Η οδυσσεια του Ομηρου

[Με αφορμή ένα διαγώνισμα]

Περίοδος διαγωνισμάτων, δύσκολη δηλαδή για μαθητές και καθηγητές, για διαφορετικούς λόγους. Μπροστά μου μια στοίβα γραπτών από το μάθημα της Οδύσσειας στην Α΄ Γυμνασίου. Το σχολικό εγχειρίδιο ανοικτό, τα κείμενα των μαθητών δίπλα, οι οδηγίες για τον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών πιο κει. Για μία ακόμη φορά αναδεικνύεται πόσο αγεφύρωτο είναι το χάσμα ανάμεσα στο τι (πρέπει να) ζητάμε από τους μαθητές να γράψουν για το κείμενο μέχρι το τι μπορούν, μα κυρίως το τι θέλουν εκείνοι να γράψουν. Ερωτήσεις για τη δομή, την αφηγηματική και περιγραφική τεχνική, τους εκφραστικούς τρόπους, στοιχεία πολιτισμού, παράλληλα κείμενα, και κάπου ανάμεσα, στο ένα τέταρτο βαθμολογικά, η κατανόηση του ίδιου του κειμένου. Όλα τα παραπάνω σχετίζονται ή αφορμώνται από το κείμενο βεβαίως. Βεβαιότατα. Καταλήγουν όμως σε αυτό; Συνδέονται με την κατανόηση του κειμένου, χωρίς το οποίο τίποτε από τα παραπάνω δεν υπάρχει; Και μια ερώτηση ακόμη πιο «ρητορική»: Σχετίζονται με την απόλαυσή του;
 
Προβληματίζομαι ακόμη κατά πόσο τα παρόντα εγχειρίδια είναι προσφορότερα για την κατανόηση ή την απόλαυση του ομηρικού κειμένου, σε σύγκριση με αυτά της δικής μου μαθητικής εποχής, και τα παλαιότερά τους, ίσως. Τότε που το μόνο κείμενο που είχαμε μπροστά μας ήταν αυτό του Ομήρου, σε μια ίσως απαιτητική γλωσσικά – σε κάποια μόνο σημεία, και μόνο στην αρχή – αλλά αξέχαστα γοητευτική μετάφραση των Καζαντζάκη – Κακριδή. Τότε που το κείμενο δεν πνιγόταν εν μέσω εκτενών και δυσνόητων εισαγωγών, που καλούν τον απόφοιτο της έκτης δημοτικού (του σήμερα) να γνωρίζει τι σημαίνει «αφηγηματικό ποίημα», «συλλογική έκφραση», «πολιτισμικές διαστρωματώσεις» ή «κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις». Τότε επίσης που το κυρίως κείμενο δεν ασφυκτιούσε μεταξύ ευάριθμων διευκρινιστικών σχολίων, παραθεμάτων, παράλληλων κειμένων και πλήθους εξωγενών πληροφοριών.
 
Τα περισσότερα από τα σχολικά εγχειρίδια των τελευταίων χρόνων υποπίπτουν, κατά την ταπεινή μου άποψη, σε δύο σφάλματα. Αρχικά, προκρίνουν τη σχολαστική επιστημοσύνη έναντι της απλής κι εύληπτης γνώσης που θα οδηγούσε δυνητικά στη βαθύτερη κατανόηση. Ίσως από το άγχος προβολής της επιστημονικής τους επάρκειας (εύκολα βρίσκονται οι «καλοπροαίρετοι» τιμητές), οι συγγραφείς των βιβλίων συνθέτουν βιβλία που βρίθουν πληροφοριών, καθιστώντας τα έργα τους άμεμπτα επιστημονικώς, αλλά λιγότερο προσβάσιμα διδακτικώς. Έπειτα, πολλά εγχειρίδια δίνουν την εντύπωση ότι υπεισέρχονται σε μια, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητή, «κόντρα» με εντελώς διαφορετικούς τρόπους μετάδοσης της πληροφορίας, κυρίως το διαδίκτυο. Η πληθώρα πληροφοριών, εικονιδίων, υποσημειώσεων, παρασελίδιων αναφορών, κλπ., που μπορούν να ανοίξουν δυνητικά φυγόκεντρες αναγνωστικές διόδους, παραπέμπει σχεδόν σε εκτύπωση διαδικτυακής οθόνης. Η προαίρεση αγαθή: η προσέλκυση του ενδιαφέροντος του μαθητή που έχει συνηθίσει σε πολυμεσικά περιβάλλοντα.
 
Ωστόσο, το σχολικό εγχειρίδιο δεν έρχεται να υποκαταστήσει παρόμοια μέσα, τα οποία εξάλλου μπορούν να αξιοποιηθούν συμπληρωματικά προς τα εγχειρίδια. Παρόμοια (ψευδο-)πολυτροπική μορφή δρα εν τέλει αποπροσανατολιστικά. Μπορεί να αποσπάσει τον μαθητή από το κείμενο που φιλοξενεί, διαρρηγνύοντας τη συνοχή του και τη συνέχεια της ανάγνωσης. Κι είναι τόσο εύκολη η διάσπαση της αναγνωστικής, πολύ δε μάλλον της μαθητικής, προσοχής. Με άλλα λόγια, τα εγχειρίδια, τουλάχιστον σε έργα όπως αυτά της Οδύσσειας και της Ιλιάδας, καθώς και άλλων λογοτεχνικών έργων, θα έπρεπε ίσως να προσφέρουν αυτό που δεν καταφέρνουν να προσφέρουν τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα: έναν συνεχή αφηγηματικό κορμό, που θα κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη ακριβώς μέσα από αυτόν. Θα παρέχουν, βεβαίως, τα νήματα για διακειμενικές, διακαλλιτεχνικές και άλλες συνδέσεις, χωρίς όμως να υπονομεύει το βασικό κειμενικό νήμα.
 

Κι ένας τελευταίος προβληματισμός. Νιώθει κανείς στη διδασκαλία του Ομήρου, και της λογοτεχνίας, ευρύτερα, ότι μερικές φορές προβάλλεται περισσότερο ο λόγος περί του κειμένου, αντί του λόγου του ίδιου του κειμένου. Τι σημασία έχει να μαθαίνουν οι μαθητές για αναλήψεις και προλήψεις, για προϊδεασμούς και προοικονομίες, όταν δεν έχουν αίσθηση της θαυμαστής οικονομίας του ομηρικού έπους; Όταν δεν λαχταρούν να διαβάσουν ή να ακούσουν τη συνέχεια της αφήγησης, όταν δεν αγωνιούν, δεν κάνουν οι ίδιοι προβλέψεις, όταν δεν γραπώνονται από τις λέξεις, δεν γοητεύονται από τις νύξεις ή δεν απολαμβάνουν τις σιωπές του κειμένου;
 
Τι σημασία έχει, λόγου χάρη, να εξακριβώσει ο διδάσκων ότι ο μαθητής απομνημόνευσε και καταγράφει σωστά τους τρόπους θεϊκής παρέμβασης στη ζωή των ανθρώπων (α) επιφάνεια, β) μεταμόρφωση σε άνθρωπο, γ) αθέατη βοήθεια), όταν ο μαθητής δεν καταλαβαίνει γιατί η Αθηνά επιλέγει να ενσαρκωθεί ως Μέντης, ως φίλος πατρικός, ως συνομήλικος του Οδυσσέα, για να συνομιλήσει με τον Τηλέμαχο, που μεγάλωσε χωρίς να έχει μεγαλώσει, ελλείψει της πατρικής φιγούρας; Με λίγα λόγια, αν δεν νιώσουν τα παιδιά τη λειτουργία παρόμοιων εννοιών, τη σημασία τους για το κείμενο, χάνουν την αξία τους. Αν δεν τους δείξουμε εμείς οι δάσκαλοι, με καλά ή λιγότερο καλά εγχειρίδια, ότι αυτά είναι τα μέσα κι ότι ο σκοπός είναι η κατανόηση κι η απόλαυση του κειμένου, το «παιχνίδι» έχει χαθεί.
 
Περίοδος διαγωνισμάτων. Μπροστά μου μια στοίβα γραπτών στο μάθημα της Οδύσσειας. Απέναντι περιμένει μια στοίβα για τις αναγνώσεις των επερχόμενων διακοπών. Ανάμεσά τους το τελευταίο μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου με τίτλο «Τελευταία νέα από την Ιθάκη». Διαβάζω στο οπισθόφυλλο: «Θεοί, ήρωες, νεράιδες, εραστές, φίλοι, καθάρματα, μπεσαλήδες και νταήδες ταξιδεύουν στα τρικυμισμένα νερά της ιστορίας και φτάνουν από τα χρόνια του Ομήρου στις μέρες μας, άλλοι σώοι και άλλοι ναυαγοί. Πηνελόπη είναι μια νιόπαντρη γυναίκα που έχασε τον άντρα της στην Κατοχή• Αχιλλέας, ένας αξιωματικός του ’22 που άξιζε να μείνει αθάνατος• Καλυψώ, η ερωμένη της διπλανής πόρτας• Τηλέμαχος, ένα τσιγγανάκι που νοσταλγεί τον πατέρα του• Αθηνά, μια μητέρα-προστάτιδα για τα παιδιά της• Ελένη, η ωραία που πάντοτε θα αναστατώνει …». Και κοντά του το καινούργιο βιβλίο του Μιχάλη Γκανά με τίτλο «Ομήρου Οδύσσεια του Μιχάλη Γκανά». Μια «νέα Οδύσσεια» για «νέους αναγνώστες» ξαναγραμμένη με την ιδιαίτερη ποιητική φωνή του Γκανά, ο οποίος ενθέτει στο κείμενο στοιχεία από όλη την παράδοση της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας.
 
Μάλλον κάποιοι παλαιότεροι δάσκαλοι, με λιγότερο προηγμένα εκπαιδευτικά μέσα κατάφεραν κάπως να κάνουν ορισμένους, έστω, μαθητές να απολαύσουν τα ομηρικά έπη. Να τους μυήσουν στον κόσμο τους, να δουν τη λογοτεχνική και συμβολική αξία τους, να τα ζωντανέψουν, να καταδείξουν τη σχέση τους με τη σημερινή εποχή. Και κάτι ακόμη πιο δύσκολο: να τα καταστήσουν πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Ίσως δεν ήταν καν φιλόλογοι, όπως λ.χ. ο γυμναστής, ο οποίος σύστησε την Οδύσσεια, σε μετάφραση του Εφταλιώτη, στον δεκαεξάχρονο Γκανά, κατά την ομολογία του ίδιου. Πάντως το «παιχνίδι» από αυτούς κερδήθηκε. Ο λόγος τώρα σε μας.

Περισσότερες ανα-γνώσεις από τον Σπύρο Κιοσσέ εδώ
 

*Ο Σπύρος Κιοσσές είναι φιλόλογος

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.