“Μαμα, πειναω, μαμα με βλεπεις;;;”

Είναι που τον τελευταίο καιρό στην Κομοτηνή όλα τρέχουν με ρυθμούς εξαντλητικούς, λες για να ξεπαγώσουν από την ακινησία του χειμώνα…
 
Όλα τρέχουν στο φόντο του καταρρακτώδους τοπίου των εκδηλώσεων που μια χαρά ακολούθησαν στο ρυθμό αυτό των βροχών του χειμώνος…
 
Βρέχει εκδηλώσεις λοιπόν στην πόλη σ’ έναν «γκαστρωμένο Μάη» που όλα τα χωρά… Όλα… Κι είναι φυσικό κι επόμενο θέση να μην βρίσκουν τα συναισθήματα και οι γιορτές, πολύσημες μάλιστα γιορτές ως αυτή της μάνας… Γιορτή η τελευταία που κατέλειπε σπουδαία κείμενα και εκλεκτά άνθη του λόγου…
 
Εξ ου και στη μάνα είναι αφιερωμένη σήμερα η στήλη, δια χειρός Ελένης Σκάβδη, πολύτιμο δάνειο αφιερωμένο στη δική μας Ελένη… 

“Μαμά, πεινάω, μαμά με βλέπεις;;;”

Ειν’ όμορφα τα πρωινά στην ύπαιθρο. Αν τα καταφέρεις να σηκωθείς λίγο πριν την ανατολή, απολαμβάνεις το θολό λυκαυγές πίσω από δασωμένους λόφους. Μια «υποσχετική» καλημέρα, που ανεβαίνει αργά και σταθερά μέχρι να θρονιαστεί το φως στο κεφάλι σου. Μέσα σ’ αυτούς τους ρυθμούς ξυπνάμε όλοι. Τα σπουργίτια της στέγης που ξεφωνίζουν, τα οικόσιτα που περιμένουν υπομονετικά μπροστά στην πόρτα για φαγητό, η καφετιέρα που σουρώνει το μυρωδάτο ρόφημα. Πώς γίνεται να αντέχουμε αυτά τα επαναλαμβανόμενα τόσα χρόνια τώρα; Την απορία διατυπώνω κάθε πρωί, και την αφήνω αναπάντητη να πλανάται μαζί με όλες τις πλάνες μου.
 
Το ίδιο έκανε επί πολλά έτη και η μαμά, σιωπηλή με άλλα εργαλεία. Άναβε τη στόφα, αράδιαζε τις φρυγανιές στο μαντέμι να ψηθούν, φορούσε μπροστοποδιά και ένα όμορφο σάλι πάνω από τις βαριές μπλούζες της. Έφτιαχνε και καφέ τούρκικο σε ένα τσίγκινο κατσαρόλι κι ύστερα τον μοίραζε στις σκουτέλες, τον αραίωνε με βραστό γάλα και μας ξυπνούσε για το σχολείο. Ό,τι έκανε μια γυναίκα πολύτεκνη δηλαδή τα παλιά τα χρόνια. Εγώ η νεόκοπη, δεν φορώ μπροστοποδιά. Φόρμες φοράω το πρωί και γυρίζω το διακόπτη της κεντρικής θέρμανσης. Μικρή η διαφορά μου με τη μαμά με ευεργετικές συνέπειες για το ρόλο, το φύλο μου.
 
Μόνο η διατροφή παρέμεινε πάνω κάτω η ίδια με ελάχιστες παραλλαγές. Καφές τούρκικος τότε, καϊμακλής, που ψηνόταν σε μπακιρένιο σκεύος, καφές γαλλικός τώρα, νεροζούμι που σουρώνει σε καφετέρια. Μεγάλα τα φλιτζάνια μας πια, 5πλάσια από τα μικρά φλιτζανάκια του παρελθόντος… Όλα σε μεγέθυνση στο παρόν συμπαρασυρόμενα από μια πρωτοφανή απληστία που παρόλα αυτά μας αφήνει πάντα αχόρταγους.
 
Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν «χόρτασε» η μαμά απολαμβάνοντας τον καφέ της τα πρωινά, από τα καλούδια που αράδιαζε στο τραπέζι… Εκείνα τα χρόνια της λιτής μας δίαιτας, εκείνα τα χρόνια που ζούσαμε την τρομοκρατία της νωπής μνήμης για την πείνα της κατοχής, εκείνα τα χρόνια που η απόσταση ανάμεσα στη δαμασκηνιά της αυλής και την μαρμελαδίτσα ήταν απλά μια …κατσαρόλα δρόμος ανακατεμένη με τρεις φλιτζάνες ζάχαρη που έβραζαν πάνω στη μασίνα. Αποχαιρέτησα τη μαμά το 2002 με αμφιβολία αν χόρτασε γλύκα και γεύσεις, ξορκίζοντας το δραματικό βίωμα της κατοχής, που την είχε μετατρέψει ανάγκα σε χορτοφάγο!!! Μάζευε χορταράκια κάθε λογής από το βουνό και τα μαγείρευε με χίλιους δυο τρόπους… Έτρωγε και λούπινα ακόμα, βραστά…. Λούπινα ή λουμπίνια που ανθίζουν την άνοιξη βάφοντας μωβ χρώμα όλο το βουνό του χωριού… Εγώ, εδώ στο νότο έμαθα να μαζεύω κοκκινοράδικα και λαψάνες… Ξέρω καλά και τα σπαράγγια που βγαίνουν Μάρτη σε υγρά χώματα και είναι νοστιμότατα με αυγά στο τηγάνι. Άλλες εποχές όμως, τα χόρτα τώρα τα αγοράζουμε από το μανάβη και πολλές φορές από το σούπερ μάρκετ συσκευασμένα με σελοφάν…
 
Εν τέλει η μαμά χόρτασε νομίζω… Της άρεσε πολύ το ψωμί αλειμμένο με βούτυρο, δυο-τρεις στρώσεις… Της είχε μείνει από τα παιδικά της χρόνια στο σπίτι του πατέρα της. Είχαμε, έλεγε βούτυρα και τυριά, τόσα πολλά για να φάει όλο το χωριό. Είχανε γίδες, σε κάθε σπίτι υπήρχε μικρή αυτοσχέδια στάνη και ένα γιούρι για το οικόσιτο χοιρινό.
Και ο πατέρας μου χορτάτος ήταν. «Το σπίτι μας βρωμούσε κρέας» έλεγε με στόμφο, όλα αυτά προ του πολέμου, βέβαια… Βόσκανε γελάδια όλα τ’ αδέρφια από μικρά, δένανε τα υποζύγια σε χέρια και σε πόδια, τρία-τρία για να μη φύγουν μακριά τα ζωντανά… Πώς επέζησαν αυτής της διακινδύνευσης, δεν ξέρω, ο μπαμπάς κάτι ήξερε που έλεγε : «Μας φύλαξ’ ο Θεός…» Αντέξανε και στην Κατοχή γιατί τους βρήκε χορτάτους ο πόλεμος, εν τέλει, μέσα σε 4 χρόνια έκαναν την αποτοξίνωσή τους και έκαψαν όσα περιττά λίπη που είχαν σωρεύσει… Μόνο τα μωρά που γεννήθηκαν εκείνα τα χρόνια δεν άντεξαν, μέσα στην Κατοχή στο χωριό δεν υπήρξε οικογένεια που να μην έχασε βρέφος. Αυτό το τραύμα έκανε τους γονείς μας να αποδεχθούν άναυλα συσσίτια και Μάρσαλ, αυτές οι ενοχές… «Να βάνεις παιδί στο βυζί και να ρουφά αέρα», έλεγε η μαμά δακρύζοντας! Αυτό το τραύμα έγινε και το άλλοθί τους για τους τόνους οσπρίων που καταναλώσαμε από το 50 και μετά… «Εμείς την Κατοχή τρώγαμε τσουκνίδες» φώναζε η μάνα κάθε Τετάρτη που το μενού έλεγε αυστηρά φακές –και την Παρασκευή φασολάδα- βλέποντας με να μη δοκιμάζω ούτε κουταλιά.
 
Ύστερα βέβαια, στα χρόνια της Αθήνας, καταναλώσαμε ως γενιά χιλιόμετρα πίτσα και γύρο πίτα. Οι χοληστερίνες ανέβηκαν στα ύψη μαζί και τα τριγλυκερίδια… Όταν χορτάσαμε λιπαρά ήρθε η σειρά του φοντύ και του κισλωρέν, του καπνιστού σωλωμού, που διαδέχθηκε τη λακέρδα και τον μπακαλιάρο. Η μαμά δεν έτρωγε μπακαλιάρο, της μύριζε. Έφτιαχνε ωραία κακαβιά από μικρά ψαράκια που αγόραζε στην ψαραγορά. Σκορπίνες και κεφαλόπουλα θαλασσινά… Εμείς πάλι δεν την τρώγαμε την κακαβιά, μας μύριζε… Τρώγαμε όμως μετά βουλιμίας μύδια πιλάφι τον Αύγουστο!!! Τα μαζεύαμε από τα βράχια στο Φλοίσβο, κάνοντας μικρές βουτιές… Τα κουβαλούσαμε στο σπίτι μέσα σε νάιλον σακούλες γεμάτες με νερό να μη μπαγιατέψουν… Τρώγαμε και ωμές πεταλίδες που ξεκολλούσαμε με το σουγιά από τα βράχια της Μάκρης. Μοσχοβολούσαν θάλασσα όλα, ήταν εποχές ευφορίας και απολαύσεων που κράτησαν λίγο αλλά μας σημάδεψαν. Τρυγούσαμε θάλασσα όπως ακριβώς εγώ τώρα τρυγάω τα οπωροφόρα μου και με συνοπτικές διαδικασίες τα καταπίνω…»
 
Και του Χρόνου Ελένη μας… Να’ σαι γερή κι εμείς παιδιά ακόμη…

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.