Το χειρογραφο ως διαυλος επικοινωνιας με την αρχαια και βυζαντινη γραμματεια και η σημασια της μεσαιωνικης ιστοριας στην ευρωπαικη συνειδηση

Erich Lamberz, Επίτιμος Διδάκτορας του ΤΕΦ/ΔΠΘ: «Η οντότητα του Ευρωπαίου πρέπει να στηρίζεται και στα ιστορικά, όχι μόνο στα οικονομικά δεδομένα»

«Στο μυαλό πολλών πολιτικών και δημοσίων προσώπων, απουσιάζει εντελώς η ιστορία του Βυζαντίου και ο ρόλος που παίζει στην ιστορία της Ευρώπης»

«Θεωρώ το μεσαιωνικό βιβλίο σπουδαίο και για τον κλασικό φιλόλογο και για τον νεοελληνιστή, για να μην χάσουμε τον βυζαντινό μεσαίωνα που αποτελεί βασικό στοιχείο στην ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία»

Τον Νοέμβρη που μας πέρασε, ο διεθνούς κύρους παλαιογράφος κ. Erich Lamberz αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Το εντυπωσιακό και κοπιώδες πενηνταετές έργο του κ. Erich Lamberz, το οποίο περιλαμβάνει εντατική μελέτη χειρογράφων από τις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους, υλοποίηση αρχείου μικροταινιών χειρογράφων του Αγίου Όρους και μία τρίτομη κριτική έκδοση των Πρακτικών της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, μεταξύ πολλών άλλων, τον καθιστά εξέχουσα μορφή στον χώρο της παλαιογραφίας. Εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Βόννης το 1970, έχει διατελέσει επιστημονικός συνεργάτης στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών στη Θεσσαλονίκη το 1970-1975, από το 1993 είναι μέλος του “Comite international de paleographie grecque”, ενώ από το 2012 είναι Επίτιμος Καθηγητής Ελληνικής Κωδικολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (LMU).
 
Ο κ. Lamberz, με αφορμή την επιτιμοποίησή του, συνομίλησε με τον «Παρατηρητή της Θράκης», τόσο για το πλούσιο έργο του όσο και για τον ρόλο της βυζαντινής και μεσαιωνικής ιστορίας στον σύγχρονο κόσμο. Εξήγησε ότι η αδυναμία συνεννόησης μεταξύ Δύσης και Βαλκανίων πηγάζει από την άγνοια της μεσαιωνικής και κοινής ιστορίας στα δυτικά κράτη και τόνισε τη σημασία της γνώσης της βυζαντινής ιστορίας και φιλολογίας στην εκπαίδευση. Υπογραμμίζοντας τις δυσκολίες που προκύπτουν από τις αυστηρά οικονομικές πολιτικές των κρατών, οι οποίες δεν προάγουν και δεν ανταμείβουν τη μακροπρόθεσμη φιλολογική και ιστορική έρευνα, απευθύνθηκε σε νέους επιστήμονες, διαβεβαιώνοντάς τους πως ακόμα και αν δεν αποκτήσουν τις οικονομικές απολαβές που προσδοκούν, μπορούν, ενδεχομένως, να επιτελέσουν έργο κρίσιμο και γόνιμο για το παρόν και το μέλλον της φιλολογικής επιστήμης.

«Κάθε χειρόγραφο δεν είναι μόνο ένα μέσο παράδοσης του κειμένου, αλλά ένα ιστορικό φαινόμενο sui generis»

ΠτΘ: κ.Lamberz, μόλις γίνατε Επίτιμος Διδάκτορας του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Πώς αισθάνεστε για την αναγόρευσή σας;
E.L.:
Για μένα ήταν μία μεγάλη τιμή και χαρά. Η τελετή ήταν πολύ εντυπωσιακή. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω για τις εργασίες μου των τελευταίων 50 χρόνων.
 
ΠτΘ: Μπορείτε να μας πείτε, καταρχάς, τι είναι η παλαιογραφία;
E.L.:
Η παλαιογραφία είναι η μελέτη και η έρευνα της εξέλιξης της ελληνικής γραφής, από την αρχαιότητα μέχρι τα έντυπα βιβλία. Η παλαιογραφία, δηλαδή, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να διαβαστούν τα μεσαιωνικά και τα αρχαία βιβλία που υπάρχουν ακόμα, ώστε να κατανοήσουμε το περιεχόμενό τους. Άμα θέλουμε να εκδώσουμε κείμενα αρχαίων ή μεσαιωνικών συγγραφέων, πρέπει να μελετήσουμε τα χειρόγραφα, γιατί δεν έχουμε το αρχέτυπο. Είναι απαραίτητο για έναν φιλόλογο που θέλει να έχει ένα κείμενο μπροστά του για μελέτη, με επιστημονική βάση. Ο φιλόλογος χρειάζεται να ανατρέξει στα μεσαιωνικά χειρόγραφα που παραδίδουν το κείμενο, και η προϋπόθεση για να τα μελετήσει σωστά είναι η παλαιογραφία.
 
ΠτΘ: Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την παλαιογραφία;
E.L.:
Ήταν από την αρχή θέμα της μελέτης μου στο διδακτορικό μου στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. Είναι η κριτική έκδοση ενός κειμένου νεοπλατωνικού φιλοσόφου, του Πορφυρίου, και για τη βάση της έκδοσης που έκανα χρειαζόταν γνώση των χειρογράφων. Και έτσι άρχισα να μελετώ τα χειρόγραφα, να διορθώνω τα λάθη που έχουν, να παρατηρώ σε τι συμφωνούν και σε τι διαφωνούν, για να βρω το σωστό κείμενο. Κάθε χειρόγραφο δεν είναι μόνο ένα μέσο παράδοσης του κειμένου, αλλά ένα ιστορικό φαινόμενο sui generis, δηλαδή εντάσσεται στο περιβάλλον της ιστορίας του. Η βυζαντινή παράδοση των μεσαιωνικών κειμένων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και έτσι φτιάχτηκε μία ειδική επιστήμη που ασχολείται με την παλαιογραφία και την κωδικολογία, δηλαδή μελετάει το χειρόγραφο συνολικά, σαν ενότητα, σαν αρχαιολογία βιβλίου. Η αποκωδικοποίηση και η ερμηνεία είναι δύο πρακτικές που κοιτάζουν το χειρόγραφο ως μέσο παράδοσης των κειμένων και ως οντότητα με τη δική του ιστορική αξία: σε ποια βιβλιοθήκη βρίσκεται, από ποιον γράφτηκε, τι ενδιαφέρον είχε η εποχή εκείνη για ένα συγκεκριμένο κείμενο. Όλα αυτά τα θέματα, βέβαια, έχουν το δικό τους ενδιαφέρον.

«Δεν μπορούμε να μεταβούμε από την αρχαιότητα απευθείας στο 1830, υπάρχει κάτι ενδιάμεσα, που είναι ουσιαστικό»

ΠτΘ: Ποια είναι η σημασία του χειρογράφου για τον σύγχρονο φιλόλογο;
E.L.:
Το θεωρώ σπουδαίο και για τον κλασικό φιλόλογο και για τον νεοελληνιστή, για να μην χάσουμε τον βυζαντινό μεσαίωνα, που αποτελεί βασικό στοιχείο στην ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία. Δεν μπορούμε να μεταβούμε από την αρχαιότητα απευθείας στο 1830, υπάρχει κάτι ενδιάμεσα, που είναι ουσιαστικό. Και σήμερα ακόμη, ιδιαίτερα στο χώρο της εκκλησίας και του μοναχικού βίου, η παράδοση αυτή είναι ζωντανή και δυνατή. Δεν μπορούμε να την αμελήσουμε και γι' αυτό από κλασικός φιλόλογος έγινα με τον καιρό βυζαντινολόγος. Αφού ασχολήθηκα περισσότερο με το Βυζάντιο παρά με την κλασική αρχαιότητα.
 
ΠτΘ: Το 1970-1975 ήσασταν απεσταλμένος επιστημονικός συνεργάτης στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών. Με τι ασχολείται αυτό το ίδρυμα;
E.L.:
Το Ίδρυμα ιδρύθηκε το '65 και προέκυψε από τη συνεργασία ενός ελληνικού και ενός γερμανικού πανεπιστημίου. Από τη γερμανική πλευρά, από τον κ. Wilhelm Schneemelcher, που ήταν πατρολόγος του Πανεπιστημίου της Βόννης, και από την ελληνική, από τον κ. Παναγιώτη Χρήστου, που ήταν καθηγητής πατρολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Μετά από συνεννόηση με το πατριαρχείο, ίδρυσαν στη Μονή Βλατάδων, που είναι πατριαρχικό μοναστήρι, ένα επιστημονικό ίδρυμα για να μελετηθούν τα χειρόγραφα του Αγίου Όρους και η πατρολογική παράδοση. Και έτσι δημιουργήθηκε ένα ίδρυμα έρευνας το οποίο συγκέντρωσε το υλικό που υπήρχε στο Άγιο Όρος και φωτογραφήθηκαν τα χειρόγραφα σε μικροταινίες. Διατηρείται ακόμα σήμερα ένα μεγάλο αρχείο μικροταινιών. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, βέβαια, για τον ερευνητή που θέλει να γνωρίσει τα κείμενα χωρίς να επισκεφθεί όλα τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, που είναι δύσκολο. Είναι μεγάλη πρόοδος για τη βάση της επιστήμης, και έτσι αυτό το Ίδρυμα προσφέρει πολύτιμη βοήθεια στον επιστήμονα.
 
ΠτΘ: Έδωσε και την ευκαιρία σε γυναίκες επιστήμονες να έρθουν σε επαφή με τα χειρόγραφα, που είναι πάρα πολύ σημαντικό.
E.L.:
Βεβαίως. Για παράδειγμα, το 1996 έγινε ένα μεγάλο δίτομο έργο για τη Μονή Βατοπεδίου, στο οποίο μετείχαν και γυναίκες επιστήμονες. Παρόλο που δεν μπορούσαν να πάνε και να δουν τις πηγές, είχαν τις φωτογραφίες και τα μέσα να τις μελετήσουν.

«Τα Πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου περιέχουν πολύ και σπουδαίο υλικό για την ιστορία της εκκλησίας, για τη δογματική της, για την ιστορική γεωγραφία και για πολλά άλλα θέματα»

ΠτΘ: Πραγματοποιήσατε μία τρίτομη κριτική έκδοση με τα Πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Γιατί θεωρείται σημαντική;
E.L.:
Είναι μία πολύ βασική εργασία να συγκεντρώσουμε τα κείμενα των Οικουμενικών Συνόδων, στα οποία βασίζονται τα δόγματα της εκκλησίας και το εκκλησιαστικό δίκαιο, σε μία μορφή αξιόπιστη, αυτήν της κριτικής έκδοσης. Αυτά τα πρακτικά δεν περιέχουν μόνον τις αποφάσεις των συνόδων, αλλά και πολλά άλλα κείμενα, όπως επιστολές και έγγραφα που διαβάζονται στην σύνοδο, τεκμήρια για ένα ζήτημα, καταλόγους των επισκόπων που μετέχουν, οι οποίοι αναφέρονται με το όνομά τους και με την επισκοπή που εκπροσωπούν. Δηλαδή, αυτά τα πρακτικά περιέχουν πολύ και σπουδαίο υλικό για την ιστορία της εκκλησίας, για τη δογματική της, για την ιστορική γεωγραφία και για πολλά άλλα θέματα. Ο καθένας που θέλει να μελετήσει την ιστορία της εκκλησίας χρειάζεται μία κριτική έκδοση, γιατί το κείμενο, ιδιαίτερα των Συνόδων, διαμορφώνεται στην ιστορία, εξελίσσεται. Πρόκειται για κείμενο που, λόγω του σύνθετου χαρακτήρα του, δέχθηκε εύκολα μεταγενέστερες προσθήκες. Ο επιστήμονας πρέπει να διακρίνει τι είναι το αρχικό και τι είναι το πρόσθετο, το μεταγενέστερο. Για πολύ καιρό, είχαμε μόνο παλιές εκδόσεις του 17ου αιώνα, οι οποίες σιγά σιγά αντικαταστάθηκαν από την Ακαδημία του Μονάχου με σύγχρονες εκδόσεις. Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιήθηκε και η δική μου κριτική έκδοση των πρακτικών της εβδόμης συνόδου του έτους 787, που έγινε στη Νίκαια και ασχολήθηκε με την έριδα των εικόνων. Αυτό το θέμα των εικόνων στη θρησκευτική ζωή υφίσταται, ως γνωστό, και σήμερα ακόμη. Οι κριτικές εκδόσεις, βέβαια, δεν βρίσκονται και πολύ στη δημοσιότητα γιατί αφορούν πρώτα τους ειδικούς, που διαβάζουν τα ελληνικά και τα λατινικά (υπάρχει και λατινική παράδοση της συνόδου). Στην περίπτωση της δικής μου έκδοσης, ήταν μια ευτυχής σύμπτωση ότι βρέθηκε ένας συνάδελφος στο Λονδίνο, που εξέδωσε μετά από λίγο καιρό μία μετάφραση του κείμενου της έκδοσής μου στα αγγλικά.

«Το Βυζάντιο, τουλάχιστον μέχρι τον 12ο αιώνα, ήταν η πλουσιότερη και μεγαλύτερη δύναμη στην Ευρώπη»

ΠτΘ: Όσον αφορά τα ελληνικά σχολεία, το Βυζάντιο είναι ένα βασικό τμήμα της διδακτέας ύλης, ενώ διδασκόμαστε επίσης και αρχαία και νέα ελληνικά. Η βυζαντινή ιστορία στο ελληνικό σχολείο περιορίζεται όμως, μέχρι στιγμής, σε χρονολογίες, μάχες, ονόματα αυτοκρατόρων, εστιάζει δηλαδή σε μεγάλες προσωπικότητες. Δεν διεισδύουμε στη μικρο-ιστορία και στη βυζαντινή φιλολογία. Πιστεύετε πως έχει θέση στο ελληνικό σχολείο, και αν ναι, πώς μπορεί να ενταχθεί η παλαιογραφία και να γίνει προσβάσιμη σε μαθητές;
E.L.:
Δεν γνωρίζω τόσο καλά το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς και το σύστημα του ελληνικού πανεπιστημίου, αλλά νομίζω πως η παλαιογραφία ανήκει μάλλον στις μεταπτυχιακές σπουδές. Αλλά η βάση και η γνώση της βυζαντινής ιστορίας και λογοτεχνίας σε γενικότερο επίπεδο χρειάζεται στις σπουδές όλων των φοιτητών και των μαθητών. Πού να διακόψουμε την πορεία; Στον Ευριπίδη, στην Καινή Διαθήκη, ή στον Ιουστινιανό, και μετά να πάμε στην Αναγέννηση; Αυτό δεν γίνεται. Το ενδιάμεσο, το Βυζάντιο, τουλάχιστον μέχρι τον 12ο αιώνα, ήταν η πλουσιότερη και μεγαλύτερη δύναμη στην Ευρώπη, και όχι τα δυτικά κράτη, που εξελίχθηκαν αργότερα και απέκτησαν μετά δύναμη να καταστρέψουν το Βυζάντιο. Στα μεγάλα σας κέντρα το Βυζάντιο συναντάται πολύ περισσότερο από την αρχαιότητα. Ο Παρθενώνας, για παράδειγμα, είναι βεβαίως κάτι μοναδικό, αλλά και οι εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, τα μοναστήρια του Αγίου Όρους και πολλά άλλα βυζαντινά μνημεία εντός και εκτός Ελλάδας έχουν μεγάλη καλλιτεχνική και ιστορική αξία, όχι μόνο εκκλησιαστική.
 
ΠτΘ: Εκτός Ελλάδας, θεωρείτε πως είναι σημαντική η μεσαιωνική ιστορία είτε σε εκπαιδευτικό είτε σε πολιτικο-κοινωνικό επίπεδο;
E.L.:
Πρέπει να είναι. Δυστυχώς όμως, στα δυτικά κράτη, και στη Γερμανία οφείλω να πω, υπάρχει μεν επιστημονικό ενδιαφέρον για το Βυζάντιο, υπάρχουν έδρες της βυζαντινής ιστορίας και φιλολογίας, αλλά η δημόσια συνείδηση δεν γνωρίζει το Βυζάντιο. Και αυτό είναι πολύ κρίμα. Στο μυαλό πολλών πολιτικών και δημοσίων προσώπων, απουσιάζει εντελώς η ιστορία του Βυζαντίου και ο ρόλος που παίζει στην ιστορία της Ευρώπης. Γι’ αυτό υπάρχουν και κάποιες δυσκολίες στη συνεννόηση με τις χώρες που είναι ορθόδοξες. Όχι μόνο με την Ελλάδα, ίσως λιγότερο με αυτήν, γιατί η Ελλάδα συνδέεται μέσω της κλασικής αρχαιότητος και άλλων ιστορικών δεδομένων με την Ευρώπη, ενώ οι άλλες χώρες στα Βαλκάνια δυσκολεύονται να συνεννοηθούν με τους δυτικούς. Αυτό δεν εξαρτάται μόνο από αυτούς, αλλά εξαρτάται και από τους δυτικούς που δεν έχουν καμία ιδέα της κοινής ιστορίας. Εγώ νομίζω, όπως και μερικοί άλλοι βέβαια, ότι η Ευρώπη δεν θα προχωρήσει μόνο σε οικονομικές βάσεις, αλλά σε μία συνειδητοποίηση της κοινής ιστορίας. Μοιραζόμαστε τα ίδια αισθήματα σε ζητήματα ηθικής, αλλά και γενικότερα, το οποίο δεν το έχουμε με την Αμερική για παράδειγμα. Η οντότητα του Ευρωπαίου πρέπει να στηρίζεται και στα ιστορικά, όχι μόνο στα οικονομικά δεδομένα.
 
ΠτΘ: Όταν μιλάμε για βυζαντινά κείμενα, δεν αναφερόμαστε μόνο στο ίδιο το κείμενο, αλλά και στον τρόπο ανάγνωσής του και τη μορφή του. Πιστεύετε πως ένας εκπαιδευτικός πρέπει να επενδύσει ώστε να εξοικειώσει τους μαθητές, ακόμα και λυκείου, και με τον τρόπο ανάγνωσης αλλά και με το χειρόγραφο αυτό καθεαυτό;
E.L.:
Βεβαίως. Όπως είπα, η παλαιογραφία, παρόλο που ανήκει μάλλον στις μεταπτυχιακές σπουδές, μπορεί να δώσει μια σωστή εντύπωση της εξέλιξης της γλώσσας και της γραφής. Διότι δίνει στον φοιτητή την ευκαιρία να καταλάβει και την εξέλιξη της δημοτικής και τη διατήρηση της αρχαίας στα βυζαντινά κείμενα. Είναι σπουδαίο να αποκτήσει γνώση αυτής της εξέλιξης. Να διαβάσει τον Διγενή Ακρίτα, αλλά να διαβάσει και τον Φώτιο και τον Ψελλό, που έχουν γράψει σπουδαία κείμενα. Αυτό δημιουργεί και μία εντύπωση για τον χαρακτήρα της βυζαντινής λογοτεχνίας, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αρχαία λογοτεχνία. Βλέπουμε τη συνέχεια και τη μεταμόρφωση. Και στο λύκειο πρέπει να παρέχονται τουλάχιστον βασικές γνώσεις. Ο μαθητής και ο φοιτητής καταλαβαίνουν ότι όλα αυτά που ξέρουν από την εποχή που δεν υπήρχαν τυπωμένα βιβλία, θα τα μάθουν από χειρόγραφα, δηλαδή βιβλία γραμμένα με το χέρι. Και αυτό σημαίνει έναν άλλο τρόπο παράδοσης από το έντυπο βιβλίο. Δείχνει και στον φοιτητή ότι η βάση της γνώσης μας στηρίζεται σε μία παράδοση που αλλάζει, που έχει μία εξέλιξη. Και αυτό πρέπει να το ξέρει. Γιατί πολλές φορές και οι μαθητές και οι φοιτητές διαβάζουν ένα κείμενο της αρχαιότητος ή του μεσαίωνα και νομίζουν ότι διαβάζουν απλώς το αρχικό κείμενο του συγγραφέα. Δεν ξέρουν ότι πίσω από αυτό που διαβάζουν υπάρχει μία επιστημονική αποκατάσταση, καθώς δεν σώζονται  ─με ελάχιστες εξαιρέσεις─ τα αρχέτυπα των κειμένων.

«Το κράτος δεν θέλει να δώσει μακροπρόθεσμη βοήθεια, ιδιαίτερα για τις επιστήμες της φιλολογίας και της ιστορίας που δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα οικονομικού ενδιαφέροντος»

ΠτΘ: Πιστεύετε ότι υπάρχει ένα κομμάτι της παλαιογραφίας πιο ανεξερεύνητο, το οποίο μπορεί να αποτελέσει πρόσφορο έδαφος για νέους επιστήμονες, αλλά και να εξασφαλίσει το μέλλον τους;
E.L.:
Εκεί υπάρχει μία δυσκολία. Σήμερα το βιογραφικό ενός πανεπιστημιακού στηρίζεται σε σύντομα προγράμματα, 2-3 χρόνια για να παραδώσεις κάτι και να υποβάλεις αίτηση για μία θέση στο πανεπιστήμιο. Αλλά οι εργασίες στον κλάδο της παλαιογραφίας, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για καταλόγους χειρογράφων που υπάρχουν για παράδειγμα στις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους, θέλουν μακροπρόθεσμα projects, που σήμερα χρηματοδούνται πολύ δύσκολα. Το κράτος θέλει γρήγορα αποτελέσματα. Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι και στην Ελλάδα που έχουν το ενδιαφέρον και τις γνώσεις να κάνουν τέτοιες δουλειές, αλλά πάντα υπάρχει το πρόβλημα: πώς θα προχωρήσω στην καριέρα μου με τέτοιες δουλειές που απαιτούν πολύ καιρό; Εγώ για να περιγράψω ένα χειρόγραφο στο Άγιο Όρος, που ήταν λίγο δύσκολο, χρειάστηκα 6 μήνες. Για ένα χειρόγραφο. Φαντάζεστε τι γίνεται με 100; Εμείς στη Γερμανία έχουμε τις λεγόμενες ακαδημίες επιστημών που αναλαμβάνουν τέτοιες δουλειές. Αλλά σήμερα και αυτές οι ακαδημίες έχουν δυσκολίες, γιατί το κράτος δεν θέλει πια να δώσει μακροπρόθεσμη βοήθεια, ιδιαίτερα στις επιστήμες της φιλολογίας και της ιστορίας που δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα οικονομικού ενδιαφέροντος. Αυτή βέβαια η δραστηριότητα της φιλολογίας και της ιστορίας, για μένα, είναι απαραίτητη, για να ζήσουμε σε μία κοινωνία που έχει κάποια συνείδηση της ιστορίας της.
 
ΠτΘ: Παρόλα αυτά, θα προτρέπατε νέα παιδιά να ασχοληθούν με την παλαιογραφία;
E.L.:
Με κάποιες επιφυλάξεις. Ο καθένας που επιλέγει επαγγελματικά αυτή την απασχόληση, πρέπει να είναι πεπεισμένος ότι ακόμα και αν δεν βγάλει πολλά χρήματα ή δεν κάνει μία μεγάλη καριέρα, θα έχει μία εργασία που τον ικανοποιεί με τα αποτελέσματα που μπορεί να έχουν σημασία όχι μόνο για το σήμερα αλλά και για το αύριο. Για παράδειγμα, η κριτική έκδοση της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου που έκανα, θα διαβάζεται για 100 χρόνια; Για 150 χρόνια; Αν θέλει κανείς να μείνει κάτι, μπορεί να το επιδιώξει. Θα προέτρεπα έναν νέο να ασχοληθεί με αυτό, με την προϋπόθεση πως θα γνωρίζει ότι υπάρχουν δυσκολίες.
 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.