Πασχα… καποτε στην αστυνομια της Μεσσουνης

Στη μνήμη του Αρίφ και του Ρετζέπ, της αξέχαστης «ζυγιάς», από τη Μελέτη

Του Τάσου Γιοβανούδη

Οι δεκαετίες πέρασαν, ο κόσμος άλλαξε, οι μουσικοί είναι σπουδαγμένοι, τα μουσικά όργανα βελτιώθηκαν, έγιναν ηλεκτρονικά, η μίξη ήχων προσφέρει ασύλληπτα  ακουστικά αποτελέσματα, αλλά το αυτί, παρέα με τις μνήμες και την ψυχή, βρίσκονται αλλού, σε άλλες εποχές.

Παρακολουθώ δυο μελαχρινούς μεσήλικες από το Γιδά, στη μεσημεριανή μουσική εκπομπή της τηλεόρασης. Ξεσήκωσαν τους μερακλήδες που έφεραν μια γυροβολιά στο αργό ταξίμι που ακούσθηκε από την τσιριχτή μελωδία του ζουρνά, το βαρύ γδούπου από τον κόπανο (τοπούζι)  του νταουλτζή και το ισοκράτημα της βίτσας. Χαίρομαι, ο ήχος συνομιλεί με την ψυχή μου και θυμούμαι τα απρογραμμάτιστα γλέντια που στήνονταν, σε εκείνα τα φτωχικά, αλλά χαρούμενα χρόνια της δεκαετίας του πενήντα, όταν το χωριό ήταν γεμάτο νεολαία. Εκείνοι οι χοροί διαρκούσαν πολλές ώρες, από νωρίς το απόγευμα μέχρι που σκοτείνιαζε για τα καλά. Πολλά από τα γλέντια εκείνης της εποχής πραγματοποιούνταν με τους ήχους του ζουρνά και του νταουλιού τους «νταουλτσίδες», όπως τους  έλεγαν, το αχτύπητο δίδυμο Αρίφ και Ρετζέπ.

Στ΄ Αλανούδ(ι) του δειλνό, δα νάρθει ι Ρετζέπς μι τουν Αρίφ, έλεγαν και ετοιμάζονταν οι χωριανοί για το χορό.

Τότε, στα χρόνια της φυσικής ηρεμίας, ο ήχος από τον χτύπο του νταουλιού και οι τσιριχτές νότες του ζουρνά, απλωνόταν απ’ άκρη σ’ άκρη στο χωριό,  από τ’ Αλανούδ,  μέχρι την αστυνομία και από του Κασέρ το σπίτι μέχρι του Παπαδόπουλου και του Δημήτρη του Πασιά.   

Κατέφθαναν ποδαράτοι από το Μινικλή (Μελέτη), συνήθως τις πρωινές ώρες της Κυριακής, φορτωμένος ο Ρετζέπ με το τεράστιο νταούλι του και ο Αρίφ με το μικρό του ζουρνά περασμένο στο ζωνάρι. Πρώτα επισκέπτονταν τα καφενεία, όπου έπαιζαν κάνα ταξίμι, να μερακλώσουν τους θαμώνες, για τα πρώτα κερασμένα κρασιά και περίμεναν υπομονετικά τους νέους του χωριού, να τους «κλείσουν» για το απόγευμα. Να ανταμώσουν στο χοροστάσι του χωριού «τ’ Αλανούδ» (=το αλώνι, η πλατεία), να χορέψουν οι νέοι, να καμαρώσουν οι μεγάλοι, να κουτσομπολέψουν οι γυναίκες,  να κονομήσουν, από το «μπαξίσι και το τσάμπα», μεροκάματο και αυτοί.  Αν δεν έβρισκαν ανταπόκριση, συνέχιζαν το δρόμο προς το Καβακλή, ίσως εκεί τα παλικάρια αποφάσιζαν να οργανώσουν το δικό τους γλέντι. 

Μαυριδεροί, λεπτοί, ξερακιανοί, κάτοικοι μάλλον του «Μαχαλά» της Μελέτης. Η μουσική ήταν στο αίμα τους, μουσικοί μαστόροι από τα γεννοφάσκια τους, έτσι μάλλον τους έπλασε ο Θεός τους. Πώς αλλιώς θα ξεσήκωναν, με ζηλευτούς και ουρανομήκεις ήχους τις ψυχές και θα έστηναν τρεις δίπλες ανθρώπων στο χορό;

Μόνοι τους κατασκεύαζαν τα όργανα, ένα κομμάτι ξύλου δαμασκηνιάς, κομμάτια σανίδια, δυο τρία μικρά καλαμάκια, ένα τεντωμένο δέρμα και δυο ξύλινες βίτσες (βέργες). Έπαιζαν με την ίδια ευκολία Θρακιώτικους, Ποντιακούς, Καλαματιανούς, Ηπειρώτικους, Πανελλήνιους και Ευρωπαϊκούς σκοπούς. Όποια παραγγελιά απαιτούσαν οι χορευτές, αφού βέβαια έβαζαν στο μέτωπο ή στη χούφτα του οργανοπαίχτη το ανάλογο νόμισμα, μπορούσαν και την ερμήνευαν, με ακρίβεια και επιτυχία. Γι’ αυτούς τεχνικά, η μπαϊντούσκα και το τικ ήταν πολύ κοντά με το μάμπο και το τσα-τσα εκείνης της εποχής. Πόσο έμφυτο μουσικό ταλέντο είχαν εκείνοι οι αυτοδίδακτοι περιφερόμενοι μουσικοί!

Ευτυχώς, κάποιοι πρωτοπόροι, που ασχολήθηκαν σοβαρά με την παράδοση, έσωσαν σε ηχογραφήσεις, έστω μερικές ερμηνείες τους.  Κάποιοι «νταουλτζήδες» της Κομοτηνής, πλανόδια ζυγιά και εκείνοι, σαν τον Αρίφ και τον Ρετζέπ, ερμήνευσαν σε συλλεκτικό δίσκο βινυλίου, με «Τραγούδια της Θράκης», ένα οργανικό βαρύ ζεϊμπέκικο, που όμοιό του δεν ξανακούστηκε, με μοναδικό τρόπο.

Διάβασα σε κάποιο μουσικό περιοδικό:

─Όργανα που ταιριάζουν σ’ αυτό το ρωμαλέο είδος των αντρικών χορών, (ζεϊμπέκικοι-αντικριστοί), οι ζουρνάδες ꟷοι ανακαράδες των βυζαντινών, στους οποίους έχουν ειδικήν επίδοσι, οι με τάλαντο προικισμένοι αθίγγανοι της πατρίδος μας.

Ίσως κάποιοι αναρωτηθούν, πώς θυμήθηκες, ρε φίλε, Πασχαλιάτικα, μετά από τόσα χρόνια, τον Αρίφ και τον Ρετζέπ; Και μήπως τους ξέχασα ποτέ, είναι η άμεση και αυθόρμητη απάντησή μου. Τόσους και τόσους χορούς παρακολούθησα, ο ήχος τους έμεινε, «σφηνώθηκε», στον υποσυνείδητό μου, ήταν όμως και εκείνο το Πάσχα του 1958, που ο ήχος του Αρίφ και του Ρετζέπ με παρέσυραν, μικρό παιδάκι ακόμη, να κάνω τη πρώτη μεγάλη επανάστασή μου, ενάντια στο οικογενειακό καταπιεστικό κατεστημένο!

Άκουγα το νταούλι του Ρετζέπ και το ζουρνά του Αρίφ, εκείνο το Πάσχα, από μακρινή απόσταση. Δεν ήμουν στο χώρο του χορού, όπως όλο το χωριό, όλα τα παιδιά, όλοι οι φίλοι μου. Αιτία ήταν το κοπάδι με τα πρόβατα. Ο Μιχάλης, ο μεγαλύτερος αδελφός μου, παλικάρι δέκα οκτώ Μαΐων, τσομπάνος στο μικρό του κοπάδι, έπρεπε και αυτός να πάει στο χορό. Ο κλήρος, να φυλάξει τα πρόβατα εκείνο το απόγευμα, έπεσε στον παππού Ηλία, που είπε μεν το «ναι», ήθελε όμως και εμένα βοηθό του. Έτσι βρέθηκα, θυμωμένος και κλαμένος στο κοπάδι, που το περιορίσαμε στο μικρό οικόπεδο, που τώρα είναι κτισμένο το σπίτι του Δήμου Ζυμταρούδη. Με χίλια ζόρια, με το καλό (παρακάλια) και με το κακό (λίγο ξύλο στα μαλακά), με στείλανε με τον παππού, αλλά είπα:

-─ Θα πάω αναγκαστικά με τον παππού, όμως πρόβατα δεν φυλάω.

 Και το έκανα. Αρνιόμουν  να εκτελέσω τις παρακλήσεις, τις εντολές και τις απειλές του παππού. Ούτε μια φορά δεν πήγα να τα διώξω από τις ζημιές, που έκαναν τα ζώα στα διπλανά σιτάρια, ώσπου ο παππούς αγανάκτησε και με έδιωξε, αφού δεν με προλάβαινε στο τρέξιμο, να με ξυλοφορτώσει.

Είχα λοιπόν ισχυρή δικαιολογία, αφού με έδιωξε και έτσι, όλο χαρά, με δυο τρία λεπτά τροχάδην, έφτασα στ’ Αλανούδ(ι), να δω το χορό, να παίξω και εγώ με τα παιδιά, μέρα Πασχαλιάς που ήταν. Το βράδυ όμως δεν γλύτωσα το ξύλο, από τη μάνα μας, τη Ντόλη, όταν έμαθε τα κατορθώματά μου. Δεν με πείραξε η τιμωρία, έκανα αυτό που ήθελα. Αυτό που ήταν βέβαια και το σωστό, άσχετα από τις ανάγκες της εποχής και τη γνώμη των ηλικιωμένων, έκανα τότε την πρώτη μου επανάσταση.

Χρόνια περασμένα, νοσταλγικά για τους λίγους, σαν παραμύθι για τους πολλούς, χρόνια που έγραψαν και συνεχίζουν να γράφουν την ιστορία του τόπου μας, μέσα από τις αναμνήσεις της ζωής των ανθρώπων του χωριού.

 Χρόνια που χάραξαν, κατεύθυναν και οδηγούν το θυμικό και την ψυχή μου, χρόνια που αναδεικνύουν στη μνήμη μου τη ζυγιά του Αρίφ και του Ρετζέπ, σαν την μελωδικότερη που έχουν απολαύσει τα αυτιά μου. 

Ο φωτογραφικός φακός διέσωσε τον Ρετζέπ και τον Αρίφ να διασκεδάζουν τους  αστυνόμους, χωροφύλακες, αγροφύλακες, ευέλπιδες, καφετζήδες και άρχοντες της Μεσσούνης, το Πάσχα του 1953, στο πολυβολείο της αστυνομία και λίγα χρόνια αργότερα τη νεολαία να χορεύει στο χοροστάσι, τ’ Αλανούδ, υπό τους ήχους τους.

Απρίλιος 2023

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.