«Μειζων δε τουτων η αγαπη»

[με αφορμή ένα διήγημα]

Ανάμεσα στα αναμνηστικά και στα δώρα που έφερα πίσω από πρόσφατο ταξίδι μου στην πόλη του Βερολίνου ήταν και μια μικρόσχημη συλλογή διηγημάτων ενός συγγραφέα που γεννήθηκε και ζει στη Γερμανία. Παιδί μεταναστών, όπως αναφερόταν στο σύντομο βιογραφικό σημείωμα που συνόδευε την έκδοση, γράφει λογοτεχνία τόσο στα γερμανικά όσο και στα ελληνικά. Το όνομά του Ε. Καρούζος. Η συγκεκριμένη συλλογή αποτελεί την πρώτη του στα ελληνικά, τυπωμένη πριν 2 χρόνια από κάποιον μικρό εκδοτικό οίκο της περιοχής. Δεν ξέρω αν έχει κάποια σχέση με τον γνωστό ποιητή Νίκο Καρούζο ή αν πρόκειται για ψευδώνυμο. Μια πρόχειρη αναζήτησή μου δεν απέφερε αποτέλεσμα. Αποφάσισα να αναδημοσιεύσω εδώ ένα από τα διηγήματά του, καθώς θα μπορούσε να ενταχθεί στη λεγόμενη «λογοτεχνία της διασποράς», που αποτελεί τη συγκεκριμένη στιγμή αντικείμενο του ερευνητικού μου ενδιαφέροντος. Αν και η αφηγηματική τεχνική του είναι απλή, κάτι στο ύφος και στην έκφρασή του μου τράβηξε την προσοχή. Ελπίζω και οι αναγνώστες της στήλης να το βρουν ενδιαφέρον. Παραθέτω, λοιπόν. 

«Μείζων δε τούτων η αγάπη» 

Μία από τις συνήθειές μου σε κάθε πόλη που επισκέπτομαι είναι να τρυπώνω σε μικρά παλαιοβιβλιοπωλεία και να αγοράζω βιβλία από «δεύτερο χέρι». Με γοήτευε πάντα να φαντάζομαι τους ανθρώπους που άγγιξαν τις σελίδες των βιβλίων, να εικάζω τις σκέψεις τους, να προσπαθώ να αισθανθώ τι ένιωθαν διαβάζοντάς τα. Συχνά στεκόμουν τυχερός, καθώς έβρισκα ενδείξεις που έτρεφαν τη φαντασία μου. Κάποια τσακισμένη σελίδα εδώ κι εκεί, μια σημείωση στο περιθώριο, μια φράση υπογραμμισμένη. Μία φορά, ωστόσο, βρήκα κάτι μοναδικό. Μία ερωτική επιστολή, γραμμένη στα γερμανικά, στο πιο απίθανο (έτσι νόμισα στην αρχή) βιβλίο. Ένα αντίτυπο της Καινής Διαθήκης με ελληνικό κείμενο και γερμανική μετάφραση. Δεν ξέρω αν κινούμαι στη γκρίζα ζώνη ζητημάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ωστόσο αποφάσισα να δημοσιεύσω την επιστολή, μεταφράζοντάς την από τα γερμανικά όσο πιο πιστά μπορούσα. Γίνομαι έτσι μεσολαβητής του λόγου της. Και, ποιος ξέρει, μπορεί τελικά να μην μείνει ανεπίδοτη. 

Meine Liebe, 

Δεν ξέρω πού θα σε βρουν οι λέξεις μου. Για να ακριβολογώ, γνωρίζω πού θα παραδοθεί το γράμμα, εικόνα κάνω τη μικρή κόκκινη γραμματοθυρίδα σου, βλέπω τις κινήσεις και τους μορφασμούς σου καθώς ψάχνεις το μικρό κλειδάκι ανάμεσα στα τόσα που έχεις κρεμάσει στο μπρελόκ, δώρο δικό μου, θυμώνεις που δεν το βρίσκεις εύκολα, αλλά να ’το επιτέλους, ξεκλειδώνεις νευρικά, και τώρα το γράμμα μου κατοικεί τα χέρια σου, αγγίζει την παλάμη σου, πόσο γνώριμο αυτό το άγγιγμα. Δεν ξέρω όμως πού θα είσαι όταν αποφασίσεις μετά από σκέψη να ανοίξεις τον φάκελο. Θα σε προβληματίσει. Δεν έχει όνομα και διεύθυνση αποστολέα. Από το γραμματόσημο όμως θα καταλάβεις. Κι από τη σφραγίδα του ταχυδρομείου. Berlin. Deutschland.  
 
Ναι. Βαδίζω ξανά τους δρόμους του Βερολίνου εδώ και δυο μέρες. Επισκέπτομαι μνημεία κι αξιοθέατα. Εκεί που σε πρωτογνώρισα. Μουσείο της Περγάμου, στο Museumsinsel, το νησί των Μουσείων, αυτό θα είναι το δικό μας νησί, είχες πει, θυμάσαι; Φυσικά και το θυμάσαι, όλα τα θυμάσαι, όπως κι εγώ. Όλα. Alexander Platz, Reichstag, Checkpoint Charlie, Πύλη του Βρανδεμβούργου, όλα τα επισκέφτηκα, κι ένιωθα στην παλάμη μου το χέρι σου ζεστό, όπως τότε, να σε τραβάω γιατί καθυστερούσες συνεχώς, κοιτούσες δεξιά κι αριστερά, όλο και κάτι καινούργιο τραβούσε το βλέμμα σου, μέχρι και πάνω, ψηλά στον ουρανό κοιτούσες, στην προσπάθειά σου να χορτάσεις ομορφιά, φύση, τέχνη κι ιστορία. Να ρουφήξεις την πόλη σου, την πόλη μας, το δικό μας Βερολίνο. Το Βερολίνο μαζί. Αυτό που τώρα περπατώ μόνος.
 
Σήμερα το βράδυ, κουρασμένος από το περπάτημα, μπήκα σ’ ένα μικρό σινεμά, κοντά στο ξενοδοχείο όπου μένω. Έπαιζε την «Μπλε» ταινία του Κισλόφσκι. Ήταν το μόνο χρώμα που δεν είχα δει από την τριλογία. Βυθίστηκα γρήγορα στην πλοκή. Η ερμηνεία της Ζιλιέτ Μπινός συγκλονιστική. Μια γυναίκα που μαθαίνει, μετά τον αφόρητο πόνο της απώλειας, να ξαναζεί. Μέσα από την αγάπη. Την αληθινή αγάπη. Οι εικόνες πλημμυρίζουν με μπλε την αίθουσα, τρυπώνουν στην ψυχή μου, γαλάζιο βάφεται το μέσα μου. Και μετά, παραδομένο, με βρίσκει η μελωδία. Κι οι λέξεις. Αρμονία λόγου και μουσικής. Ο Πολωνός συνθέτης Preisner επενδύει με νότες φράσεις από τον «Ύμνο της Αγάπης» του Αποστόλου Παύλου, όπως διαβάζω στους τίτλους του τέλους. Επιστολή «Πρὸς Κορινθίους» Α' 13. Οι λέξεις φορτίζονται, η ατμόσφαιρα υπερβατική, δάκρυα γεμίζουν τα μάτια μου.
 
Εδώ και μια ώρα έχω επιστρέψει στο ξενοδοχείο. Βρήκα στο δωμάτιο ένα αντίτυπο της Καινής Διαθήκης, εντόπισα την επιστολή του Παύλου και τη διαβάζω ξανά και ξανά. Θυμάμαι ακόμη τα ελληνικά που μας δίδασκαν χρόνια στο Σχολείο. Θέλω να προσπαθήσω να αποδώσω το κείμενο με τις δικές μου λέξεις, να κάνω δική μου την αλήθεια των λόγων του, να αισθανθώ τη δύναμή τους. Μετά από πολλές απόπειρες καταλήγω στο παρακάτω. Διάβασέ το, αν θες. Πρέπει να θες. Πρέπει να το διαβάσεις, ακούς;
 
Και αν ανθρώπων κι αγγέλων τις γλώσσες μιλώ, μα αγάπη δεν έχω, χάλκινου οργάνου ο ήχος είμαι, κύμβαλο που αλαλάζει. Κι αν από προφητείες γνωρίζω, και τα μυστήρια όλα κατέχω, κι όλη τη γνώση, κι αν τόση πίστη έχω που και βουνά μετακινώ, μα αγάπη δεν έχω, είμαι ένα τίποτα. Κι αν τα υπάρχοντά μου όλα τροφή τα χαρίσω στους πεινασμένους, κι αν το σώμα μου στην πυρά παραδώσω, μα αγάπη δεν έχω, ωφέλεια καμιά για μένα.

Η αγάπη ανέχεται καρτερικά, γεμάτη καλοσύνη είναι, ζήλειες δεν ξέρει ή καυχησιές και περηφάνιες, δεν  κάνει ασχήμιες, δεν κοιτάζει το συμφέρον της, εύκολα δεν θυμώνει, δεν λογαριάζει το κακό, την αδικία δεν τη θέλει, με την αλήθεια χαίρεται. Κάτω απ’ τη στέγη της τα πάντα δέχεται, τα πάντα πιστεύει, τα πάντα ελπίζει, τα πάντα υπομένει. Η αγάπη ποτέ δεν ξεπέφτει.
 
Οὐδέποτε πίπτει … Και κάπου σ’ αυτό το σημείο κατάλαβα. Είναι κάποιες στιγμές στη ζωή μας όταν μας αποκαλύπτονται αλήθειες που μπροστά μας ήταν, μα δεν τις βλέπαμε, δεν μπορούσαμε, δεν θέλαμε να τις δούμε. Μα εγώ τότε είδα. Είδα την αγάπη που πάντα ζητούσα. Γι’ αυτήν διψούσα τις νύχτες, ακόμη κι όταν δίπλα μου ξάπλωνες. Γι’ αυτήν μιλούσα, μα δεν μπορούσες να ακούσεις. Γι’ αυτήν έγραφα, μα δεν ήξερες γράμματα, δεν καταλάβαινες τα γράμματά μου. Αυτήν προσπαθούσα να περιγράψω, μα στις εικόνες μου κλειστά τα μάτια σου είχες. Αυτήν έψαχνα. Ερήμην σου, τώρα το νιώθω ξεκάθαρα.  
 
Νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα. Τώρα η πίστη, η ελπίδα κι η αγάπη μας απέμειναν, αυτά τα τρία, γράφει ο Απόστολος Παύλος. Πράγματι, αυτά απέμειναν. Σε μένα, όμως, όχι σε μας. Μέσα μου τα φυλάω, ένα με μένα γίνονται. Κι από αυτά το πιο μεγάλο, το πιο σπουδαίο, το πιο σημαντικό η αγάπη. Μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.
 
Δεν ξέρω πού θα σε βρουν οι λέξεις μου, meine Liebe. Ήρθα στο Βερολίνο για να σε βρω. Μα βρήκα την αγάπη, τελικά. Εσύ πού είσαι, δεν ξέρω. Κι ούτε με νοιάζει πια.  

Περισσότερες αναγνώσεις από τον Σπύρο Κιοσσέ εδώ

*Ο Σπύρος Κιοσσές είναι φιλόλογος

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.