Η διπλη αναγνωση για την ιδρυση της 4ης Νομικης

*Του Κωνσταντίνου Γ. Μουρτοπάλλα

Η εξαγγελία της ίδρυσης 4ης Νομικής στην Πάτρα τέθηκε για πρώτη φορά τον περασμένο Μάρτιο, χωρίς να γνωρίζουμε αν αποτελεί μέρος μιας συνεκτικής νομοθετικής πολιτικής ή μια ακόμα κυβερνητική ακριτομυθία. Αυτή τη φορά όμως επανατέθηκε με τρόπο οξύ που μας καλεί όχι μόνο να αντιδράσουμε, αλλά να προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε την “Γαβρόγλεια” λογική της προωθούμενης νομοθετικής ρύθμισης. Θα λέγαμε πως η επιλογή αυτή ερμηνεύεται με μια διπλή ανάγνωση.
 
Η πρώτη ανάγνωση αποδίδει την ρύθμιση αυτή στην τυχαιότητα, η οποία χαρακτηρίζει γενικότερα την ασκούμενη πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ, όπου συμφύρεται ο νομοθετικός ανορθολογισμός με την πολιτική αμετροέπεια. Η τυχαιότητα όμως εμφανίζεται μόνο ως προς την εφαρμογή της πολιτικής και όχι ως προς την ιδεολογική της νομιμοποίηση. Η δεύτερη λοιπόν ανάγνωση εστιάζει στο ιδεολογικοπολιτικό περίβλημα της ρύθμισης , το οποίο τελικώς και αναδεικνύει την σκοπιμότητα της. Η ίδρυση της 4ης Νομικής είναι μέρος μιας κεντρικής στόχευσης του Υπουργού Παιδείας & Θρησκευτικών κ. Κ. Γαβρόγλου την οποία είχε εκφράσει ο ίδιος το 2014 ( «Μια σοβαρή ήττα της Αριστεράς στα Πανεπιστήμια», Αυγή, 20.7.2014) : «Τίποτα όμως δεν εγγυάται ότι θα ξαναπαίξουμε ηγεμονικό ρόλο στα πανεπιστήμια, αν δεν ξανά ορίσουμε, μαζί με άλλους, την ατζέντα των θεμάτων που πρέπει να συζητηθούν». Εξέφραζε δε την απορία της ιδεολογικής απονομιμοποίησης της Αριστεράς στα πανεπιστήμια, ενώ σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής κάλπαζε ο προκυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ («Η άνοδος της Αριστεράς, δεν αποτυπώνεται ούτε οργανωτικά ούτε πολιτικά ούτε ιδεολογικά στα πανεπιστήμια. Πώς εξηγείται η απουσία ή έστω η αναποτελεσματικότητα της Αριστεράς στα πανεπιστήμια;»).
 
Ο χώρος των πανεπιστημίων , αποτελούσε ανέκαθεν, εκτός από μηχανισμό εκπαιδευτικό, επιχειρησιακό, ερευνητικό, μηχανισμό έκφρασης ιδεολογίας της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η οργάνωση και η λειτουργία των πανεπιστημίων, είναι επομένως μέρος, μιας ενιαίας αντίληψης για το ρόλο και την αξία της Παιδείας σε μια δημοκρατική κοινωνία. Επομένως, οι επιλογές του Υπουργού Παιδείας & Θρησκευτικών φέρουν ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό στίγμα, που εκδηλώνεται με έναν ακραία ρεβανσιστικό τρόπο μιας και ο ίδιος υποστήριζε πως : «Οι πανεπιστημιακοί ως κοινωνική κατηγορία έχουν γίνει ένα εξαιρετικά συντηρητικό σώμα». Εφόσον μέχρι προσφάτως η Αριστερά δεν μπορούσε ενδοπανεπιστημιακά να διαδραματίσει ούτε έναν δευτερεύοντα ρόλο, ασκώντας την εξουσία εφαρμόζει μια βοναπαρτική και βολονταριστική πολιτική που όχι μόνο δεν ανέχεται αλλά αποκλείει ολοσχερώς τον διάλογο με τους κοινωνικούς φορείς, αλλά και μια διαδικασία προκοινοβουλευτικής διαβούλευσης. Με τον ίδιο αυταρχισμό αντιμετωπίζεται και το φοιτητικό κίνημα το οποίο à la carte θεωρείται ρωμαλέο όταν υπερασπίζεται το πανεπιστημιακό άσυλο και luben όταν αντιτάσσεται στην προώθηση συγκεκριμένης νομοθετικής ρύθμισης.
 
Αμυνόμενοι υπέρ του ΔΠΘ, αμυνόμαστε ουσιαστικά υπέρ της ελευθερίας της  επιστήμης και της διδασκαλίας. Η δημιουργία 4ηςΝομικής που υπακούει στην βουλησιοκρατία της πολιτικής καθιστά το ΑΕΙ εξαρτημένο από την κρατική εξουσία ενισχύοντας την σχέση της κεντρικής διοίκησης με τα ΑΕΙ που απολαμβάνουν ένα ιδιαίτερο καθεστώς αυτοδιοίκησης. Ένας ιδρυτικός νόμος που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα (λ.χ. ο ν.4521/2018 για την ίδρυση του Πανεπιστήμιου Δυτικής Αττικής,  στο άρθρο 4 προβλέπει ότι η επιλογή καθηγητών σε πρωτοβάθμιες θέσεις δεν γίνεται από εκλεκτορικό σώμα απαρτιζόμενο από μέλη ΔΕΠ, αλλά από πενταμελή επιτροπή ο διορισμός της οποίας εγκρίνεται από τον Υπουργό), επιβεβαιώνει ότι η ίδρυση ενός πανεπιστημίου είναι μέρος της προώθησης μικροκομματικών συμφερόντων. Σε κάθε περίπτωση, η ίδρυση ενός τμήματος οδηγεί συνήθως σε μια επιτροπευόμενη λειτουργία του, όταν αυτή δεν είναι προϊόν μιας επιστημονικά διαπιστούμενης ανάγκης, αλλά μέρος μια ρουσφετολογικής πολιτικής. Η διατήρηση τριών Νομικών διασφαλίζει την καθαρότητα της νομικής επιστήμης, η οποία έχει συγκεκριμένα ερευνητικά αντικείμενα, που πόρρω απέχουν από το προτεινόμενο πρόγραμμα σπουδών που είναι ένας συμφυρμός κοινωνιολογίας και πολιτικών επιστημών. Και η διδασκαλία, αν αναλύεται σε ελευθερία έρευνας και εξωτερίκευσης των πορισμάτων αυτής, θίγεται, εφόσον η υποχρηματοδότηση συνεχίζεται απαραμείωτα. Άλλωστε η αυστηρή διάκριση και ένθεση των δικαιωμάτων σε ένα και μόνο status ( activus, positivus, negativus), παραβλέπει την πολυπλοκότητα και τη συνθετότητα των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων που επιτάσσουν μια δυναμική λειτουργία του κράτους εκδηλούμενη με λήψη θετικών μέτρων προς ενίσχυση ενός δικαιώματος.
 
Όσο αποψιλώνεται ο πολιτικός χρόνος της κυβέρνησης, τόσο θα αυξάνεται η εξουσιομανία των κυβερνώντων, οι οποίοι στον βωμό μιας μονομανούς ιδεοληψίας – που αντιμετωπίζει τις νομικές σπουδές ως ένα κοινωνικοποιημένο αγαθό προσβάσιμο σε όλους – ενδέχεται να προκαλέσουν μια ανήκεστο βλάβη σε ένα πανεπιστήμιο όπως το Δημοκρίτειο, το οποίο έχει δημιουργήσει μια ανεξάρτητη νομική παράδοση, που το τοποθετεί ανάμεσα στα καλύτερα πανεπιστήμια διεθνώς. Πώς να εμπιστευτούμε άλλωστε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που φέρει τα δύο πρόσωπα του Ιανού; Με το ένα μιλά για την ανάγκη υπεράσπισης του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστήμιων αντιμαχόμενη λυσσαλέα την ίδρυση των ιδιωτικών και με το άλλο προσπαθεί να δικαιολογήσει την υποβάθμιση τους, οργανωτική και δημοσιονομική.
 
* Ο Κωνσταντίνος Γ. Μουρτοπάλλας είναι Φοιτητής Νομικής ΔΠΘ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.