Urbi et Orbi: Βαρθολομαιος ο πανυ (Μερος Α΄)

Τα ιστορικά βήματα ενός μεγάλου Οικουμενικού Εκκλησιαστικού Ανδρός και Ηγήτορος των Πανορθοδόξων

Ιωβηλαίον τετιμημένης τριακονταετούς Οικουμενικής Πατριαρχικής Οιακοστροφίας (1991-2021)

  • Τι εστί Πατριάρχης; «Ο Πατριάρχης εστίν εικών ζώσα Χριστού και έμψυχος, δι’ έργων και λόγων χαρακτηρίζουσα την αλήθειαν. Τέλος αυτώ, η των καταπεπιστευμένων ψυχών σωτηρία και το υπέρ της αληθείας και της εκδικήσεως των δογμάτων λαλείν ενώπιον βασιλέως και ουκ αισχύνεσθαι…» («Επαναγωγή», Νομικόν Βιβλίον Βασιλείου Μακεδόνος και Λέοντος Σοφού)

Τα ιστορικά βήματα ενός μεγάλου εκκλησιαστικού ανδρός και ηγήτορος των Πανορθοδόξων, όπως είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, δεν αποτελούν απλώς μία τυπική και ανούσια καταγραφή ιστορικών γεγονότων, αλλά αφενός μεν αποδεικνύουν την αυτοθυσιαστική και κενωτική, σταυρική και εν ταυτώ αναστάσιμη οικουμενική διακονία αγάπης και όχι κοσμικής εξουσίας του Πρωτοθρόνου των Προκαθημένων της ανά την οικουμένη Ορθοδοξίας υπέρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και πάσης Ορθοδόξου ζώσης υπάρξεως προς δόξαν πάντοτε του εν Τριάδι Θεού των Πατέρων ημών, αφετέρου δε καταξιώνουν και δικαιώνουν το πέρασμα αυτού από την επίγεια ζωή και τον κόσμο τούτο, ώστε «άξιον και δίκαιον εστί» να τιμάται το Ιωβηλαίον της Τριακονταετούς Οικουμενικής Πατριαρχικής Οιακοστροφίας και Πηδαλιουχίας αυτού επί της νοητής νηός, ήτοι της πολυμαρτυρικώς καθηγιασμένης Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, άνευ της χρήσεως ή επιδείξεως εφήμαρτων ρουβλίων και κρατικής ισχύος. Αυτά τα ιστορικά βήματα του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου είναι ισάξια, ισότιμα και ισόκυρα εκείνων των Αγίων Προκατόχων αυτού, Γρηγορίου του Θεολόγου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Φωτίου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Ε΄, Ιωακείμ του Γ΄ και πλειάδος άλλων Αγίων αγωνιστών υπέρ του Γένους και του Πρωτοκλήτου Αγιωτάτου Αποστολικού Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου προκατόχων του, επαληθεύοντας ότι όντως «Ο Πατριάρχης εστίν εικών ζώσα Χριστού και έμψυχος, δι’ έργων και λόγων χαρακτηρίζουσα την αλήθειαν. Τέλος αυτώ, η των καταπεπιστευμένων ψυχών σωτηρία και το υπέρ της αληθείας και της εκδικήσεως των δογμάτων λαλείν ενώπιον βασιλέως και ουκ αισχύνεσθαι…» («Επαναγωγή», Νομικόν Βιβλίον Βασιλείου Μακεδόνος και Λέοντος Σοφού).

Ο από Γέροντος Χαλκηδόνος, Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος ο Α΄, κατά κόσμον Δημήτριος Αρχοντώνης, εγεννήθη την 29η Φεβρουαρίου του έτους 1941 στο χωριό Άγιοι Θεόδωροι της μαρτυρικής ελληνικής νήσου Ίμβρου από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, τον Χρήστο και την Μερόπη.

Τα εγκύκλια μαθήματα διδάχτηκε στην γενέτειρά του και στη συνέχεια, ως ένας από τους πρώτους αποφοίτους της Κεντρικής Σχολής Ίμβρου, στην Κωνσταντινούπολη, στο περίφημο Ζωγράφειο Λύκειο. Μετά ταύτα, εισήχθη στην περιώνυμη Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία αποφοίτησε αριστούχος, κατά το έτος 1961, αφού υπέβαλε την εναίσιμη επί πτυχίω διατριβή του, υπό τον τίτλο: «Ανασύστασις λυθέντος γάμου».

Αμέσως μετά την αποφοίτησή του από την Θεολογική Σχολή, κατά την 13ην Αυγούστου 1961, εχειροτονήθη διάκονος υπό του πνευματικού Γέροντός του, αοιδίμου Μητροπολίτου Ίμβρου και Τενέδου, έπειτα Ηλιουπόλεως και Θείρων, είτα δε Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος και μετονομάστηκε Βαρθολομαίος προς τιμή και εις ανάμνηση «Βαρθολομαίου του Κουτλουμουσιανού», διορθωτού και εκδότου των μηνιαίων και άλλων λειτουργικών βιβλίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο οποίος καταγόταν από την Ίμβρο και θεωρείται ως ο φωτιστής αυτής. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ήδη συμπλήρωσε, χάριτι Θεού, και το «Χρυσούν Ιωβηλαίον», σεπτής πεντηκονταετούς λευϊτικής διακονίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία (1961-2011).

Από του έτους 1961 και μέχρι το 1963 εξεπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ως έφεδρος αξιωματικός και εν συνεχεία μετέβη στην Ευρώπη για περαιτέρω σπουδές ως υπότροφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στην Εσπερία και για τα έτη, 1963-1968, μετεκπαιδεύθηκε στο Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών Ρώμης, στο Οικουμενικό Ινστιτούτο Bossey Ελβετίας και στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ειδικευθείς στο Κανονικό Δίκαιο, ανηγορεύθηκε διδάκτωρ του Ανατολικού Κανονικού Δικαίου του Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών της Ρώμης, αφού υπέβαλε πρωτότυπη διατριβή, με θέμα: «Περί την Κωδικοποίησιν των Ιερών Κανόνων και των Κανονικών Διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία». Είναι δε χαρακτηριστική η έφεσή του να εκμανθάνει και να ομιλεί πολλές ξένες γλώσσες, πράγμα που τον βοήθησε, κατά την διάρκεια των πολυετών σπουδών του, να μελετά επιστημονικά την ξένη βιβλιογραφία και να επικοινωνεί προσηνώς με όλους, προβάλλοντας το μήνυμα της Ορθοδοξίας ανά την υφήλιο.

Μετά την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών και διδακτορικών του σπουδών στην Ευρώπη επέστρεψε, κατά το έτος 1968, στην Κωνσταντινούπολη και διορίστηκε βοηθός Σχολάρχου στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου επρόκειτο να διδάξει ως τακτικός καθηγητής το μάθημα του Κανονικού Δικαίου, αλλά το Τουρκικό Κράτος αιφνιδίως και αυθαιρέτως απαγόρευσε την λειτουργία της Τροφού και παλαιφάτου Σχολής, κατά το έτος 1971, οπότε το όνειρό του για ακαδημαϊκή καριέρα δεν πραγματοποιήθηκε. Κατά το έτος 1969, στο ναΐδριο της Θεολογικής Σχολής, εχειροτονήθη πρεσβύτερος υπό του μακαριστού Γέροντός του, Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος και μετά την παρέλευση εξαμήνου ο αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α΄ του απένειμε και το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου, στο ιδιαίτερο πατριαρχικό παρεκκλήσιο του Αγίου Ανδρέου.

Όταν ο από Ίμβρου και Τενέδου Δημήτριος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης (1972) και ίδρυσε το ιδιαίτερο Πατριαρχικό Γραφείο, εκάλεσε ως πρώτο Διευθυντή αυτού τον νεαρό τότε Αρχιμανδρίτη Βαρθολομαίο Αρχοντώνη, τον οποίο προήγαγε κατά το επόμενο έτος, τα Χριστούγεννα του 1973, σε Επίσκοπο και Μητροπολίτη Φιλαδελφείας. Υπήρξε μάλιστα ο νεώτερος σε ηλικία Μητροπολίτης του Οικουμενικού Θρόνου, μόλις 33 ετών. Ως επικεφαλής του νεοϊδρυθέντος ιδιαιτέρου Πατριαρχικού Γραφείου έμεινε μέχρι της εκλογής του στην Γεροντική Μητρόπολη Χαλκηδόνος, κατά τον Ιανουάριο του 1990, στην οποία διεδέχθη τον μακαριστό Γέροντά του, Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα Χατζή. Από τον Μάρτιο του 1974, όταν εξεδήμησε εις Κύριον ο Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων Δωρόθεος και μέχρι της αναρρήσεώς του στον Οικουμενικό Θρόνο, διετέλεσε μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, καθώς και πολλών Συνοδικών Επιτροπών, συμβάλλοντας ουσιαστικά στο υπεύθυνο έργο τους με την κατάρτιση και τον ζήλο του. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της «Εταιρείας του Δικαίου των Ανατολικών Εκκλησιών», της οποίας επί έτη διετέλεσε Αντιπρόεδρος. Επί δεκαπενταετία υπήρξε μέλος και επί οκταετία Αντιπρόεδρος της Επιτροπής «Πίστις και Τάξις» του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ). Έλαβε μέρος στις Γενικές του Συνελεύσεις του ΠΣΕ, Δ΄(Uppsala, 1968), Στ΄ (Vancouver, 1983), και Ζ΄ (Canberra, 1991). Υπό της τελευταίας εξελέγη μέλος της Κεντρικής και Εκτελεστικής Επιτροπής του ΠΣΕ.

Ως Μητροπολίτης του Οικουμενικού Θρόνου (1973-1991) αντιπροσώπευσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε πλείστα Διορθόδοξα και Διαχριστιανικά Συνέδρια, σε επίσημες πατριαρχικές αποστολές προς την Τουρκική Κυβέρνηση, τις αδελφές Ορθόδοξες και μη Εκκλησίες, τις ανά τον Κόσμο επαρχίες του Θρόνου και προς το Άγιον Όρος, του οποίου οι πατέρες και μοναχοί εξετίμησαν ιδιαιτέρως την ευλάβεια και την αγάπη του προς το «Περιβόλι της Παναγίας» και δικαίως εχαρακτήρισαν αυτόν ως «ένθερμον φιλοαθωνίτην».

Το έτος 1990 προήδρευσε της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής περί της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου Επιτροπής, η οποία συνεκλήθη στη Γενεύη και εξέτασε το θέμα της «Ορθοδόξου Διασποράς». Συνόδευσε τον αοίδιμο Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο στην ιερά πορεία «Αγάπης, Ειρήνης και Ενότητος» αυτού σε όλες σχεδόν τις ορθόδοξες κατά τόπους Εκκλησίες, την Ρώμη, την Καντουαρία (Canterbury) και το ΠΣΕ.

Την 22α Οκτωβρίου του 1991, διαδεχόμενος τον αοίδιμο Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο τον Α΄, εξελέγη παμψηφεί υπό της Αγίας και Ιεράς Ενδημούσης Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης, και ενθρονίστηκε την 2α Νοεμβρίου στον πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, στο Φανάρι. Αμέσως μετά την ανάρρησή του στον πάνσεπτο Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως έθεσε σε εφαρμογή το πολυσχιδές και πολύπλευρο έργο του, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του στις προγραμματικές δηλώσεις του στον ενθρονιστήριο πατριαρχικό λόγο του, κατά την εκφώνηση του οποίου διεκήρυττε: «…παραλαμβάνομεν… τον σταυρόν Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, εις συνέχισιν της ανόδου εις τον Κρανίου Τόπον, ως συσταύρωσιν ημών τω Κυρίω και τη Αυτώ συνεσταυρωμένη Εκκλησία, εις συντήρησιν του φωτός της Αναστάσεως…». Και όντως ο Οικουμενικός Πατριάρχης αδιαλείπτως ως άλλος Κηρυναίος αίρει τον Σταυρό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και μεταλαμπαδεύει το φως της Αναστάσεως αυτής έως εσχάτου της γης.

Αμέσως μετά την ανάρρησή του στον πάνσεπτο Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως έθεσε σε εφαρμογή το πολυσχιδές και πολύπλευρο έργο του, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του στις προγραμματικές δηλώσεις του στον ενθρονιστήριο πατριαρχικό λόγο του, κατά την εκφώνηση του οποίου διεκήρυττε: «…παραλαμβάνομεν… τον σταυρόν Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, εις συνέχισιν της ανόδου εις τον Κρανίου Τόπον, ως συσταύρωσιν ημών τω Κυρίω και τη Αυτώ συνεσταυρωμένη Εκκλησία, εις συντήρησιν του φωτός της Αναστάσεως…». Και όντως ο Οικουμενικός Πατριάρχης αδιαλείπτως ως άλλος Κηρυναίος αίρει τον Σταυρό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και μεταλαμπαδεύει το φως της Αναστάσεως αυτής έως εσχάτου της γης.

Ως νέος Οικουμενικός Πατριάρχης επισκέφθηκε εθιμοτυπικώς τον Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας και κατ’ επανάληψη τις κυβερνητικές αρχές και τους αρμόδιους υπηρεσιακούς κρατικούς φορείς και έθεσε υπ’ όψιν αυτών τα απασχολούντα το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Ρωμαίϊκη Ομογένεια φλέγοντα και χρονίζοντα ανεπίλυτα ζητήματα. Συγκεκριμένα: πρώτον, την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, δεύτερον, την επιστροφή της παρανόμως δημευθείσας ακινήτου περιουσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, των ευαγών φιλανθρωπικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ρωμαίϊκης Ομογένειας, τρίτον, την αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και συνακόλουθα της Οικουμενικής υποστάσεως και αποστολής του, τέταρτο, την χορήγηση της Τουρκικής υπηκοότητας σε μη Τούρκους μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και πέμπτον τον σεβασμό των θρησκευτικών ελευθεριών και εν γένει των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των ορθοδόξων χριστιανών Ρωμιών που διαβιούν στην Τουρκία.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος επιδεικνύει ζήλο απαράμιλλο και εργατικότητα ασυνήθη που τεκμαίρεται και εκ του γεγονότος ότι κατά την τριακονταετή πατριαρχία του πάντες οι ιεροί ναοί, με πρώτο τον πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, οι ιερές μονές, τα αγιάσματα, τα ευαγή φιλανθρωπικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κωνσταντινουπόλεως και των Πριγκηποννήσων ανακαινίσθηκαν χάρη στο ανύστακτο ενδιαφέρον του για την εκκλησιαστική περιουσία του Πατριαρχείου και των ρωμαίικων ομογενειακών κοινοτήτων. Παράλληλα, ασχολείται με ιδιαίτερη πατρική μέριμνα και φροντίδα, και με τα φλέγοντα θέματα που απασχολούν την Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως και το άμεσο ποίμνιό του, και συντρέχει άμεσα για την διευθέτησή τους. Στο πλαίσιο αυτό συνέβαλε τα μέγιστα στην διοργάνωση του Α΄ Συνεδρίου των αποδήμων και μη Κωνσταντινουπολιτών στην Κωνσταντινούπολη, από τις 31 Ιουνίου έως 2 Ιουλίου 2006, στο οποίο εξεφώνησε βαρυσήμαντη και μεστή προσδοκιών για το μέλλον των Ρωμιών της Κωνσταντινουπόλεως ομιλία.

Επί των ημερών της μέχρι τούδε πατριαρχίας του είχε την από Θεού ευλογία να καθαγιάσει τρεις φορές νέα ποσότητα Αγίου Μύρου κατά την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα του 1992, του 2002 και του 2012. Με τα έντονα διαβήματα και τις επίμονες προσπάθειές του ενώπιον των αρμοδίων τουρκικών αρχών κατόρθωσε να λάβει την πολυπόθητη άδεια να επισκέπτεται και να λειτουργεί σε ορισμένες ρωμαίικες ερειπωμένες ιστορικές εκκλησίες στην Μικρά Ασία, κυρίως δε στην περιοχή της Καππαδοκίας και στην Ανατολική Θράκη. Τον δε Αύγουστο του 2010 ετέλεσε, μετά από παρέλευση 87 ετών (1923-2010), πανηγυρική θεία λειτουργία στην ιστορική Μονή Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα του Εύξεινου Πόντου (15 Αυγούστου του 2010). Με δική του πρωτοβουλία διευρύνθηκε, κατά το έτος 2004, η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου δια της συμμετοχής για πρώτη φορά μετά από το 1922 και της εν τω εξωτερικώ Ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου. Κατά το έτος 2010, κατόπιν συντονισμένων ενεργειών του Πατριάρχου, το τουρκικό κράτος έδωσε την τουρκική υπηκοότητα σε Μητροπολίτες του Θρόνου, μη Τούρκους υπηκόους, οι οποίοι ποιμαίνουν επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο εξωτερικό, ενώ παρέδωσε στο Πατριαρχείο και τους τίτλους ιδιοκτησίας (κυριότητας) του Ορφανοτροφείου της Πριγκήπου (29 Νοεμβρίου 2010), το οποίο είχε παρανόμως και αυθαιρέτως δημεύσει, αλλά ύστερα από την προσφυγή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και την δικαίωσή του, αναγκάστηκε να συμμορφωθεί και να εφαρμόσει την απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου αναγνωρίζοντας το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως τον νόμιμο ιδιοκτήτη του Ορφανοτροφείου.

Ιδιαίτερα θετική εξέλιξη για την απρόσκοπτη άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου θεωρείται και η από του έτους 2003 δοθείσα σχετική άδεια από τις τουρκικές αρχές να τελείται ελεύθερα, κατά την ημέρα των Θεοφανείων, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη ο καθαγιασμός των υδάτων στον Κεράτιο Κόλπο, ο οποίος κατά τα προηγούμενα ογδόντα έτη είχε απαγορευθεί λόγω του λαϊκού χαρακτήρα του κεμαλικού τουρκικού κράτους. Την 27η Νοεμβρίου 2004, και εν όψει της Θρονικής εορτής του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την οποία τιμάται η ιερά μνήμη του εν Αποστόλοις Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, ιδρυτού της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, αφού έγινε δεκτό το αίτημά του από τον μακαριστό Πάπα Ιωάννη – Παύλο τον Β΄, παρέλαβε από την Αγία Έδρα, επανέφερε και εγκατέστησε στον πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου τα ιερά λείψανα των Αγίων προκατόχων του, Αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, τα οποία επί αιώνες εφυλάσσοντο στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου, στο Βατικανό. Επί δε της Πατριαρχίας αυτού αγιοκατετάχθησαν στις Δέλτους της Ορθοδόξου Εκκλησίας πλείστοι όσοι Άγιοι και Όσιοι, άνδρες, γυναίκες και παιδία μεταξύ των οποίων και η Τριάδα των ανά την Ορθόδοξη οικουμένη γνωστών νεοφανών «Φίλων Χριστού», ήτοι του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου, του Αγίου Πορφυρίου, του Αγίου Ιακώβου Τσαλίκη, του Αγίου Αμφιλοχίου του εν Πάτμω και του Αγίου Εφραίμ του Κατουνακιώτου, διό δικαίως και προσφυώς εχαρακτηρίσθη ως «Βαρθολομαίος ο Φιλάγιος».

Την 19ην Νοεμβρίου 1991, κατόπιν της σεπτής εισηγήσεως αυτού και της σχετικής αποφάσεως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος συνέστησε την Αδελφότητα των απανταχού, πλην της Αμερικής, Αρχόντων Οφφικιάλων της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, υπό την επωνυμία «Παναγία η Παμμακάριστος»,με έδρα την Αθήνα, και καθιέρωσε ετήσιο προσκύνημα των μελών της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την Κυριακή της Σαμαρείτιδος, κατά την οποία από του έτους 1992 με Πατριαρχική και Συνοδική Θεία Λειτουργία τιμάται και η μνήμη των εν Αγίοις Αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως. Ύστερα από τα πολλά προσκόμματα εκ μέρους της διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος ίδρυσε και εγκαινίασε, κατά το έτος 2000, στην Αθήνα, το «Γραφείο Εκπροσωπήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου».

Με την κανονική συγκατάθεση της Μητρός Εκκλησίας συνεστήθη στην Αθήνα δια του από 7ης Μαΐου 2003 Προεδρικού Διατάγματος «Ίδρυμα Υποστηρίξεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου», το οποίο έχει ως σκοπό την ενίσχυση του πολυμερούς πνευματικού και πολιτιστικού έργου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τον δε Μάρτιο του 2006, με την σύμφωνη γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, συνεστήθη στην Αθήνα η Μη Κυβερνητική Οργάνωση υπό την επωνυμία «Οικουμενική» και τον διακριτικό τίτλο «OECUMENIKA», η οποία ως κοινωφελές μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, έχει ως κύριο σκοπό την ενίσχυση του ανθρωπιστικού, πολιτιστικού και αναπτυξιακού έργου του Οικουμενικού Πατριαρχείου μέσω της ανάληψης δράσεων για την παροχή βοήθειας προς πληθυσμούς αναπτυσσόμενων χωρών, καθώς και άλλων περιοχών του πλανήτου, όπου υπάρχει η ανάγκη αναπτύξεως ανάλογων ή παρόμοιων δράσεων. Από δε του έτους 1994, με απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ίδρυσε στις Βρυξέλλες το «Γραφείο της Ορθοδόξου Εκκλησίας παρά τη Ευρωπαϊκή Ενώσει».

Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος συνεκάλεσε και προήδρευσε επτά Συνάξεων όλων των εν ενεργεία Ιεραρχών του Οικουμενικού Θρόνου, (1992, 1994, 1996, 1998, 2002, 2007, 2015, 2018, 2021), καθώς και της Μείζονος Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως το Νοέμβριο του 2000, στις οποίες συζητήθηκαν φλέγοντα ζητήματα που απασχολούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και συσφίχθηκαν οι πνευματικές σχέσεις των κατά τόπους Ιεραρχών του Θρόνου με το Κέντρο της Ορθοδοξίας. Παράλληλα, πάμπολλες υπήρξαν και οι επίσημες επισκέψεις του σε όλες τις κατά τον κόσμο επαρχίες του Οικουμενικού Θρόνου. Ιδρύθηκαν νέες Ιερές Μητροπόλεις (Μπουένος Άϊρες, Μεξικού, Χόνγκ Κόνγκ, Ισπανίας και Πορτογαλίας, Κορέας, Σιγκαπούρης) και Ιερές Αρχιεπισκοπές (Ιερά Αρχιεπισκοπή Καναδά, 1996) του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανά την οικουμένη και μόλις τον Ιανουάριο του 2021 η Πατριαρχική Εξαρχία στη Μάλτα (Μελίτη), την οποία απέκοψε εκ της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της Ιεράς Μητροπόλεως Ιταλίας. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος κατά την επίσημη επίσκεψή του στο κράτος της Ουγγαρίας έλαβε το «Βραβείο Ανθρωπίνης Αξιοπρέπειας» από τον Πρόεδρο του «Συμβουλίου για την Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια» και στις 11 Σεπτεμβρίου 2021 έθεσε τον θεμέλιο λίθο του Ι. Ναού των Τριών Ιεραρχών και Οικουμενικών Διδασκάλων Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εντός του συγκροτήματος της Πατριαρχικής Εξαρχίας Ουγγαρίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βουδαπέστη, όπου το οικόπεδο παρεχωρήθη από την Κυβέρνηση της Ουγγαρίας. Άξιον ιδιαιτέρας μνείας είναι το γεγονός ότι επί της τριακονταετούς Πατριαρχίας Βαρθολομαίου του Α΄ εξελέγησαν πλείστοι όσοι Επίσκοποι και Μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό των τίτλο των «άχρι καιρού» εμπεριστάτων Ιερών Επισκοπών και Μητροπόλεων του Οικουμενικού Θρόνου (Βρυούλων, Αγκύρας, Προικοννήσου, Πισιδίας, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Μοσχονησίων, Ικονίου, Γάνου και Χώρας, Προύσης, Καλλιουπόλεως και Μαδύτου, Κυδωνιών, Σηλυβρίας, Αδριανουπόλεως, Σμύρνης, Σαράντα Εκκλησιών, Αβύδου, Αμορίου, Αλικαρνασσού, Ερυθρών, Ευκαρπίας κ.ά.).

Πρωταρχικό μέλημα του νεοεκλεγέντος Πατριάρχου υπήρξε η πανορθόδοξη ενότητα και συνεργασία. Για την προώθηση του στόχου αυτού συνεκάλεσε στο Φανάρι τους Προκαθημένους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών και από κοινού εξαπέλυσαν μήνυμα «μέγα», την Κυριακή της Ορθοδοξίας, 1992 (Α΄ Σύναξη), προς την Καθόλου Εκκλησία και τον Κόσμο, το οποίο χαρακτηρίσθηκε ως η ενιαία φωνή της Ορθοδοξίας. Παρόμοιες συνάξεις πραγματοποιήθηκαν υπό την προεδρία του και κατά τα επόμενα έτη με την ευκαιρία διαφόρων σημαντικών εκκλησιαστικών γεγονότων, ενώ ο ίδιος πραγματοποίησε επίσημες επισκέψεις σε όλες τις κατά τόπους αδελφές Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Με τις πολυετείς, επίμονες και επίπονες πρωτοβουλίες του Πατριάρχου Βαρθολομαίου και ιδιαίτερα κατά τις Συνάξεις των Ορθοδόξων Προκαθημένων στο Φανάρι εν έτει 2008 και 2011 εδόθη ώθηση μεγάλη για την άμεση σύγκλιση στο προσεχές μέλλον της πολυπόθητης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου των Ορθοδόξων. Προς επίτευξη του ιερωτάτου αυτού έργου ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος συνεκάλεσε άλλες δύο Συνάξεις των Ορθοδόξων Προκαθημένων, μία εν έτει 2014 στο Φανάρι και μία ακόμη εν έτει 2016 στο Σαμπεζύ της Γενεύης, όπου απεφασίσθη η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην νήσο Κρήτη εν έτει 2016, όπερ και εγένετο, παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες των εκκλησιαστικών ηγετίσκων της Θυγατρός Ορθοδόξου εν Ρωσία Εκκλησίας για την αναβολή ή και ματαίωση της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Δικαίως και προσφυώς λοιπόν ο Οικουμενικός Πατριάρχης χαρακτηρίσθηκε ως «Βαρθολομαίος ο Συνοδικός».

Επί της πατριαρχίας του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου ανεσυνεκροτήθη εν έτει 1992η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας και συνεκροτήθη κανονικώς η Ιεραρχία αυτής, υπήχθησαν στην εκκλησιαστική και κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου οι Ορθόδοξες Ουκρανικές Κοινότητες της Διασποράς (1995), επανενεργοποιήθη το Αυτόνομο διοικητικό καθεστώς της Εκκλησίας της Εσθονίας (1996), ανυψώθη η Αυτόνομη Εκκλησία της Τσεχίας και Σλοβακίας σε Αυτοκέφαλη (1998) και εν έτει 2018 εχορηγήθη παρά τις λυσσαλέες, απειλητικές και εκβιαστικές ενέργειες των εκκλησιαστικών ηγετίσκων της θυγατρός Ορθοδόξου εν Ρωσία Εκκλησίας το Αυτοκέφαλο εκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς την Ορθόδοξη Εκκλησίας της Ουκρανίας, την οποία επεσκέφθη επισήμως από την 20ην έως και την 24ην Αυγούστου 2021. Έτι δε ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος προήδρευσε της εν Σόφια συγκληθείσας Μείζονος και Υπερτελούς Ιεράς Συνόδου για την άρση του εσωτερικού σχίσματος της Εκκλησίας της Βουλγαρίας (30 Σεπτεμβρίου – 1 Οκτωβρίου 1998).

Υπό την προεδρία του συνεκλήθη στο Φανάρι στις 30 Απριλίου του 2004, η Μείζων Αγία και Ιερά Ενδημούσα Σύνοδος, η οποία αντιμετώπισε την εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος καταστρατήγηση των όρων της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 περί των λεγομένων «Νέων Χωρών» και για πρώτη φορά στα εκκλησιαστικά χρονικά από της κανονικής ανακηρύξεως του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά το 1850 απεφάσισε «… εν αφάτω θλίψει και οδύνη την διακοπήν της κοινωνίας μετά του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Χριστοδούλου, διαγραφομένου από των Διπτύχων της καθ’ ημάς Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και μη δυναμένου κοινωνείν μεθ’ ημών εν τε λατρεία και εν τη διοικήσει, και μετά των υπαγομένων τη ημετέρα Εκκλησία κληρικών και μοναχών». Η συνέπεια της ως άνω αυστηρής, πλην απολύτως δικαιολογημένης και επιβεβλημένης αποφάσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήταν η απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που συνεκλήθη την 28ην Μαΐου του 2004, σύμφωνα με την οποία: «Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος εν αγάπη Χριστού και σταθερώ πόθω ενότητος μετά της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας διακηρύσσει τον σεβασμόν και την τήρησιν του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και όλων των διατάξεων της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928». Εν συνεχεία της ως άνω αποφάσεως της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης συνεκάλεσε εκ νέου στο Φανάρι Μείζονα Αγία και Ιερά Ενδημούσα Σύνοδο, στις 4 Ιουνίου 2004, η οποία απεφάσισε την αποκατάσταση της διακοπείσης λειτουργικής και διοικητικής κοινωνίας με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.

Στις 24 Μαΐου του 2005 συνεκάλεσε και προήδρευσε της Πανορθοδόξου Ιεράς Συνόδου για την αντιμετώπιση του ανακύψαντος σοβαρού εκκλησιαστικού ζητήματος στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, το οποίο οδήγησε στην εκλογή του νέου πατριάρχου Ιεροσολύμων κ. Θεοφίλου του Γ΄, και συνέβαλε καίρια στην επίλυση και του ζητήματος εκλογής νέου Αρχιεπισκόπου στην Αγιωτάτη Εκκλησία της Κύπρου με την σύγκληση, στις 17 Μαϊου του 2006, της εν Γενεύη Αγίας και Ιεράς Διευρυμένης Συνόδου. Για πρώτη φορά στα εκκλησιαστικά χρονικά των νεωτέρων ετών ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος συνεκάλεσε, κατά τις 1-2 Σεπτεμβρίου του 2011, την υπό την προεδρία του εν Φαναρίω Σύναξη των Προκαθημένων των Πρεσβυγενών Θρόνων, ήτοι Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Κύπρου, όπου συνεζητήθη το μέλλον των Χριστιανών της Μέσης Ανατολής και ο ίδιος επανέλαβε την ανησυχία και την αγωνία της Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας για τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις που οι πολιτικές εξελίξεις θα έχουν στη ζωή των Χριστιανών οι οποίοι διαβιούν στην περιοχή αυτή. Στη Σύναξη συμμετείχαν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεόφιλος, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος, ο Επίσκοπος Απαμείας Ισαάκ, ως εκπρόσωπος του Πατριάρχη Αντιοχείας καθώς και Ιεράρχες των Πρεσβυγενών αυτών Θρόνων.

Κατά τον Σεπτέμβριο του 1995 προέστη των εν Πάτμω επισήμων εκκλησιαστικών εορταστικών εκδηλώσεων για την 1900η επέτειο από της συγγραφής του ιερού βιβλίου της Αποκαλύψεως Ιωάννου του Θεολόγου, επ’ ευκαιρία της οποίας συνεκάλεσε: α) την Β΄ Ιερά Σύναξη των Αρχηγών των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών οι οποίοι εξαπέλυσαν κοινό Μήνυμα προς τον κόσμο, β) Διεθνές Οικολογικό Συμπόσιο, με θέμα την μόλυνση των θαλασσών, και γ) Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για το ιερό βιβλίο της Αποκαλύψεως.

Με την έναρξη των επισήμων εκκλησιαστικών εορτασμών της δισχιλιοστής επετείου από της Γεννήσεως του Κυρίου, τον Ιανουάριο του 2000, προέστη της Γ΄ Συνάξεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία έλαβε χώρα στα Ιεροσόλυμα, όπως και εκείνων που πραγματοποιήθησαν στην Κωνσταντινούπολη και την Νίκαια της Βιθυνίας, επί τη λήξει των ανωτέρω επετειακών εκδηλώσεων (Δ΄ Σύναξη, Δεκέμβριος 2000), οπότε εξαπολύθησαν κοινά μηνύματα των Ορθοδόξων Παρακαθημένων προς όλο τον Κόσμο. Στο πλαίσιο των ανωτέρω εορταστικών εκδηλώσεων το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπό την αιγίδα και την εμπνευσμένη πρωτοβουλία του Πατριάρχου Βαρθολομαίου διοργάνωσε στην Κωνσταντινούπολη το Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο, με θέμα: «Η Δημιουργία του Κόσμου και η Δημιουργία του Ανθρώπου – Προκλήσεις και Προβληματισμοί του 2000» (20 Αυγούστου – 2 Σεπτεμβρίου 2000), καθώς επίσης και το Διεθνές Συνέδριο Ορθοδόξου Νεολαίας με θέμα: «Οι Νέοι στην Εκκλησία της Τρίτης Χιλιετίας», (18-25 Ιουνίου 2000). Κατά δε τον Ιούλιο του 2007 συνεκάλεσε υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου το «Β΄ Διεθνές Συνέδριο Ορθοδόξου Νεολαίας», στο οποίο έλαβαν μέρος νέοι από όλες τις ανά τον Κόσμο επαρχίες του Οικουμενικού Θρόνου.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.