Πτυχες απο την περιοδο της Βουλγαρικης Κατοχης στην Ανατολικη Μακεδονια και τη Θρακη (1941-1944)

Της Άννας Μπατζέλη*

Στόχος του παρόντος άρθρου είναι η σύντομη παρουσίαση του ρόλου που διαδραμάτισαν οι Βουλγάρες κατά τη διάρκεια της Βουλγαρικής Κατοχής στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη μέσω της αξιοποίησης εφημεριδογραφικού και αρχειακού υλικού από τα Βουλγαρικά Κρατικά Αρχεία. Η θεματική αυτή δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς από την υπάρχουσα βιβλιογραφία, παρότι οι γυναίκες συμμετείχαν ενεργά στην επιτέλεση των στόχων της Βουλγαρικής Κατοχικής Διοίκησης, ως διοικητικό και εκπαιδευτικό προσωπικό, ενώ δεν ήταν λίγες οι γυναίκες που συνόδευσαν τους συζύγους τους κατά την ανάληψη υπηρεσίας στα κατεχόμενα εδάφη, συμβάλλοντας έμμεσα στην επίτευξη των βουλγαρικών επιδιώξεων.  

Ιστορικό Πλαίσιο

Η εξωτερική πολιτική που ανέπτυξε η βουλγαρική κυβέρνηση κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου συνιστά συνέχεια και αποτέλεσμα της εθνικής στρατηγικής που είχε χαράξει η χώρα, έπειτα από την υπογραφή της «ταπεινωτικής» Συνθήκης του Νεϊγύ. Η Βουλγαρία ήταν αναμφίβολα το ρεβιζιονιστικό κράτος των Βαλκανίων και καθ’ όλην τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι εκάστοτε κυβερνώντες είχαν επιφορτιστεί με το έργο ικανοποίησης των εθνικών διεκδικήσεων έναντι των όμορων χωρών, τακτική που αναπόδραστα είχε αντίκτυπο στη διαμόρφωση των διαβαλκανικών σχέσεων και ισορροπιών. Οι εδαφικές αξιώσεις της Βουλγαρίας αποδείχτηκαν καταλυτικές και στην απόφαση ένταξης της χώρας στο στρατόπεδο του Άξονα με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Μπελβεντέρε[1]. Έτσι, με την ολοκλήρωση της προέλασης του Χίτλερ στα Βαλκάνια, η Γερμανία προχώρησε στην «προσωρινή παραχώρηση της διοίκησης» τμήματος της Γιουγκοσλαβίας, της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης στην Βουλγαρία, αφήνοντας το ζήτημα της οριστικοποίησης του εδαφικού status quo των περιοχών αυτών για μετά το πέρας του πολέμου (Συμφωνία Κλόντιους-Ποπώφ)[2]. Παρά τον προσωρινό χαρακτήρα της Συμφωνίας, η Βουλγαρία εξέλαβε τις εξελίξεις αυτές ως ένα προστάδιο της πλήρωσης του εθνικού οράματος της «Μεγάλης Βουλγαρίας» και προχώρησε άμεσα στον σχεδιασμό και υλοποίηση ενός μεγαλόπνοου και δαπανηρού σχεδίου διοικητικής, οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής ενσωμάτωσης των περιοχών αυτών στο βουλγαρικό κράτος ως συστατικά, ενιαία και αδιαίρετα τμήματά του. Για την παγίωση της «Τσελοκούπνας Μπαλκάριγιας (Ενιαίας και Αδιαίρετης Βουλγαρίας)», καίριας σημασίας υπήρξε η ενεργός συμμετοχή του συνόλου της κοινωνίας: των δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων, των εκπαιδευτικών, των απλών πολιτών.

Στόχος του παρόντος άρθρου είναι η ανάδειξη του ρόλου των γυναικών στα γεγονότα, καθώς οι βιβλιογραφικές αναφορές σε αυτόν είναι περιορισμένες και αποσπασματικές. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η έρευνα για τον ρόλο των Βούλγαρων γυναικών στην προώθηση της επίσημης πολιτικής και στην ενίσχυση της εθνικής προσπάθειας εδραίωσης της βουλγαρικής διοίκησης στα –  όπως αναφέρονται στα βουλγαρικά αρχεία – «απελευθερωθέντα εδάφη», συναντά εμπόδια, λόγω του περιορισμένου κοινωνικού τους ρόλου, την απουσία τους από υψηλόβαθμες δημόσιες θέσεις και την υπο-εκπροσώπησή τους στα αρχεία.

Η δράση των γυναικών στον διοικητικό, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό τομέα

Με την έναρξη της Βουλγαρικής Κατοχής, η βουλγαρική κυβέρνηση σχεδίασε και επιτέλεσε ένα μεγαλόπνοο και δαπανηρό σχέδιο ένωσης των – όπως αναφέρονται στα αρχειακά ντοκουμέντα – «πρώην γιουγκοσλαβικών και ελληνικών επαρχιών» με τη Βουλγαρία. Η βουλγαρική κυβέρνηση αντιμετώπισε εξ αρχής την παραχώρηση των εδαφών αυτών, ως πράξη συνένωσης με το βουλγαρικό κράτος και γι’ αυτόν τον λόγο προχώρησε στην άμεση διοικητική οργάνωση των περιοχών αυτών κατά το βουλγαρικό πρότυπο. Για τον σκοπό αυτό, Βούλγαροι δημόσιοι υπάλληλοι εγκαταστάθηκαν στις κατεχόμενες περιοχές, προκειμένου να συνεισφέρουν στην αποτελεσματική διοίκησή τους, αλλά και στην εμπέδωση της «νέας τάξης πραγμάτων», με την βουλγαρική κυβέρνηση να τους παραχωρεί προνόμια και διευκολύνσεις (όπως αυξημένους μισθούς και παραχώρηση οικιών από τις οποίες είχαν εκδιωχθεί οι ιδιοκτήτες τους)[3]

Εκατοντάδες ήταν οι Βούλγαροι δημόσιοι υπάλληλοι, εκτός από τους αστυνομικούς και το στρατιωτικό προσωπικό, οι οποίοι κατέφθασαν στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη μαζί με τις οικογένειές τους προκειμένου να αναλάβουν υπηρεσία. Ανάμεσα σε αυτούς που εργάστηκαν ως δημόσιοι υπάλληλοι της κατοχικής διοίκησης ήταν και αρκετές γυναίκες. Αν και οι γυναίκες κατά την εποχή αυτή είχαν περιορισμένο κοινωνικό ρόλο, είχαν τη δυνατότητα φοίτησης στο Πανεπιστήμιο Σόφιας και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα και κατ’ επέκταση μπορούσαν να διεκδικήσουν θέσεις εργασίας βάσει των ακαδημαϊκών τους προσόντων ως εκπαιδευτικοί, ιατροί, νοσοκόμες, δικαστικοί και διοικητικοί υπάλληλοι κλ. π.[4]. Οι γυναίκες συνήθως αναλάμβαναν περιορισμένα καθήκοντα, ενώ λίγες ήταν αυτές που κατείχαν υψηλόβαθμες διοικητικές θέσεις[5]. Η παρουσία τους είναι περισσότερο έντονη στον εκπαιδευτικό και πολιτιστικό τομέα, ο οποίος αποτέλεσε βασικό πυλώνα της δράσης της Βουλγαρικής Κατοχής. Οι βουλγαρικές αρχές, ειδικότερα, προσδοκούσαν μέσω της εκπαίδευσης και πολιτιστικών εκδηλώσεων να γεφυρώσουν το χάσμα με τον ντόπιο πληθυσμό και να προωθήσουν την σπουδή της βουλγαρικής γλώσσας τόσο στα παιδιά, όσο και στους ενήλικες. Στο πλαίσιο αυτό, οι Βούλγαροι εκπαιδευτικοί είχαν αυξημένα καθήκοντα στα κατεχόμενα εδάφη με την δράση τους να μην περιορίζεται στα όρια των σχολικών εγκαταστάσεων, αλλά είχαν έντονη παρουσία σε κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα που λάμβαναν χώρα στις περιοχές, όπου υπηρετούσαν.

Αναλυτικότερα, οι εκπαιδευτικοί στην «Ενιαία και Αδιαίρετη Βουλγαρία», εκτός από τα καθήκοντα τους στα σχολεία, καλούνταν να αναλάβουν την διοργάνωση διαλέξεων, ομιλιών, καλλιτεχνικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων, όπως και την πραγματοποίηση απογευματινών μαθημάτων βουλγαρικής γλώσσας και πολιτισμού και τη λειτουργία σχολών γονέων και λαϊκών αναγνωστηρίων, προκειμένου να προωθηθεί η εξοικείωση των ενηλίκων με την βουλγαρική γλώσσα. Στις σχετικές εγκυκλίους του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ύφος. Ειδικότερα, οι εκπαιδευτικοί, άντρες και γυναίκες, καλούνταν ως πνευματικοί ταγοί και θεματοφύλακες του βουλγαρικού πολιτισμού να μεριμνήσουν για την εκπαίδευση «των Βούλγαρων αδελφών τους»[6].  Αρκετοί εκπαιδευτικοί ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του υπουργείου και με την ανάληψη των καθηκόντων τους επιδόθηκαν με ζήλο στο έργο προώθησης της χρήσης της βουλγαρικής γλώσσας στην σχολική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή. Οι προσπάθειές τους αυτές προβλήθηκαν στον στρατευμένο πολιτικά τύπο[7]. Ορισμένες εφημερίδες δεν περιορίστηκαν στην απλή προβολή της δράσης των εκπαιδευτικών, αλλά δημοσίευσαν σειρά εμπνευσμένων άρθρων. Είναι ενδεικτικό πάνω σε αυτό το ακόλουθο απόσπασμα άρθρου της εφημερίδας Nova Balgarija / Нова България (Νέα Βουλγαρία):

«Η πνευματική και ψυχική ανάταση του έθνους μας δεν θα ήταν δυνατό να πραγματωθεί δίχως το έργο και την συνδρομή του δασκάλου. Για τον λόγο αυτό στις ιστορικές στιγμές που ζούμε σήμερα, έχουμε στρέψει και πάλι την προσοχή μας στον δάσκαλο. Ο δάσκαλος δεν είναι ο συνηθισμένος υπάλληλος, ο οποίος απλά πρέπει να φέρει εις πέρας την εργασία του. Αντιθέτως, ο δάσκαλος είναι ο πνευματικός ταγός ολόκληρου του έθνους. Το έργο του δασκάλου δεν περιορίζεται στα σχολικά κτήρια και στα καθαρά υπηρεσιακά καθήκοντα. Ο δάσκαλος πρέπει με αυταπάρνηση να αφιερώσει εαυτόν στην πολιτιστική και παιδευτική πρόοδο του λαού. Ο δάσκαλος πρέπει με συνέπεια και φιλοπατρία να αναλάβει την υψηλή ευθύνη που του αναλογεί και να υπηρετήσει το έθνος. [..] »[8].

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ακόλουθο απόσπασμα άρθρου της Λαϊκής Εφημερίδας (Narodnen Vestnik), το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα προπαγανδιστικού κειμένου της εποχής και αναδεικνύει, όπως και το προηγούμενο απόσπασμα, τη σημασία που απέδιδε η Βουλγαρική Κατοχική Διοίκηση στην παιδεία και τον πολιτισμό:

«Τρεις είναι οι βασικοί πυλώνες του σύγχρονου βουλγαρικού κράτους, το οποίο αριθμεί μόλις 60 χρόνια ζωής: η βουλγαρική ψυχή, ο βουλγαρικός πολιτισμός και η βουλγαρική παιδεία.

Οι πυλώνες αυτοί βοήθησαν την Βουλγαρία να διατηρηθεί αλώβητη σε ταραχώδεις περιόδους και δύσκολα χρόνια. Η δίψα για ελευθερία, για βουλγαρική παιδεία και βουλγαρικά γράμματα, διατήρησαν την ψυχή της Βουλγαρίας αλώβητη και ισχυρή για να στέκεται σήμερα όρθια και ισότιμα απέναντι σε ευρωπαϊκά κράτη με μακραίωνη παρουσία.

Η βουλγαρική ψυχή, ο βουλγαρικός πολιτισμός και η βουλγαρική παιδεία είναι τα στοιχεία αυτά που έφεραν την λατρεμένη μας πατρίδα στην θέση που βρίσκεται σήμερα. Οι βουλγαρικές επαρχίες απελευθερωμένες πια απολαμβάνουν την εθνική παιδεία η υψηλή προσφορά της οποίας μας επιτρέπει σήμερα να έχουμε πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια και να στεκόμαστε με υπερηφάνεια».[9]

Εκτός από τις εφημερίδες, ανάλογου ύφους κείμενα δημοσιεύθηκαν και στην επίσημη έκδοση του Υπουργείου Εθνικής παιδείας, την Εκπαιδευτική Επιθεώρηση (Učilišten Pregled)[10]. Ο σκοπός δημοσίευσής τους δεν ήταν άλλος από το να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης και κινητοποίησης των εκπαιδευτικών που υπηρετούσαν στις κατεχόμενες περιοχές, οι οποίοι, πρέπει να σημειωθεί ότι πέρα από τα καθήκοντα που ήδη αναφέρθηκαν, είχαν επιπλέον την ευθύνη ελέγχου των μαθητών, ακόμα και μετά το πέρας των μαθημάτων, όπως και των οικογενειών τους, προκειμένου να εντοπίσουν έγκαιρα τυχόν συμμετοχή τους σε αντι-βουλγαρικές δραστηριότητες και να καταθέσουν σχετική αναφορά στις κατά τόπους αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές[11].

Εκτός από την παιδεία, η κατοχική διοίκηση απέδιδε μεγάλη σημασία στον πολιτιστικό τομέα, στον οποίο οι γυναίκες κατείχαν συχνά πρωταγωνιστικό ρόλο. Για παράδειγμα ήταν έντονη η παρουσία Βουλγάρων τραγουδιστριών και χορευτριών σε παραδοσιακές και εθνικές εορτές. Οι γυναίκες αυτές έφεραν παραδοσιακές στολές και, στην πλειοψηφία τους, ήταν ταυτοχρόνως ενεργά μέλη γυναικείων ή πολιτιστικών συλλόγων που είχαν αναπτύξει πολιτιστικοκοινωνική δράση. Ο πολιτικός χαρακτήρας και η σημασία των πολιτιστικών εκδηλώσεων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της Κατοχής αναδεικνύεται παραστατικά από την σταθερή παρουσία εκπροσώπων της βουλγαρικής πολιτικής και θρησκευτικής διοίκησης σε αυτές[12]

Κομοτηνή 1943. Ο βούλγαρος “μητροπολίτης” (κέντρο) με ιερείς και τις αρχές Κατοχής, μπροστά στην Λέσχη Κομοτηναίων για κάποια τελετή.
(Προέλευση φωτογραφίας: Τριαντάφυλλος Παπαδάκης-  fb/ Κομοτηνή παλιές φωτογραφίες)

Ο ρόλος των συζύγων

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στις συζύγους Βούλγαρων δημοσίων υπαλλήλων, στρατιωτικών και αστυνομικών. Αρκετές Βουλγάρες, λοιπόν, εγκαταστάθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη, όταν οι σύζυγοί τους ανέλαβαν υπηρεσία με την έναρξη της Κατοχής. Οι γυναίκες αυτές συμμετείχαν με έμμεσο τρόπο στην επίτευξη του κυβερνητικού στόχου της «Βουλγαροποίησης» των κατεχόμενων εδαφών, με την έναρξη μιας νέας ζωής γι’ αυτές και τις οικογένειές τους στα κατεχόμενα εδάφη. Ακόμα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι έφεραν συν-ευθύνη στις αυθαιρεσίες εις βάρος του ντόπιου πληθυσμού, ακόμη και εάν δεν είχαν άμεση εμπλοκή σε αυτές. Άλλωστε, κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους στα «νέα εδάφη» οι σύζυγοί τους καρπώνονταν περιουσιακά στοιχεία που είχαν αποσπαστεί από τους προκατόχους τους δίχως την συγκατάθεσή τους. Με την οικειοποίηση λ.χ. σπιτιών που ανήκαν σε Έλληνες, οι δημόσιοι διοικητικοί, στρατιωτικοί και αστυνομικοί υπάλληλοι και οι οικογένειές τους καθίσταντο αυτόχρημα συμμέτοχοι στην επίσημη πολιτική υφαρπαγής δικαιωμάτων και περιουσιών του ντόπιου πληθυσμού. Η πτυχή αυτή έχει μελετηθεί και στη Γερμανία, όπου, σύμφωνα με την ιστορικό Wendy Lower, οι γυναίκες ως σύζυγοι και μητέρες Γερμανών αξιωματούχων ήταν μάρτυρες των εγκλημάτων που τελέστηκαν κατά των Εβραίων, ενώ δεν ήταν λίγες εκείνες που συμμετείχαν και οι ίδιες σε πράξεις παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Συνεπώς, είχαν (συν-)ευθύνη στα όσα συνέβησαν[13].

Τέλος, συμβολικός ήταν ο ρόλος της βασίλισσας Ιωάννας, γυναίκας του Βόριδος, τα γενέθλια της οποίας επιβλήθηκε να εορτάζονται ως εθνική εορτή με την έναρξη της Κατοχής στην Γιουγκοσλαβία, στην Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη, όπως συνέβαινε ήδη στη Βουλγαρία. Η επιβολή κοινών εθνικών εορτών συμβόλιζε την ένωση της Βουλγαρίας με τις «πρώην γιουγκοσλαβικές και ελληνικές επαρχίες».  

Οι γυναίκες και το Εβραϊκό Ζήτημα

Οι Βούλγαροι επέδειξαν ιδιαίτερη υποστήριξη στους Βούλγαρους Εβραίους, των οποίων την απέλαση στα στρατόπεδα εξόντωσης απέτρεψαν. Ωστόσο, δεν έδειξαν ανάλογο ενδιαφέρον για τους Εβραίους των κατεχόμενων εδαφών της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας, οι οποίοι οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο εξόντωσης της Τρεμπλίνκα. Ωστόσο, υπήρξαν και γυναίκες οι οποίες αγωνίστηκαν για τα δικαιώματα των Εβραίων και μεταπολεμικά αναγνωρίστηκε η δράση τους αυτή[14]. Ενδεικτικά θα αναφερθούμε στις περιπτώσεις των Άννα Ποποστεφάνοβα (Anna Popostefanova) και Ναντέζντα Βασσίλεβα (Nadežda Vassileva). Η πρώτη συνέβαλε στη διάσωση μιας εβραϊκής οικογένειας στις κατεχόμενες γιουγκοσλαβικές επαρχίες, ενώ η δεύτερη υποστήριξε τους υπό απέλαση Έλληνες Εβραίους.

Ειδικότερα, η Άννα Ποποστεφάνοβα ήταν διάσημη ηθοποιός της εποχής και με την έναρξη της βουλγαρικής Κατοχής, μετακόμισε στα Σκόπια με την οικογένειά της, καθώς ο σύζυγός της είχε αναλάβει υψηλόβαθμη θέση στην αστυνομική διοίκηση της κατεχόμενης Περιφέρειας Σκοπίων. Τον Μάρτιο του 1943, όταν έλαβαν χώρα οι επιχειρήσεις απέλασης των Εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, η Ποποστεφάνοβα πρόσφερε καταφύγιο στο διαμέρισμά της στα Σκόπια στην οικογένεια του Μόνι και της Ρασέλ Κάριο (Moni και Rachel Kario) και, έπειτα, τους βοήθησε να διαφύγουν μαζί με τα παιδιά τους στην Αλβανία. Μάλιστα, κατά την επιχείρηση διαφυγής της οικογένειας στην Αλβανία, η Ποποστεφάνοβα αξιοποίησε πληροφορίες σχετικά με τις συνοριακές περιοχές όπου είχαν στρατοπεδεύσει γερμανικές και βουλγαρικές μονάδες ελέγχου διέλευσης των συνόρων, στις οποίες είχε πρόσβαση λόγω της θέσης του συζύγου της στην αστυνομία[15].

Η Ναντέζντα Βασσίλεβα, από την άλλη, ήταν νοσοκόμα στο επάγγελμα και  επέδειξε αλληλεγγύη στους Έλληνες Εβραίους που είχαν προσωρινά μεταφερθεί από την Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη στην γενέτειρά της Λομ (Lom), πριν από την απέλασή τους στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κατά την παραμονή των Ελλήνων Εβραίων στην μικρή παραδουνάβια πόλη, η Βασσίλεβα συγκέντρωσε και παρέδωσε σε αυτούς τρόφιμα. Η προσφορά της αυτή έγινε γνωστή από ευχαριστήρια επιστολή που της απέστειλε η Εβραϊκή Κοινότητα Λομ, μετά το πέρας των εχθροπραξιών. Στα Γενικά Αρχεία του βουλγαρικού κράτους σώζονται ακόμη προσωπικές της επιστολές, στις οποίες περιγράφει τις συνθήκες «φιλοξενίας» του εβραϊκού πληθυσμού στο προσωρινό κέντρο διέλευσης της Λομ[16]. Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα:

«Παρουσιάζω τις αναμνήσεις μου από τις δραματικές σκηνές που αντίκρυσα στο λιμάνι και στον σιδηροδρομικό σταθμό κατά την απέλαση των Εβραίων από την περιοχή του Αιγαίου και της Θράκης στην Γερμανία διαμέσου της Λομ την άνοιξη του 1943 [..]

Κατά τις πρώτες μέρες του Μαρτίου, ή στα τέλη, περίπου 15 με 20 Μαρτίου 1943, ημέρα Δευτέρα ήτανε, πήγα στην γειτόνισσά μου κ. Πένκα Βούκο Ιβόσσεβα [..] Φέρνοντάς μου ένα ποτήρι νερό μου είπε: «Δεν μπορώ Νάντκα τώρα τρεις μέρες να πηγαίνω στην κουζίνα. Δεν αντέχω να βλέπω αυτά που γίνονται, καθώς ακούω τις φωνές και τις εκκλήσεις των στοιβαγμένων σε σειρές βαγονιών Εβραίων, οι οποίοι θα μεταφερθούν στην Γερμανία, και περιμένουν τα ατμόπλοια». Άφησα το ποτήρι στο τραπέζι χωρίς να πιω και πήγα στο διπλανό δωμάτιο, το οποίο βλέπει στον Δούναβη, και πόνεσε η ψυχή μου με αυτό που αντίκρυσα: από τις εσοχές βαγονιών που χρησιμοποιούνται για την μεταφορά αλόγων, έβλεπα χέρια ανθρώπων, και άκουγα σπαρακτικές φωνές που έκαναν εκκλήσεις για βοήθεια σε τρεις γλώσσες: στα Βουλγάρικα, στα Τούρκικα και στα Εβραϊκά: «Δεν υπάρχει κανείς άνθρωπος εδώ να μας δώσει έστω νερό;». Τα καταλάβαινα όλα και στις τρεις γλώσσες, γιατί όταν ήμουν μικρή έκανα παρέα με παιδιά Εβραίων [..]

Οι εικόνες που αντίκρυσα με τις φωνές να ακούγονται από τα βαγόνια, μου έφεραν στην μνήμη τα παιδικά μου χρόνια. Σκοτείνιασαν τα πάντα γύρω μου και μόλις συνήλθα αναζήτησα μια μεγάλη κανάτα και φλιτζάνια και βγήκα έξω κατευθυνόμενη προς τα βαγόνια. Με σταμάτησαν φύλακες με στολές και αστυνομικοί, οι οποίοι υψώνοντας τα όπλα μου είπαν: «Πίσω αλλιώς θα ρίξουμε, θα πεθαίνεις σαν σκυλί». Ένας χρησιμοποίησε το όπλο του για να με σπρώξει προς τα πίσω. Κοιτάζοντάς τον στα μάτια του είπα: «Εσύ δεν έχεις οικογένεια; Δεν έχεις παιδιά;» [..] σκοτώστε με αλλά αφήστε πρώτα να δώσω νερό σε αυτούς.. εσείς δεν έχετε καρδιά; Δεν έχετε ψυχή; Πώς μπορείτε τρεις μέρες και τρεις νύχτες να τους έχετε αφήσει έτσι χωρίς να τους έχετε δώσει λίγο νερό; [..]»[17].

Για την πράξη της αυτή, η Βασσίλεβα τιμήθηκε με τον τίτλο των «Δίκαιων των Εθνών» το 2002[18].

*Η Άννα Μπατζέλη είναι Διδάκτωρ Ιστορίας ΑΠΘ


[1] Για τις διεργασίες που προηγήθηκαν της ένταξης της Βουλγαρίας στο Τριμερές Σύμφωνο του Άξονα, βλ. αναλυτικά: Ά. Μπατζέλη, Όψεις της βουλγαρικής πολιτικής στην Γιουγκοσλαβική Μακεδονία κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2023.

[2] Το πλήρες κείμενο της Συμφωνίας είναι απρόσκοπτα διαθέσιμο στον ακόλουθο υπερσύνδεσμο: http://holocaustteaching.eu/en/library/archives/55-spogodba-klodius-popov-za-prisaedinyavaneto-kam-balgariya-na-teritoriite-na-vardarska-makedoniya-i-belomorska-trakiy

[3] Για τις διεργασίες αυτές, βλ. αναλυτικά: Ά. Μπατζέλη, Όψεις της βουλγαρικής πολιτικής στην Γιουγκοσλαβική Μακεδονία κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2023.

[4] M. Arnaudov, Istorija na Sofijskija UniversitetSv. Kliment Ohridski”, prez pârvoto mu polustoletie 1888-1938 (Η ιστορία του Πανεπιστημίου Σόφιας «Άγιος Κλήμης Αχρίδας», κατά τον πρώτο του μισό αιώνα), Σόφια 2008, σ. 196-201· Ά. Μπατζέλη, Η Πανεπιστημιακή Κρίση του 1907-1908 στην Βουλγαρία, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2023.

[5] Εφημερίδα Tšelokupna Bǎlgarija (Ενιαία και Αδιαίρετη Βουλγαρία), 17 Οκτωβρίου 1941.

[6] Učilišten Pregled / Училищен преглед (Σχολική Επιθεώρηση), περιοδική έκδοση του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας της Βουλγαρίας, τεύχη: XL 5 (1941), 591-602· XL 7 (1941), 876· XLΙ (5-6) 1942, 724-725.

[7] Εφημερίδα Tšelokupna Bǎlgarija (Ενιαία και Αδιαίρετη Βουλγαρία), 21 Οκτωβρίου 1941, 10 Νοεμβρίου 1941, 13 Νοεμβρίου 1941.

[8] Μετάφραση από τα βουλγαρικά από την συντάκτρια: Εφημερίδα Nova Balgarija (Νέα Βουλγαρία), 10 Νοεμβρίου 1942).

[9] Μετάφραση από τα βουλγαρικά από την συντάκτρια: Εφημερίδα Narodnen Vestnik (Λαϊκή Εφημερίδα), 20 Φεβρουαρίου 1942.

[10] Učilišten Pregled (Εκπαιδευτική Επιθεώρηση – περιοδική έκδοση του Υπουργείου Παιδείας), XL 6 (1941), σ. 673-674.

[11] CDA (Βουλγαρικά Κρατικά Αρχεία, Κεντρική Υπηρεσία), Fond n. 117k, λ. 2, αρ. μ. 1288 (Σόφια, 31 Μαρτίου 1942)· CDA, Fond n.  177К, λ. 2, αρ. μ. 1288 (Σόφια, 8 Ιουνίου 1942)· CDA, Fond n. 177К, λ. 2, αρ. μ. 1288 (Σόφια, 17 Ιουνίου 1942).

[12] Πρβ. ενδεικτικά: Περιοδικό Iliustratšija Ilinden (Εικονογραφημένο Περιοδικό Ίλιντεν),  Απρίλιος 1941, σ. 3, 14· Περιοδικό Iliustratšija Ilinden (Εικονογραφημένο Περιοδικό Ίλιντεν),  Φεβρουάριος 1942, σ. 11· Εφημερίδα Tšelokupna Bǎlgarija (Ενιαία και Αδιαίρετη Βουλγαρία), 2 Σεπτεμβρίου 1941· Περιοδικό Nova Evropa (Νέα Ευρώπη), 14 Μαΐου 1942· Εφημερίδα Narod (Έθνος), 14 Οκτωβρίου 1944.

[13] L. Wendy, Οι Μαινάδες του Χίτλερ, Ο ρόλος των Γερμανίδων στα ναζιστικά πεδία θανάτου, Αθήνα 2014.

[14] Για το Ολοκαύτωμα στις υπό βουλγαρική Κατοχή περιοχές, βλ. Ά. Μπατζέλη, «Το Ολοκαύτωμα στις υπό βουλγαρική κατοχή περιοχές της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας (1941-1943)», Περιοδικό Έρεισμα για την Ιστορία, Τεύχος 2 (Δεκέμβριος 2021), σ. 61-74.

[15] Το 1983 η Ποποστεφάνοβα τιμήθηκε με τον τίτλο των «Δίκαιων των Εθνών»: https://righteous.yadvashem.org/?search=bulgaria&searchType=righteous_only&language=en&itemId=4017442&ind=7

[16] CDA (Βουλγαρικά Κρατικά Αρχεία, Κεντρική Υπηρεσία), Fond n. 1568k, opis 1, arh. ed. 190, Ευχαριστήρια επιστολή της Εβραϊκής Κοινότητας Λομ προς την Ναντέζντα Βασσίλεβα (Nadežda Vassileva) για την προσφορά τροφίμων στους Εβραίους που μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο διέλευσης της πόλης (Λομ, 20 Οκτωβρίου 1944)· CDA (Βουλγαρικά Κρατικά Αρχεία, Κεντρική Υπηρεσία), Fond n. 1568k, opis 1, arh. ed. 190, έγγραφο στο οποίο η Ναντέζντα Βασσίλεβα καταγράφει την μαρτυρία της σχετικά με τις συνθήκες και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την άφιξη και παραμονή των Εβραίων στο στρατόπεδο διέλευσης Λομ (Λομ, 19 Ιουλίου 1947)· CDA (Βουλγαρικά Κρατικά Αρχεία, Κεντρική Υπηρεσία), Fond n. 1568k, opis 1, arh. ed. 190, Επιστολή της Ναντέζντα Βασσίλεβα προς το Εβραϊκό Κέντρο Ερευνών στην οποία αναφέρεται στην παραμονή των Εβραίων από την περιφέρεια του Αιγαίου στο στρατόπεδο διέλευσης της Λομ το 1943 (Λομ, 30 Αυγούστου 1947). 

[17] Μετάφραση από τα Βουλγάρικα από την συγγραφέα: CDA (Βουλγαρικά Κρατικά Αρχεία, Κεντρική Υπηρεσία), Fond n. 1568k, opis 1, arh. ed. 190, έγγραφο στο οποίο η Ναντέζντα Βασσίλεβα καταγράφει την μαρτυρία της σχετικά με τις συνθήκες και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την άφιξη και παραμονή των Εβραίων στο στρατόπεδο διέλευσης Λομ (Λομ, 19 Ιουλίου 1947). Βλ. επίσης, Anna Batzeli (2023), The Deportation of Greek Jews from Northern Greece to Nazi camps: Nadežda Vasilevas testimony, Women History Network: https://womenshistorynetwork.org/the-deportation-of-greek-jews-from-northern-greece-to-nazi-camps-nadezda-vasilevas-testimony-anna-batzeli/

[18] Vasileva Nadejda, https://collections.yadvashem.org/en/righteous/7484022

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.