Το Κεμπριτζ σωζει τα ρωμαιικα της Τραπεζουντας
Δεν διαθέτουν σύστημα γραφής, όμως μιλιούνται, κυρίως από ηλικιωμένες μουσουλμάνες της Τραπεζούντας και έναν πληθυσμό που σήμερα αριθμεί, κατ’ εκτίμηση, από 4.000 έως 8.000 άτομα. Διαθέτουν αρχαϊκούς τύπους και δομές, όπως το απαρέμφατο, που μαρτυρεί την καταγωγή τους από την ελληνιστική κοινή. Και ενώ έχουν πολλά να μας διδάξουν για τις ελληνικές διαλέκτους και την ιστορία της Μαύρης Θάλασσας, αλλά και το αίσθημα του ανήκειν και τις πολυπολιτισμικές ταυτότητες, τα «ρωμαίικα» της Τουρκίας, μια ποικιλία της ποντιακής γλώσσας που δεν διέθετε την εμβέλεια –ή τον απαραίτητο… «στρατό και ναυτικό», σύμφωνα με μια γλωσσολογική ρήση– ώστε να αντέξει στον χρόνο, βρίσκονται σε σοβαρό κίνδυνο.
«Οι νέοι κάτω των 20 ετών δεν μιλούν πλέον τη γλώσσα και η μετάδοσή της έχει σταματήσει», λέει η Ιωάννα Σιταρίδου, καθηγήτρια Ιστορικής Γλωσσολογίας και Ισπανικών στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. «Οι βασικοί λόγοι που οδηγούν στον γλωσσικό θάνατο», συνεχίζει, «είναι η έλλειψη υποστηρικτικών μηχανισμών –όπως η εκπαίδευση–, η αλλαγή στον παραδοσιακό τρόπο ζωής και η αστυφιλία, η μετανάστευση στην Ευρώπη, αλλά και ο κοινωνικός και πολιτισμικός στιγματισμός και η τουρκική εθνική ιδεολογία, που εξακολουθεί να στοχεύει στην απορρόφηση των γλωσσικών μειονοτήτων και να προωθεί την εθνική γλώσσα ως τη μοναδική επιλογή».
Η κ. Σιταρίδου μελετάει εδώ και 16 χρόνια τα ρωμαίικα στην Τσάικαρα, στα Σούρμενα και στην Τόνια της Τραπεζούντας. Η αποτύπωση του αριθμού των φυσικών ομιλητών, λέει, έχει μεθοδολογικές, νομικές και πρακτικές δυσκολίες. Πρόσφατα όμως ενίσχυσε την ερευνητική της εργαλειοθήκη με την ψηφιακή πλατφόρμα «Crowdsourcing Romeyka» (crowdsource.romeyka.org). Η πλατφόρμα δίνει τη δυνατότητα σε ομιλητές ανά τον κόσμο να ηχογραφήσουν εαυτούς ενώ μιλούν ρωμαίικα, ώστε να αποκτήσουν οι ίδιοι ένα αποθετήριο της απειλούμενης γλώσσας τους και οι ερευνητές μια μεγάλη δεξαμενή μελέτης.
«Η πλατφόρμα “Συλλέγουμε ρομέικα”», λέει η κ. Σιταρίδου (η οποία επιλέγει την ορθογραφία με «ο» και «ε», ώστε να μην επιβάλει στους ομιλητές την αποκλειστική ελληνική ταυτότητα που υπονοείται από το «ω» του «ρωμιού»), «έχει στόχο να επιτρέψει στους ομιλητές της ποντιακής, ανεξαρτήτως του πού βρίσκονται, να διασώσουν τη γλώσσα τους καθιστώντας την προσβάσιμη στον κόσμο και στους ερευνητές. Δεν συγκρίνεται με την καταγραφή πεδίου, όμως επιτρέπει ταχεία συλλογή γλωσσικού υλικού, που δεδομένου του πόσο δυσπρόσιτες είναι κάποιες κοινότητες και πόσο γρήγορα χάνονται οι ομιλητές, αποτελεί μια ικανοποιητική λύση, η οποία μπορεί να δημιουργήσει και μια γέφυρα μεταξύ των εξοικειωμένων με την τεχνολογία νέων ομιλητών και των ηλικιωμένων».
«Η ποντιακή είναι αδελφή και όχι θυγατέρα γλώσσα των νέων ελληνικών», εκτιμά η καθηγήτρια Ιστορικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ.
Οι ηλικιωμένοι ομιλητές είναι κυρίως γυναίκες, γιατί οι άνδρες έφευγαν από τα χωριά ως μετανάστες ήδη από το 1960. Η ακόμη πρωιμότερη ιστορία των «ρομέικων» έχει το δικό της ενδιαφέρον: οι απαρχές τους, σύμφωνα με την Ιωάννα Σιταρίδου, είναι ελληνιστικές και εντοπίζονται μεταξύ 1ου και 3ου μ.Χ. αιώνα, δηλαδή πεντακόσια χρόνια πριν από τη μεσαιωνική περίοδο, την οποία άλλες θεωρήσεις υποδεικνύουν ως σημείο εκκίνησης.
Η καθηγήτρια υποστηρίζει ότι τα «ρομέικα» είναι απόγονος της ελληνιστικής μικρασιατικής κοινής, η οποία διαφέρει από τη γνωστή ελληνιστική κοινή, καθώς η τελευταία δεν θα μπορούσε να μιλιέται ομοιόμορφα από την Αλεξάνδρεια έως τη Μικρά Ασία: «Δεν στέκει γλωσσολογικά», λέει η ίδια και εκτιμά ότι «η ποντιακή είναι αδελφή και όχι θυγατέρα γλώσσα των νέων ελληνικών». Και διευκρινίζει: «Υποστηρίζω, χωρίς να είμαι απόλυτη, ότι υπάρχουν περισσότερες από μία ελληνικές γλώσσες, όπως συμβαίνει με τις λατινογενείς, που προήλθαν στο σύνολό τους από τη δημώδη λατινική και όχι η μία από την άλλη, όπως είναι η καθεστηκυία άποψη για τα νέα ελληνικά και τις νεοελληνικές διαλέκτους».
Το απαρέμφατο
Ειδικά για τα ρωμαίικα, «κλειδί» της ανάλυσής της είναι το απαρέμφατο, που ενώ σε άλλες ελληνικές ποικιλίες εξέπεσε μέσα στους αιώνες, στη συγκεκριμένη αντέχει μέχρι σήμερα. Μετά τους ελληνιστικούς χρόνους, ο συγκεκριμένος ρηματικός τύπος υποχώρησε κυρίως λόγω γλωσσικών επαφών, οι οποίες όμως δεν επέδρασαν τόσο σε απομονωμένα σημεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως στα παράλια της νότιας Μαύρης Θάλασσας. Επιπλέον, ο κατοπινός εξισλαμισμός περιοχών της Τραπεζούντας (κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1461) σήμανε μια διπλή εξέλιξη: Οι μεν ποντιακές γλωσσικές ποικιλίες των χριστιανών εξακολούθησαν να πλησιάζουν τις μεσαιωνικές, που ήταν σε διαδικασία απώλειας του απαρεμφάτου, όμως οι ποικιλίες των εξισλαμισθέντων, όπως τα ρωμαίικα, το διατήρησαν και το μετεξέλιξαν, σε έναν τύπο που σήμερα χρησιμοποιείται ως στοιχείο «αρνητικής πολικότητας».
Η τελευταία υπόθεση της κ. Σιταρίδου αφορά την Τόνια της Τραπεζούντας, όπου φαίνεται πως ο εξισλαμισμός πραγματοποιήθηκε σε διαφορετικό χρόνο. Η καθηγήτρια ετοιμάζει σχετική δημοσίευση, μέχρι τότε όμως μπορεί κανείς να επισκεφθεί την έκθεση που πραγματοποιείται έως τις 28 Απριλίου στην οικία του Μεχμέτ Αλή στην Καβάλα, με θέμα τα «ρομέικα» και με πλούσιο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό από τις ελληνόφωνες κοινότητες της νότιας Μαύρης Θάλασσας από τα αρχεία του Exeter College της Οξφόρδης και της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, όπως αποτυπώθηκαν πριν από 110 χρόνια από τον Dawkins, και από το αρχείο της ίδιας της Ιωάννας Σιταρίδου.
Και είτε κανείς επιλέξει να γράφει «ρομέικα» είτε προτιμήσει τα ρωμαίικα, ένα πράγμα φαίνεται σίγουρο για τη σχέση της εθνικής ταυτότητας με τις γλώσσες και τις διαλέκτους: «Η συγκρότηση των εθνικών ταυτοτήτων όπως τις εννοούμε σήμερα είναι φαινόμενο πολύ πιο πρόσφατο από τη γλώσσα», λέει η κ. Σιταρίδου. «Ομως, μια γλώσσα ή διάλεκτος είναι θεμελιώδες στοιχείο της αίσθησης του ανήκειν σε μια γλωσσική, εθνοτική και πολιτισμική ομάδα ή κοινότητα».
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.