Κτηνοτροφια ο μεγαλος «ασθενης» της εθνικης μας οικονομιας

Φέτα, η βασίλισσα των κτηνοτροφικών μας προϊόντων, και οι προκλήσεις του μέλλοντος

Ο κλάδος της αιγοπροβατοτροφίας το 2014, βίωσε μια από τις δυσκολότερες χρονιές της στη χώρα μας και ειδικά στην περιοχή μας. Καταρροϊκός πυρετός, ευλογιά, κακές πληρωμές, προβλήματα με τους βοσκοτόπους  ήταν μερικά μόνο από τα προβλήματα με τα οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι αιγοπροβατοτρόφοι τη χρονιά που μας πέρασε, και από φέτος, το 2015 περιμένουν να δουν τι τους επιφυλάσσει η εφαρμογή της Νέας ΚΑΠ.  Τα παραπάνω προβλήματα έπληξαν σοβαρά το ζωικό κεφάλαιο, οι απώλειες του οποίου σε επίπεδο χώρας υπολογίζονται κατά μέσο όρο σε 30%, με αποτέλεσμα να αναμένεται μείωση της παραγωγής κρέατος και γάλακτος.

Βέβαια υπάρχουν και περιοχές, όπως η δική μας, που οι απώλειες από τον καταρροϊκό πυρετό και την ευλογιά είναι πολύ μεγαλύτερες. Οι απώλειες στην παραγωγή είναι επίσης σημαντικές και φθάνουν στο 20% (σε γάλα και κρέας). Αυτές έχουν ήδη αρχίσει να φαίνονται και σίγουρα στο μέλλον θα είναι ακόμα μεγαλύτερες. Οι περιοχές που έχουν πληγεί περισσότερο, εκτός από τη Θεσσαλία, είναι η Μακεδονία, η Θράκη και η Πελοπόννησος.

Ξέρουμε ότι η κτηνοτροφία μας είναι ο μεγάλος ασθενής της εθνικής μας οικονομίας και ελπίζουμε ότι τα λάθη και οι παραλείψεις του πρόσφατου παρελθόντος όχι μόνο να μη επαναληφθούν, αλλά να ληφθούν το ταχύτερο δυνατό μέτρα ανάκαμψης του κλάδου.
Τον έχει ανάγκη η χώρα μας γιατί συμβάλλει στην αυτάρκειά μας σε αιγοπροβατοτροφικά προϊόντα, στην παραγωγή της φέτας – της βασίλισσας των κτηνοτροφικών μας προϊόντων- και στην διατήρηση του κοινωνικού ιστού ιδιαίτερα σε προβληματικές περιοχές.

Είναι αναγκαία η θωράκιση του απομείναντος ζωϊκού κεφαλαίου και η οικονομική στήριξη για την ανασύσταση – ανανέωση των κοπαδιών. Πρέπει να σημειώσουμε ότι το υπάρχον κτηνιατρικό προσωπικό δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών των κτηνοτρόφων. Είναι αναγκαία η έγκαιρη και έγκυρη ενημέρωση των κτηνοτρόφων και όχι όταν τα συμπτώματα είναι πλέον ορατά, γιατί συνήθως τότε είναι πολύ αργά.

 
Οι άδειες ίδρυσης και λειτουργίας κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων

Ένα ακόμη, από τα σημαντικά προβλήματα του κλάδου είναι η νομιμοποίηση των κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων – άδεια ίδρυσης και λειτουργίας. Έχουν γίνει μερικά βήματα απλοποίησης της διαδικασίας αλλά μέχρι εκεί. Η γραφειοκρατία ζει και βασιλεύει και λειτουργεί ανασταλτικά στην πρόοδο της κτηνοτροφίας της χώρας μας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι τελευταία χρόνια περισσότεροι από 40 νέοι αγρότες  –κτηνοτρόφοι απεντάχθηκαν από το πρόγραμμα των νέων αγροτών επειδή δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν τις άδειες ίδρυσης και λειτουργίας της μονάδας τους. Αυτό λειτουργεί πολλαπλασιαστκά αρνητικά για πολλούς νέους της ευρύτερης περιοχής, που βλέπουν τις δυσκολίες του εγχειρήματος και απογοητεύονται όσο και αν αγαπούν αυτό το επάγγελμα.

Δεν ξέρω κατά πόσο θα συνεχιστούν αυτά τα προβλήματα από την ελληνική γραφειοκρατία και τις μεγάλες καθυστερήσεις χρηματοδοτήσεων τόσο για την ίδρυση όσο και για τον εκσυγχρονισμό των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων. Αν συνεχιστούν θα είναι καίριο πλήγμα για την ελληνική κτηνοτροφία που αξιοποιεί τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και παράγει εξαιρετικά προϊόντα γνωστά στα πέρατα του κόσμου.

Το θέμα των ζωοτροφών

Είναι ανάγκη επίσης οι αιγοπροβατοτρόφοι να αντιμετωπίσουν οργανωμένα το θέμα της προμήθειας ζωοτροφών, το θέμα της καλλιέργειας κτηνοτροφικών φυτών για την ιδιοπαραγωγή ζωοτροφών αλλά και των τεχνικών συντήρησής τους δεδομένου ότι το κόστος διατροφής είναι ο σημαντικότερος παράγοντας διαμόρφωσης του κόστους παραγωγής, είτε του γάλακτος είτε του κρέατος.
Το θέμα της εμπορίας είναι μια μεγάλη πληγή όσο συντηρούμε αυτό το απαρχαιωμένο σύστημα των δεκάδων μεσαζόντων που κερδοσκοπεί σε βάρος και των παραγωγών και των καταναλωτών.

Η κτηνοτροφία όπως είπαμε στην αρχή είναι ο μεγάλος ασθενής της εθνικής μας οικονομίας και αυτό το ακούω από τότε που ήμουνα φοιτητής (1968) αλλά το βλέπω και τώρα. Πολύ λίγα έχουν γίνει από τότε μέχρι σήμερα, γι’ αυτό και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο κτηνοτροφικών προϊόντων που κινείται μόνιμα πάνω από τα 1,5 δις ευρώ κάθε χρόνο. Αυτό βέβαια αφορά περισσότερο την αγελαδοτροφία και λιγότερο την αιγοπροβατοτροφία, όπου έχουμε ένα ικανοποιητικό βαθμό αυτάρκειας.

Όμως δεν εκμεταλλευόμαστε στον έπακρο τα συγκριτικά πλεονεκτήματά μας, την παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας προϊόντων που ευνοούνται από τις ιδιαίτερες κλιματολογικές μας συνθήκες, με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης του κλάδου.
Έτσι ο κλάδος δεν μπορεί να συμβάλλει στο βαθμό που μπορεί στην ανάκαμψη του πρωτογενούς τομέα, στην ανάκαμψη της εθνικής μας οικονομίας, ούτε και να θεωρείται ελκυστικός για τους νέους ανθρώπους που τόσο μεγάλη ανάγκη έχει η χώρα μας δεδομένου ότι το 65% των αγροτών μας είναι ηλικίας άνω των 55 ετών.

Χρειαζόμαστε ολοκληρωμένη εθνική αγροτική πολιτική που θα εφαρμόζεται με διαχρονική και διακυβερνητική συνέπεια και συνέχεια και όχι τις πρακτικές του βλέποντας και κάνοντας ή να κρεμόμαστε από τα οράματα των εκάστοτε υπουργών. Μετά ένα μικρό μουσικό διάλλειμα θα συνεχίσουμε την εκπομπή μας με το τυρί φέτα, το εξαιρετικό προϊόν της αιγοπροβατοτροφίας μας.

Οι τεχνικές προδιαγραφές της φέτας

Η φέτα είναι ένα παραδοσιακό ελληνικό προϊόν. Παρασκευάζεται από μίγμα κατσικίσιου και πρόβειου γάλατος και κατέχει εξέχουσα θέση ανάμεσα στα προϊόντα ΠΟΠ της χώρας μας, όχι μόνο γιατί είναι κατά παράδοση αναπό­σπαστο κομμάτι των διατροφικών συνηθειών του Έλληνα, αλλά κυρίως γιατί αποτελεί ένα εθνικό προϊόν-έμβλημα, με τεράστιες εξαγωγικές δυνατότητες που ξεπερνούν τα  385 εκατ. ευρώ.

Οι προδιαγραφές καταχώρισής της υπαγορεύονται από την Υπουργική Απόφαση 313025/11.01.1994 (ΦΕΚ 8 Β). Σύμφωνα με αυτήν, το γάλα που χρησιμοποιείται για την παρασκευή της φέτας προέρχεται αποκλειστικά από τις περιοχές Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου, Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας, Πελοποννήσου και το νομό Λέσβου και από φυλές αιγοπροβάτων που εκτρέφονται παραδοσιακά και είναι προσαρμοσμένες στην περιοχή παρασκευής της. Πρόκει­ται για γάλα πρόβειο ή μίγμα αυτού με γίδινο σε μέγιστο ποσοστό 30%, νωπό ή παστεριωμένο και με συγκεκριμένα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά, όπως ελάχιστη λιποπεριε­κτικότητα 6% κ.β. και ελάχιστο pH 6,5.
Η Υπουργική Απόφαση για τη φέτα υπαγορεύει αυστηρά την πήξη του γάλακτος εντός 48 ωρών από την άμελξή του, ενώ απαγορεύει ρητά τη συμπύκνωσή του, καθώς και την προσθήκη σκόνης ή συμπυκνώματος ή πρωτεϊνών γάλα­κτος, καζεϊνικών αλάτων, χρωστικών και συντηρητικών ουσιών σε αυτό. Για την πήξη του γάλακτος επιτρέπεται η προσθήκη παραδοσιακής πυτιάς ή άλλων ενζύμων με ανάλογη δράση. Στο παστεριωμένο γάλα είναι δυνατό να προστεθούν αβλαβείς οξυγαλακτικές καλλιέργειες ή χλωριούχο ασβέστιο σε μέγιστη συγκέντρωση 20g/100kg γάλακτος.

Η φέτα θεωρείται ως η «βασίλισσα» των ελληνικών τυριών και παράγεται με αυστηρές προδιαγραφές. Πρόκειται για παραδοσιακό τυρί άλμης, που παράγεται με συγκεκριμένη τεχνολογία. O συνδυασμός των προαναφερθέντων είναι προαπαιτούμενος για να αποκτήσει ένα τυρί τα πρωτότυπα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που θα το χαρακτηρίσουν «φέτα».

Η διαδικασία παρασκευής

Η παρασκευή της φέτας έχει συνοπτικά ως εξής: μετά την πήξη του γάλακτος, το τυρόπηγμα τοποθετείται σε κα­λούπια για φυσική στράγγιση, χωρίς πίεση. Κατά τη δι­άρκεια της φυσικής στράγγισης και όταν στερεοποιηθεί το τυρόπηγμα, υποβάλλεται σε επιφανειακό ξηρό αλά­τισμα. Σε αυτό το στάδιο, αναπτύσσεται στην επιφάνεια του τυροπήγματος άφθονη μικροχλωρίδα, η οποία συμ­βάλλει σημαντικά στην ωρίμαση του προϊόντος και στην απόκτηση των ιδιαίτερων οργανοληπτικών ιδιοτήτων του. Στη συνέχεια, το τυρόπηγμα τοποθετείται σε ξύλινους ή μεταλλικούς υποδοχείς και προστίθεται άλμη.

Η ωρίμαση του τυριού λαμβάνει χώρα σε δύο στάδια. Το πρώτο, το οποίο διαρκεί μέχρι 15 ημέρες, γίνεται σε συνθήκες μέγι­στης θερμοκρασίας 18οC και ελάχιστης σχετικής υγρασίας 85%. Στη συνέχεια και έως τη συμπλήρωση 2 μηνών, το τυρί ωριμάζει σε ψυκτικές εγκαταστάσεις θερμοκρασίας 2-4οC και ελάχιστης σχετικής υγρασίας 85%. Η ωρίμαση του προ­ϊόντος γίνεται σε εγκαταστάσεις εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής ζώνης.

Η φέτα έχει συγκεκριμένα φυσικοχημικά χαρακτηριστι­κά, δηλαδή μέγιστη υγρασία 56% και ελάχιστη λιποπε­ριεκτικότητα επί ξηρού 43%. Έχει εξαιρετική γεύση, λευκό χρώμα το οποίο δεν οφείλεται σε τεχνητές χρωστικές ουσίες και έχει χαμηλά λιπαρά. Έχει σχήμα σφηνοειδές ή ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, με ή χωρίς οπές, συμπαγή σύσταση χωρίς επιδερμίδα και διατίθεται σε διάφορες διαστάσεις και βάρη. Απαγορεύεται η προ­σθήκη συντηρητικών και αντιβιοτικών ουσιών στο τυρί και την άλμη.

Η αναγραφή της φέτας ως ΠΟΠ

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αναγνωρισιμότητα του προ­ϊόντος, αλλά και η δυνατότητα ιχνηλασιμότητάς του από τους ελεγκτικούς φορείς, η Υπουργική Απόφαση αναγνώ­ρισης της φέτας καθιστά υποχρεωτική την αναγραφή στα μέσα συσκευασίας του προϊόντος των κάτωθι ενδείξεων:

  • Τυρί
  • Φέτα
  • Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ)
  • Βάρος
  • Ημερομηνία παραγωγής
  • Αύξων αριθμός συσκευασίας, ο οποίος ορίζεται από τα δύο αρχικά γράμματα της λέξης φέτα.
  • Επωνυμία και έδρα του παραγωγού

Στην περίπτωση υποσυσκευασίας, είναι επίσης υποχρεωτι­κή η αναγραφή της ημερομηνίας συσκευασίας, καθώς και της επωνυμίας και έδρας του συσκευαστή. Τονίζεται ότι οι πέντε πρώτες ενδείξεις αναγράφονται υπο­χρεωτικά και σε κάθε συνοδευτικό έγγραφο διακίνησης του προϊόντος. Επιπλέον των ενδείξεων που απαιτούνται για κάθε προϊόν ΠΟΠ/ΠΓΕ είναι υποχρεωτική η σήμανση Πιστοποίησης του πρώην ΑGROCERT.

Είναι ενθαρρυντικό το στοιχείο του ολοένα αυξανόμενου αριθμού των επιχειρήσεων που εντάσσονται στο Σύστημα Ελέγχου και Πιστοποίησης του Οργανισμού κάθε χρό­νο, γεγονός στο οποίο πιθανόν έχει συμβάλει η ενίσχυση της συνεργασίας των αρμόδιων φορέων για την εντόπιση παραβατών, από τα σημεία παραγωγής ως και τα σημεία διάθεσης του προϊόντος.

Στόχος τόσο των ελεγκτικών μηχανισμών που οφείλουν να εντατικοποιήσουν το έργο τους όσο και όλων των εμπλεκόμενων κλάδων που υπηρετούν πιστά και με σεβασμό την ελληνική τυροκομία πρέπει να είναι η κατοχύρωση του προϊόντος “ΦΕΤΑ ΠΟΠ” στη συνείδηση του Έλληνα καταναλωτή και τυροκόμου.

Η δικαστική «μάχη» της φέτας

Έχουμε πει σε προηγούμενα άρθρα μας ότι σαν χώρα έχουμε 105 προϊόντα κατοχυρωμένα ως Π.Ο.Π. ή Π.Γ.Ε αλλά δυστυχώς τα περισσότερα διακινούνται εντός της χώρας μας.
Η παραπάνω κατοχύρωση περιορίζεται εντός των ορίων της ΕΕ. Για το λόγο αυτό πολλά προϊόντα μας έχουν δεχτεί επιθέσεις στις διεθνείς αγορές από παραγωγούς που θησαυρίζουν σε βάρος της χώρας μας. Ένα από αυτά τα προϊόντα είναι και η φέτα, δεδομένου ότι είναι ένα προϊόν με ευρεία ζήτηση σε διεθνές επίπεδο.

Η χαλαρότητα με την οποία σα χώρα αντιμετωπίζουμε πολλά πράγματα μέσα στην ΕΕ, έδωσε τη δυνατότητα στη Δανία, Γερμανία, Γαλλία και Φινλανδία να βαφτίζουν φέτα τα δικά τους λευκά τυριά, κυρίως από αγελαδινό γάλα. Μετά από μακροχρόνιες δικαστικές διαμάχες  το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο  κατοχύρωσε τη φέτα τελεσίδικα ως ελληνικό ΠΟΠ στις 25/10/2005 και έδωσε μια μεταβατική περίοδο μέχρι τον Οκτώβριο του 2007 στις παραπάνω χώρες μέχρι να ξεπουλήσουν τα αποθέματά τους σε φέτα «μαϊμού».

Όμως πριν καλά – καλά ηρεμήσουμε από τον «ευρωπαϊκό πόλεμο της φέτας» φθάσαμε στον υπερατλαντικό. Μετά πέντε χρόνια μυστικών διαπραγματεύσεων, το κείμενο της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου Ε.Ε. – Καναδά (CETA – Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία) δημοσιεύθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2014.

«Η συμφωνία περιλαμβάνει μηχανισμό επίλυσης διαφορών μεταξύ επενδυτών και κρατών (ISDS), ο οποίος επιτρέπει στις ξένες επιχειρήσεις να ενάγουν κράτη σε ιδιωτικά διεθνή δικαστήρια, αξιώνοντας αποζημίωση για κρατικά μέτρα προστασίας της υγείας, του περιβάλλοντος και της ομαλής οικονομικής ζωής, που οι επενδυτές πιστεύουν ότι υπονομεύουν τα δικαιώματά τους.

Αυτές οι διαμάχες μεταξύ επενδυτών και κρατών κρίνονται από ιδιώτες διαιτητές εμπορικών διαφορών που αμείβονται για κάθε υπόθεση την οποία εκδικάζουν, με σαφή τάση να ερμηνεύουν τον νόμο υπέρ των επενδυτών».

Οι αντιδράσεις εναντίον της CETA

Οι δρακόντειες ρήτρες προστασίας των επενδυτών έχουν εγείρει πανευρωπαϊκές αντιδράσεις, με αποτέλεσμα να θεωρείται αμφίβολη η επικύρωση της CETA από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2015.

Κανείς στον Καναδά δεν παρακολουθεί τη σχετική διαμάχη με περισσότερη προσοχή από ό,τι οι μεταλλευτικές εταιρείες, που θεωρούν ότι αν τυχόν επικυρωθεί η CETA, θα αποτελέσει όπλο για τη συνέχιση έργων εξόρυξης. Όταν η Ρουμανία, υπό το βάρος εντονότατων διαμαρτυριών, ακύρωσε την εξόρυξη χρυσού στη Ρόσια Μοντάνια από την καναδική Gabriel Resources, η εταιρεία απείλησε να προσφύγει στη διεθνή διαιτησία ζητώντας αποζημίωση 4 δισ. δολαρίων, που ισοδυναμεί σχεδόν με το 2% του ΑΕΠ της χώρας. Η εταιρεία βασίστηκε στις ρήτρες προστασίας των επενδυτών που περιλαμβάνονται σε διμερή συνθήκη Ρουμανίας – Καναδά. Αν η CETA επικυρωθεί, παρόμοια δικαιώματα θα αποκτήσουν καναδικές εταιρείες και στην Ελλάδα. «Με τη CETA, η καναδική εταιρεία ElDorado Gold θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη ρήτρα “δίκαιης και ίσης μεταχείρισης” εναντίον της Ελλάδας, σε περίπτωση που η κυβέρνηση της χώρας επιχειρήσει να σταματήσει ή να περιορίσει τις δραστηριότητές της στο μέλλον.

Όμως η εν λόγω συμφωνία καλύπτει και κτηνοτροφικά προϊόντα και συγκεκριμένα μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η πτυχή που αναφέρεται στο τυρί φέτα. Έτσι λοιπόν, όσες εταιρείες στον Καναδά εμπορεύονται ήδη προϊόντα με τη συγκεκριμένη τυρί φέτα – η πλειονότητα των οποίων φτιάχνεται με αγελαδινό γάλα – δικαιούνται να διατηρήσουν μεν την ονομασία, αλλά υποχρεώνονται αφενός να αφαιρέσουν από τις συσκευασίες σύμβολα που παραπέμπουν στην Ελλάδα και αφετέρου να αναγράφουν ευκρινώς τη χώρα προέλευσης του τυριού. Επιπροσθέτως, όσοι στο εξής ασχοληθούν με την παρασκευή λευκού τυριού οφείλουν να το αναφέρουν ως «τύπου» ή «απομίμηση» φέτας.

Για το συγκεκριμένο θέμα από ελληνικούς φορείς και ειδικούς, υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις για ένα διάστημα, αλλά μετά όλα χαλάρωσαν. Όλες οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι αν η συμφωνία τεθεί σε ισχύ, θα βλάψει σοβαρά την ασθμαίνουσα ελληνική κτηνοτροφία, γιατί θα μειωθεί η ζήτηση της γνήσιας φέτας. Όλοι τονίζουν ότι πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες και να κάνουμε σαφές  ότι όποιο λευκό τυρί κυκλοφορεί ως φέτα και δεν παράγεται με συγκεκριμένες προδιαγραφές στην Ελλάδα, είναι “μαϊμού” και επιστημονικά μη αποδεκτό. Δεν νοείται σε μια αγορά να πωλούνται δύο διαφορετικά προϊόντα με την ίδια ονομασία – ένα από τα δύο θα είναι πλαστό. Αυτό συνιστά χαρακτηριστική περίπτωση παραπλάνησης του καταναλωτή.

Επιπλέον και σύμφωνα με την συμφωνία CETA  σε περίπτωση  αποδοχής άλλου προϊόντος ως φέτας αυτομάτως αυτό ακυρώνει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και μας βάζει σε ανυπολόγιστους μπελάδες. Οι Έλληνες μεταποιητές νιώθουν απροστάτευτοι δεδομένου ότι δεν έχει συγκροτηθεί ένας ελεγκτικός μηχανισμός που να εντοπίζει παραβάσεις στην Ε.Ε. αλλά και στην παγκόσμια αγορά – και όχι μόνο για τη φέτα αλλά και για μια πληθώρα άλλων ελληνικών προϊόντων , επιτρέποντας έτσι σε ξένες εταιρείες να θησαυρίζουν σε βάρος μας.

Εμείς οι ίδιοι είμαστε αυτοί που διαχρονικά σαμποτάρουμε το προϊόν μας

Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι χαρακτηρισμοί ΠΟΠ και ΠΓΕ ισχύουν μόνο εντός της ΕΕ, επομένως στη διεθνή αγορά δεν μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Χρειάζεται συστηματική επένδυση στην ποιότητα του προϊόντος, να αυξήσουμε την υπεραξία και την αναγνωρισιμότητά του. Τόσα χρόνια είχαμε εφησυχάσει με την έννοια των ΠΟΠ προϊόντων και δεν ενδιαφερόμασταν για τη βελτίωσή τους. Ζητούμενο λοιπόν είναι η αναβάθμιση της ποιότητας για να καταστήσουμε τη φέτα εμπορικά ισάξια του ροκφόρ. Και ο μόνος δρόμος για να το πετύχουμε αυτό είναι να επενδύσουμε τόσο στις αυτόχθονες φυλές αιγοπροβάτων όσο και στην ενδογενή μικροχλωρίδα (μικροοργανισμοί) των τυριών μας, αλλά ταυτόχρονα και στην επιστημονική έρευνα.

Όμως δεν είναι σωστό να αποσιωπούμε και το γεγονός ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε αυτοί που διαχρονικά σαμποτάρουμε το προϊόν μας. Έως πριν από οκτώ χρόνια, όταν και εφαρμόστηκε το ισοζύγιο γάλακτος (με το οποίο οι τυροκόμοι άρχισαν να δηλώνουν κάθε μήνα πόσους τόνους γάλα προμηθεύονται και από πού), η νοθεία με διάφορων ειδών γάλατα (σκόνες, αγελαδινό, βουλγάρικο) γινόταν σε τέτοιο βαθμό, που η Ελλάδα δήλωνε σχεδόν διπλάσιες ποσότητες φέτας από αυτές που δικαιολογούσε η αιγοπρόβεια γαλακτοπαραγωγή της.

Ακολούθησε η αθρόα εισαγωγή προβάτων, κυρίως από τη Γαλλία (της φυλής Lacaune), και τώρα λέγεται ότι χρησιμοποιούνται διογκωτικά μέσα ώστε ο τυροκόμος με 3,5 κιλά πρώτης ύλης (η κανονική αναλογία είναι 4:1) να παρασκευάζει φέτα. Να σημειώσουμε επί πλέον ότι η Ελλάδα εισάγει από τη Δανία μικροοργανισμούς (πυτιά) για να φτιάχνει τη φέτα! Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί η ενέργεια  πολλών μαγαζιών μαζικής εστίασης, που, παρά την αγορανομική διάταξη, σερβίρουν τη χωριάτικη σαλάτα με λευκό τυρί αντί για φέτα, και η ασυνειδησία μερίδας ιδιοκτητών σούπερ μάρκετ, που πουλάνε φυτικά προϊόντα (αναπληρώματα τυριών) στο ψυγείο με τα τυριά.

Συμπερασματικά, το πρόβλημα που αποκαλύπτει η εμπορική συμφωνία της Ε.Ε. με τον Καναδά είναι η απουσία ενός διεπαγγελματικού φορέα της φέτας, στα πρότυπα του αντίστοιχου ιταλικού για την παρμεζάνα, ο οποίος θα έχει την απόλυτη διαχείριση του προϊόντος, από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων παραγωγής του μέχρι την προστασία και την προβολή του. Έτσι, δεν θα περισσεύει χώρος για πολιτικά παιχνίδια, η χώρα δεν θα εμφανίζεται διχασμένη στους ανταγωνιστές της και ο Έλληνας καταναλωτής θα έχει επιτέλους μια σωστή πληροφόρηση.

Η ονομασία φέτα, για την Ελλάδα, δεν είναι απλά η ονομασία ενός παραδοσιακού προϊόντος. Η φέτα αναφέρεται ακόμη από τον Όμηρο, συνεπώς συνδεόμαστε  με αυτή με δεσμό αιώνων που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να διαρραγεί. Η νέα κυβέρνηση πρέπει να δει το θέμα με τη δέουσα προσοχή και να προσπαθήσει  να μην ευοδωθούν όσα δυσάρεστα για τη φέτα μας μεθοδεύονται και παράλληλα με διμερείς ή πολυμερείς συμβάσεις με τρίτες χώρες, να επιδιώξει την επέκταση των κεκτημένων της σε αυτές.

Όπως βλέπετε αυτά που έχουμε να κάνουμε είναι πάρα πολλά, γι αυτό και γίνομαι ίσως κουραστικός όταν λέω ότι έχουμε ανάγκη από μια εθνική αγροτική πολιτική με σταθερές κατευθύνσεις, προσανατολισμούς και στόχους που θα εφαρμόζεται με διακυβερνητική συνέπεια και συνέχεια, ώστε να ξέρουμε που βρισκόμαστε και που θέλουμε να φτάσουμε.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.