19 Αυγουστου 2008: Ενας αιωνας αγωνα και πολεμου

Ένας αιώνας ζωής. Ένας αιώνας αγώνα για επιβίωση. Με πολέμους, προσφυγιές και γενικώς πόλεμος. Πόλεμος καθημερινός με χιλιάδες αντιξοότητες . και μπορεί το σώμα να μη κρατά, η μνήμη όμως ανθίσταται στα χρόνια και θυμάται. Θυμάται το χωριό στην πατρίδα, τους ανθρώπους του, τον πρώτο παγκόσμιο και τα αποτελέσματα του, την προσφυγιά, την εγκατάσταση στην πατρίδα, τις εδώ αντιξοότητες για ρίζωμα.

Εκατό χρονών γίνεται φέτος η κ. Πολυξένη Παπαδοπούλου. Γεννημένη σε ένα χωριό της Κερασούντας πριν εκατό χρόνια ζει στην Συκορράχη . Όπως η ίδια υποστηρίζει «περάσαμε πολλά , σήμερα δόξα τω θεώ όλα πάνε καλά. Υπάρχουν ευκολίες. Εμείς εκείνα τα χρόνια τυραννιστήκαμε. Περάσαμε πολλά, πολέμους , προσφυγές».

Η κ. Πολυξένη έκανε εφτά παιδιά . Σήμερα ζουν πέντε, απέκτησε δεκαεφτά εγγόνια , δεκατέσσερα δισέγγονα και ένα τρισέγγονο.

Πριν λίγες μέρες  έχοντας γύρω της τα παιδία της, κάποια εγγόνια της και δισέγγονα γιόρτασε τα 100 χρόνια της . Περιστοιχισμένη με αγάπη, ζει και εύχεται να είναι τα παιδιά της καλά . Γιορτάζοντας τα γενέθλιά της, ο γιός της Λευτέρης της υποσχέθηκε ένα ταξίδι του χρόνου το καλοκαίρι στην πατρίδα στο Βατσούκ της περιοχής Κερασούντας . Με την εμπειρία των χρόνων που της χάρισε η ζωή εκείνη λέει: «Ο γιός μου θέλει  του χρόνου να με πάει στην πατρίδα μου τα χρόνια όμως πέρασαν και δεν μπορώ. Εσείς μπορείτε να πάτε. Γερά να είναι τα παιδιά μου και καλοφωτισμένα . Εγώ φθάνει πια την έζησα την ζωή μου».

Επισκεφθήκαμε την κ. Πολυξένη Παπαδοπούλου ένα βραδάκι στο σπίτι της στη Συκορράχη. Η πρώτη της κίνηση να μας κεράσει.  Έτσι όπως αυτές οι γυναίκες της ηλικίας της ξέρουν να φιλοξενούν. Αρχόντισσες παρά το μεγάλο της ηλικίας τους . Μας μίλησε για όλους και για όλα με μια μνήμη που μας γοήτευσε. Θυμόταν λεπτομέρειες για όλους και για όλα τα συμβάντα. Τα κυριότερα σημεία της αφήγησης της σας τα παραθέτουμε γιατί πιστεύουμε ότι είναι πολύ σημαντικό να ζεις την ιστορία μέσα από τα μάτια ανθρώπων που την έζησαν. Και η κυρία Πολυξένη Παπαδοπούλου την έζησε…

Η ζωή στο Βατσούκ

«Γεννήθηκα στο Βατσούκ της περιοχής  Κερασούντας , όπου έζησα μέχρι τα δεκαπέντε μου χρόνια. Στο χωριό μου ζούσαν μόνο έλληνες όμως υπήρχαν και γύρω χωριά που ζούσαν Έλληνες και Τούρκοι . Γύρω-γύρω στα χωριά είχαμε Τούρκους γειτόνους με τους οποίους είχαμε καλές σχέσεις. Ήμασταν αγαπημένοι. Όταν φεύγαμε έκλαιγαν και έλεγαν οι τσιγγάνοι έρχονται οι Έλληνες φεύγουν». Καλά περνούσαμε

Στον πρώτο ευρωπαϊκό πόλεμο κόσμος δεν έμεινε. Οι νέοι άνδρες πήγαν στον στρατό στο χωριό μας δεν έμεινε ψυχή ανδρός . Πέθαναν πολλοί από ψείρες και στον πόλεμο . Αμέσως μετά πάτησε μια πείνα, πείνα να δεις. Πέθαινε πολύς κόσμος . Στο χωριό μας για παράδειγμα από 50 οικογένειες έμειναν οι μισές και εκείνες αποτελούνταν μόνο από γυναίκες και μωρά. Οι άνδρες όσοι έζησαν έφυγαν και σε άλλες πόλεις , όπως στην Καβάλα, στην Κωνσταντινούπολη και δούλευαν. Όλοι ήταν στην ξενιτιά

Δεν έμεινε κόσμος θυμάμαι οι γυναίκες φορτώνονταν τα σακιά και τα μετέφεραν σε μία απόσταση όσο είναι από τη Συκορράχη  στη Μέστη  και τα άφηναν εκεί. Δεν υπήρχαν ζώα και όλα τα κουβαλούσαν οι γυναίκες στον πρώτο Ευρωπαϊκό πόλεμο. Μια γυναίκα , γειτόνισσα της μητέρας μου, είχε  ένα κοριτσάκι μόνο. Είπε λοιπόν της μάνας μου «Σοφία θα πάω να παντρέψω την κόρη μου με Τούρκο για να ζήσω». Η γυναίκα έφυγε δεν ξέρουμε αν πέθανε η αν έζησε…  Ο παππούς μου είχε πολλά πρόβατα. Το καλοκαίρι, όταν έρχονταν ανέβαινε στο γιαλιέν έτσι το έλεγαν . Εκεί πήγαιναν όσοι είχαν  πρόβατα και έφτιαχναν βούτυρα και γιαούρτια. Εμείς  βέβαια δεν τα γνωρίσαμε όλα αυτά ,  γιατί είχαμε πόλεμο.

Όταν ησυχάσαμε λίγο, διοργανώναμε πανηγύρια και μαζεύονταν ο κόσμος και γλεντούσε. Οι γυναίκες χόρευαν με τους Άνδρες. Τότε κάναμε πανηγύρια της Αναλήψεως στο δικό μας το χωριό της Παναγιάς στο χωριό Γαράτιπι, έτσι το έλεγαν από την Γαρέσαρι , λίγο πιο πέρα. Σε ένα βουνό ήταν μια τρύπα και όταν έμπαινες μέσα έβλεπες μια εκκλησία και σπίτια. Κάναμε τότε πανηγύρια και γλεντούσε ο κόσμος, δεν υπήρχε φόβος, αλλά καταστράφηκε ο κόσμος. Το χωρίο μας όπως σε είπα ίσως έμεινε ο μισός κόσμος.

Σχολεία είχαμε στον τόπο μας. Η μάνα μου πήγε σχολείο εγώ όχι, γιατί ήταν δύσκολη η κατάσταση . Άνθρωποι δεν υπήρχαν θα υπήρχε σχολείο; Ετοιμάζονταν με το καταστάλαγμα του πολέμου να χτίσουν σχολείο αλλά τελικά τα πράγματα δυσκόλεψαν…»

Ο δρόμος της προσφυγιάς

«Μόλις λίγο ησύχασαν τα πράγματα και ο κόσμος μπήκε σε μια σειρά, έφθασε στην Κερασούντα και ένα πλοίο. Οι κάτοικοι της Κερασούντας ήταν πλούσιοι και μορφωμένοι γιατροί και δικηγόροι. Φώναζαν όλοι « Ζήτω η Ελλάς». Γίνονταν ένας πανικός το πλοίο έφυγε τι ήθελε και ήρθε; Μόλις έφυγε οι Τούρκοι πήραν αυτούς τους ανθρώπους από την Κερασούντα … και χάθηκαν πολλοί… Τώρα πως κατάφερε ο Βενιζέλος τον Κεμάλ αυτό είναι άλλο θέμα…  Υπήρχε και ένα τραγούδι που το έλεγαν τότε για τον Κεμάλ…  Πέρασαν όλα και έγινε η ανταλλαγή. Ξεκινήσαμε με τα πόδια … Είχαμε και ζώα αλλά από αυτά δεν έμεινε τίποτα. Οι Τούρκοι είχαν μουλάρια . Φορτώσαμε τα πράγματά μας στα μουλάρια των Τούρκων και μετά από τρείς ημέρες φτάσαμε στην Κερασούντα. Πήραμε μαζί  μας την καμπάνα της εκκλησίας την οποία φέραμε και κρεμάσαμε στην Συκορράχης. Δεν ξέρω αν σήμερα είναι η ίδια αλλά όταν χτυπούσε ακούγονταν σε μία απόσταση δέκα περίπου χιλιομέτρων. Πήραμε και τις εικόνες μας αλλά στο δρόμο οι κάτοικοι του χωριού διαχωρίσαμε τα πράγματα. Φέραμε μαζί μας πάρα πολλά εικονίσματα. Θυμάμαι ότι ένα βράδυ κοιμήθηκα πάνω τους και μάλιστα ψιλοέβρεχε

Δεν πιστεύαμε ότι θα γυρίσουμε πίσω ξέραμε ότι έγινε ανταλλαγή . Στο δρόμο ανταμώναμε τους Τούρκους που έρχονταν. Εμείς ερχόμασταν και αυτοί πήγαιναν . Συναντούσαμε μόνο άνδρες . Δεν είχαν γυναίκες Πως πήγαιναν οι γυναίκες τους δεν ξέρω . Ήρθε ένας Τούρκος στο χωριό μας και είπε θυμάμαι με λύπη για την πατρίδα που άφησε πίσω, τη Βέροια

Ήμουν τότε παντρεμένη μας πάντρευαν μικρές τότε. Φθάσαμε στην Κερασούντα, και καθίσαμε ένα μήνα σε άδεια σπίτια. Όλη η Κερασούντα ήταν γεμάτη από Τούρκους Έλληνες  δεν υπήρχαν. Είχε πολύ ωραία σπίτια η Κερασούντα στα άδεια σπίτια που υπήρχαν καθίσαμε εμείς, δυο και τρείς οικογένειες σε κάθε σπίτι. Ύστερα ήρθε το πλοίο και μας πήρε και ήρθαμε στο Καραμπουρνάκ , έτσι το έλεγαν τότε. Ήταν ένα τεράστιο καράβι πάνω στο οποίο φορτώσαμε ότι είχαμε πάρει μαζί μας. Στρώματα , παπλώματα, το νοικοκυριό μας. Ξεκινήσαμε από το χωριό μας τον Απρίλη και τον Σεπτέμβρη φθάσαμε στην Καβάλα  όπου όπως είπα οι μισοί κάτοικοι του χωριού έμειναν εκεί, από τους οποίους οι περισσότεροι σφαγιάστηκαν από τους Βούλγαρους.

Στο Καραμπουρνάκ δεν μείναμε, γιατί ήθελαν οι άνδρες βουνό. Φοβόντουσαν την ελονοσία. Τόσα χωριά είχε η Θεσσαλονίκη ούτε νερό όμως ούτε χωράφια. Τα χωράφια ήταν πολύ μικρά. Ήρθαν και μας βρήκαν σήμερα Καλετζιτεριώτοι  (εννοεί τους κατοίκους των κασσίτερων οι οποίοι ήδη είχαν εγκατασταθεί στα Κασσίτερά), και  μας είπαν ότι δεν υπάρχει φόβος Βουλγάρων και ότι έφυγαν από εδώ. Έτσι αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε στη Συκορράχη.»

Η εγκατάσταση στη Συκορράχη

«Το κράτος μας φρόντισε. Μας έδινε αλεύρι αλάτι ζάχαρη. Μας έδωσαν πρόβατα αλλά εμείς δεν ξέραμε από αυτά. Δεν γνωρίζαμε από κτηνοτροφία ενώ από γεωργία ξέραμε. Οι άνθρωποι έσπερναν και θέριζαν όπως και στην πατρίδα

Στη Συκορράχη ήρθαμε δεκαπέντε οικογένειες γιατί υπήρχε ο φόβος των Βουλγάρων. Στο χωριό ήταν ήδη εγκατεστημένοι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Μόλις ήρθαμε άρχισαν να λέγονται διάφορα «οι πόντιοι ήρθαν να φάνε τα παιδιά μας και τι θα κάνουμε». Φοβόντουσαν. Ήρθε ένας να γράψει τις οικογένειες και όλοι υπέγραψαν . Αυτός λοιπόν όταν άκουσε να μας αποκαλούν οι Θρακιώτες άγριους τους είπε: «Αν αυτούς  λέτε άγριους εσείς είστε περισσότερο άγριοι». Οι περισσότεροι ήταν κτηνοτρόφοι και δεν ήξεραν γράμματα. Όταν φθάσαμε στην Συκορράχη εγκατασταθήκαμε όπου βρήκαμε. Μας έδωσαν χωράφια , πολεμήσαμε και δημιουργήσαμε. Εμάς μας έδωσαν άλλο οικόπεδο και το ανταλλάξαμε γιατί ο άνδρας μου ήθελε να έχει κοντά το νερό το οποίο το φέραμε από το βουνό από τον Προφήτη Ηλία, από όπου πήραμε και πέτρες τις κουβαλήσαμε με τα ζώα και χτίσαμε το σπίτι μας, Δόξα τω θεώ. Κάποιοι βρήκαν σπίτια έτοιμα. Εμείς στην αρχή καθίσαμε με την πεθερά μου . Το σπίτι ήταν μικρό τα παιδιά μεγάλωσαν. Έτσι κάναμε αυτό το σπίτι. Είχαμε πολύ καλές σχέσεις μεταξύ μας. Εμείς οι Πόντιοι αν αρρώσταινε κανένας τρέχαμε να βοηθήσουμε. Ήμασταν δεμένοι μεταξύ μας, ο ένας φρόντιζε τον άλλον

Όταν ήρθαμε φορούσαμε στολές . Εμείς αλλάξαμε και ντυθήκαμε ευρωπαϊκά, οι μεγάλες όμως γυναίκες  συνέχισαν  να φοράνε ποντιακά. Δυστυχώς καμιά από αυτές τις στολές δεν έμεινε. Τότε είχαμε τέτοια φτώχεια που να μας έμεναν ρούχα… Κρατήσαμε κάποια έθιμα όπως το τσούγκρισμα των αυγών το Πάσχα την Πρωτοχρονιά στρώναμε το τραπέζι και λέγαμε στα τούρκικα τα κάλαντα μόνο άντρες.

Δουλέψαμε πολύ. Καπνά, χωράφια σπέρναμε θερίζαμε με τα χέρια. Γνωρίσαμε πολέμους και εδώ που ήρθαμε ο ένας πόλεμος ακολούθησε τον άλλο. Πολλά περάσαμε και στη βουλγαρική κατοχή. Ήρθε ο Ηλίας και ο Θανάσης και πήραν τον άνδρα μου και πήγαν στο βουνό και μίλησαν με τους αντάρτες. Τους έπιασαν και άρχισαν να τους δέρνουν. Τους έβαλαν στην φυλακή και τους πήγαν να δικάσουν. Ένας δικηγόρος τους είπε να μην φοβούνται. Τους πήραν και τους πήγαν στην Βουλγαρία και μόλις τελείωσε ο πόλεμος και μπήκαν οι Ρούσοι στην Βουλγαρία τους άφησαν. Ο άνδρας μου ήταν δημοκράτης. Ψήφο δεν έδινε στο ΚΚΕ, αν και όλοι πίστευαν ότι το ψήφιζε. Ο άνδρας μου ψήφιζε Βενιζέλο γιατί υπόφεραν πολύ. Το χωριό τους ήταν πάνω στον δρόμο και όσοι στρατιώτες περνούσαν, έμεναν στου παππού του το σπίτι να φάνε και να πιούν και έτσι κατάντησαν ελεεινοί. Από εκεί έφυγαν στη Γαρέσαρι και ήρθαν πρόσφυγες .

Ήρθαμε πολλοί σήμερα όμως μείναμε λίγοι. Σήμερα μετρώ πόσοι μείναμε. Η μάνα σου, εγώ, οι δύο θοδώρες αυτοί μείναμε. Είναι και η Σουλτάνα αλλά είναι νύφη»…

Η κ. Πολυξένη Παπαδοπούλου μας είπε πολλά που βέβαια χρειάζονται σελίδες.  Εμείς παραθέτουμε ένα μέρος αυτών που διηγήθηκε. Απλά να της ευχηθούμε του χρόνου να είναι γερή και δυνατή και να ακολουθήσει  το γιό της Λευτέρη , στην Τουρκία. Γιατί και τότε σίγουρα πολλά θα έχει να πει και να διηγηθεί…

Να σαι καλά θεία Νέτση…

Α.Π.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.