Αποσπασμα απο το τετραδιο της γιαγιας

Μοδίστρα συμφώνησαν να γίνει, σε κάτεργο υπηρέτριας βρέθηκε

Μικρούλα όταν ήμουν, πολλές φορές εύρισκα τη γιαγιά μου να κρατά σημειώσεις  σε ένα παλιό τετράδιο και πάντα τη ρωτούσα:

-Γιαγιά, τι γράφεις σε αυτό το τετράδιο;

– Ότι θυμάμαι Σταυρουλίτσα μου, από το σχολείο, από τα νιάτα μου. Όταν δεν θα υπάρχω, να ψάξεις, θα το βρεις σε αυτό το συρτάρι του παλιού μας μπουφέ, να το φυλάξεις ενθύμιο από εμένα σε εσένα, από τη δική μου γενιά και τις παλαιότερες,  στη δική σου.

Καθισμένη τώρα στην πολυθρόνα ή ξαπλωμένη στο κρεβάτι πλέον η γιαγιά. Η αγαπημένη μας γιαγιά, με τα παραμύθια, τις αναμνήσεις, τα τραγούδια και τα δεκάδες ποιήματα που μας απάγγελνε, σα μαθήτρια τρίτης τάξης δημοτικού και προ παντός τις απίθανες εκείνες τηγανιτές πατάτες με αυγά και τα πεντανόστιμα κεφτεδάκια.

Πέρασαν μερικά χρόνια από τότε που ο γιατρός διαπίστωσε αρχόμενη«άνοια» και «πάρκινσον».

– Γιαγιά της λέω δυνατά, κοιτάζοντάς την στα μάτια, η Σταυρουλίτσα σου είμαι, η αγαπημένη σου εγγονή, πες κάτι, πες μου ένα τραγούδι, ένα ποίημα για την άνοιξη, πες μου για τη δασκάλα σου, για τη γιαγιά και τον παππού σου.

Τίποτα εκείνη, απλανές βλέμμα, ούτε νεύμα, ούτε χαμόγελο.

Όσο ακόμη υπάρχει η γιαγιά, αφού πλέον δεν μπορεί να συμπληρώσει άλλη λέξη στο σημειωματάριό της, αποφάσισα και άνοιξα το συρτάρι. Το τετράδιο ήταν μέσακαι ρούφηξα τον θησαυρό που έκρυβε στις σελίδες του, νοιώθοντας ότι ακούω την καταπληκτική αφήγησή της. 

Είχε καταγεγραμμένα, με όμορφα γράμματα, είκοσι επτά ποιήματα και ένα πολυσέλιδο κείμενο, με αναφορές στα παιδικά της χρόνια, στον παππού της, πολλές σελίδες για την αγαπημένη της γιαγιά και την οικογένεια.Είχε κρυμμένα και μερικά οικογενειακά γράμματα από τα χρόνια της ξενιτιάς στη Γερμανία.

Με ένα δοξαστικό και ευχαριστώ στον Πανάγαθο Θεό μας κάνει την αρχή της γραφής της.

Από αυτό το μικρό της θησαυρό, που ζήτησε να τον αξιοποιήσω, «όταν δεν υπάρχει πιά», σήμερα θα δημοσιεύσω ένα μέρος, όσο είναι ακόμη κοντά μας, έστω και ακίνητη στην πολυθρόνα.

Πιστεύω πραγματικά ότι κάποια θεϊκή δύναμη, στην οποία τόσο πολύ πίστευε, θα  βοηθήσει να χαλαρώσει το κορμί  της και να χαμογελάσει η ψυχή της.

Εις  το όνομα του πατρός και του υιού και του Αγίου Πνεύματος Αμήν.

Θέλω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να ευχαριστήσω τον Κύριο και Θεό μου Ιησού Χριστό, που με αξίωσε να φτάσω με υγεία έως και σήμερα, να εκπληρώσω την επιθυμία, που χρόνια πολλά ήταν μόνο στη  σκέψη μου, να γράψω κάποια πράγματα που θυμάμαι από τη ζωή μου.

Το ταξίδι για το όνειρο και η συμφωνία της γιαγιάς

Αυτή η αγαπημένη μορφή που θα με συνοδεύει σε όλη μου τη ζωή.

Μόλις τέλειωσα το σχολείο, εκείνη είχε έτοιμο μέλλον για μένα. Με έπεισε να πάω σε μια συγγενή της στη Θεσσαλονίκη, που ήταν και κουμπάρα της, όπου θα έμενα μαζί της και θα πρόσεχα τα παιδιά της, όσο θα έλειπε αυτή για δουλειές. Η γιαγιά της μίλησε και συμφώνησαν, ότι εγώ πρέπει να μάθω μοδίστρα, κέντημα ή κάτι άλλο ανάλογο, ήθελε να ξεφύγω από το χωριό, να μάθω τέχνη.

Ήταν πολύ δύσκολο να πείσει τον πατέρα μου και τη μάνα μου, αλλά εκείνη είχε  τον τρόπο της. Ομολογώ ότι και εγώ χάρηκα που θα πήγαινα να ζήσω σε πόλη.

Αφού αποχαιρέτησα τους γονείς μου, τα αδέλφια μου, τις φίλες μου, ξεκινήσαμε για το άπιαστο όνειρο. Πόσο γελάστηκε η καημένη. Τι ωραία ταξίδι έκανα με τη γιαγιά μου. Καθισμένη δίπλα της έβλεπα από το τζάμι του λεωφορείου όμορφες εικόνες που περνούσαν βιαστικά σαν κινηματογραφική ταινία.

Όταν φτάσαμε στο σπίτι, βρήκαμε μια όμορφη οικογένεια, με τρία παιδιά, οκτώ, επτά και δύο χρονών. Μας καλωσόρισαν και σχεδόν αμέσως μετά έβαλαν τραπέζι να φάμε. Εγώ όλη την ώρα είχα αγκαλιά το μικρό Νικήτα και χάζευα τις γύρω οικοδομές. Μου άρεσε μπορώ να πω που είδα πρώτη φορά τη φωταγωγημένη πόλη.

Διέκοψε την αφηρημάδα μου η κοπελιά, που ήταν υπηρέτρια και μου είπε. Έλα να σου δείξω τους χώρους του σπιτιού. Εγώ  αδιάφορα και σχεδόν ασυναίσθητα, μόνο χάζευα. Πού να ήξερα τι με περίμενε.

Η κοπέλα αυτή είχε έτοιμη τη βαλίτσα της, μας αποχαιρέτησε και είπε ότι φεύγει, δήθεν για να παντρευτεί. Το ίδιο βράδυ μας χαιρέτησε και η γιαγιά και πήγε να μείνει στην αδελφή της.

Η προσγείωση: Η οικογένεια υπηρέτρια ήθελε όχι υποψήφια μοδίστρα

Αμέσως μετά μπήκε το πρόγραμμα, τι θα κάνω από την επόμενη μέρα. Γι’αυτό η κοπέλα μου έδειχνε της γωνιές του σπιτιού. Η οικογένεια ήθελε υπηρέτρια.

Δηλαδή, το πρωί θα ετοιμάσω το πρωινό των δύο μεγάλων παιδιών, για να πάνε στο σχολείο. Στο διάδρομο μου δείχνει το πόρτ μαντό, την παπουτσοθήκη όπου θα  τακτοποιώ τα ρούχα, τα  παπούτσια και επάνω τα καπέλα. Μετά θα περνάει το γάλα, θα το παίρνω και θα το βράζω.  Ως επί το πλείστον έμενε μισό, γιατί χάζευα τις γύρω πολυκατοικίες, τα αυτοκίνητα, το τραμ και το γάλα χυνόταν. Μετά θα περνούσε ο πάγος για την παγωνιέρα. Ο μικρός Νικήτας συνέχεια αγκαλιά, τον αγάπησα γιατί μου θύμιζε τη μικρή μας αδελφή, που και αυτή ήταν δύο χρονών. Τουαλέτα, κουζίνα, πλύσιμο, υπνοδωμάτια, σαλόνι με παρκέ που έπρεπε να το γυαλίζω.Καταλαβαίνει κανείς πως δεν έπρεπε να αφήσω τον μικρό κάτω, γιατί αν κατουρούσε θα χαλούσε το παρκέ.

Την πρώτη μέρα όλα αυτά και άλλα πολλά. Με ενημέρωσε η υπηρέτρια και την ίδια ώρα έφυγε μαζί με τη γιαγιά μου η καθεμιά για τον προορισμό της.

Εγώ βέβαια όλα αυτά τα άκουσα, χωρίς να ξέρω αν ποτέ καταφέρω να κάνω κάτι. Ήταν αδύνατο να συνειδητοποιήσω ότι θα μπορούσα να ανταπεξέλθω σ΄ αυτές τις δουλειές, αφού ούτε πιάτο δεν ήξερα να πλένω.

Οι τελευταίες οδηγίες από τη γιαγιά  και ήταν σίγουρη ότι θα περάσω καλά και θα ήμουν υπάκουη στην κυρία. Σ΄ εκείνη είπε να με προσέχει, ότι είμαι καλό και υπάκουο παιδί.

Το κάτεργο της (κυρίας) Μαρίας

Μόλις έφυγε η γιαγιά, εγώ με προθυμία τη φωνάζω, θεία, μήπως πρέπει να πάρω το μωρό; 

-Όχι, μου λέει αυστηρά και απότομα, το μωρό θα κοιμηθεί, αλλά, εσένα λέω,μην σ΄ ακούσω να με ξαναπείς θεία,  είμαι η κυρία Μαίρη, έτσι θα με λες.

Το πρώτο δυνατό κτύπημα για μένα. Μου έδειξε που θα είναι το κρεβάτι μου, άλλο χτύπημα. Μέσα στην αποθήκη με τις αποσκευές. Όλο το βράδυ έκλαιγα. Το πρωί πριν να ξημερώσει, μόλις με πήρε ο ύπνος, χτυπάει δυνατά την πόρτα και μου λέει:

-Κάθε πρωί θα ξυπνάς στις έξι, τα παιδιά θα φάνε θα πλυθούν, θα ντυθούν και θα φύγουν για το σχολείο. Φέρε το γιογιό γρήγορα και πήγαινε να φέρεις ψωμί από το φούρνο. Μου έδωσε και μια λιγδιασμένη ρόμπα της υπηρέτριας και εγώ τροχάδην, δεν θυμάμαι αν προλάβαινα να πλυθώ πάντα.

Ο φούρναρης μου έδινε αντί δυο δεκάρες για ρέστα, δυο καραμέλες. Μόλις γύριζα μου έλεγε, οι καραμέλες στο συρτάρι του πορτ-μαντό. Μόλις συμπληρώνονταν οι καραμέλες για ένα ψωμί τις πήγαινα στο φούρναρη. Ο φούρναρης μόλις άκουσε τί ζητούσε, έκανε το σταυρό του, με ρώτησε από πού είμαι και για πια κυρία παίρνω ψωμί. Όταν πήγα την επόμενη φορά με τις καραμέλες, με έδιωξε και είπε να μην το ξανακάνω. Η κυρία Μαίρη μου είπε να του πω ότι στο τραμ δίνουν ρέστα όχι καραμέλες. Βέβαια μας έδιωξε ο φούρναρης της γειτονιάς, έτσι ήμουν υποχρεωμένη να πηγαίνω πολύ μακριά για το καρβέλι της κυρίας, που δεν πολυνοιαζόταν αν εκεί που πήγαινα μπορεί να με χτυπούσε το τραμ ή τα αυτοκίνητα. Χωριατόπαιδο ήμουν, δεν ήξερα να κυκλοφορώ στην πόλη.

Συχνά με έστελνε στη μάνα της για διάφορες δουλειές. Έμενε στην Ίωνος Δραγούμη, κοντά στο Διοικητήριο, ενώ εμείς μέναμε στην οδό Κούσκουρα, κοντά στη Μητρόπολη.

Ομολογώ ότι δεν περίμενα τέτοια συμπεριφορά. Αν γινόταν ήθελα να γυρίσω πίσω, αλλά πώς; Έπεφτα να κοιμηθώ αφού κοιμόντουσαν τα παιδιά.  Μετά, η κυρία μου έλεγε να σιδερώσω, να πλένω τα πιάτα. Δεν θα ξεχάσω ότι το σίδερο δεν ήταν αυτόματο, όταν το έβαζα στην πρίζα πολλές φορές εμένα με έπιανε ο ύπνος και όταν ξυπνούσα το σίδερο ήταν κατακόκκινο. Ως που να  κρυώσει ξανακοιμόμουν επάνω στο τραπέζι. Άλλοτε έκαιγα και κάποιο ρούχο και άκουγα τα βρισίδια της χρονιάς.

Τι να πω όμως για τον κύριο Κώστα. Αυτόν τον μεγάλο άνθρωπο που όταν την άκουγε να με μαλώνει της έλεγε:

-Τι φωνάζεις του παιδιού, μήπως έχει διαφορά από τα δικά μας παιδιά; 

Ο άνθρωπος αυτός ήταν εργολάβος οικοδομών και έμενε όλη την εβδομάδα στη Βέροια και την Έδεσσα, μόνο τα Σαββατοκύριακα ερχόταν στο σπίτι του.

Εδώ πρέπει να πω ότι η γιαγιά δεν ησύχασε που με άφησε και πίεζε τη μάνα και τον πατέρα μου να έρθουν να με δουν. Ήθελα και εγώ να τους το γράψω στα γράμματά μου, ότι δεν περνώ καθόλου καλά, αλλά η κυρία διάβαζε τα γράμματα, οπότε ήταν αδύνατο να το γράψω.

Ήλθαν και με είδανε, η μέρα εκείνη ήταν τελείως διαφορετική, ξεχωριστή, χαρούμενη, γιορτινή, αλλιώτικη. Δεν με άφησε η κυρία ούτε λεπτό μόνη μου με τους γονείς μου, έτσι δεν μπόρεσα να πω κάτι , οπότε έφυγαν με καλές εντυπώσεις.

Έλα όμως που η γιαγιά δεν πείσθηκε από όσα της είπαν. Δεν πέρασε μήνας και νάτη πάλι η γιαγιά στην πόρτα. Πρέπει να πω χάρηκα περισσότερο όταν την είδα, έλειπε η κυρία και έτσι πρόλαβα να της πω ότι ήθελα να φύγω μαζί της, δεν άντεχα άλλο.

Όταν ήλθε η κυρία στο σπίτι, η γιαγιά της είπε ότι θέλει να με πάρει να πάμε σε κάποια φίλη της, που ήταν και ξαδέλφη της κυρίας Μαίρης. Πήρε ένα ύφος άγριο και λέει στη γιαγιά, εγώ αύριο έχω πλύστρα και πρέπει να μου ξεπλένει κάποια ρούχα, δηλαδή ξεσκάτισμα των παιδικών  και των δικών της εσώρουχων. Καλά είπε η γιαγιά, αμέσως ανασκουμπώθηκε και τα ξέπλυνε εκείνη. Πήγαμε επίσκεψη και όση ώρα καθίσαμε εκεί, η γιαγιά έκλεγε και έλεγε στην ξαδέλφη της στα Τουρκικά, που δεν τα ήξερα, παράπονα για την Μαίρη.

Έμεινε ένα βράδυ η γιαγιά και κοιμηθήκαμε μαζί στο ίδιο ντιβάνι. Νομίζω πως δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα. Η γιαγιά σηκώθηκε νωρίς, έκανε όλες τις πρωινές δουλειές μου, ενώ εγώ κοιμόμουν. Όταν ξύπνησα τα παιδιά είχαν φύγει για το σχολείο και η γιαγιά ετοιμαζόταν να φύγει και αυτή. Άρχισα να κλαίω και με νοήματα της έλεγα να με πάρει μαζί της, αλλά ήταν αδύνατο.

Όταν ήλθε στο χωριό η γιαγιά, ήταν τόσο ανήσυχη και έλεγε συχνά πυκνά στη μάνα μου, πάντα με τρόπο, ότι μάλλον η Μαίρη δεν έχει σκοπό να με στείλει σε τέχνη και ότι πρέπει να με πάρουν το γρηγορότερο δυνατόν από εκεί.

Ήταν χειμώνας θυμάμαι, έκανε πολύ κρύο και τα δυο μεγάλα παιδιά αρρώστησαν από ιλαρά. Καίγαμε ξύλα στη σόμπα. Επειδή δεν υπήρχε αποθήκη στο σπίτι, έπρεπε εγώ με το καλάθι και ένα κερί για φακό, να κατεβαίνω συχνά στο υπόγειο της οικοδομής, όπου όλες οι οικογένειες είχαν μικρές αποθήκες. Έπρεπε να περάσω, ακόμα και την ημέρα, με φακό ένα σκοτεινό τούνελ και επειδή έπρεπε να ανάβει συνεχώς η σόμπα,  μέρα και νύχτα, δεν έφταναν τα ξύλα που έφερνα νωρίς και έπρεπε με φόβο και κίνδυνο να φέρω γεμάτο ξύλα πολλές φορές το καλάθι και τη νύχτα.

Κάποια μέρα κανόνισε ότι στο σπίτι θα ερχόταν ένα φιλικό της ζευγάριγια φαγητό. Σε μένα είπε να καθαρίσω πατάτες και να τις τηγανίσω, για να συνοδέψουν τα κρέατα, που θα έφερναν από έξω. Στην κουζίνα ήταν η  γκαζιέρα, όπου έβαλα το μεγάλο τηγάνι με το μακρύ χερούλι.  Στην προσπάθειά μου, κάτι να κάνω, σκάλωσε το χέρι μου στο τηγάνι και χύθηκε το καυτό λάδι στο χέρι μου. Ούρλιαζα από τον πόνο, έκλεισα την πόρτα της κουζίνας, βγήκα στο μικρό μπαλκονάκι, όπου έκλαιγα και φώναζα από τον πόνο, προσπαθώντας να δροσιστώ από τη βρύση. Από τα γύρω μπαλκόνια βγήκε ο κόσμος, η απέναντι υπηρέτρια ήθελε να έλθει να με βοηθήσει, αλλά εγώ δεν την άφηνα. Η επισκέπτρια της είπε ότι κάτι συμβαίνει, ήλθαν και με είδανε στο κακό μου το χάλι. Η κυρία Μαίρη, μόνο που δεν με έδειρε, άρχισε να φωνάζει για τη ζημιά, για τα λάδια, τις σκορπισμένες πατάτες. Η επισκέπτρια είπε ότι έπρεπε να πάμε στο νοσοκομείο και επειδή η κυρία Μαίρη ούτε σημασία έδινε, με πήρε η γυναίκα, με το αυτοκίνητό της και με πήγε στου Χίρστ ( Ιπποκράτειο), όπου περιποιήθηκαν το κάψιμό μου με ένα κόκκινο υγρό. Έτσι απαλύνθηκε ο πόνος μου και σιγά σιγά, κάνοντας όμως όλες τις δουλειές, αποθεραπεύτηκα.

Η επανάσταση

Δεν πέρασαν δεκαπέντε μέρες που έφυγε η γιαγιά και έμαθα ότι η γιαγιά έπαθε εγκεφαλικό και είναι στο νοσοκομείο. Άρχισα να κλαίω και να θέλω να πάω να δω τη γιαγιά. Ήλθε η αδελφή της γιαγιάς, που έμενε στη Νεάπολη,φύγαμε για το  χωριό και μετά, την άλλη μέρα, πήγαμε πάλι στο νοσοκομείο, όλα τα εγγόνια μαζί.

Έζησε άλλα τρία χρόνια. Σε αυτό το τελευταίο κομμάτι της ζωής της με ήθελε συνεχώς κοντά της, ήθελε να είμαι μπροστά  στα ματιά της.

Έμεινα μια βδομάδα στο χωριό και έπρεπε να πάω πίσω πάλι, γιατί ήμουν με άδεια και όχι μόνο, είχα εκεί και όλα τα υπάρχοντά μου, που με τόσο κόπο απέκτησα. Η συμφωνία μας ήταν, εκατό δραχμές το μήνα, αλλά ποτέ δεν μου έδωσε  ούτε δραχμή. Μου πήρε ένα παλτό, ένα φόρεμα καρό και ένα ζευγάρι παπούτσια. Αυτή ήταν όλη μου η περιουσία για οκτώ μήνες σκληρής και απάνθρωπης δουλειάς, δουλείας θα έλεγα, από το Σεπτέμβριο μέχρι τον Απρίλιο.

Όταν επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη ήμουν άλλο άτομο, άλλος άνθρωπος. Η κυρία Μαίρη δεν το πίστευε, αντιδρούσα αλλιώτικα αυτή τη φορά, αυτή δεν το περίμενε. Ήθελα να φύγω, δεν με κρατούσε τίποτε, δεν μπορούσα να καθίσω άλλο. Αυτή με απειλούσε ότι θα φέρει χωροφύλακες, ότι δεν μπορούσα να την αφήσω χωρίς υπηρεσία, αλλά και εγώ της έδωσα να καταλάβει ότι δεν με φοβέριζαν πλέον οι απειλές της, πως δεν είμαι το κουτάβι που ήξερε. Με απείλησε ότι δεν θα μου δώσει τα πράγματά μου και εγώ με τη σειρά μου την έδειξα την πόρτα της αστυνομίας.

Να ήταν μόνο αυτά που περιγράφω, τα απάνθρωπα γεγονότα ήταν καθημερινά, ήμουν ένα σκουπίδι για την Κυρία.

Απορία που μέχρι σήμερα δεν έδωσα απάντηση. Πού εξαφανιζόταν, απαραίτητα στολισμένη με τα φτερά και τα βέλη στο καπέλο, κάθε απόγευμα μέχρι το βράδυ, όταν ο Κύριος απουσίαζε στην Βέροια και την Έδεσσα;

Η απαλλαγή

Όλα αυτά συνέβησαν το 1953, ήμουν μόνο δώδεκα χρονών, μόλις τελείωσα το δημοτικό σχολείο.

Τις παραμονές του Πάσχα, ήταν Μεγάλη Παρασκευή, έφυγα κλαίγοντας, γιατί αποχαιρέτησα τον αγαπημένο μου Νικήτα, που με έσφιγγε και δεν με άφηνε να φύγω, ήταν ένα όμορφο χαριτωμένο μωρό, μόλις δύο χρονών.

Έφυγα μόνο με τραυματικές εμπειρίες, η οκτάμηνη δούλεψή μου ήταν μόνο το παλτό, το φόρεμα και τα παπούτσια. Δεν μου έδωσε ούτε για τα εισιτήρια, είπε πως τη χρωστούσα για τη ζημιά που έκανε ο Νικήτας, όταν η ίδια τον άλλαζε, σε ένα κρύσταλλό της.

Την άλλη μέρα στις πέντε το απόγευμα με το λεωφορείο ήμουν στο χωριό.

Εδώ κλείνει αυτή η δύσκολη και τραυματική εμπειρία της ζωής μου, που όσο και αν θέλω, δεν μπορώ να την ξεπεράσω.

Και πάλι το παιδί του χωριού

Στην πλατεία που ήταν η στάση, αυτή την ώρα οι χωριανοί ήταν εκεί και χάζευαν ποιος ήλθε από την πόλη.

Η χαρά μου ήταν μεγάλη, ένοιωσα υπέροχα που είδα τα παιδιά της γειτονιάς, τις φίλες μου, τα αδέλφια μου που έτρεχαν σε μένα και φώναζαν. Και εγώ ήθελα να φωνάξω από τη χαρά μου, ήθελα να πω, ζήτω-ζήτω, ήρθα στο σπίτι μου.

Καθημερινάσχεδόν, τις πρώτες ημέρες, μαζεύονταν τα παιδιά τριγύρω μου και με ρωτούσαν για τη Θεσσαλονίκη, πώς είναι, τι είδα. Εγώ έλεγα ατελείωτες ιστορίες, μόνο ευχάριστες όμως, δεν ήθελα να μάθουν τις δυσκολίες που πέρασα. Τους έλεγα για το τσίρκο, το σινεμά, τη θάλασσα, το Λευκό Πύργο, την παραλία, το τραμ, τα αστικά, διάφορα μέρη που πήγαινα συνοδεύοντας τα παιδιά, ωραία και μεγάλα πάρκα, φανταχτερά και χρωματιστά φώτα, επιγραφές που αναβόσβηναν.  Η παλιοπαρέα με άκουγε με απορία. Στο χωριό ήμασταν με τις γκαζόλαμπες, πίναμε νερό από το πηγάδι και οι λάσπες ήταν μέχρι το γόνατο.

Πόσο θα ήθελα να ζούσε σήμερα η γιαγιά, να δει καλύτερες μέρες, μια ζωή αλλιώτικη από αυτή που έζησε, με τα καλά και τα κακά της, με την ομορφιά και την ασχήμια της, αξέχαστη γλυκιά μορφή.

Κοιτώ τη γιαγιά μου ακίνητη, τρέχουν τα δάκρυά μου, πονώ για αυτά που πέρασε σαν παιδί. Πώς να ζήσει το κάτεργο της (κυρίας), στο δήθεν συγγενικό περιβάλλον, το παιδί που μεγάλωσε με την ηρεμία του χωριού, την καλοσύνη  και την ελευθερία της φύσης, απολαμβάνοντας ολημερίς το τραγούδι του σπίνου που καθόταν στο «Μάη», όπως έλεγαν το δένδρο της αυλής τους.

Ο σπίνος (ένα από τα ποιήματα του τετραδίου)

Σε φουντωμένου δένδρο κλωνάρι

κάθετε σπίνος και κελαηδεί,

τον συνακούει τέχνη και χάρη

και πλησιάζει ένα παιδί.

Σπίνε, μ΄ αρέσει το ψάλσιμό σου,

όλα τα λέγεις, όλα καλά,

πες μου ποιος είναι ο δάσκαλός σου

που σου μαθαίνει τη μουσική.

Μάθε παιδάκι, πως δάσκαλός μου

που μου μαθαίνει τη μουσική,

είναι ο Πλάστης όλου του κόσμου,

η εύνοιά του η Πατρική.

Μπράβο γιαγιά μου, χίλιες φορές μπράβο, που εκείνα τα χρόνια, τόλμησες και έκανες την επανάστασή σου κι έτσι απαλλάχτηκες από την τυραννία της (κυρίας) Μαίρης. Έζησες σαν πραγματική Κυρία, φτωχικά, με αρχές, με αγάπη, με κατανόηση, με πίστη στην οικογένεια, την πατρίδα και το Θεό. Κουβέντα κακή για το συνάνθρωπό σου, δεν βγήκε από το στόμα σου. Έγινες και άριστη μοδίστρα δίπλα στις μοδίστρες του χωριού.

Γιαγιά μου, σήμερα είπαμε και έμαθα πολλά, το βλέπω στα μάτια σου, το νοιώθω στην ψυχή μου.

ΥΓ: Η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.