Οι Πασχαλιες των παιδικων μου χρονων

του Δάμωνα Δαμιανού*

Όταν η διευθύντρια της εφημερίδας μού ζήτησε ένα κείμενο για τις παλιές Πασχαλιές της Κομοτηνής και τα έθιμά τους, σκέφθηκα ότι αυτά που θα γράψω δεν θα μπορούσαν να είναι τόσο πρωτότυπα και ξεχωριστά, αφού η ηλικία μου και οι αναμνήσεις μου δεν πάνε τόσα πολλά χρονιά πίσω για να ακουμπήσουν τις θύμησες της παλιάς Κομοτηνής. Υποσχέθηκα όμως στον εαυτό μου ότι θα προσπαθήσω να αποτυπώσω στο χαρτί τους χαρακτήρες, τις συνήθειες και τις σχέσεις των μεγάλων ανθρώπων των δικών μου παιδικών αναμνήσεων.

 

Η Κομοτηνή στα τέλη της δεκαετίας του 70 και στις αρχές του 80 ήταν μια πόλη όπου όλοι γνωριζόμασταν με όλους… Αυτό είχε και τα καλά του, υπό την έννοια ότι οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν πιο θερμές, πιο άμεσες, πιο αληθινές αλλά παράλληλα μέσα σε αυτή την μικρή κοινωνία μεταξύ των πολλών γνωστών και των ελάχιστων αγνώστων (συνήθως ξενομερίτες στρατιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι), υποκρύπτονταν έντονα πάθη και μεγάλα μίση. Μίση προσωπικά, έριδες οικονομικές και επαγγελματικές μα πιο πολλές, πολιτικές, από τα νωπά ακόμα πάθη της δικτατορίας ή και του εμφυλίου πολέμου…

 

Η πολυκατοικία που ζούσαμε στην οδό Μιχαήλ Καραολή, παλιότερα Μακκαβαίων (στα παλιά Εβραίικα, που έλεγε η γιαγιά μου), ήταν γνωστή σε όλη την πόλη με το όνομα του ιδιοκτήτη της, του Χατζηγιάννη. Ο Γιώργος Χατζηγιάννης προέρχονταν από παλαιά οικογένεια εμπόρων με καταγωγή από την Ανατολική Θράκη και είχα την ευτυχία να ζούμε οικογενειακώς στον ίδιο όροφο με τον πατέρα του, τον παππού Νίκο, γεννημένο στα 1900 περίπου από τον οποίο άκουγα με τις ώρες ιστορίες της «Πατρίδας» αλλά και τις ζωντανές περιγραφές των ανθρώπων της εποχής του, για μια Κομοτηνή που ούτε θυμάμαι ούτε και την έζησα ποτέ, παρά μόνο μέσα από τις διηγήσεις των ανθρώπων της, της πρώτης γενιάς προσφύγων που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ μετά το 1922.

 

Γενικά όλη η πολυκατοικία ήταν μια μικρή κοινότητα συγχρωτιζόμενων ανθρώπων και οικογενειών που μπορεί να διέφεραν μεταξύ τους σε πολλά πράγματα αλλά τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια τους κώδικες συγκατοίκησης και καλής γειτονίας, έχοντας πάντοτε το κλειδί κρεμασμένο έξω από την πόρτα του κάθε διαμερίσματος, αφού… σχεδόν όλοι οι όροφοι μπαινόβγαιναν στους άλλους εκτός των ωρών κοινής ησυχίας!

Η Μεγαλοβδομάδα και το Πάσχα ήταν η ευκαιρία ώστε η μαγειρική και οι ανταλλαγές των λιχουδιών μεταξύ των νοικοκυρών που ήταν έτσι κι αλλιώς μέρος της καθημερινότητας της πολυκατοικίας πολύ προτού ανακαλυφθεί το delivery, να αποκτά πλέον και επίσημο χαρακτήρα. Τα τσουρέκια της Φωτεινούλας από τον τέταρτο, της κυρίας Μάρθας από τον τρίτο, της Ελένης της κουμπάρας από τον δεύτερο γέμιζαν ασφυχτικά τον μπουφέ της υποδοχής και μου προκαλούν ακόμα και σήμερα έντονες αναμνήσεις δυσπεψίας για την ακόρεστη όρεξη με την οποία τα αποτελείωνα, έχοντας από τότε, γάρ, το κουσούρι της λαιμαργίας. «Μην τα τσιμπάς όλα βρε!», φώναζε απελπισμένα η μάνα μου που πάσχιζε να κρύψει κάνα-δυό τσουρέκια για τον Ιμπράμ και τον Αμετάκη. Μαζί με τα κόκκινα αυγά μέσα σε ένα ωραίο πήλινο πιάτο μάς τα έδινε την Μεγάλη Παρασκευή να τα πάμε στα σπίτια τους ως ιερό καθήκον και ανταπόδοση ταυτόχρονα για τις μπαϊραμλίδικες πίττες και τον μπακλαβά που λαμβάναμε με τη σειρά μας στις δικές τους γιορτές.

 

Το βράδυ της Ανάστασης στην εκκλησία λίγο πριν τις 12 παρά τέταρτο και πάντα όπου φύγει –φύγει στις 12 και πέντε με το Χριστός Ανέστη. Στην Παναγία πάντοτε στον «Καλέ», μα το πιο μεγάλο άγχος, ακόμα και από το πότε θα ακουστεί επιτέλους το Χριστός Ανέστη μετά την ανάγνωση των μακρόσυρτων ποιμαντορικών εγκυκλίων του Δαμασκηνού, ήταν να έχουμε μαζί μας το καλύτερο αυγό που τσουγκρίζαμε επιτόπου με συγγενείς και φίλους και όποιον άλλον βρίσκαμε την ώρα των μεγάλου χαμού των φιλιών και των ευχών, εύκαιρο και «ετοιμοπόλεμο» μπροστά μας. «Φραγκοκοτίσιο είναι το δικό σου, γι΄ αυτό τα σπάει όλα», μουρμούριζαν με εμφανή την στεναχώρια οι χαμένοι όταν πια έσπαγε το δικό τους στο τσούγκρισμα από μπρος και από πίσω…

 

Ανήμερα της Πασχαλιάς μαζεμένοι όλοι κάτω από την τεράστια καρυδιά στο κήπο του παππού μου, άλλοτε 20 και 30 άλλοτε και περισσότεροι. Ο παππούς μου είχε βυζαντινή φωνή και ήταν ψάλτης στο χωριό του στο Λοφάριο, γι΄ αυτό και δεν επέτρεπε ποτέ να ξεκινήσει η μάχη με τον ξεροψημένο οβελία, πριν ο ίδιος τραγουδήσει όρθιος ανάμεσα σε κόρες, γαμπρούς και εγγόνια, το Χριστός Ανέστη!

 

Όμορφα χρόνια, αληθινά, που έσμιγαν ψυχές και ξετυλίγονταν με αμεσότητα προσωπικά βιώματα και συναισθήματα. Οι πιο πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους σήμερα δεν υπάρχουν. Ζούνε μέσα στις αναμνήσεις μας όπως αποτυπώθηκαν στις παιδικές μας ψυχές, στα παιδικά μας μάτια. Ο κόσμος ο σημερινός να γίνει καλύτερος πιο ανθρώπινος. Λιγότερο βίαιος, ανταγωνιστικός και μισαλλόδοξος. Ας είναι αυτό το μήνυμα για το φετινό Πάσχα…

 

*Ο Δάμων Δαμιανός είναι δημοσιογράφος

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.