Περι Πολιτικης VI (Η νομικη σημασια του Συνταγματος)

1. Το Σύνταγμα ως ο ανώτερος νόμος της πολιτείας καθορίζει αφ’ ενός το συστηματικό τρόπο, με τον οποίο συγκροτείται και ασκείται η εξουσία και, αφετέρου, το σύνολο των κυριότερων δημοσίων δικαιωμάτων και δημοσίων υποχρεώσεων, που προβλέπονται για να ρυθμίζουν τις σχέσεις κράτους και διοικούμενου, πολίτη και πολιτείας.
 
Οι κανόνες του Συντάγματος έχουν αυξημένη νομική ισχύ και διαθέτουν κανονιστικό περιεχόμενο. Δηλαδή οι κανόνες του Συντάγματος καθορίζουν την οργάνωση και την κατανομή των επιμέρους λειτουργιών της πολιτειακής εξουσίας σε διάφορα άμεσα και ανώτερα όργανα του κράτους, ρυθμίζοντας αφ’ ενός τη συγκρότησή τους και, αφετέρου, τις αρμοδιότητές τους.
 
Επίσης προβλέπουν τον τρόπο θέσπισης των κοινών κανόνων δικαίου, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την πληρέστερη και λεπτομερειακή ρύθμιση των διατάξεων του Συντάγματος. Έτσι ο νομοθέτης τόσο ο τυπικός όσο και η κανονιστικώς δρούσα διοίκηση, συμπληρώνουν την ελλειπτική ρύθμιση του Συντάγματος, υποκείμενοι σε έλεγχο τόσο ως προς την τήρηση της προβλεπόμενης στο Σύνταγμα διαδικασίας, όσο και ως προς την συμφωνία του περιεχομένου του κανόνα δικαίου, που εθέσπισαν, προς το περιεχόμενο του Συντάγματος.
 
2. Το Σύνταγμα περιέχει επίσης διατάξεις σχετικές με την οργάνωση της κοινωνίας και ειδικότερα της οικονομίας, στοιχείο το οποίο προστέθηκε κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και καθιερώθηκε στο σύνολο των Ευρωπαϊκών Συνταγμάτων μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο.
 
Η εν λόγω συμπερίληψη στο Σύνταγμα βασικών αρχών που ρυθμίζουν την οικονομία αποτυπώνει τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις της εποχής μας, αφού ο χωρισμός κράτους και κοινωνίας, που αποτύπωναν τα Συντάγματα του 19ου αιώνα, αναιρέθηκε με την εμπλοκή του κράτους στη λειτουργία της οικονομίας και στην παραγωγική διαδικασία. Υπό την ανωτέρω εκδοχή τα σύγχρονα Συντάγματα κατοχυρώνουν επίσης διατάξεις που ρυθμίζουν την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, αλλά και την αποχώρησή του, καθώς και τη λήψη μέτρων κοινωνικής πολιτικής. Οι προσθήκες αυτές εξυπηρετούν τον διττό στόχο του ορθολογικού προγραμματισμού της οικονομικής διαδικασίας και την άμβλυνση των κοινωνικών συγκρούσεων.
 
Το Ελληνικό Σύνταγμα κατοχυρώνει ρητά το κοινωνικό κράτος, ενώ θέτει ως όριο της οικονομικής διαδικασίας την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
 
Εν όψει των ανωτέρω να σημειωθεί συγκεφαλαιωτικά ότι το Σύνταγμα ρυθμίζει την οργάνωση και τη λειτουργία όχι μόνο της πολιτειακής εξουσίας αλλά και της κοινωνικής συμβίωσης. Πρόκειται για αυτό που παρατήρησε προσφυώς ο Α. Μάνεσης, ότι το Σύνταγμα είναι το νομικό θεμέλιο του κράτους αλλά και της κοινωνίας.
 
3. Το Σύνταγμα ως έκφραση της κυρίαρχης θέλησης, δηλαδή αυτής που επικρατεί το χρόνο της θέσπισής του, ανταποκρίνεται προς ό,τι θεωρείται καθοριστικό, δηλαδή προβλέπει την οργάνωση και τον τρόπο λειτουργίας των συντεταγμένων εξουσιών, τα όργανα των οποίων ασκούν τις αρμοδιότητες που ορίζει το Σύνταγμα. Συνέπεια αυτής της οργάνωσης είναι ότι οι διατάξεις του διαθέτουν την ίδια νομική ισχύ κατά τρόπο ώστε να μη νοείται «αντισυνταγματική» διάταξη του Συντάγματος. Έτσι το Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος της πολιτείας, ώστε κάθε άλλος θεσπιζόμενος από συντεταγμένη λειτουργία κανόνας δικαίου να ισχύει μόνο εάν ανάγεται σε διάταξη του Συντάγματος, την οποία εξειδικεύει και συμπληρώνει.
 
4. Η ιεραρχική υπεροχή του Συντάγματος θωρακίζει τις διατάξεις του από την ευκαιριακή μεταβολή, καθώς για να τροποποιηθούν αυτές απαιτείται να ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπει αυτό.
 
Το ιστορικό προηγούμενο του Συντάγματος του 1844, με το οποίο κατοχυρωνόταν το πολίτευμα της Συνταγματικής Μοναρχίας, διδάσκει πως η μη πρόβλεψη αναθεώρησης οδηγεί σε λαϊκή επανάσταση. Το Σύνταγμα του 1844, ως απολύτως αυστηρό, απέκλειε τη δυνατότητα ομαλής υπαγωγής και ένταξης των μεταβολών της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας στην πολιτειακή τάξη, με συνέπεια τη βίαιη κατάλυσή του με την επανάσταση του 1862.
 
5. Το ισχύον Σύνταγμα, αξιοποιώντας τα πορίσματα της νομικής και πολιτικής ιστορίας μας, υιοθετεί σειρά προϋποθέσεων προκειμένου να αναθεωρηθεί. Έτσι απαγορεύει την έναρξη αναθεωρητικού εγχειρήματος πριν περάσει ορισμένος χρόνος από την προηγούμενη αναθεώρησή του. Το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει σχετικά την πάροδο πενταετίας, χρονικό όριο το οποίο προέβλεπε επίσης το Σύνταγμα του 1927. Αντιθέτως τα Συντάγματα του 1911 και του 1952 προέβλεπαν ως χρονικό όριο για την έναρξη της νέας αναθεώρησης την πάροδο δεκαετίας, από την ολοκλήρωση της προηγούμενης.
 
Το ισχύον Σύνταγμα απαγορεύει την αναθεώρηση ορισμένων διατάξεών του καθιστώντας αυτές απρόσβλητες. Πρόκειται για τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, την προσωπική ασφάλεια, την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Στον κατάλογο των μη αναθεωρούμενων διατάξεων συμπεριλαμβάνονται επίσης όλες οι διατάξεις του Συντάγματος οι οποίες κατοχυρώνουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Με την φράση αυτή νοείται ότι δεν μπορεί να αναθεωρηθεί ο αιρετός τρόπος ανάδειξης του αρχηγού του κράτους, η εξάρτηση της Κυβέρνησης από την πλειοψηφία της Βουλής και η λαϊκή κυριαρχία, η οποία αποτελεί τη βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
 
Η αναθεώρηση του ισχύοντος Συντάγματος διενεργείται από ειδικό όργανο. Πρόκειται για τη Βουλή, η οποία αναθεωρεί το Σύνταγμα μόνη της, χωρίς δηλαδή να συμπράττει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που μαζί με τη Βουλή αποτελούν το διφυές νομοθετικό όργανο. Η διαδικασία προβλέπει προτείνουσα Βουλή, στην οποία εκκινεί το αναθεωρητικό διάβημα, και μετά από εκλογές την κατά κυριολεξία Αναθεωρητική Βουλή, η οποία αποφασίζει σχετικά με το περιεχόμενο των προταθέντων άρθρων. Ο αποκλεισμός του Προέδρου της Δημοκρατίας από την αναθεωρητική διαδικασία είναι συνεπής προς την συνταγματική ιστορία μας, διότι κατά τα Συντάγματα του 1911 και του 1952 ο βασιλιάς, αν και συνέπραττε με τη Βουλή στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας, απεκλείετο επίσης από την αναθεώρηση του Συντάγματος.
 
Η αναθεώρηση διενεργείται με ειδική διαδικασία, η οποία προβλέπει τη λήψη απόφασης με την ειδική αυξημένη πλειοψηφία, η οποία απαιτείται να συγκεντρωθεί είτε στην προτείνουσα είτε στην Αναθεωρητική Βουλή.
 
6. Το Σύνταγμα καθορίζει το σύνολο των θεμιτών πράξεων και παραλείψεων των οργάνων της πολιτειακής εξουσίας. Δηλαδή το Σύνταγμα οριοθετεί σταθερά τις αρμοδιότητες των οργάνων των τριών λειτουργιών με τρόπο ώστε καμμία θέληση φορέα οργάνου να μην ισχύει παρά μόνο εάν και εφόσον εκδηλώνεται εντός του πλαισίου που καθορίζει αυτό. Το Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος της Ελληνικής Δημοκρατίας, του οποίου η τήρηση είναι υποχρεωτική και εξαναγκαστή.

Διαβάστε τα προηγούμενα άρθρα του κ.Δερβιτσιώτη εδώ
 

*Ο Άλκης Δερβιτσιώτης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.