Η Κουφη

Του Πασχάλη Κατσίκα*

Να ’μαι και πάλι εδώ, καταμεσής της κεντρικής πλατείας του Κιρκχάν-κιοϊού.[1]

Μπροστά στο άγαλμα της συγχωρεμένης της γιαγιάς μου, την ίδια μέρα του έτους, όπως εδώ και οκτώ χρόνια. Στημένη στο ίδιο ακριβώς σημείο να λέω την ιστορία της. ∆ιάσημη κι ανώνυμη ταυτόχρονα, σαν ένα αόρατο χέρι να έχει σβήσει από το ληξιαρχείο το πραγματικό μου ονοματεπώνυμο. Αυτό που θα έπρεπε να μου έχεις χαρίσει γιαγιά, αντ’ αυτού, είμαι η Γκάτζαινα η κουφή, ντυμένη σαν πολύχρωμο πουλί με την κεντημένη φορεσιά σου.

Από τη μέρα που άρχισα να μιλώ, ακούω το ίδιο παραμύθι, που στα επτά μου γίνηκε σύγχρονη ελληνική ιστορία και από τα δεκατρία μου την επαναλαμβάνω εδώ μπροστά σε όλους. Τυχερή η μάνα μου, η συνονόματη, έπαιξε τον ρόλο της πετυχημένα. Ως τώρα εκείνη στεκόταν σ’ αυτή τη θέση κι έλεγε το ριζικό της γιαγιάς και του Κιρκά τη μέρα ετούτη, της επετείου του ξεριζωμού, μπροστά στους απογόνους.

Σήμερα ωστόσο θα ήταν η ενδοξότερη, είπαν οι γηραιοί, γιατί ποτέ ως τώρα δεν μας είχε επισκεφθεί γαλαζοαίματος. Και να που κατηφορίζει τον χωματόδρομο από τον Άη Γιώργη προς την πλατεία, με όλους τους κατοίκους ξοπίσω της ντυμένους τα καλά τους. Ποια καλά δηλαδή; Μπάλωσαν τα τριμμένα μάλλινα σακάκια και παντελόνια σε αγκώνες και γόνατα. Τα τσουράπια δεν χρειάζονται ευτυχώς μαντάρισμα. Οι τρύπες από τις οποίες ξεπροβάλουν τα δάκτυλα είναι μέσα στα στραπατσαρισμένα παπούτσια. Όμοια είναι μ’ εκείνα του Σαρλό στην ταινία «Το χαμίνι», που είδαμε την τελευταία φορά όταν ήρθε στο χωριό ο φορητός υπαίθριος κινηματογράφος. Οι υπόλοιποι, «οι επίσημοι», ό,τι κι αν φόρεσαν, όσο κι αν ράφτηκαν –όσοι είχαν ένα φράγκο στην άκρη– δεν μπόρεσαν να φτάσουν τη δική της λάμψη και της συνοδείας της. Στην πρώτη σειρά δίπλα της ο ∆ήμαρχος Αλεξανδρούπολης και ο Βουλευτής Έβρου, ο Πρόεδρος κι οι δυο χωροφυλάκοι του χωριού, ο Παπάς, ο ∆άσκαλος και φυσικά ο Κουρουτζής, αυτή η ποντικομαμή δεν λείπει ποτέ από κάτι τέτοια, πάντα χώνεται, στριμώχνεται εκεί πλάι στην εξουσία. Την τελευταία φορά που έβγαλε λόγο η μάνα μου, την ώρα που πλησίαζε το πλήθος από την εκκλησία, έσκυψε και μου είπε στο αφτί: «απ’ όλον ετούτο τον συρφετό, αφτουνούς που είναι μπροστάρηδες να φοβάσαι, μόνο τη σκόνη που σηκώνουν τα παπούτσια τους θα αφήσουν στον τόπο μας».

∆εν άργησε ο όχλος να διανύσει την απόσταση ως την πλατεία, παρά τον αργό βηματισμό, και αφήνω την ανθοδέσμη στην αγκαλιά της Φρειδερίκης, δεχόμενη ένα φιλί στο μάγουλο, με τον Πρόεδρο του χωριού να με επαινεί, δίνοντας τις απαραίτητες διευκρινήσεις γύρω από την ταυτότητά μου. Στα λιγοστά δευτερόλεπτα που απέμεναν ώσπου να αρχίσει η ομιλία, μού πέρασε αστραπή από το μυαλό η σκέψη –όπως ακούω διαρκώς να την προσφωνούν– πως σε έναν βαθμό της επεφύλαξε η μοίρα την ίδια τύχη. ∆εν θα ήταν ποτέ απλώς η Φρειδερίκη, αλλά η Βασίλισσα, η Μεγαλειοτάτη, η Βασιλομήτωρ. Εγώ τουλάχιστον θα μπορούσα ενίοτε να είμαι κουφή.

Μια ησυχία απλώθηκε στο πλήθος, όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν πάνω μου κι ένα ελαφρύ σκούντημα στο μπράτσο από τον Πρόεδρο μου έδωσε το έναυσμα:

Οκτώβρης ήταν του 1912 όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος και δεν άργησε να έρθει της Βουργαρίας ο καιρός. Όπως θα πουν πολλοί από τους παριστάμενους ήταν χειρότερος κι από του Τούρκου. Όλα προμήνυαν πως η άνοιξη θα αργούσε. Το χωριό θα πέρναγε έναν σκοτεινό χειμώνα που βιάστηκε να έρθει νωρίς. Τρεις βδομάδες πριν του Αγίου Ανδρέα αντρείωσε το κρύο. Ένας ψυχρός, ενοχλητικός άνεμος κατέβαινε από τα Μουσάγκια και σάρωνε τις αυλές των σπιτιών, σφύριζε και έκανε τα τζάμια στα παράθυρα να τρέμουν. Μικροί στρόβιλοι σηκώνονταν από τον σταθμό ως του Αλέξη το χάνι κι ακόμη πιο πέρα, ως το πεταλάδικο του Γκίρη, σκόνη και φύλλα τρύπωναν παντού. Κάθε λογής πτηνά, χήνες, πάπιες, μαυροπούλια μαζεύτηκαν σε ένα κοπάδι κι ύστερα εξαφανίστηκαν μέσα σε μια νύχτα προς τον νότο. Τα δε αρπαχτικά, γύπες, γεράκια και αετοί κάθονταν θλιμμένα πάνω στα βράχια και έκρωζαν κουρασμένα. Η παγωνιά ήρθε ύπουλα. Έκαψε τις ήδη κιτρινισμένες καλαμιές στις όχθες του ποταμού κοκκινίζοντας τις κρανιές.

Οι γκρίζοι δημογέροντες του χωριού, βλέποντας τα σημάδια, συγκεντρώθηκαν μυστικά μια νύχτα στο σπίτι του Αρίκα.[2] Αποφάσισαν στα υπόγεια δωμάτιά του να αποθηκευθούν τρόφιμα και συγκομιδή, ξύλα και παστό, κρυφά από τους Τούρκους. Θα χρησιμοποιούνταν αργότερα από όλους τους κατοίκους όταν θα ερχόταν εκείνη η δύσκολη ώρα. Το σιτάρι είχε θεριστεί και ο σανός ήταν στοιβαγμένος στις αποθήκες ως πάνω. Αλλά τι θα τους έμενε μετά τη λεηλασία, την εξαντλητική φορολογία των Τούρκων; Το σπίτι του Αρίκα, ως του πιο σοφού δημογέροντα και λόγω των καλών σχέσεων που διατηρούσε – επίτηδες– με τον Αρμένη, τουρκόφιλο σταθμάρχη και τον Τούρκο αξιωματικό της φρουράς, ήταν στο απυρόβλητο. Ο Αρίκας, που ήταν αδιαμφισβήτητα ο αρχηγός της δημογεροντίας του χωριού, εκείνη τη μελανή και συνωμοτική νύχτα, ξεστόμισε την ιδέα που στριφογυρνούσε καιρό στο μυαλό του. Ήταν επικίνδυνη, μα ήξερε πως είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για να τη μοιραστεί με τους υπόλοιπους. Tώρα πια δεν θα του έφερναν αντίρρηση.

«Ακούστε», ψιθύρισε, «μπορεί ως τώρα να είχαμε μια σχετικά ήρεμη ζωή στον Κιρκά, γιατί είμαστε ασήμαντοι για την τουρκική διοίκηση και ξεχασμένοι εδώ ανάμεσα στα βουνά, αλλά τα πράγματα θα αλλάξουν τους επόμενους μήνες. Ο πόλεμος που ξεκίνησε θα έχει αβέβαιη κατάληξη. Προς όποια πλευρά κι αν κλείνει η πλάστιγγα, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να αντιδράσουμε αναλόγως. Μόνο αν έχουμε εσωτερική πληροφόρηση θα βγούμε μπροστά από τα γεγονότα και θα προλάβουμε το κακό». Οι υπόλοιποι κοιτάχτηκαν απορημένοι και τρομαγμένοι στο μισοσκόταδο, γύρω από την γκαζόλαμπα, άρχισαν να μουρμουρίζουν σε πηγαδάκια. «Αρκετά, αρκετά!», τους διέκοψε και σηκώθηκε όρθιος. Με σταθερή φωνή και δίχως ίχνος φόβου κι αμφιβολίας τους εξήγησε.

Ο Αρμένης, ο Απκάρ, καιρό τώρα ζητούσε να του στείλουν μια νεαρή κοπέλα από το χωριό για υπηρέτρια. Ο πονηρός όμως δημογέροντας τον τυραννούσε, μεταθέτοντας κάθε φορά το θέμα για την επόμενή τους συνάντηση, με σκοπό στο τέλος, όπως θα είναι απαυδισμένος, να δεχτεί όποια του προτείνει. Από την αρχή είχε στον νου του τη Μαρία την Γκάτζαινα, που ήταν έξυπνη και γνώριζε την τουρκική γλώσσα. Όλον αυτό τον καιρό την προετοίμαζε και, σταδιακά, παρίστανε εκείνη σε όλο το χωριό πως χάνει την ακοή της. Μόλις ανακοίνωσε το όνομα ξέσπασαν σε γέλια, γιατί είχε διαδοθεί το γεγονός πως βαριακούει. Ωστόσο, είχε μηνύσει στη Μαρία πριν από τους υπολοίπους και, όταν ήρθε, την έκρυψε στην κουζίνα. Την κάλεσε τότε χαμηλόφωνα στο σαλόνι κι εκείνη εμφανίστηκε αμέσως.

«Μα πώς, πώς;», αναρωτήθηκαν όλοι και τότε ξεδίπλωσε ολοκληρωμένο το σχέδιό του. Αφού πια είχε παγιωθεί η εικόνα της ως κουφής –τρανή απόδειξη η αντίδρασή τους–, θα γινόταν η κατάσκοπός τους. Θα κρυφάκουγε τις συζητήσεις μεταξύ του σταθμάρχη και των Τούρκων της φρουράς και θα μετέφερε τις πληροφορίες στον ίδιο. Κανείς άλλος πέρα από τους δημογέροντες δεν έπρεπε να μάθει την αλήθεια. «Ούτε κουβέντα στις γυναίκες σας» τους είπε, «η κοπέλα κινδυνεύει να θανατωθεί αν αποκαλυφθεί κι εμείς μαζί. Αύριο κιόλας θα του την παρουσιάσω». Η συνέλευση διαλύθηκε ησύχως και, όπως ακριβώς ήρθαν από την πλαϊνή πόρτα, με την ίδια σειρά ένας ένας γλίστρησαν στο σκοτάδι.

Με το πρώτο λάλημα του πετεινού σηκώθηκε ο Αρίκας. Ήθελε να προετοιμάσει τα λόγια του, πώς θα σύστηνε τη Μαρία στον σταθμάρχη. Έπρεπε να προβάρει το ύφος μπροστά στον καθρέφτη. Να πάρει εκείνη τη μειλίχια όψη του έμπορα, που όταν διαπραγματεύεται δίνει την αίσθηση στον συνομιλητή του πως είναι έτοιμος να δεχθεί τα πάντα, αλλά στην πραγματικότητα αυτός οδηγεί τα πράγματα με πονηριά και διπλωματία εκεί ακριβώς που θέλει. ∆εν ήταν τυχαίος ο Κυριάκος Αρίκας, γι’ αυτό άλλωστε κατείχε και την αντίστοιχη θέση στη δημογεροντία. Όταν ήταν παιδί δεν υπήρχε σχολείο στο χωριό, τότε μάθαιναν γράμματα από τα εκκλησιαστικά βιβλία. Είχε βγάλει λοιπόν μόνο το «Ψαλτήρι», αλλά ήταν ανήσυχος χαρακτήρας και ονειροπόλος. Έφηβος ακόμη εγκατέλειψε το χωριό και πήγε στην Ξάνθη. Εργάστηκε εκεί για δυο χρόνια και έμαθε την τουρκική γλώσσα. Νιώθοντας όμως πως δεν θα είχε προοπτικές και εξέλιξη, φεύγει για την Κωνσταντινούπολη όπου εργάζεται σ’ ένα ποτοποιείο. Σε μικρό χρονικό διάστημα γίνεται συνέταιρος του ηλικιωμένου αφεντικού που δεν είχε απογόνους. ∆ιευρύνει τις δουλειές της επιχείρησης και επεκτείνεται στην εισαγωγή σιταριού από τη Ρωσία. ∆ιαβλέποντας την άνθιση του καπνεμπορίου κι επειδή δεν μπορεί να μπει στα ανάλογα κυκλώματα, φέρνει από το ∆οξάτο ∆ράμας καπνοπαραγωγούς να διδάξουν στους συγχωριανούς του την καλλιέργεια του καπνού. Αγοράζει εξ ολοκλήρου την παραγωγή και την εξάγει στο Αμβούργο. Γνωρίζει μέχρι και τον Ίωνα ∆ραγούμη και συνεργάζεται μαζί του για την ενίσχυση του Ελληνικού Μακεδονικού Αγώνα.

Ο Απκάρ δεν γνωρίζει φυσικά όλα τα παραπάνω με λεπτομέρειες. Έχει καταλάβει πως πρόκειται για έναν έξυπνο άνθρωπο, έναν κορυφαίο μεταξύ των προκρίτων, αλλά τυχαίνει να τον γνωρίσει τώρα, που βρίσκεται εγκλωβισμένος στο χωριό και κρατά χαμηλό προφίλ για να μην αποκαλυφθεί η συμμετοχή του στον αντιβουλγαρικό αγώνα. Αυτή η λεπτοκαμωμένη φιγούρα με τα μαύρα καλοχτενισμένα μαλλιά, το κατάλευκο δέρμα και το στριφτό μουστακάκι δεν εμπνέει κίνδυνο. Πολλοί επιτυχημένοι, άλλωστε, θηρευτές στη φύση χρησιμοποιούν το καμουφλάζ και την ακινησία για να πετύχουν τον σκοπό τους, όπως το λιοντάρι του εδάφους –δεν δίνονται τυχαία τα ονόματα. Πανέτοιμος, μες στο σταχτί μάλλινο κοστούμι και το λευκό πουκάμισο με τα κολλαρισμένα όρθια πέτα, υποδέχτηκε τη Μαρία εκεί μπροστά στον καθρέφτη για μια τελευταία πρόβα. «Νομίζεις πως είσαι έτοιμη; Θα τα βγάλεις πέρα; Πρόσεξε καλά! Αν έχεις αμφιβολίες, καλύτερα να το πεις τώρα, να εγκαταλείψουμε αυτή τη στιγμή, γιατί κινδυνεύεις κι εσύ κι εγώ και όλο το χωριό αν αποκαλυφθείς». Η Μαρία τετραπέρατη καθώς ήταν δεν του απάντησε, μόνο έκανε νοήματα με τα χέρια πως δεν άκουσε και δεν κατάλαβε, μια που θα προσποιούνταν ότι δεν γνωρίζει την τουρκική. «Εύγε Μαρία!», αναφώνησε εκείνος, την άρπαξε από το χέρι, βγήκαν από το σπίτι και κατευθύνθηκαν προς το σταθμαρχείο.

Απέξω ένας Τούρκος στρατιώτης τους σταμάτησε, τους περιεργάστηκε από πάνω ως κάτω. Από τον τρόπο που τους κοιτούσε και το ύφος του, έγινε αμέσως αντιληπτό στον Αρίκα πως ένιωθε μειονεκτικά μπροστά τους. Εκείνος ήταν ατημέλητος σε αντίθεση με αυτούς. Άρπαξε αμέσως την ευκαιρία. Σε άπταιστα τουρκικά εξήγησε πως ο σταθμάρχης τους περιμένει, του φέρνει την υπηρέτρια που ζητά τόσον καιρό. Επιτέλους, τα ρούχα του θα ήταν φρεσκοπλυμένα και καλοσιδερωμένα. «Θα φροντίζεις και του νεαρού, έτσι Μαρία;», είπε αργά, συλλαβίζοντας μία μία τις λέξεις ενώ εκείνη τον κοιτούσε στα χείλη γνέφοντας καταφατικά. «∆εν ακούει η καημένη», γύρισε και εξήγησε στον φρουρό, ο οποίος ενθουσιάστηκε τόσο που έτρεξε μέσα στο κτίριο να ειδοποιήσει τον Απκάρ.

«Ηoş geldiniz, κοπιάστε, κοπιάστε στο γραφείο» ακούστηκε από τη μισάνοιχτη πόρτα, ο Αρμένης είχε ήδη αντιληφθεί την παρουσία τους. Κάθισε ο Κυριάκος στην ξύλινη καρέκλα απέναντι από το γραφείο, ενώ η Μαρία στεκόταν όρθια για να περάσει από επιθεώρηση. Ο σκοπός της επισκέψεως ήταν γνωστός και τα πολλά λόγια δεν συνέφεραν την πλευρά των Ελλήνων. Προχώρησε αρχικά μόνο στις συστάσεις, «αποδώ η Μαρία η Γκάτζαινα» και άφησε την πρωτοβουλία στον σταθμάρχη. «Θα μας κάνεις δυο μερακλίδικους μπρε, να δούμε τι ψάρια πιάνεις;», ήταν η πρώτη κουβέντα που της είπε στα τούρκικα, αλλά η γιαγιά μου δεν αντέδρασε καθόλου. Έκπληκτος, γούρλωσε τα μάτια, χάιδεψε το μουστάκι του και την περιεργάστηκε. Ήταν νόστιμη κοπέλα, με τα ξέπλεκα ανέμελα μαλλιά, τη μικρή της μύτη, το δυνατό πηγούνι να προβάλει. Άλλα όλη η ομορφιά ήταν στα μάτια της, εκείνα τα γκριζοπράσινα με τα πυκνά τσίνορα που βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο.

Πριν προλάβει να σχολιάσει αρνητικά την απαθή στάση της κοπέλας, επενέβη ο Αρίκας. «∆εν γνωρίζει την τουρκική, δεν είναι μορφωμένη, δεν ξέρει ανάγνωση κι ούτε πολυμιλά, μα είναι άριστη νοικοκυρά. Είδα κι έπαθα να πείσω τους γονείς της να την αποχωριστούν. Είναι βλέπετε και σε ηλικία γάμου κι εσείς είστε εργένης, καταλαβαίνετε… Εδώ είναι χωριό, αυτά σχολιάζονται. Καμία άλλη οικογένεια δεν είναι πρόθυμη να σας στείλει το κορίτσι της. Έχει μόνο ένα ελάττωμα –κάποιοι, ωστόσο, θα το έλεγαν προτέρημα–, δεν ακούει η άμοιρη. ∆εν γεννήθηκε έτσι, αυτό συνέβη σταδιακά και επιδεινώθηκε τον τελευταίο χρόνο. Κρατήστε τη δοκιμαστικά, αν θέλετε, για μια βδομάδα. Σας εγγυώμαι πάντως πως είναι λογική, εργατική και αξιοπρεπής». Γύρισε προς τη Μαρία και της έκανε νόημα να σκύψει κοντά του. Σε απόσταση αναπνοής σχεδόν από το πρόσωπό της τής είπε πως ο κύριος επιθυμεί έναν καφέ. «∆ιαβάζει τα χείλη σταθμάρχα μου, δεν θα έχετε πρόβλημα», του εξήγησε στα τουρκικά.

Ο Αρμένης σηκώθηκε σκεφτικός, την πλησίασε και, χαμένος μέσα στα μεγάλα της μάτια, είπε συλλαβιστά στα ελληνικά «θα-μας-φτιά-ξεις- δύ-ο-βα-ρύ-γλυ-κούς;». ∆ιέκρινε ο Κυριάκος πως όλο αυτό, το πλησίασμα στο πρόσωπο της κοπέλας, ο σταθμάρχης το έβρισκε μυστηριώδες κι ελκυστικό και χαλάρωσε, ήταν σε καλό δρόμο. «Αμέσως αφέντη», αποκρίθηκε εκείνη και ο φαντάρος την οδήγησε στην κουζίνα για να της δείξει τα κατατόπια.

Σε μερικά λεπτά επανεμφανίστηκε η Μαρία, κρατώντας τον δίσκο με τους καφέδες και τα νερά. Είχε βρει στο ντουλάπι και γλυκό του κουταλιού σταφύλι. Πήρε την πρωτοβουλία και το ρίσκαρε, έβαλε σε δυο πιατάκια από λίγο. ∆εν πέρασε απαρατήρητο από τον Απκάρ, που την επαίνεσε δυνατά, μια και δεν είχε ακόμη συνηθίσει την τελετουργία με τον συλλαβισμό. Ήταν ψιλή κοπέλα, όχι αδύνατη, αλλά λυγερή. Τους σέρβιρε γρήγορα με μια χαριτωμένη νευρώδη ενεργητικότητα –ούτε αυτή διέφυγε του Αρμένη–, ο οποίος δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. «Στην υγειά σου λοιπόν, Μαρία!», ευχήθηκε και ρούφηξε τον καφέ με εκείνον τον χαρακτηριστικό ήχο που συνοδεύεται από το ανάλογο επιφώνημα ευχαρίστησης. «Θα την κρατήσω μια βδομάδα και βλέπουμε». Σηκώθηκε απότομα, έκανε μια βιαστική χειραψία με τον Αρίκα, «όσο για την αμοιβή της να ξέρετε πως η οικογένειά της δεν θα πεινάσει όσο δουλεύει για μένα», είπε και του έδειξε την πόρτα σαν να ήθελε να τον ξεφορτωθεί, αφού πια ο ρόλος του ολοκληρώθηκε. Στράφηκε ξανά στη νεαρά, «ελάτε να σας δείξω ποια ρούχα μου θα πλένετε άμεσα και θα τα σιδερώσετε που τα έχω μεγάλη ανάγκη». Η εξώπορτα του σταθμαρχείου έκλεισε, με τον νεαρό φρουρό πάντα προστάτη, και ξεκίνησε η κατασκοπική δράση της γιαγιάς μου.

Όσο ο χειμώνας προχωρούσε, το κρύο πλάκωνε τα βουνά και τα τυραννισμένα κορμιά των Κιρκαλιωτών. Μαύρα σύννεφα στον ουρανό έπαιρναν χίλια σχήματα και κρέμονταν μέρες ολόκληρες πάνω από τις στέγες των σπιτιών. Όλα τα φύλλα από τα δέντρα είχαν πια πέσει και τα γυμνά κλαδιά δέχονταν το χτύπημα του βοριά, χαρίζοντας μια θλιμμένη μουσική, τώρα που η ζωή είχε φύγει από πάνω τους. Η Μαρία ένιωθε τη μελαγχολία του χειμώνα, μα και τη διέγερση της θύελλας. Πήγαινε κάθε πρωί από τις έξι στο σταθμαρχείο και έφευγε στις έξι το απόγευμα. Αρχικά ο σταθμάρχης ήταν προσεκτικός μαζί της. Όταν ήταν παρούσα σε συναντήσεις που είχε με φαντάρους, τον Χασάν τον αξιωματικό της φρουράς ή στελέχη του Τουρκικού Κρατικού Μηχανισμού που περνούσαν πότε πότε από το χωριό, σταματούσε την κουβέντα ώσπου να απομακρυνθεί εκείνη σε άλλο δωμάτιο. Αρκετές φορές, σε ανύποπτο χρόνο, τη δοκίμαζε. Φώναζε το όνομά της στα ελληνικά και στα τούρκικα, αλλά εκείνη κατάφερε να περάσει όλα τα τεστ με επιτυχία.

Να την, τάχα μου δήθεν, επιτηρεί για να της μάθει πώς θέλει να γίνονται τα πράγματα στο σπίτι. Στο μαγείρεμα, στα γλυκά και τις πίτες, δεν έφευγε από δίπλα της, μύριζε τον αέρα και ανοιγόκλεινε τα ρουθούνια που βρίσκονταν στη βάση εκείνης, της στραβής και μεγάλης, με την καμπούρα μύτης. Της υπενθύμιζε τα «μυστικά» αρμένικων συνταγών, παίζοντας μαζί της το παιχνίδι που τον έφερνε χιλιοστά από το πρόσωπο και τα χείλη της να συλλαβίζει. Ήταν ολοφάνερο πια στην ίδια πως ήταν γοητευμένος. Και δεν ήταν ο μόνος στο σπίτι που ένιωθε έτσι. Παρόμοια σημάδια έδειχνε κι ο νεαρός φρουρός, γεγονός που συνέφερε τη γιαγιά μου και το εκμεταλλεύτηκε αναλόγως για την επιτυχή ολοκλήρωση της αποστολής.

Τρεις μήνες μετά, καμία άμεσα αξιοποιήσιμη πληροφορία δεν είχε αλιευθεί, πέραν αυτών που ήταν γνωστές κι από άλλες πηγές, όπως ότι οι Τούρκοι υποχωρώντας λεηλατούν τα κατοικούμενα από Έλληνες χωριά, σφάζοντας στο διάβα τους όποιον προλάβουν. Μέσα στη γενική απογοήτευση που επικρατούσε, η πίστη των προκρίτων στο σχέδιο και στη Μαρία άρχισε να κλονίζεται. Κάποιοι είχαν ήδη εκφράσει την άποψη πως πρέπει να αποσύρουν την κατάσκοπο πριν αποκαλυφθεί και υποστούν όλοι τις συνέπειες. Ο Αρίκας ωστόσο επέμενε, γιατί ένιωθε πως πλησιάζει η ώρα της ολικής καταστροφής, της οδύνης και της προσφυγιάς. Στα μέσα του Μάρτη σταμάτησαν οι τσουχτεροί κρύοι άνεμοι και τα πρωινά η πάχνη δεν απλωνόταν πια χάμω σαν ελαφρό χιόνι. Κάθε βδομάδα η γη γινόταν λιγότερο γκρίζα και η ζωή επανερχόταν στις πλαγιές των λόφων. Οι αγελάδες και τα αιγοπρόβατα άρχισαν να βόσκουν το λιγοστό χόρτο που έκανε την εμφάνισή του. Όταν πια τον Απρίλη μπήκε η άνοιξη με τα όλα της, τα βουνά και τα δέντρα πήραν εκείνο το σμαραγδί χρώμα. Οι λόφοι γυάλιζαν από το φουντωτό, πυκνό χορτάρι. Το ποτάμι, που κύκλωνε το χωριό, από τις πολλές βροχές κυλούσε ρωμαλέο, ενώ κάθε λακκούβα γίνηκε πηγή και η κάθε τρύπα πηγάδι. Η εξοχή φορτώθηκε με λουλούδια που πιτσίλιζαν το χρώμα τους πάνω στο πράσινο. Οι συγχωριανοί αναθάρρησαν καθώς όλος ο τόπος γύρω από τα σπίτια μαύρισε από το όργωμα.

Όπως συνήθως συμβαίνει, όταν όλα δείχνουν πως πάνε καλά και οι άνθρωποι χαλαρώνουν, τότε χτυπάει η συμφορά. Λες και το κάνει επίτηδες για να μας πιάσει στον ύπνο. Οι φόβοι του Κυριάκου Αρίκα βγήκαν αληθινοί. Ένα μεσημέρι, σερβίροντας τον Αρμένη με τον Χασάν, η Μαρία άκουσε πως τα μεσάνυχτα της επομένης θα έφταναν στο χωριό τα τελευταία υποχωρούντα τουρκικά στρατεύματα, με εντολή, αφού πάρουν μαζί τους από προμήθειες ό,τι μπορούν, να σφάξουν τους κατοίκους του Κιρκά και να βάλουν φωτιά παντού, αφήνοντας πίσω τους μόνο στάχτη για τους συμμάχους. Η πληροφορία διοχετεύθηκε από τη γιαγιά μου στον Αρίκα στις έξι και πέντε το ίδιο απόγευμα, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, δεν μπορούσε να περιμένει να ’ρθει η Κυριακή. Εκείνος έβαλε άμεσα σε εφαρμογή την εκκένωση του χωριού, όπως είχε σχεδιαστεί με τους υπόλοιπους γηραιούς. Τα παιδιά του, κάνοντας πως παίζουν, πέρασαν πρώτα από τα σπίτια των δημογερόντων και στη συνέχεια από κάθε σπίτι. Ενώ προσκαλούσαν αγόρια και κορίτσια στην παρέα τους, μετέδιδαν το μήνυμα. Με αυτόν τον τρόπο ενημερώθηκαν όλες οι οικογένειες. Ήταν υποψιασμένοι καιρό τώρα ότι μπορούσε να έρθει τούτη η στιγμή. Τους δινόταν συγκεκριμένη ώρα αναχώρησης που ξεκινούσε από τα μεσάνυχτα. Ανά πέντε λεπτά κάθε άντρας θα έπαιρνε τη φαμίλια του, δίχως κανένα από τα υπάρχοντά της, παρά μονάχα λιγοστά τρόφιμα για τις επόμενες 2-3 ημέρες και θα την οδηγούσε στα χωράφια της Αλέξαινας. Αυτό ήταν το σημείο συγκέντρωσης από το οποίο θα κατέφευγαν στο πυκνό δάσος του Αράπ-Ντερέ. Το σκληρότερο που ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν – αυτό αποτελούσε απαράβατη εντολή– ήταν να σφάξουν τα σκυλιά τους, για να μην τους ακολουθήσουν και προδοθεί το καταφύγιό τους. Ταυτόχρονα θα πότιζαν με αφιόνι τα μωρά για να κοιμούνται συνεχώς και να μην ακουστεί το κλάμα τους.

Η έξοδος του Κιρκά, εξετάζοντας τα γεγονότα τώρα μεταγενέστερα, θα έλεγε κανείς πως στέφθηκε με επιτυχία, παρά τις δύο απώλειες που βάρυναν τότε τις συνειδήσεις των χωριανών και έριξαν το ηθικό. Κάθε σχέδιο που βασίζεται στον ανθρώπινο παράγοντα εμπεριέχει το λάθος και το απρόβλεπτο. Έτσι, ο Βασίλης Τσολάκης, που υπεραγαπούσε το κυνηγόσκυλό του, δεν μπόρεσε να το θανατώσει. Έστειλε τη μάνα του, τη γυναίκα και τα παιδιά μόνα στο ραντεβού και εκείνος ακολούθησε το ξημέρωμα, μόλις πήρε να χαράζει, μαζί με την Κανέλα. Σκέφθηκε, μάλλον, πως έτσι τουλάχιστον θα κινδύνευε μονάχα ο ίδιος. Ένοπλοι Τούρκοι τον βρήκαν στην εξοχή, λίγο πριν της Αλέξαινας και τον εκτέλεσαν εν ψυχρώ μαζί με το ζωντανό. Όλοι οι Κιρκαλιώτες που είχαν φτάσει ήδη βαθιά μες στο δάσος άκουσαν τους πυροβολισμούς, αλλά λούφαξαν, μην μπορώντας να αντιδράσουν. Τη δεύτερη νύχτα στο βουνό, παρά την ησυχία που επικρατούσε -σαν να είχαν καταλάβει όλα τα πλάσματα το δράμα τους–, κανένας ήχος δεν έφτανε από το χωριό. Σε αντίθεση με την πρώτη, που πυροβολισμοί, εκρήξεις και λάμψεις, προφανώς από πυρκαγιές, φώτιζαν τον ουρανό. Κάποιοι ανυπόμονοι και ριψοκίνδυνοι νεαροί, που βιάζονταν να δοξαστούν και να παραβγούν στο κατόρθωμα τη γιαγιά μου, παράκουσαν τους δημογέροντες. Έριξαν κλήρο μεταξύ τους ποιος θα πάει για ανίχνευση με σκοπό να δει τι γίνεται στον Κιρκά. Οι Τούρκοι έστησαν παρατηρητήριο στην εκκλησία και ο καλύτερος σκοπευτής τους είχε πάρει θέση στο καμπαναριό. Ο Κουβαλάκης ήταν το δεύτερο θύμα που πυροβολήθηκε και εξέπνευσε στο μονοπάτι κοντά στο Αρναούτ πηγάδι, στην πλαγιά έξω από το χωριό.

Τρία εικοσιτετράωρα συμπλήρωσαν μέσα στο δάσος. Τα τρόφιμα σώθηκαν, και τα βρέφη δεν μπορούσαν να τα ησυχάσουν άλλο. Έτσι κι αλλιώς ήταν χαμένοι, θα τους έβρισκαν από τα κλάματα. Η δημογεροντία αποφάσισε σύσσωμη το μεσημέρι της τέταρτης μέρας να κατέβουν στην Κίρκη και να αντιμετωπίσουν όποια μοίρα τους περίμενε. Στο χωριό δεν υπήρχαν πια Τούρκοι, αλλά δεν ησύχασαν για πολύ, σε λίγο ήρθαν οι Βούλγαροι. Οι ως τότε σύμμαχοί μας, σε μερικούς μήνες με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου που θα τους παραχωρηθεί η ∆υτική Θράκη από τον Έβρο ποταμό έως τον Νέστο, θα επιβάλουν τη χειρότερη κατοχή που γνώρισε ποτέ ο τόπος.

Τριακόσιες περίπου οικογένειες, μαζί και της γιαγιάς μου, έφυγαν με την πρώτη και τελευταία ειδοποίηση εκτοπισμού με ό,τι πρόλαβαν να πάρουν στα χέρια, με το ένα και μοναδικό τρένο που διατέθηκε. Ενώ όσοι είχαν κοπάδια αιγοπροβάτων ή αγελάδων ξεκίνησαν, πεζοί ή με κάρα, μια πορεία διακοσίων περί- που χιλιομέτρων. Προορισμός συμφωνήθηκε για όλους να είναι το ∆οξάτο ∆ράμας. Αλλά κι ο τόπος εκείνος προτού ακόμη προλάβουν να ορθοποδήσουν περιήλθε και πάλι στην κατοχή της Βουλγαρίας από το 1916 έως το 1918, που τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η διετία αυτή υπήρξε η χειρότερη δοκιμασία για όλους τους Κιρκαλιώτες. Οι βασανισμοί, η πείνα, η καταναγκαστική εργασία ήταν μια καθημερινή κατάσταση.

Η γιαγιά μου μπορεί να έσωσε τόσες ψυχές από τη σφαγή των Τούρκων με τη δράση της, ωστόσο οι κακουχίες για τους συγχωριανούς μας συνεχίστηκαν ως την άνοιξη του 1920, που πραγματοποιήθηκε ο επαναπατρισμός στον Κιρκά μετά τη Συνθήκη του Νεϊγύ.

«Μπράβο Γκάτζαινα, παιδί μου! Συγχαρητήρια!», αναφωνεί, παριστάνοντας τη συγκινημένη η Υψηλοτάτη, τείνοντας το δεξί της χέρι. «Μαρία», αποκρίνομαι με νεύρο ολοκληρώνοντας τη χειραψία. Με μια απότομη μεταβολή, όπως απομακρύνομαι, ακούω –λόγω της βουβαμάρας που έχει πέσει για δευτερόλεπτα στο πλήθος– τη φωνή του κυρ Μήτσου, του Προέδρου, να δικαιολογείται στη Φρειδερίκη: «Είναι κουφή η κοπέλα, μη δίνε- τε σημασία» και αμέσως τα λόγια του πνίγονται σε χειροκροτήματα.                          

Συνεχίζω το βάδισμα, κατηφορίζοντας προς τον σταθμό. Γυρνώ την πλάτη στο φεγγάρι, βγαίνω από το χωριό, τραβώ δυτικά και παίρνω τον δρόμο πλάι στο ποτάμι. Καθώς η κρύα πέτρινη μπάλα ψηλώνει, το ωχρό στραγγισμένο φως της πέφτει στις καλαμιές και τους θάμνους. Πέρα στα βορινά η κορυφογραμμή φωσφορίζει και η ομίχλη φεγγίζει όπως απλώνεται πάνω από το νερό. Ο αέρας είναι στυφός, πήρε να δυναμώνει. Πέπλα σκόνης μεταφέρουν μικροσκοπικά πετραδάκια που κάνουν τα μάτια μου να δακρύζουν. Στην πλαγιά ένα τσακάλι αλυχτά. Μετά ένα δεύτερο στην απέναντι όχθη του ποταμού αποκρίνεται. Σε λίγο οι δύο φωνές ενώνονται με άλλες πολλές στριγκλιές. ∆εν δίνω σημασία, «πει νάνε κι αυτά» σκέφτομαι, «εδώ δεν υπάρχει αρκετό φαγητό για μας, πού να βρούνε ψοφίμια».

Όσο ανοίγω το βήμα και μονολογώ, τόσο ο νους μου γυρνά στα περασμένα. Κάθε ένα από τα γεγονότα έχει το άυλο χρώμα της νύχτας. Η νύχτα πάντα είχε την ιδιότητα να ανασκαλεύει τις αναμνήσεις. Τα λόγια της γιαγιάς, του πατέρα μου, αλλά και όσες ιστορίες μου έχουν διηγηθεί οι συγχωριανοί που έζησαν τα δεινά και τις κακουχίες των πολέμων, των Βαλκανικών, του Α΄ και Β΄ Παγκόσμιου, αλλά και του εμφυλίου, χορεύουν μέσα στο κεφάλι μου. Αυτοί οι άνθρωποι πάλεψαν, αγωνίστηκαν, μάτωσαν για να ανταλλάξουν την κατοχή των Τούρκων με αυτή των Βουλγάρων, και μετά με εκείνη των Γερμανών.

«Μπορεί όταν είσαι παιδί η νύχτα να μην έρχεται ποτέ, αλλά μεγαλώνοντας η μέρα λιγοστεύει, ψηλώνουν οι σκιές και οι ευχές δεν αλλάζουν τίποτα. Η μοίρα των φτωχών της γης δεν βελτιώνεται με προσευχές και δεήσεις. Ποιος από όλους τους χορτάτους νοιάστηκε για την πείνα μας; Η Φρειδερίκη που μεγάλωσε στη Γερμανική Αυτοκρατορία ως πριγκίπισσα του Ανόβερου και μας την έφεραν εδώ για βασίλισσα; Σ’ αυτήν, που στην παιδική της ηλικία έγινε μέλος της ναζιστικής νεολαίας σήμερα εξιστόρησα τα κατορθώματά σου, γιαγιά Γκάτζαινα. Αυτήν χειροκροτούσαν, γιατί είναι όλοι τους πιο κουφοί από εσένα».

Οι στριγκλιές ακούγονται όλο και πιο κοντά. Πρέπει να βρήκαν κάποιο ρηχό πέρασμα και βρίσκονται στη δική μου όχθη. Νιώθω τις ανάσες τους να με ζεσταίνουν. ∆εν είναι Βούλγαροι, Τούρκοι, Γερμανοί. Αυτά τουλάχιστον δεν μπορούν να απαλλαγούν από τις εγγενείς τους τάσεις.

«Ας χορτάσουν».

*Ο Πασχάλης Κατσίκας είναι βιβλιοθηκονόμος στο ΤΕΦ/∆ΠΘ και ποιητής. Το παρόν πεζογράφημά του δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο «Λογοτεχνικό ∆ελτίο» του Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος, τχ. 25, Μάρτιος 2023.


[1] Κιρκχάν-κιοϊού (Σαρανταχανιοχώρι): είναι ένα μικρό χωριό του Έβρου, χτισμένο στην κοιλάδα του ποταμού Ειρήνη, ο οποίος ρέει στο Θρακικό Πέλαγος. Η ονομασία του προέρχεται από την τουρκική λέξη κιρκ-χαν, που σημαίνει το χάνι με το νούμερο 40, τον αριθμό που έφερε το χάνι της περιοχής από τη ρωμαϊκή και μετά τη βυζαντινή εποχή. Η διαδρομή από την Ήπειρο προς την Κωνσταντινούπολη είχε 45 χάνια.

[2] Για τον δημογέροντα Κυριάκο Αρίκα και την ιστορία της Κίρκης από τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι και το τέλος του μεσοπολέμου έχει γράψει ο Κιρκαλιώτης ∆ημοσθένης Αρίκας, η σύντομη αλλά σημαντική εξιστόρηση του οποίου συμπεριλαμβάνεται στην έκδοση του Αλέξανδρου Καζαντζή, «Κίρκη Έβρου η μάγισσα ή η μαγεία της φύσης», ∆ήμος Αλεξανδρούπολης – Πολιτιστικός Σύλλογος Κίρκης, Αλεξανδρούπολη 2008, σ. 139-151, όπου και γίνεται αναφορά στην ηρωική Γκάτζαινα.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.