H επισκεψη της Κλειως

Ο Κρητικός Πόλεμος 1645-1669

Ένα από τα σημαντικότερα πολεμικά γεγονότα του 17ου αιώνα είναι ο Κρητικός Πόλεμος, ο οποίος περιλαμβάνει τη μεγαλύτερη σε διάρκεια πολιορκία ολόκληρης της Ιστορίας, δηλαδή την πολιορκία του Χάνδακα από τους Οθωμανούς. Αυτή διήρκεσε από το 1645 ως και το 1669, ήτοι είκοσι τέσσερα ολόκληρα χρόνια.

Η Κρήτη βρισκόταν υπό βενετική κυριαρχία από το 1207, οι Τούρκοι όμως την εποφθαλμιούσαν πάντοτε, ιδιαίτερα μετά από τις απανωτές κατακτήσεις και την εξάπλωσή τους στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Οι κατακτήσεις αυτές είχαν ξεκινήσει αμέσως μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και πήραν τη μορφή πολεμικών συγκρούσεων, τέσσερις εκ των οποίων έλαβαν χώρα μεταξύ των Οθωμανών και των Βενετών από το 1463 –με την κατάληψη της Εύβοιας από τους Οθωμανούς–, μέχρι και το 1645, όταν ξέσπασε ο πέμπτος στη σειρά βενετουρκικός πόλεμος. 

Μετά από την κατάληψη της Κύπρου, η οποία είχε γίνει το 1570, η Κρήτη και τα Επτάνησα ήταν τα μόνα μέρη στην Ανατολική Μεσόγειο που είχαν απομείνει στα χέρια των Βενετών. Η νίκη των χριστιανών στην περίφημη Ναυμαχία της Ναυπάκτου δεν είχε σταθεί δυνατό να ανακόψει την οθωμανική προέλαση.

Η αφορμή του πολέμου

Η Ευμενία Βεργίτση, η οποία απήχθη έξι χρονών από το Ρέθυμνο κατά τη διάρκεια του πολέμου, έγινε η πρώτη και νόμιμη σύζυγος του Μεχμέτ Δ,΄ του επονομαζόμενου Κυνηγού, που πολιόρκησε τον Χάνδακα από το 1648 και ύστερα

Η αφορμή ώστε να εξαπολύσει ο σουλτάνος Ιμπραήμ Α΄ –ο επονομαζόμενος και Τρελός– τον από καιρό σχεδιαζόμενο πόλεμο, ήρθε όταν ένα καράβι του τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών λεηλάτησε ένα οθωμανικό και βρήκε καταφύγιο στους Καλούς Λιμένες, ένα λιμάνι στο νότιο Ηράκλειο. Αυτή η πράξη ανοχής από μέρους των Βενετών προς τους Ιωννίτες πειρατές εξόργισε τον σουλτάνο.

Έτσι λοιπόν, μετά από παραπλάνηση ότι το τουρκικό ασκέρι κατευθυνόταν δήθεν προς τη Μάλτα όπου βρισκόταν το αρχηγείο των Ιωαννιτών ιπποτών, ο Γιουσούφ πασάς, ο Μουράτ αγάς και ο Μουσά πασάς αποβιβάστηκαν στην Κρήτη επικεφαλής ενός σώματος 50.000 στρατιωτών, 7.000 γενιτσάρων, 14.000 σπαχήδων και 3.000 σκαπανέων. Όλοι αυτοί ήταν οπλισμένοι με τόξα, αρκεβούζια, πελέκεις, λόγχεις και σπαθιά. Ο στόλος τους αριθμούσε περί τα  400 σκάφη μαζί με 80 γαλέρες.

Ο πληθυσμός της Κρήτης διχάστηκε σε αυτόν τον πόλεμο. Ο πληθυσμός της υπαίθρου στο σύνολό του τάχθηκε με το μέρος των Οθωμανών, αφού η βενετική κυριαρχία είχε υπάρξει ιδιαιτέρως σκληρή, ενώ οι πλούσιοι και οι αστοί των πόλεων τάχθηκαν, ως επί το πλείστον, με το μέρος των Βενετών. Τα πράγματα όμως ήταν ρευστά ως προς αυτό το ζήτημα.

Στην πρώτη φάση του πολέμου, η οποία κράτησε από το 1645 ως το 1650, έπεσαν στα χέρια των Οθωμανών αρχικά τα Χανιά το 1645 και το Ρέθυμνο το 1646. Στις πόλεις αυτές, πάντως, οι ντόπιοι πολέμησαν γενναία στο πλευρό των Βενετών. Μετά από την άλωση του Ρεθύμνου απήχθη η εξάχρονη Ευμενία Βεργίτση, η οποία έφτασε να γίνει αργότερα ευνοούμενη του Μεχμέτ Δ,΄ του επονομαζόμενου Κυνηγού, μέσα στο οθωμανικό χαρέμι, καθώς και Βαλιδέ σουλτάνα των Μουσταφά Β΄(1695-1703) και Αχμέτ Γ΄ (1703-1730). Έμεινε στην ιστορία ως σουλτάνα Εμετουλάχ Ρεμπιά Γκιουλνούς, το οποίο σημαίνει αυτή που πίνει τη δροσιά από τα ανοιξιάτικα ρόδα, και έχτισε μάλιστα και ένα τζαμί στην ιδιαίτερη πατρίδα της, το οποίο μπορεί κανείς να δει μέχρι σήμερα.

Η βενετική μητρόπολη ολιγώρησε στην αποστολή ενισχύσεων προς τις πολιορκημένες πόλεις της Κρήτης  για ακόμη μία φορά. Συν τοις άλλοις, οι Βενετοί δεν είχαν να περιμένουν βοήθεια από την υπόλοιπη χριστιανοσύνη, καθώς οι περισσότεροι Ευρωπαίοι δεν τα είχαν καλά μαζί τους λόγω οικονομικού ανταγωνισμού. Μονάχα ο Πάπας και οι Ιωαννίτες ιππότες έστειλαν κάποια καράβια, ενώ οι Γάλλοι βοηθούσαν στα κρυφά τους Βενετούς. Οι Άγγλοι και οι Ολλανδοί, πάντως, τάχθηκαν απροκάλυπτα με το μέρος των Οθωμανών.

Το 1648 σουλτάνος έγινε ο Μεχμέτ Δ΄, ο επονομαζόμενος και Κυνηγός. Η Κρήτη βρισκόταν πλέον ολόκληρη στα χέρια των Οθωμανών, πλην της πρωτεύουσας, δηλαδή του Χάνδακα. Ο εχθρός, λοιπόν, συγκέντρωσε ενάντια στα κραταιά τείχη του Χάνδακα όλη τη δύναμη πυρός που είχε. Από το 1650 ως και το 1666, όμως, η πολιορκία βυθίζεται σε τέλμα και στασιμότητα, με τους Γάλλους της Σαβοΐας να ενισχύουν ελάχιστα τους αμυνόμενους. Το 1661 μεγάλος βεζίρης γίνεται ο Αχμέτ Φαζίλ Κιοπρουλού, από τη φημισμένη αυτή οικογένεια των Κιοπρουλήδων. Αυτός αποφασίζει να τερματίσει τον πόλεμο πάση θυσία.

Η τελευταία φάση της πολιορκίας

Το 1666 με τον διορισμό του Φραγκίσκου Μοροζίνι ως αρχιστράτηγου, η πολιορκία περνά στην τρίτη και τελευταία φάση της: οι πολεμικές συγκρούσεις εντείνονται εκ νέου, αν και τελικά η προδοσία του Αντρέα Μπαρότση θα είναι εκείνη η οποία θα οδηγήσει τους Οθωμανούς στη νίκη και την αναγκαστική συνθηκολόγηση που υπέγραψε ο Μοροζίνι μαζί τους. Ο Μπαρότση ήταν εκείνος ο οποίος υπέδειξε στους Οθωμανούς να επιτεθούν στην πόλη από τα τείχη της θάλασσας, που ήταν ασθενέστερα, και όχι από τα νότια ισχυρά χερσαία τείχη, όπως έπρατταν μέχρι τότε.

Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν σχεδόν ολόκληρο τον Σεπτέμβρη και ήταν αναπόφευκτες για τον Μοροζίνι, ο οποίος είχε απομείνει μονάχα με 3.600 άνδρες. Οι περισσότεροι Κρητικοί έφυγαν από τις πόλεις της Κρήτης μετά από τη συνθηκολόγηση με τους Οθωμανούς με κύριο προορισμό τα Επτάνησα. Συγκεκριμένα στον Χάνδακα, ο οποίος είχε κυριολεκτικά μετατραπεί σε σωρό ερειπίων μετά από είκοσι τέσσερα χρόνια αδιάκοπων βομβαρδισμών, λέγεται ότι έμειναν μονάχα πέντε κάτοικοι.

Προσωπογραφία του Φραγκίσκου Μοροζίνι (1619-1694), γενναίου υπερασπιστή του Χάνδακα και μετέπειτα δόγη  (Προέλευση φωτογραφίας: Συλλογή Ελληνική Βιβλιοθήκη – Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης)

137.116 Τούρκοι είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή στην Κρήτη και άλλοι τόσοι Έλληνες και Λατίνοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από την τουρκική κατάκτηση ο πληθυσμός του νησιού αριθμούσε περί τους 290.000 κατοίκους, ενώ μετά από το πέρας του πολέμου 150.000. Οι αστικοί θεσμοί ξεριζώθηκαν από το νησί και η περίφημη Κρητική Αναγέννηση, η οποία έδωσε τόσα αριστουργήματα στους τομείς της Λογοτεχνίας και του Θεάτρου, τερματίστηκε απότομα. Η πάλαι ποτέ πλούσια και ευημερούσα νήσος παρήκμασε οικονομικά, ενώ της επιβλήθηκε το πιο σκληρό φορολογικό καθεστώς σε σχέση με τις υπόλοιπες τουρκοκρατούμενες περιοχές του ελλαδικού χώρου.

Πέντε καράβια φορτωμένα με αρχεία της Γαληνοτάτης αναχώρησαν από τον ερειπωμένο Χάνδακα, αλλά μονάχα τρία κατάφεραν να φτάσουν σώα στη Βενετία. Χάρη σε αυτά γνωρίζουμε εμείς σήμερα τόσα για τη βενετοκρατία στην Κρήτη και θα ξέραμε σίγουρα ακόμη περισσότερα αν δεν είχαν βουλιάξει και τα άλλα δύο.

Οι Βενετοί δεν παραιτήθηκαν εύκολα από την ιδέα της ανακατάληψης της νήσου και κράτησαν το μικρό οχυρό της Γραμβούσας κοντά στα Χανιά ως το 1692 και τα οχυρά της Σούδας στα δυτικά και της Σπιναλόγκας στα ανατολικά του νησιού ως το 1715.

Αυτός ο πόλεμος όμως είχε εξίσου βαρύ κόστος και στις δύο αλλοτινές υπερδυνάμεις, και της Βενετίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού επί είκοσι τέσσερα συναπτά έτη απομύζησε τους πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό τους. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο πόλεμος αυτός στάθηκε η αρχή του τέλους και για τις δύο αυτοκρατορίες. Ο Μοροζίνι επέζησε της πολιορκίας, εκλέχτηκε δόγης το 1688 και ήταν αυτός ο οποίος βομβάρδισε τον Παρθενώνα κατά τη διάρκεια του επόμενου βενετοτουρκικού πολέμου –συγκεκριμένα στις 26 Σεπτεμβρίου 1687– προξενώντας του ανεπανόρθωτες ζημιές.

Παρά τους αθρόους εξισλαμισμούς που σημειώθηκαν στο νησί, εξαιτίας του τέλματος στο οποίο βυθίστηκε η οικονομία, η Κρήτη διατήρησε κάποια στοιχεία από τη βενετική κληρονομιά της και κατέστη χωνευτήρι τριών πολιτισμών: του ισλάμ, της ελληνορθόδοξης παράδοσης και της λατινικής ευρωπαϊκής.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γιάννης Γρυντάκης, «Η κατάκτηση της Δυτικής Κρήτης από τους Τούρκους», Ρέθυμνο 1998

Θεοχάρη Δετοράκη, «Ιστορία της Κρήτης», Ηράκλειο 1990

Λεύκη Σαραντινού, «Λέων και Ημισέληνος», εκδ. Historical Quest, Αθήνα 2015

Γιάννη Χρηστάκη – Γεωργίου Πατεράκη, «Η Κρήτη και η ιστορία της», εκδ. Καλέντης, Αθήνα 1995

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.