Το «εβδομο» ρουχο…

Μου φαίνεται πως βράζω μαζί με το κρασάκι μας αυτό τον καιρό σε μια μεγάλη βαρέλα. Κι άμα το καλοσκεφτώ νομίζω πως όλοι βράζουμε κατά βάθος, κάποιοι δεν το ομολογούν, ίσως και να μη καταλαβαίνουν…
 
Ο καιρός αγριεύει, ίνα πληρωθεί το λαϊκό ρητό: «Του Αγίου Αντριός γυρνά ο καιρός αλλιώς». Μ’ αρέσει το κρύο, είμαι γεννημένη για βοριάδες, εκεί μέσα άλλωστε πήρα τις πρώτες μου ανάσες, κουκουλωμένη με όλα του κόσμου τα λινά…
 
Ήταν εποχές δύσκολες για τα οικογενειακά εισοδήματα, εκείνες της 10ετίας του  ’60, που το τελευταίο έξοδό τους αφορούσε ένδυση και υπόδηση… Η κοινωνική τάξη κάθε παιδιού στο σχολείο δηλωνόταν πρώτα από τα πατούμενα, ύστερα από τα παλτουδάκια και τελευταία από την σχολική τσάντα… Εγώ, έχοντας απόλυτη συνείδηση των διακρίσεων από πολύ μικρή, είχα καταφέρει να «παραλλάσσω» ταυτότητα, με αριστουργηματικά καμουφλάζ. Η μαμά ήταν μοδίστρα εξάλλου, κάθε χρόνο έραβε κι ένα παλτό στην καθεμιά από τις τέσσερις αδελφές, συνδυάζοντας το κανονικό τόπι υφάσματος με ρετάλια από άχρηστα ρούχα… Έτσι, είχα πάντα καινούριο πανωφόρι που προέκυπτε είτε από το παλιό της μεγαλύτερης αδελφής που δεν τη χωρούσε πλέον, ή με το πανωγύρισμα του περυσινού για να μη φαίνεται παλιό… Σε αυτό το πανωγυρισμένο η μαμά πρόσθετε γιακάδες και πέτα από άλλο ύφασμα και φουλάρια πλεκτά με βελόνες, από ξηλωμένα επίσης άχρηστα ζακετάκια.
 
Η μαμά διατηρούσε όλα τα «χωνεμένα» μαλλινάκια, έτσι έλεγε τα τρύπια από το χρόνο ενδύματα που τα καρίκωνε με τέχνη. Στα πατούμενα, όμως, δηλωνόταν η τάξη μου όσο και αν τα έβαφα πρωί, μεσημέρι, βράδυ με το γνωστό κάμελ… Από μέσα βέβαια, φορούσα κάθε είδους ρουχαλάκι για ζεστασιά. Φανέλες, ζιπούνια, γιλέκα, πουκάμισα. Κανείς δεν μπορούσε να τα δει, έτσι επέτρεπα στον εαυτό μου να είναι μπαλωμένα από τα «άγια» χεράκια της μοδίστρας μου. Όλα τα παραπάνω μέχρι την τρίτη δημοτικού, όταν συνέβη περιστατικό που αποκαθήλωσε τα εσώτερα των ενδυμάτων μας, εμφανίζοντάς τα στην κοινή των συμμαθητών μου θέα…
 
Ήταν χειμώνας, και το Υγειονομικό μας έβαλε στη σειρά για τις ακτίνες και ένα εμβόλιο. Νομίζω ότι ήταν το SABIN, εμβόλιο της πολιομυελίτιδας. Από το Τρίτο Δημοτικό, στην αυλή του Αγίου Νικολάου, μας μετέφεραν στο Πασαλίκι, στο πέτρινο υπόγειο. Εκεί ένας βλοσυρός γιατρός διέταξε: «Γδυθείτε, από τη μέση και πάνω…» Έβγαλα το σάντουιτς των εσωρούχων μου και υπέστην την εξέταση. Μια ακτινογραφία στην αρχή κι ύστερα το εμβόλιο στο μπράτσο. Στη συνέχεια πάλι ο γιατρός αναδιέταξε: «Ντυθείτε»! Άρχισα λοιπόν μετρώντας ένα ένα τα ρούχα να φορώ… Ζιπούνια, κασκορσέ, φανελάκια, πουκαμίσα, ποδιά, μπλουζόν… Από το μέτρημα μου διέφυγε το μάλλινο γιλεκάκι, το χιλιομπαλωμένο αλλά ζεστό, που η μαμά επέβαλε με στόμφο, για να γλυτώσω από την αδενοπάθεια. Την άλλη μέρα στην τάξη μας, η δασκάλα, η κ. Κατίνα Μουλά – Ποιμενίδου έφερε ένα μπόγο χρωματιστά ρούχα και τα απέθεσε επάνω στο γραφείο της. Με την άκρη του ξύλινου χάρακα λοιπόν, έφερνε μπροστά στα παιδιά το ρούχο και ρωτούσε: «Αυτό ποιανού είναι». Έμεινα άγαλμα όταν αναγνώρισα το ροζ γιλεκάκι με τα κεντίδια του, να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια των συμμαθητών μου και να με καλεί να μη το απαρνηθώ… Εγώ, βέβαια, το απαρνήθηκα. Εκείνο συνέχισε να αιωρείται επί μέρες κρεμασμένο στην γκαρνταρόμπα του σχολείου, μόνο κι έρημο… Ύστερα μάλλον το πήραν οι καθαρίστριες και το πέταξαν μαζί με όλα τα απορρίμματα του σχολείου.
 
Στη μαμά δεν ομολόγησα ποτέ αυτή την προδοσία. Εκείνη φρόντισε να αντικαταστήσει το κουρελάκι με άλλο, που το φόρεσα μέχρι που τέλειωσα το Δημοτικό. Οι ταξικές διακρίσεις είχαν αρχίσει να αμβλύνονται, ήδη είχα αδελφή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που άρχισε να αγοράζει εσώρουχα από το Μινιόν, κομπινεζόν, κασκορσέ και κιλοτάκια.
 
Την ιστορία ενεπνεύσθην σήμερα πρωί πρωί, (Δεκέμβρης 2007) από τον πατέρα μου, που σχολίασε την οικοκυρική μου ένδυση. Με βρήκε στην κουζίνα με χοντρές φόρμες κι ένα φουλάρι στα μαλλιά, να προσπαθώ θα δώσω τα χάπια στον γάτο μας, που τραυματίστηκε σοβαρά σε τροχαίο.
«Τι φοράς;», ρώτησε.
«Αυτά που βλέπεις», απάντησα.
«Από μέσα είσαι ντυμένη; Κάνει κρύο σήμερα…»
Με αφορμή την επισήμανσή του, του είπα την ιστοριούλα…
«Αν δεν κάναμε έτσι με τη μάνα σου, θα ήσασταν όλα άρρωστα…», μου απάντησε με περισσή αυτοπεποίθηση.

Το ενδυματολογικό φόρτωμα, έγινε τραύμα του βίου μου νομίζω, αλλά και όλων των συγχρόνων μου, αν εκτιμώ σωστά από τη συνέχεια… Μόλις γίναμε δεκαοκτάρες, όλα τα πετάξαμε… «Απελευθέρωση» και νέα εποχή… Δεν έμεινε μπουστάκι, κομπινεζόν, φουρώ στη γκαρνταρόμπα… Μόνο κάτι “βρακιά απολιφάδια για να γδύνεστε πιο εύκολα”, έλεγε η μαμά… Αμέσως μετά, ξεσπούσε σε γάργαρα γέλια …

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.