Ο Εβρος εκρυσταλλωσε, χιονιστηκε η Ροδοπη

[Με αφορμή έναν στίχο του Παλαμά]

Η χιών, της χιόνος. Θηλυκό ουσιαστικό γ΄ κλίσης. Το χιόνι. Η χιονόπτωση. Ο χιονιάς, που «πλήττει την χώρα». Η Ροδόπη που «χιονίστηκε». Η «επέλαση» του χιονιά, της κακοκαιρίας, που ενσκήπτει «σαν τα χιόνια», τουλάχιστον στην περιοχή μας, αναδεικνύοντας τη δύναμη της φύσης πάνω στον άνθρωπο. Μήπως όμως η έλευσή του ικανοποιεί επίσης κάποιους άλλους, «μετα-φυσικούς» σκοπούς; Ποιος θα μπορούσε άραγε να είναι ο σκοπός αυτής της επίσκεψης, αν πιστέψουμε στην «εντελέχεια» των φυσικών στοιχείων, αρνούμενοι τα ανυπόφορα δεσμά της απλής τυχαιότητας στη ζωή και στο περιβάλλον μας; Μήπως το χιόνι έρχεται για να δοκιμάσει τα ανθρώπινα αντανακλαστικά; Να ελέγξει την ικανότητά μας να προσαρμοστούμε σε συνθήκες «παντός καιρού», ως άνθρωποι sapientes, και να επιβιώσουμε; Και – γιατί όχι; – να εξελιχθούμε;
 
Οι πρώτοι που υποδέχονται με χαρά την επισκέπτρια χιόνα, είναι αυτοί που είναι πεπεισμένοι να απολαμβάνουν την ομορφιά σε κάθε τι γύρω τους. Εν προκειμένω, είναι μάλλον δύσκολο να αντισταθεί κανείς στη μαγεία του χιονισμένου τοπίου, φυσικού και αστικού. Τα βουνά, τα δέντρα, κι όλη η ύπαιθρος αναδύονται εξαίσια μέσα στην πάλλευκη γοητεία τους. Αλλά και τα σπίτια, τα κτήρια, οι δρόμοι «ντύνονται στα λευκά», όπως γράφαμε στις μαθητικές εκθέσεις μας. Για να θυμηθούμε το ποίημα για παιδιά του Καρυωτάκη,
 

Τί καλά που ’ναι στο σπίτι μας
τώρα που όξω πέφτει χιόνι!
Το μπερντέ παραμερίζοντας,
τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι
να σκεπάζει όλα τα πράματα:
δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα.
Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστηση
μαζεμένη τόση ασπρίλα!

 
Σα να αγγίζει ο γερο-χειμώνας με το λευκό ραβδάκι του (θυμάμαι ακόμη την έκφραση αυτή από ένα μαθητικό ανθολόγιο), σαν άλλος Μίδας, τον κόσμο γύρω του. Μόνο που η λευκή μεταμόρφωση που επιφέρει είναι παροδική. Και, κυρίως, επιφανειακή. Κι ίσως κίβδηλη. Μια λευκότητα που καλύπτει επιδερμικά μόνο τη γκρίζα όψη μιας δύσκολης καθημερινότητας, όπως θα μαθαίναμε κατόπιν. Η έλευση (επιτέλους) της «άσπρης μέρας», που αργότερα θα καταλαβαίναμε τη σημασία της ειρωνείας που έκρυβε η φράση, την οποία ακούγαμε από τα στόματα των μεγαλυτέρων.
 
Είναι κι αυτοί που καλοδέχονται το χιόνι για τα διόλου ευκαταφρόνητα παρελκόμενα που επιφέρει ο – περισσότερο ή λιγότερο αναγκαστικός – εγκλεισμός. Πόσο όμορφα μέσα στο ζεστό σπίτι σου, να βλέπεις τον αργόσυρτο χορό των νιφάδων, πριν υφάνουν απαλά κι ανεπαίσθητα το παγωμένο πέπλο τους στη γη! Κι εσύ, δίπλα στο τζάκι πιθανόν, μόνος, με την οικογένεια ή με φίλους, άντε και μ’ ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, να εφαρμόζεις την προτροπή του προγόνου σου, ποιητή Αλκαίου: «δυνάμωσε τη φωτιά, ανάμιξε το γλυκό κρασί χωρίς τσιγκουνιά, βάζοντας ένα μαλακό μαξιλάρι γύρω στους κροτάφους σου.». Κι εσύ, μακρινός κι ασφαλής παρατηρητής, να χαίρεσαι από την αποστασιοποιημένη θαλπωρή σου τη λευκή, όσο και παγωμένη, επικάλυψη των πάντων εκεί έξω.
 

Την ειδυλλιακή αυτή πλευρά, ωστόσο, απολαμβάνουν μάλλον λίγοι και τυχεροί. Γιατί η χιών εγκυμονεί επίσης κινδύνους και ταλαιπωρίες. Μπορεί να αποβεί μοιραία για ανθρώπους και ζώα. Παγωνιά, επίφοβες μετακινήσεις, ατυχήματα, έλλειψη θέρμανσης και τροφής. Ειδικά για ψυχές άστεγες, για ζώα κι ανθρώπους «αδέσποτους», ανέστιους κι απάτριδες. Ανθρώπους που ζουν σε σκηνές ή που έχασαν λόγω του καιρού ακόμη και τα παραπήγματα που τους στέγαζαν μέχρι πρότινος. Πλάσματα που αντιμετωπίζουν την αδιαφορία ανθρώπων που κάθε μέρα χιονίζει μέσα τους.
 
Πάρα πολλοί, επίσης, καλοδέχονται το χιόνι ως αφορμή για να στηλιτεύσουν την, όπως ένθερμα υποστηρίζουν, «αδυναμία του κρατικού μηχανισμού», όποιοι κι αν συνιστούν κάθε φορά τον μηχανισμό αυτόν. Ως ευκαιρία για την ανάδειξη των «ανοχύρωτων πόλεων» στις οποίες ζούμε, του «ελλιπούς προγραμματισμού» και της «ανεπαρκούς μέριμνας». Για να προβάλουν τις «παραλείψεις», την «αναλγησία» ή την «ανικανότητα» των υπευθύνων, ή τέλος για να καταδικάσουν τις «εύκολες» και «παράλογες», κατά τη γνώμη τους, αποφάσεις, στις οποίες προβαίνουν οι ιθύνοντες για την αντιμετώπιση των καιρικών φαινομένων. Είναι οι άνθρωποι που δεν χάνουν την ευκαιρία για εύκολη γκρίνια κι αβασάνιστες μομφές. Περισσότερο ή λιγότερο βάσιμες – δεν έχει και τόση σημασία κατά κανόνα, αρκεί να ακουστεί η φωνή σου, να γίνει αισθητή η αντίδρασή σου, να υπαινιχθείς ότι εσύ, αν είχες την εξουσία, τη δύναμη, ή τη θέση που έχουν τώρα άλλοι, θα διαχειριζόσουν την κατάσταση πολύ καλύτερα. Παρόμοια αίσθηση με αυτήν που εντοπίσαμε παραπάνω. Εσύ, μακρινός παρατηρητής, να χαίρεσαι από την αμέτοχη ασφάλεια του ιδιωτικού σου λόγου την άσκηση κριτικής σ’ αυτούς που βρίσκονται «εκεί έξω».

Κι όσο αυτά, περίπου, γίνονται «εν ανθρώποις», το χιόνι συνεχίζει τον αργόσυρτο, σιωπηλό χορό του ανάμεσά μας. «Η σιωπή του χιονιού», όπως γράφει ο Ορχάν Παμούκ. Πέφτει απαλά γύρω και πάνω μας, μας αγγίζει για λίγο κι ύστερα τήκεται για πάντα, αφήνοντάς μας την παγωμένη ανάμνησή του. Ή μήπως όχι; Γιατί, κατά Σαχτούρη, «Οι μέρες περνούν / το χιόνι μένει …».

Περισσότερες ανα-γνώσεις από τον Σπύρο Κιοσσέ εδώ
 

*Ο Σπύρος Κιοσσές είναι φιλόλογος.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.