«Λουθκα μωρε, λουθκα»!

Ένα πραγματικό ευτράπελο οικογενειακό περιστατικό

Πλησιάζουν οι Άγιες ημέρες του Πάσχα, κι όπως κάθε χρόνο, έρχεται στο νου μου, ένα ωραίο κι ιδιαίτερα απολαυστικό ευτράπελο μιας επιφανούς οικογένειας της παλιάς Κομοτηνής.
 
Χρόνος του περιστατικού. Μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης 1949. Τόπος ο άνω όροφος της δίπατης οικίας στην οδό Π. Μαυρομιχάλη αριθ.3, που νοίκιαζε ο δικηγόρος και τότε βουλευτής Ροδόπης Σπύρος Σγουρόγλου. Πρωταγωνίστρια η μητέρα του Ευλαβώ.
 
Κατά τις 10 η ώρα το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης, επέστρεψαν στο σπίτι από την εκκλησία όπου είχαν πάει να κοινωνήσουν, η σύζυγος του βουλευτή Τασούλα, μετέπειτα δημοτική σύμβουλος από το 1954  μέχρι την καθαίρεσή από το αξίωμά της από τη δικτατορία, μαζί με τον μικρό γιό της, που είχαν κάνει μπάνιο στην σκάφη την προηγούμενη ημέρα. Αφού έφαγαν πρωινό κι η μητέρα ετοίμασε για μεσημεριανό φαγητό μιαν υπέροχη νερόβραστη φασουλάδα, κρέμασε, όπως συνηθιζόταν, στο μπροστινό μπαλκόνι μια μικρή κόκκινη κουβέρτα, τεκμήριο του ότι θα έβαφε τα κόκκινα πασχαλινά αυγά. Γέμισε, λοιπόν, με νερό έναν πολύ μεγάλο τέντζερή στον οποίο έριξε  αρκετή ποσότητα κόκκινης μπογιάς για να βράσει τα αυγά που ήταν πολλά,  και τον τοποθέτησε επάνω σε μιαν αναμμένη με κάρβουνα φουφού, από τις δύο που διέθετε η κουζίνα.  Τα αυγά ήταν «πεσκέσι» μουσουλμάνων πελατών του  άντρα της,  που του έφερναν άλλος ένα κεφάλι βουβαλίσιο βούτυρο, για τα γλυκά, άλλος τουλουμίσιο τυρί και δύο, των οποίων είχε αθωώσει τα παιδιά από το έκτακτο στρατοδικείο και τη σίγουρη εκτέλεσή τους, από ένα αρνάκι, τα οποία γυρνούσαν κι έβοσκαν ελεύθερα στην αυλή του σπιτιού τρώγοντας το χορταράκι και βελάζοντας. Ο σύζυγός της, της είχε πει να μην πετάξει το νερό με την μπογιά, γιατί σίγουρα θα του έφερναν κι άλλοι οθωμανοί πελάτες του αυγά εκείνη την ημέρα.

Η γυναίκα του με προσοχή έριχνε τα αυγά στο καυτό νερό του τέντζερη, προσέχοντας μη σπάσουν κι όταν βρασμένα βάφονταν, τα έβγαζε και τα τοποθετούσε, σε ένα μεγάλο μπωλ γιατί ήταν περίπου 80. Αφού, κατά το μεσημεράκι τέλειωσε η διαδικασία του βαψίματος, άφησε τον τέντζερη με το καυτό κόκκινο νερό επάνω στη φουφού με λίγα κάρβουνα από κάτω, για το ενδεχόμενο βαφής και των νέων αυγών.
 
Όντως, το μεσημέρι που ήρθε ο άνδρας της από το γραφείο του, έφερε κι ένα δισάκι με άλλα 40 αυγά, κι η γυναίκα του, του είπε ότι θα τα έβαφε το απόγευμα., όταν ξυπνούσαν από τον μεσημεριανό ύπνο. Αφού απόλαυσαν την ωραία φασουλάδα με ελιές, νηστεία γαρ, ξάπλωσαν για τη μεσημεριανή «σιέστα».
 
Όταν, όμως κατά τις 5 η ώρα το απόγευμα ξύπνησαν κι ο σύζυγος άνοιξε την πόρτα της κουζίνας για να πλυθεί, έμεινε «στήλη άλατος» κι έμβροντος, φωνάζοντας στη γυναίκα του «Τασούλα έλα γρήγορα να δεις τι έκανε η γιαγιά». Αμέσως αυτή σηκώνεται και πηγαίνει να δει τι συμβαίνει, αλλά από θέαμα που είδε την πιάνουν τα γέλια κι αυτό γιατί βλέπει τα μαλλιά της πεθεράς της, τον λαιμό και τα χέρια της μέχρι  ψιλά στα μπράτσα να είναι κατακόκκινα. Όταν τη  ρωτάει τι έκανε, η γιαγιά με απόλυτη ηρεμία της απαντά απαθώς  «Λούθκα μωρέ, (δηλ. λούστηκα) λούθκα, Πάσχα έρχεται να μη λουστώ κι εγώ;».
 
Τι είχε συμβεί. Η γιαγιά, που δεν καλοέβλεπε, όταν πέσανε οι άλλοι για τον μεσημεριανό ύπνο, έβαλε το δάχτυλό της στον τέντζερη με το νερό και  την κόκκινη μπογιά που ήταν ζεστό από  τα λίγα κάρβουνα που σιγοκαίονταν κάτω από την φουφού, διαπίστωσε με το δάχτυλό της  ότι το νερό ήταν ζεστό και μ’ αυτό έλουσε τα μαλλιά της και πλύθηκε στο λαιμό και τα χέρια. Η εικόνα ήταν όντως για γέλια με τα κατακόκκινα μαλλιά της γιαγιάς Ευλαβώς. Παρά το ότι έπλυναν τα μαλλιά της με νέο ζεστό νερό και σαπούνι, τα έπλυναν και με ξύδι και λεμόνια που έστυψαν και με χίλια δυο άλλα καθαριστικά, τα μαλλιά δεν ξέβαψαν διόλου. Μέχρι τον θάνατό της το 1965, οι ρίζες των μαλλιών της και λίγο παραπάνω εξακολουθούσαν να είναι κατακόκκινες. Έτσι και τώρα ακόμη, που έχουν «φύγει» όλοι οι πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, συνεχίζεται τόσο στην οικογένεια του εγγονού τής γιαγιάς Ευλαβώς όσο και στις οικογένειες των δισέγγονών της κάθε Μεγάλη Πέμπτη να ρωτά ο ένας τον άλλο «Λούθκες, Λούθκες;» κι εκείνος να απαντά «Λούθκα μωρέ, Λούθκα» κι όλοι μαζί να γελάνε για το πάθημα της γιαγιάς Ευλαβώς.
 
Όταν, μετά από χρόνια, ο εγγονός της γιαγιάς Ευλαβώς, Γιώργος Σγουρόγλου διοικητικός δικαστής που μετά από την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, που προέβλεψε την προαγωγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας και διοικητικών δικαστών, προήχθη ως ο πρώτος Σύμβουλος Επικρατείας από τα διοικητικά δικαστήρια, διηγείτο στους δικαστές του το ευτράπελο αυτό περιστατικό της γιαγιάς του, κάθε Μεγάλη Πέμπτη του τηλεφωνούσαν οι δικαστές του και μερικοί εξακολουθούν και τώρα ακόμη που είναι συνταξιούχος να τον ρωτούν κάθε γελώντας «Πρόεδρε Λούθκες;» κι εκείνος ν’ απαντά «Λούθκα μωρέ, λούθκα» και να σκάνε όλοι στα γέλια.
 
Εσείς «Λούθκατε;». 
 
Χρόνια Πολλά, Καλή Ανάσταση συμπατριώτες!!!

(Η φωτογραφία είναι τμήμα της ευχετήριας κάρτας της Φιλοπρόοδης Ένωσης Ξάνθης.)

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.