Ντορα Μπακογιαννη και ελληνο-τουρκικα

Κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης στο συνέδριο που διοργάνωσε η εφημερίδα «Η Καθημερινή»[1] με αφορμή την συμπλήρωση φέτος, πενήντα ετών από την Μεταπολίτευση του 1974 (1974-2024), η βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, αναφέρθηκε και στο μείζον θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Και μάλιστα, με τρόπο που αφενός μεν δίνει απαντήσεις σε όλους όσους ομνύουν  (ή βολεύονται) σε μία μονοσήμαντη και στενά εθνοκεντρική οπτική των ελληνοτουρκικών σχέσεων και διαφορών, και, αφετέρου δε, υπενθυμίζει στους πολίτες το ποια είναι η πραγματικότητα, διαπαιδαγωγώντας τους κατάλληλα ως προς τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις.

Η Ντόρα Μπακογιάννη, δήλωσε το αυτονόητο. Δηλαδή, πως το Αιγαίο Πέλαγος δεν είναι «ελληνική θάλασσα» (θέση την οποία ενστερνίζονταν και ο ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Καραμανλής),[2] και, περαιτέρω, πως και η Τουρκία έχει δικαιώματα που απορρέουν από το γεγονός πως βρέχεται από αυτή την θάλασσα. Από το γεγονός πως διαθέτει μεγάλη ακτογραμμή που εφάπτεται με το Αιγαίο Πέλαγος.

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η πρώην υπουργός Εξωτερικών της Νέας Δημοκρατίας, παρεμβαίνει[3] ενεργά στο πεδίο του εν εξελίξει ελληνο-τουρκικού διαλόγου, προσφέροντας σε όλους όσους εμπλέκονται ενεργά σε αυτόν (έχουμε κατά νου και υπηρεσιακούς παράγοντες και όχι μόνο πολιτικούς), την ευκαιρία να σκεφθούν και να δράσουν “out of the box”, με στόχο την πραγματοποίηση ενός ακόμη βήματος (του ίσως πιο σημαντικού), για την επίλυση των ελληνο-τουρκικών διαφορών, μέσω και προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Υπό αυτό το πρίσμα, θα τονίσουμε πως η Ντόρα Μπακογιάννη γνωρίζει πολύ καλά πως για να λάβει χώρα σταδιακά, η «αλλαγή συμπεριφοράς στην εξωτερική πολιτική»,[4] σύμφωνα με την διατύπωση της Janice Gross Stein, απαιτείται και η αλλαγή των αντιλήψεων υπηρεσιακών παραγόντων του υπουργείου Εξωτερικών που υπηρετούν σε θέσεις-κλειδιά και συμβάλλουν στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Και γιατί είναι απαραίτητο να συμβεί κάτι τέτοιο;

 Διότι αυτά τα στελέχη θα κληθούν να εφαρμόσουν την στρατηγική που έχει χαραχθεί, κάτι που σημαίνει πως σε περίπτωση που για τους δικούς τους λόγους δεν συμφωνούν με την στρατηγική που ακολουθείται, μπορεί να προκύψουν σημαντικά έως ανυπέρβλητα προβλήματα που θα εμποδίσουν την απρόσκοπτη εφαρμογή της.

Και λέγοντας κάτι τέτοιο, δεν εννοούμε να αντιδράσουν αρνούμενοι την εφαρμογή της, αλλά, να αδρανήσουν χαρακτηριστικά αφήνοντας την στρατηγική να «ατονήσει» και εν συνεχεία να «αδρανοποιηθεί πλήρως».

Ο πρέσβης Βύρων Θεοδωρόπουλος ήσαν ο πρώτος διπλωμάτης που κινήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση «αλλαγής συμπεριφοράς» υπηρεσιακών παραγόντων (έχουμε κατά και διπλωμάτες καριέρας) εν καιρώ Μεταπολίτευσης, με την προσπάθεια του να μένει ανολοκλήρωτη.

Ουσιαστικά, η Ντόρα Μπακογιάννη[5] λαμβάνει την σκυτάλη από τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, ενθαρρύνοντας πολίτες, πολιτικούς και υπηρεσιακούς παράγοντες του υπουργείου, να «μάθουν» (διαδικασία της μάθησης) να εκλαμβάνουν τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις ως ένα παίγνιο «θετικού αθροίσματος» από το οποίο μπορεί να βγουν ωφελημένες και οι δύο πλευρές.

Και το παράδοξο είναι πως παρά το γεγονός πως οι διμερείς ελληνο-τουρκικές σχέσεις έχουν βελτιωθεί σε σημαντικό βαθμό εδώ και περίπου έναν χρόνο, όροι όπως «συμβιβασμός», «επίλυση», «κατανόηση», αν και δεν έχουν εξοβελιστεί από τη δημόσια σφαίρα, προσλαμβάνονται από αρκετούς «παίκτες» με μεγάλη καχυποψία. Πώς θα προχωρήσει όμως στην επίλυση, αν δεν είσαι σε θέση να κάνεις ένα και δύο βήματα μπροστά;

Θεωρούμε πως αρκετοί πολίτες, έχουν σχηματίσει την λανθασμένη πεποίθηση πως η διαπραγμάτευση είναι μία διαδικασία που στο τέλος της, ο «νικητής τα παίρνει όλα. Οπότε, δεν πρέπει να υποχωρήσεις ούτε εκατοστό από τις αρχικές σου θέσεις».  Άρα, η διαπαιδαγώγηση πρέπει να διευρυνθεί όσο χρειάζεται, για να συμπεριλάβει και την διαδικασία της διαπραγμάτευσης.

Τι μπορεί να «μάθει» ένας πολίτης που παρακολουθεί μία τοποθέτηση της Ντόρας Μπακογιάννη; Να αμφισβητεί ακόμη και τις δικές τους παραδεδεγμένες θέσεις ή «αλήθειες». Να μάθει να αξιολογεί τα πράγματα χωρίς να θεωρεί πως είναι «το κέντρο του κόσμου».

* Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ


[1] Το πολύ ενδιαφέρον συνέδριο που διοργάνωσε η εφημερίδα «Η Καθημερινή», φέρει τις εξής ιδιαιτερότητες: Πρώτον, ήταν κατά βάση πολιτικό, κάτι που σημαίνει πως πολύ μεγάλη έμφαση δόθηκε στις αφηγήσεις και στις αναφορές όλων όσων διετέλεσαν πρωθυπουργοί την τελευταία δεκαετία, ήτοι την δεκαετία της βαθιάς κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Δεύτερον, μεγάλη έμφαση δόθηκε στις αφηγήσεις πολιτικών που ναι μεν μπορεί να μη διετέλεσαν πρωθυπουργοί, από την άλλη όμως δε, υπήρξαν εξόχως επιδραστικοί, όπως είναι η Ντόρα Μπακογιάννη και ο πρώην πρόεδρος του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος και αντιπρόεδρος της συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος. Και, τρίτον, προσκλήθηκαν να μιλήσουν στις εργασίες του συνεδρίου, πολιτικοί που διετέλεσαν υπουργοί σε σημαντικά υπουργεία, όπως ο Νίκος Κοτζιάς, άλλοτε υπουργός Εξωτερικών της συγκυβέρνησης Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Ανεξαρτήτων Ελλήνων.  Σε αυτό το σημείο της ανάλυσης μας, μπορούμε να διατυπώσουμε την ακόλουθη υπόθεση εργασίας: Η Ντόρα Μπακογιάννη, ως υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, κατάφερε να βάλει την δική της σφραγίδα στην εξωτερική πολιτική της χώρας και κυρίως στην εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, στο εγκάρσιο σημείο όπου αν και δεν τέθηκαν οι βάσεις για την επίλυση των εκκρεμών ελληνο-τουρκικών διαφορών, επικράτησαν συνθήκες μίας σχετικής ηρεμίας. Κάτι που δεν κατάφερε να κάνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος όταν διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών, καθότι προσέδωσε πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας στην Ευρώπη, στην ενίσχυση του διπλωματικού της κεφαλαίου και, στην εξέλιξη των διαπραγματεύσεων με τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα, σχετικά με την εφαρμογή των μνημονιακών προγραμμάτων. Θεωρητικώ τω τρόπω, θα επισημάνουμε πως επί θητείας του Ευάγγελου Βενιζέλου στο υπουργείο Εξωτερικών, η ελληνική εξωτερική πολιτική, συνεπεία των έκτακτων συνθηκών που είχαν διαμορφωθεί, «πολιτικοποιήθηκε» αισθητά, με τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, να επιτυγχάνει κάτι δύσκολο: Να προσδώσει κάτι από το δικό του υψηλό πολιτικό κύρος στην ελληνική εξωτερική πολιτική, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο το διπλωματικό κεφάλαιο της χώρας σε μία πολύ κρίσιμη συγκυρία. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ως διορατικός υπουργός Εξωτερικών, μπόρεσε να θέσει τις βάσεις ώστε να αλλάξει η «μελλοντική συμπεριφορά» υπουργών και υπαλλήλων του υπουργείου, για να παραπέμψουμε στον Robert Jervis και στην ανάλυση του περί μάθησης. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως έθεσε τις βάσεις προκειμένου η συμπεριφορά των μελλοντικών υπουργών Εξωτερικών να προσαρμόζεται ανάλογα με τις πολιτικές περιστάσεις που ισχύουν, με τους ίδιους να αποκτούν έτσι την δυνατότητα να ‘πολιτικοποιήσουν’ (και όχι ‘υπερ-πολιτικοποιήσουν’), τόσο την ρητορική τους όσο και τον ρόλο τους και την εξωτερική πολιτική της χώρας. Μέχρι στιγμής, προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε εν μέρει ο Νίκος Δένδιας, κατά την διάρκεια της τετραετούς θητείας του στο υπουργείο Εξωτερικών (2019-2023). Βλέπε σχετικά, Jervis Robert, “Perception and misperception in International Politics”, Princeton & New Jersey, Princeton University Press, 1976, σελ. 222-225.

[2] Και ένα ενδιαφέρον ερώτημα, από θεωρητική και επιστημονική σκοπιά που προκύπτει, μπορεί να είναι το ακόλουθο: Μπορεί να εγγραφεί η Ντόρα Μπακογιάννη στην φιλελεύθερη, Καραμανλική παράδοση του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, και όσον αφορά το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής; Δεν θα διστάσουμε να απαντήσουμε θετικά, ειδικά εάν συνυπολογίσουμε την ρητορική της όλα αυτά τα χρόνια, το ό,τι είναι  ένθερμη υποστηρίκτρια του φιλο-δυτικού προσανατολισμού της χώρας, το ό,τι παραδέχεται με θάρρος και με τόλμη που απαντάται μόνο σε πολιτικούς που βλέπουν διαρκώς προς το μέλλον, πως δεν είναι όλες οι ελληνικές θέσεις ορθές. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως η Ντόρα Μπακογιάννη υπήρξε το πρώτο προβεβλημένο όσο και ιστορικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας που ήρθε πολύ κοντά με στελέχη του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ (η Ντόρα Μπακογιάννη και αυτά τα στελέχη μοιράζονταν κοινές απόψεις για την ελληνική εξωτερική πολιτική και τις ελληνο-τουρκικές διαφορές, εκτιμώντας από κοινού πως μόνο μέσω συμβιβασμών, ήτοι υποχώρησης από παγιωμένες, μονολιθικές και προδήλως εσφαλμένες  απόψεις όπως το ‘Αιγαίο είναι ελληνική λίμνη’, μπορούν να επέλθει η επίλυση των εκκρεμών διαφορών), πολλά χρόνια πριν στελέχη που κατέλαβαν σημαντικές θέσεις επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη, μεταπηδήσουν στη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη.

[3] Τέτοιες προωθητικές απόψεις δεν συμπεριλαμβάνει ούτε και η προσφάτως υπογραφείσα ‘Διακήρυξη των Αθηνών,’ με την Ντόρα Μπακογιάννη να τοποθείται στον αντίποδα όλων όσοι διαβλέπουν νέα προβλήματα και εντάσεις μετά τις πρόσφατες ενέργειες της Τουρκίας (έκδοση NAVTEX). Πολιτικά, η βουλευτής Χανίων του κυβερνώντος κόμματος, εμπίπτει στην κατηγορία της ‘ήρεμης δύναμης’ που έχοντας βαθιά γνώση επί διαφόρων θεμάτων, έχει την ικανότητα να απαντά και να ‘βάζει στη θέση του’ τον συνομιλητή της, δίχως να χρειαστεί άλλο χρόνο και άλλες λέξεις για αυτό. Μία γλωσσική έκφραση συνήθως αρκεί, πράγμα που διεφάνη κατά την διάρκεια της συνομιλίας που είχε με τον Νίκο Κοτζιά, ο οποίος αναπαρήγαγε την γνωστή συνωμοσιολογικής φύσεως αντίληψη περί «αποστρατιωτικοποίησης του Αιγαίου» (όλοι όσοι ενστερνίζονται αυτή την θεωρία συνωμοσίας, πιστεύουν πως τα ελληνικά οπλικά συστήματα που «άλλοτε» βρίσκονταν σε στρατηγικής σημασίας νησιά του Αιγαίου, τώρα έχουν «σταλεί στην Ουκρανία»), με ό,τι «αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια και την άμυνα της χώρας». Η πάντα ήρεμη Ντόρα Μπακογιάννη, απάντησε σε σοβαρό ύφος και δίχως να το σκεφτεί περαιτέρω, πως αυτά «δεν είναι σοβαρά πράγματα». Τι πέτυχε με αυτή την έκφραση; Ας το δούμε αναλυτικότερα: Πρώτον, να εκθέσει ενώπιον του ακροατηρίου τον Νίκο Κοτζιά, έναν πρώην υπουργό Εξωτερικών που δεν διστάζει να «φλερτάρει» με την ακραία συνωμοσιολογία. Δεύτερον, να τον αποθαρρύνει πλήρως από το να απαντήσει σε ανάλογο ύφος ή τόνο, καθότι γνώριζε πως εάν το επιχειρούσε θα λάμβανε και δεύτερη αφοπλιστική απάντηση. Τρίτον, να καταδείξει, δια της άσκησης κριτικής στον Νίκο Κοτζιά, το ότι ένα κομμάτι του «εθνικοπατριωτικού χώρου» στο οποίο ανήκει και ο Νίκος Κοτζιάς, επικεφαλής της Κίνησης «Πράττω», φλερτάρει με αντι-δυτικές αφηγήσεις και με επιχειρήματα τα οποία χρησιμοποιούν οι όψιμοι και μη, υποστηρικτές του Πουτινικού, αυταρχικού καθεστώτος. Βλέπε σχετικά, Ντόρα Μπακογιάννη: «Η Ευρώπη σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι απέναντι στη Ρωσία», Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Η Καθημερινή,’ 01/03/2024, Ντόρα Μπακογιάννη: «Η Ευρώπη σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι απέναντι στη Ρωσία» | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr)

[4] Βλέπε σχετικά, Stein Gross J., “Political learning by doing: Gorbachev as uncommitted thinker and motivated leader”, International Organization, Τόμος 48, Αριθμός 2, 1994, σελ. 180. Για παράδειγμα ο συνήθως εγκρατής υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Δένδιας, θα ήταν δύσκολο να προβεί σε τέτοιες δηλώσεις, διαπνεόμενος από μία ισχυρή αίσθηση καθήκοντος και από μία «στενή» (έως νομικίστικη) ερμηνεία του «εθνικού συμφέροντος». Αντίθετα, ο Ευάγγελος Βενιζέλος της μεταπολιτικής όπως αρέσκεται να λέει προς όλους, όντας πολύ περισσότερο απελευθερωμένος και δεσμευμένος από κομματικές εξαρτήσεις συγκριτικά με το παρελθόν, θα μπορούσε να δηλώσει κάτι παρόμοιο, φροντίζοντας να εμβαθύνει προκειμένου να παρουσιάσει στον ακροατή όλο το σκεπτικό του. Βλέπε και, Χαροκόπος Μιχάλης, «Η ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική ως διαδικασία μάθησης», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τόμος 33, 2009, Διαθέσιμο στο: 14474-409-34656-1-10-20170918 (3).pdf

[5] Τι άλλο έπραξε η Ντόρα Μπακογιάννη; Επιβεβαίωσε τον φιλο-δυτικό της προσανατολισμό, τονίζοντας, πολύ ορθά, πως «Η Ευρώπη σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι απέναντι στη Ρωσία». Δήλωση που συνιστά ουσιώδες τμήμα της αφήγησης περί «ένταξης στη σωστή πλευρά της ιστορίας». Έλαβε εμφανείς αποστάσεις από σημαντικές επιλογές του Κώστα Καραμανλή στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, όπως ήσαν το βέτο στη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου του ΝΑΤΟ το 2008, για την μη-ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στη συμμαχία. Εκείνη η απόφαση του Κώστα Καραμανλή, διευκόλυνε τις κινήσεις της Ρωσίας στην περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου, δημιούργησε πολλά προβλήματα στην προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ να προσελκύσουν χώρες της Βαλκανικής στο Δυτικό μπλοκ (οι επιπτώσεις που είχε η πολιτική της άρνησης, μπορούν να συγκριθούν μόνο με τις επιπτώσεις που είχε η απόφαση απόσυρσης της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ που είχε λάβει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, λίγο μετά την Μεταπολίτευση, λόγω της Τουρκικής στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρο και της μη-αντίδρασης του ΝΑΤΟ), τροφοδότησε με καχυποψία τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, δυσχεραίνοντας την έναρξη διαπραγματεύσεων για την επίλυση του ονοματολογικού. Παραδέχθηκε, αν και με κάποιες επιφυλάξεις, την σημασία που είχε η Συμφωνία των Πρεσπών του 2019, μέσω της οποίας λύθηκε οριστικά το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.