλίο, όσες και οι αγάπες του Καββαδία: Γυναίκα- Θάλασσα- Ζωή και βάσει αυτών έγινε και η ανάλυση και παρουσίασή τους από τον συγγραφέα. Τα ποιήματα που επιλέχθηκαν και τα οποία αναγνώσθηκαν από τους ηθοποιούς Μυρσίνη Λαντζουράκη, Φιλοποίμην Ανδρεάδη και Αγγελική Κασόλα έδωσαν μια πολύπλευρη περιγραφή αφ’ ενός της ίδιας της δομής του βιβλίου και αφ’ ετέρου του ίδιου του ποιητή Νίκου Καββαδία.

Η φιλία των δύο ανδρών ξεκίνησε το 1973 και κράτησε έως το θάνατο του ποιητή τον Γενάρη του 1975. Ο Καββαδίας είχε επισκεφτεί το σπίτι του συγγραφέα σαράντα εφτά μέρες πριν μπαρκάρει, στα τέλη του 1974. Ο Μήτσος Κασόλας του ζήτησε να του επιτρέψει να μαγνητοφωνήσει κάποιες από τις απαγγελίες ποιημάτων και κάποιες από τις ιστορίες που έλεγε εκείνο το βράδυ στη φιλική παρέα. Ο Καββαδίας δέχτηκε, ο Κασόλας πάτησε το κουμπί και οι … αφηγήσεις άρχισαν να περνούν στην ιστορία.

Κατά τον κ. Κασόλα ο Νίκος Καββαδίας γνώριζε τη δύναμη της ποίησης του, όπως γνώριζε και την κατάσταση φτώχειας που υπάρχει στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Για αυτό και η ποίησή του είναι κοντά στο μόχθο, κοντά στη ζωή, στο θάνατο, και στο όνειρο που μετριέται με το χρόνο και αντέχει.

«Ο Καββαδίας ήτανε αριστερός ως βίωμα και όχι σαν επάγγελμα. Και ήξερε ο Καββαδίας ότι πολλές επαναστάσεις έγιναν σε αυτόν τον κόσμο. Αν απότυχαν σχεδόν όλες ήταν γιατί ποτέ δεν έγινε η επανάσταση της αγάπης. Με αυτήν την έννοια ήταν διαρκώς επαναστάτης ο Νίκος Καββαδίας με αυτήν την βαθύτητα και την πλατύτητα της σκέψης του».

Στα 22 του χρόνια,- ή και ενδεχομένως και νωρίτερα, σε ένα ποίημά του με αφιέρωση προς την αδερφή του την Τζένια ο Καββαδίας προφητεύει ούτε λίγο ούτε πολύ ότι θα έχει ένα θάνατο κοινό και μια κηδεία κοινή σαν όλων των ανθρώπων τις κηδείες. «Φαίνεται ότι οι μεγάλοι ποιητές είναι σε θέση να προμαντέψουν το τι μέλλεται και στην προσωπική τους ζωή και κυρίως τι μέλλεται σε αυτήν την ανθρώπινη περιπέτεια που λέγεται άνθρωπος. Ο Νίκος έγραψε αυτό το ποίημα μόνο που διαψεύσθηκε στο εξής. Δεν είχε ένα θάνατο κοινό, δεν είχε μια κηδεία κοινή σαν όλων των ανθρώπων. Είχε μια κηδεία συγκλονιστική στην οποία προσέτρεξαν πλήθη κόσμου, απλοί άνθρωποι, άνθρωποι της θάλασσας για να θρηνήσουν πράγματι την γρήγορη φυγή του ποιητή από αυτόν τον κόσμο».

Θα μείνω πάντα ιδανικός και ανάξιος εραστής

των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων

και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές

χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων…

…Και εγώ που τόσο πόθησα μια μέρα να ταφώ

σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες

θα ‘χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ

και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

«Τον είπανε λοιπόν τον Καββαδία ποιητή της θάλασσας και ήτανε. Τον είπαμε ποιητή των απομακρυσμένων πόντων και ήτανε. Τον είπανε και αμαρτωλό της ελληνικής ποίησης και ήτανε. Τον είπανε και καταραμένο της ποίησής μας και ήτανε. Δεν εγνώρισα αθωότερο άνθρωπο στη ζωή μου» δήλωσε ο κ. Κασόλας τονίζοντας ότι αυτά τα επίθετα, όπως άγιος των ελληνικών γραμμάτων ο Παπαδιαμάντης, καταραμένος ποιητής ο Καββαδίας, δεν είναι τίποτα άλλα παρά ετικέτες «για να μην γνωρίσουμε ποτέ τι πραγματικά μπορεί να ήταν ο καθένας από αυτούς τους άπιστους των ελληνικών γραμμάτων. Λέει ο Καββαδίας, «αμαρτωλός που δε χαρεί και που δεν φταίξει δεν είναι αμαρτωλός. Και άγιος που δε χαρεί και που δεν φταίξει δεν είναι άγιος. Τόσο ο Παπαδιαμάντης όσο και ο Καββαδίας ήτανε σεμνοί άνθρωποι, λαϊκοί άνθρωποι και δεν αγαπούσανε τον αστικό μας πολιτισμό και τις αστικές αξίες που στο τέλος καταλήγουν όλες να έχουνε μία αξία, τη λατρεία του χρήματος. Οι ποιητές και οι δημιουργοί έρχονται να μας πούνε πως τα πράγματα είναι αλλιώς, η ζωή πρέπει να σημαίνει άλλα πράγματα. Να σεβόμαστε το λόγο που μας περιέχει, τις λέξεις που μας περιέχουν και να σεβόμαστε την ανθρώπινή μας ύπαρξη και την ύπαρξη των άλλων»

Ο Καββαδίας ήθελε να πεθάνει στην θάλασσα και να ταφεί σ΄ αυτήν που περισσότερο από όλα τα πράγματα στη ζωή αγάπησε. «Αγαπούσε τη θάλασσα για χίλιους λόγους και αγαπούσε και τις γυναίκες πάλι για χίλιους λόγους. Και αυτές τις γυναίκες τις στοίχειωσε στην ποίηση του ο Καββαδίας και ως μάνες και ως αδερφές και ως ερωμένες αλλά και ως πόρνες τις οποίες και ευλαβήτω».

Έπεσε το πούσι αποβραδίς

Το καραβοφάναρο χαμένο

Και έφθασες χωρίς να σε προσμένω

Μες την τιμονιέρα να με δεις…

Φύγε σε σου πρέπει στέρεα γη

Ήρθες να με δεις και όμως δεν μ΄είδες

Έχω από τα μεσάνυχτα πνιγεί χίλια μίλια πέρα απ’ τις Εβρίδες…

Ειδική μνεία έκανε ο κ.Κασόλας στα τατουάζ που είχε στο σώμα του ο Νίκος Καββαδίας, που σήμερα έχουν γίνει πολύ της μόδας. Η διαφορά τους όμως είναι ότι αυτά «που φορούσε ο Καββαδίας και άλλοι ναυτικοί τα πλήρωναν με το αίμα τους πάνω στο πετσί τους. Ίσως να έδειχνε μια αντρειοσύνη τους, να έδειχνε και μια επιδεξιοσύνη για την προσέλκυση του γυναικείου φύλου. Όμως ήταν κάποια τατουάζ που τους πονούσανε φρικτά. Στο αριστερό του χέρι ο Καββαδίας είχε μια γοργόνα. Και γι’ αυτήν την γοργόνα πάντα ήθελε ο Καββαδίας να μιλάει, γι’ αυτήν την γοργόνα μίλησε εκείνο το βράδυ που μαγνητοφωνούσα τις μαγευτικές του ιστορίες στο σπίτι μου.

«Ο Καββαδίας μένει για λίγο τώρα αφηρημένος για λίγο απόμακρος και κοιτάει στο μπράτσο του ένα τατουάζ. Μια γοργόνα. «Αυτή δεν θα μ’ αφήσει ποτέ. Μ΄ αυτή θα πάω. Δεν θα με προδώσει. Τώρα αυτή είναι σαράντα χρονών κορίτσι. Μου την έφτιαξαν στο Χογκ Κονγκ…Μερικές φορές, μερικές νύχτες που ξυπνάω, κοιτάζω τη χορεύτρια με αγωνία και μου φαίνεται πως εξαφανίζεται… Βιάζομαι να ξημερώσει να δω πως είναι ακόμα πάνω στο μπράτσο μου…»

«Γδύσου. Θα σου δώσω για φόρεμα το πούσι. Θα πιω ακόμα ένα για χάρη της θάλασσας…για χάρη της γοργόνας που έχω στο μπράτσο μου. Που σαλτάρει στη θάλασσα και με κερατώνει κάθε νύχτα με τον Ποσειδώνα. Γυρίζει το πρωί που κοιμάμαι γεμάτη φύκια και τσουκνίδες της θάλασσας…Όταν πιάνουμε στεριά για καιρό μαραζώνει και χάνει τα χρώματά της…»

Ο Μήτσος Κασόλας αναφέρθηκε επίσης στη σχέση του ποιητή με τους φίλους του της στεριάς όπως το Βενέζη, το Βάρναλη και στη συνέχεια ανέφερε ένα περιστατικό της ζωής του που τον συνδέει με το Γιώργο Παπαδόπουλο.

«Το 1973 που ο Μήτσος Κασόλας πρωτογνώρισε τον Καββαδία ήδη είχε συμβεί η εξέγερση του Πολυτεχνείου και μοιραία η συζήτησή τους περιστράφηκε και γύρω από το Πολυτεχνείο. Ιδού λοιπόν μια μαρτυρία τι είπε ο Καββαδίας των 65 τότε χρονών για το Πολυτεχνείο.

«Πέρασα άσχημα εκείνες τις μέρες του Πολυτεχνείου. Είχα προβλήματα όπως και πολλοί άλλοι με τη συνείδησή μου. Μια μέρα η ώρα 2 τη νύχτα χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ένας γιατρός φίλος μου, που μου είπε: Νίκο σε θέλω να έρθεις γρήγορα σπίτι μου τώρα…. Σηκώνομαι ντύνομαι. Όταν φτάνω κοντά στο σπίτι του γιατρού βλέπω τζιπ, μοτοσικλέτες, αστυνομία. Ρωτάω, τι συμβαίνει… Στο σπίτι του κ. καθηγητή είναι ο κύριος Παπαδόπουλος. Κόβω δρόμο και φεύγω και ακόμα φεύγω. Με ήθελε ο φίλος να με γνωρίσει στον Παπαδόπουλο. Σκέψου τώρα να πήγαινα εγώ και να χαμογελούσα στον Παπαδόπουλο. Θα μούντζωνα τον εαυτό μου για όλη μου την ζωή.»

Ελεύθερο χαρακτήρισε τον Καββαδία ο Μήτσος Κασόλας, άνθρωπο «που δεν έκρυβε τα δικά του κόμπλεξ και ειρωνευότανε αρκετά τον εαυτό του».

Μια φορά κάποτε μία κυρία που είχε διαβάσει ποιήματά μου ίσως ή της είχαν μιλήσει για μένα στο κατάστρωμα ενός πλοίου που ταξίδευε με πλησίασε. Με κοίταξε αλλά προφανώς δεν της καλοφάνηκε ότι εγώ μπορεί να είμαι ο Καββαδίας και με ρώτησε:

-Μήπως εσείς δουλεύετε εδώ σ’ ατό το καράβι;

-Ναι, δουλεύω.

-Ένα ποιητή Καββαδία ασυρματιστή ξέρετε αν δουλεύει εδώ;

-Δουλεύει… πως…

-Και πώς μπορώ να τον βρω;

-Δεν ξέρω. Ρωτήστε και θα σας πούνε.

-Μα ρώτησα κάποιον και μου έδειξε εσάς. Τον έχετε τίποτα αυτόν τον Καββαδία;

-Ναι χεσμένο…

Η νύχτα των μαγνητοφωνήσεων τελείωσε.

«Νίκο» ρώτησε ο Μήτσος Κασόλας τον ποιητή, «ξέρεις πώς τελειώνουν τα γεωργιανά παραμύθια; Και τότε άνοιξαν οι ουρανοί και έπεσαν τρία χρυσά μήλα το ένα για εκείνον που διηγήθηκε το παραμύθι, το άλλο για εκείνους που το άκουσαν, αλλά το τρίτο το καλύτερο κύλησε στην άβυσσο. Εσύ Νίκο πολλά δεν άφησες και κύλησαν απόψε στην άβυσσο;

-Είναι τόσα πολλά που άμα τα πεις όλα, θαρρείς πεθαίνεις…

Και μετά από 47 ημέρες πέθανε. Το τρίτο μήλο το καλύτερο κύλησε στην άβυσσο και αυτό το τρίτο μήλο όλοι μαζί απόψε το τιμήσαμε»…

Α.Π.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.