Γλωσσα και Εθνικη Αμυνα

«Αν θέλεις να εξαφανίσεις ένα λαό, εξαφάνισε τη γλώσσα του» (Βλαδίμηρος Λένιν)

Η 9η Φεβρουαρίου κάθε χρόνου είναι αφιερωμένη στην ελληνική γλώσσα. Τα  αποσπάσματα  από την  ομιλία του  διακεκριμένου ιστορικού Σαράντου  Καργάκου που έγινε στις 28 Μαρτίου 1992 από την Εταιρεία  Παιδαγωγικών  Επιστημών  Κομοτηνής είναι επίκαιρα και διαχρονικά:

«Η Ελλάς σήμερα αγωνίζεται σε πολλά μέτωπα και με πολλούς τρόπους για την υπεράσπιση των εθνικών εδαφών και ιστορικών της δικαίων, κυρίως για την προάσπιση κάποιων ευαίσθητων περιοχών, όπως η Μακεδονία, η Θράκη, η Κύπρος. Γεννιέται όμως το ερώτημα, ποιάν εντύπωση ελληνικότητος “εισπράττει” ο ξένος που επισκέπτεται την Ελλάδα και διαπιστώνει ότι η ελληνική επιγραφή έχει καταντήσει εθνογραφικό αξιοπερίεργο, η ελληνική γραφή σταδιακά υποκαθίσταται από την αγγλική, η ομιλία των παιδιών μας μοιάζει με το γλωσσικό ιδίωμα των μεσοδυτικών πολιτειών των Η.Π.Α., ενώ στις μουσικές προτιμήσεις των νέων κυριαρχεί πρωτίστως η ξενική και δευτερευόντως μια χυδαιολαϊκή μουσική που παραπέμπει σε σκοπούς και καημούς της λαγγεμένης Ανατολής; Μήπως ζούμε σ' άλλη χώρα; Ή, μήπως, η παραίτηση από τη γλώσσα μας σημαίνει παραίτηση από τον εθνισμό μας; Μήπως το αμύνεσθαι περί πάτρης ισοδυναμεί με το αμύνεσθαι περί γλώττης; Και αν είναι έτσι -και όντως είναι έτσι-, τότε μήπως η καλύτερη θωράκιση της χώρας μας δεν είναι μόνο τα οπλικά συστήματα, αλλά η στήριξη, η διεύρυνση και η καλλιέργεια σε βάθος της ελληνικής σε κάποιες ευαίσθητες περιοχές – και όχι μόνο σ' αυτές;

 

Προτού εκθέσουμε τις δικές μας απόψεις, εκχωρούμε τον λόγο στους ποιητές που έχουν το τραγικό προνόμιο να βλέπουν, όταν οι άλλοι δεν θέλουν να βλέπουν και να προειδοποιούν, έστω κι αν η φωνή τους προσκρούει όχι σε τοίχους που έχουν αυτιά (αυτοί ακούνε) αλλά σε αυτιά που έχουν τοίχους (αυτοί δεν ακούνε). Λέει, λοιπόν, ο ποιητής:

“Χάσαμε το δρόμο μας. Για πού τραβάμε;

Μας οδηγεί στον κάμπο μέσα ο δαίμονας Και

πέρα δώθε στα σκοτάδια τριγυρνάμε….”

Τα λόγια αυτά του Αλεξάνδρου Πούσκιν εικονογραφούν την κατάσταση της σημερινής Ελλάδος. Ο σύγχρονος Έλληνας είναι απυξίδωτος. Ταξιδεύει στη θάλασσα του ανιδανισμού. Λεν έχει προορισμό. Προσπαθεί να βρει κάποιο φως. Αλλά δεν το ζητά μέσα του. (Αγνοεί το “ένδον σκάπτε”).

Θέλει (το φως απέξω). Ένα φως “εισαγόμενο” που δεν φωτίζει αλλά σκοτίζει και ενίοτε τυφλώνει και σκοτώνει. Κι όμως φάρος και καλός άγγελος στην πορεία μας δεν είναι άλλο παρά η γλώσσα μας, που οδηγεί στην καταγωγή μας. Παραίτηση από τη γλώσσα μας σημαίνει παραίτηση και από τους προγόνους μας. Οι πρόγονοι μπορεί να μην είναι παρόντες αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι και απόντες. Ό,τι είναι παρελθόν, δεν σημαίνει πως είναι απόν. Λέει ο στοχαστικός Σεφέρης: Ένα μέρος του παρελθόντος μένει πάντα ζωντανό και κινδυνεύουμε καταφρονώντας τη ζωντάνια του” (Άλλος το είπε διαφορετικά: μέλλον είναι το παρελθόν που μπαίνει από άλλη πόρτα. Και συμπληρώνω: κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει το παρελθόν!). Για τούτο φρονώ: η βαθειά έγνοια για τη γλώσσα μας δημιουργεί μια τεράστια δεξαμενή μέλλοντος, μια τεράστια δεξαμενή δυνατοτήτων. Χρέος μας είναι να προστατεύσουμε την δεξαμενή αυτή από τη γλωσσορύπανση, τη λογορρύπανση που είναι απότοκος ενός φαινομένου που ονομάζεται ηθορρύπανση.

Σήμερα η Ελλάς (βρίσκεται γεωγραφικά στο Τρίγωνο των Βερμούδων). Είναι στο μάτι του κυκλώνα. Ποικίλες οι εξωτερικές απειλές. Η πιο εμφανής, έμπρακτη και προκλητική, είναι η απειλή της Άγκυρας. Έναντι του ελλαδικού χώρου η τουρκική εξωτερική πολιτική παρουσιάζεται με τη μορφή τρίαινας. Το ένα άκρο έχει μπηχτεί βαθειά, χρόνια τώρα, στη Βόρεια Κύπρο. Το άλλο ακουμπά στη Θράκη. Το μεσαίο, το πιο αιχμηρό και μακρύ, είναι έτοιμο να μπηχτεί στα νησιά του Αιγαίου. Και εμείς όπως πάντα καθεύδομεν τον νήδυμον ή κοιμεύμεθα υπό μανδραγόραν, ή των οικιών ημών εμπιμπραμένων ημείς άδομεν. Κι ακολούθως θρηνούμε επί των ερειπίων. Και σωριάζουμε κατάρες κι αναθέματα στους ξένους. Και τους λέμε αχάριστους που ξέχασαν πόσα οφείλουν στους προγόνους μας. Αλλά ποτέ δεν σκεπτόμαστε τι οφείλουμε εμείς στους προγόνους μας. Δείγμα μικρότητος. Γιατί οι μεγάλοι λαοί έχουν θέληση· οι μικροί… παράπονα.

Ζω σ' έναν τόπο σημαίνει βιωματική εγκατοίκηση μέσα στη γλώσσα του. Η γλώσσα είναι πατρίδα. “Για μας η ψυχή μας είναι το όνομά μας” γράφουν οι Οδ. Ελύτης, Ελένη Γλύκατζη και άλλοι στην επιστολή που έστειλαν στους υπουργούς εξωτερικών της ΕΟΚ. Κι αυτή η πατρίδα, το όνομα στον τόπο μας συνεχώς λιγοστεύει. Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε είναι ό,τι απέμεινε από την ελληνική. Αυτή την ένδοξη “Ελληνική Λαλία” που κάποτε (“ως μέσα στην Βακτριανήν την επήγαμεν, ως τους Ινδούς”), την εξορίζουμε από τη γη που τη γέννησε. Εν ονόματι της προόδου! Και πρωτοπόρους στον εξοστρακισμό η Αθήνα. Το “δαιμόνιον πτολίεθρον”, η “Ελλάδας παιδεύσεις” του Πινδάρου έχει γίνει αυτό που είπε δεκάδες χρόνια τώρα ο Παλαμάς: “μουρλή γλωσσοκοπάνα πολιτεία”. Όπως θα έλεγε ένας σύγχρονος Μιχαήλ Χωνιάτης, κινδυνεύεις να γίνεις βάρβαρος, αν μείνεις χρόνια πολλά στην Αθήνα. Γιατί το άλλοτε “κλεινόν άστυ” από κέντρο του Ελληνισμού, έχει μετατραπεί σε κέντρο φιλοξενίας ξένων επιρροών και ρευμάτων που εκτοπίζουν κάθε στοιχείο ελληνικότητος. Κι όλο μιλάμε για αποκέντρωση. Αλλ’ αυτό που αποκεντρώνεται και απονεκρώνεται είναι η συνείδηση της Ελληνικότητας. Την ώρα που η Β. Ελλάς βοούσε στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, η χαζοχαρούμενη πρωτεύουσα γιόρταζε αυτάρεσκα τον Άγιο Βαλεντίνο!

Ο Ελύτης στο “Άξιον εστι” γράφει: “Η γλώσσα που μου δίδαξαν ελληνική· μοναχή έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου… “. Σήμερα, αν ήξερε (και μάλλον ξέρει, γι’ αυτό και σιωπά) το πώς διδάσκουμε την ελληνική στα σχολεία μας, δηλαδή μ’ ένα αμερικανότροπο σύστημα “παζλ”, θα έγραφε άλλο ποίημα με τίτλο “ανάξιον εστίν” ή μάλλον “ανάξιοι εσμέν”. Σήμερα τα παιδιά μας δεν είναι ότι δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τους απλούς στο λόγο Ξονοφώντα, Λυσία και Ισοκράτη, δεν μπορούν να καταλάβουν ούτε τη γλώσσα της Γραφής, ούτε εκφράσεις της Γραφής που έγιναν παροιμιακός λόγος, δεν μπορούν να καταλάβουν ούτε τους κορυφαίους των νεώτερων Ελληνικών Γραμμάτων, όπως στη Λογοτεχνία τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Θρακιώτη Γεώργιο Βιζυηνό, στο δοκίμιο και στη σάτιρα έναν Ροΐδη, στην Ιστορία έναν Παπαρηγόπουλο, στα νομικά έναν Σαρίπολο κι έναν Μπαλή και στην πολιτική δεν θα μπορέσουν πολιτικά να γυμνάσουν τη σκέψη τους με τους λόγους ενός Καποδίστρια, ενός Τρικούπη, ενός Βενιζέλου, ενός Δημ. Γούναρη. Δεν υποτιμώ τους λόγους των συγχρόνων πολιτικών, Αλλ' μιλώντας ως παιδαγωγός, τούτο μπορώ να πω: σε μεγάλο ποσοστό δεν προσφέρονται για παιδαγωγία. Δεν μορφώνουν πολιτικό γλωσσικό ήθος. Κατά μεγάλο ποσοστό όλοι χρησιμοποιούν τη δική τους ξύλινη γλώσσα.

Η γλώσσα δεν είναι απλός κώδικας επικοινωνίας. Είναι σύστημα αξιών, φορέας αξιών. Όταν καταρρέει η γλώσσα, καταρρέει και το σύστημα αξιών που εκφράζει. Και χωρίς πίστη σε αξίες δεν μπορούμε να μιλάμε για εθνική άμυνα. Η καλύτερη άμυνα προκύπτει από τη θέληση για άμυνα. Όταν εμείς εγκαταλείψαμε τις γλωσσικές Θερμοπύλες μας, γιατί θα υπερασπίσουμε αύριο κάποιες γεωγραφικές Θερμοπύλες; Άλλωστε δεν ήταν Τούρκος ούτε Σκοπιανός αυτός που μ’ένα βιβλίο 500 σελίδων έβγαλε δειλούς τους Τριακοσίους, προδότη τον Λεωνίδα και ιστορικό θύμα της σπαρτιατικής κακουργίας τον Εφιάλτη. Έλληνας ήταν μάλιστα γενικός επιθεωρητής της πρωτοβαθμίου εκπαιδεύσεως. Κι όμως στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης κυριαρχούσαν τα πανώ που έλεγαν “Σκοπιανοί, μολών λαβέ”. Ως Δάκων τους συγχωρώ για το τεράστιο λεκτικό λάθος. Ως φιλόλογος όχι. Όπως δεν συγχώρησα τον τέως πρωθυπουργό που έλεγε “φόρα” αντί διεθνή συνέδρια και τον νυν πρωθυπουργό για τα περίφημα “νον πέιπερς” αντί του ανεπίσημα έγγραφα. Όπως επίσης ποτέ δεν συγχώρησα κανέναν κυβερνητικό εκπρόσωπο για το πανάθλιο (με κάθε έννοια) “πρες ρουμ” αντί του “γραφείου τύπου”.

Δεν παραβλέπω βέβαια την αναγκαιότητα της τεχνολογικής προόδου, που συνεπάγεται ένα πλήθος από αγγλοσαξονικούς όρους, ούτε την αναγκαιότητα του τουρισμού για την οικονομία μας. Είναι όμως λάθος  να λησμονούμε πως η εθνική μας γλώσσα είναι το υπ’αριθμόν ένα διαφοροποιητικό μας στοιχείο και ακόμη μεγαλύτερο, αν θελήσουμε να τη νοθεύσουμε ή να την υποκαταστήσουμε από μια ξένη γλώσσα χωρίς βαθειά καλλιέργεια της γλώσσας, ουσιαστικά είμαστε άγλωσσοι και άτοποι. Γιατί η εθνική συνείδηση και οι εθνικές αξίες δεν ενοικούν στον τόπο αλλά τη γλώσσα. Μπορώ να είμαι Έλλην -έστω κι αν μένω στη Νότιο Αφρική και να μην είμαι Έλλην, έστω κι αν κατοικώ στην Αλεξανδρούπολη. Κι ανέφερα εξεπίτηδες την Ν. Αφρική, γιατί πρόσφατα όλοι μείναμε έκπληκτοι, όταν μάθαμε ότι ο μαύρος ηγέτης του εκεί Κομμουνιστικού Κόμματος στέλνει το κοριτσάκι του στο ελληνικό σχολείο για να μάθει αρχαία ελληνικά και πατερικά κείμενα. Φαίνεται πως είναι ευφυής ηγέτης και θέλε να δώσει στο παιδί του ανώτερης ποιότητος ευφυΐα.

Μετρούσα κάποτε στον Οδό Αγίου Ανδρίου στη Λεμεσό τις ελληνικές επιγραφές. Και βρήκα πέντε. Ίσως γι’ αυτό διαθέτει η Λεμεσός σύλλογο υπό τον τίτλο “Λέμε 505”. Οι άνθρωπο αισθάνθηκαν την ανάγκη να σώσουν τα πειστήρια της ελληνικότητάς τους. Να λένε “εμπρός” κι όχι “αλό” στο τηλέφωνο, να ξαναφέρουν την ελληνική επιγραφή τους δρόμους και την ελληνική γραφή και φωνή στην ψυχή των παιδιών τους. Με το να παρενείρουν ολόκληρες φράσεις της αγγλικής κάποιοι Κύπριοι στην ομιλία τους, το να δημιουργούν αγγλόγλωσσο πανεπιστήμιο και το να γράφονται βιβλία σχολικά που υποβαθμίζουν το εύρος και τον πλούτο της ελληνικής συνεργούν στην αυτοεξόντωσή τους.

Το Ελληνόπουλο δεν μας έδωσε τον καλύτερο τύπο Ελληνόπουλου, γιατί οικογένεια, σχολείο και κόμματα δεν το άφησαν να νοιώσει πρώτα Ελληνόπουλο. Ο άνθρωπος για να νοιώσει άνθρωπος, πρέπει να τον φωνάξεις, λέει ο Μπρέχτ. Και το Ελληνόπουλο, για να νοιώσει Ελληνόπουλο, πρέπει να το φωνάξεις, με χίλια στόματα, με χίλιους τρόπους. Όταν όμως εξ απαλών ονύχων ακούει παντού αγγλικά και παντού βλέπει να κυριαρχεί η ξένη επιγραφή, σχηματίζει την εντύπωση ότι τα ξένα είναι πιο γλυκά, έστω κι αν τα γλυκά, χαλούν τα δόντια. Κι αυτή τη στιγμή ο απανταχού Ελληνισμός κινδυνεύει να μείνει χωρίς δόντια από την ξενική γλωσσική τερηδόνα. Αύριο θα χρειαστεί να πολεμήσουμε ακόμη και με τα δόντια. Για να επιζήσουμε ως έθνος χρειαζόμαστε μια σφριγηλή παιδεία και μια καθαρή γλώσσα, που θα καθαρίσει το στόμα μας από την ξενική ουλίτιδα. Όλα τ’ άλλα είναι απλές οδοντόκρεμες.

(Δεν αρκεί να λέμε ότι είμαστε Έλληνες· πρέπει να το αποδεικνύουμε. Αλλ’ εδώ οι αποδείξεις συνεχώς εξατμίζονται. Η Ελλάδα κάθε μέρα λιγοστεύει. Όχι μόνο πληθυσμιακά, λιγοστεύει πνευματικά). Κατά μία έννοια, αμύνομαι σημαίνει γνωρίζω. Γνωρίζω ποιος είμαι και τι υπερασπίζομαι. Όταν ο Έλληνας δεν υπερασπίζεται τη γλώσσα του, όταν δεν αισχύνεται να βλέπει τους Γάλλους και τους Ισπανούς να διαδηλώνουν υπέρ των αρχαίων ελληνικών, ενώ αυτός θα διαδήλωνε εναντίον των αρχαίων Ελληνικών, ενάντια στο πισωγύρισμα και στο σκοταδισμό, όπως θα λένε τα σχετικά πανώ, γιατί θα αισθανθεί την ανάγκη να προασπίσει Μακεδονία, Κύπρο και Θράκη; Η Αθήνα ως τη Λαμία μας φθάνει. Δεν μπορούμε να υπερασπίσουμε στα σύνορα την Ελλάδα, όταν την προδίνουμε με τις πράξεις μας στα μετόπισθεν. Η σύγχρονη “πέμπτη φάλαγγα” είναι η γλωσσική παιδεία των παιδιών μας, που τώρα πια δεν συνομιλούν, ξενομιλούν.

Ο σημερινός Έλληνας κατάντησε, όπως λέει ο Πρόκλος, “άγλωσσος παντάπασι και αγροικιζόμενος μάλιστα”. Ο Βουκεφάλας θα είχε μεγαλύτερη γλωσσική ευαισθησία από μας. Πρέπει να βαδίσουμε ξανά στο δρόμο της γλωσσικής υπερηφάνειας, έτσι που να μην τρίζουν στον τάφο τους τα οστά των μεγάλων προγόνων μας. Πρέπει να υψώσουμε τη γλώσσα και το πνεύμα μας. Ο νέος εχθρός δεν είναι μόνο ο Αττίλας, οι Σκοπιανοί, ο Αλία και αύριο οι Βούλγαροι. Είναι οι άπιστοι Θωμάδες της Ε.Ο.Κ. και του Ο.Η.Ε. Μόνος σύμμαχος η ιερή γλώσσα και η παράδοσή μας. Δεν νοείται ελληνική ιδιοκτησία με ξενική ονομασία. Όπου και να ταξιδέψεις η Ελλάδα σε πληγώνει ή μάλλον την πληγώνουμε. Γιατί σπανίζει πια η ελληνική επιγραφή, η ελληνική ονομασία. (Όποιος ψάχνει να βρει ίχνη της Ελλάδος με τα μάτια στη χώρα μας, λίγα πράγματα θα βρει, γιατί λίγα είναι γραμμένα στην ελληνική. Όποιος ψάχνει να βρει την Ελλάδα με τ’ αυτί, πάλι θ’ απογοητευθεί, γιατί αντί ελληνικών ακούει ήχους ογκηθμών και γρυλισμών και μόνο αν είναι αμερικανομαθής μπορεί να συνεννοηθεί μ' ένα κομμάτι της νεολαίας, που ακούει σε ποσοστό 80% έναν ξενικό ρυθμοποιημένο θόρυβο και μόνο σε ποσοστό 18% ακούει ένα δήθεν ελληνικό τραγούδι καψούρικο, κλαψάρικο, αμανοειδές. Έτσι ο ξένος θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είμαστε λαός χωρίς δική του ταυτότητα και συνεπώς η ένδοξη ελληνική ιστορία δεν μας ανήκει.

Κάποτε η γλώσσα μας κατάκτησε τους καταχτητές μας. Σήμερα χάνεται από παραίτηση, παράλυση κα διάλυση αρχών και αξιών. Κι όταν χάνεται η γλώσσα, χάνεται σιγά – σιγά και το εθνικό φρόνημα. Και χωρίς αυτό, τί νόημα έχει ο σχεδιασμός και ο οπλισμός για την εθνική μας άμυνα;

“Μιλάτε ελληνικά, γιατί χαθήκαμε”, ήταν η προτροπή της μητέρας γνωστού Λάκωνος καλλιτέχνη της Αμερικής. Προτροπή που η Λάκαινα συνόδευε με πλουσιοπάροχο “ξύλο”, όταν τα παιδιά τολμούσαν να μιλήσουν άλλη γλώσσα στο σπίτι. Αυτή η απλοϊκή μάνα μας δίνει το καλύτερο μάθημα. Ας αφήσουμε τις λεπτοστόμαχες παιδαγωγικές θεωρίες. Μετά το “Περί παίδων αγωγής” του Πλουτάρχου και την επιστολή “Προς τους νέους του Μεγάλου Βασιλείου, όλα τ' άλλα είναι “σάταλα πάταλα”, όπως έλεγαν οι Βυζαντινοί, “σαλά και ξεχαμένα”, όπως λένε οι Πηλειορείτες, “πελάδες”, όπως λένε οι Κύπριοι.

Αντί, λοιπόν, να ζητούμε πρότυπα ξένα -που δημιουργήθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες των λαών του χιονιού, ας καταλάβουμε επί τέλους ότι είμαστε ένας λαός “υφασμένος” από ήλιο και θάλασσα. Και μιλάμε τη γλώσσα του φωτός, του αέρα, της θάλασσας. Δεν μπορούμε να ζήσουμε κάτω από ξένον πνευματικό ουρανό. Πρέπει ν’ απελευθερωθούμε από την πνευματική διδακτορία που μας έχει επιβληθεί. Ας το καταλάβουμε κι ας αντισταθούμε. Ας μιλήσουμε ελληνικά, γιατί αλλιώς χαθήκαμε.

*Ο Αλέξανδρος  Καζαντζής είναι Εκπαιδευτικός, Νομικός, Επίτιμος  Πρόεδρος της Εταιρείας  Παιδαγωγικών  Επιστημών  Κομοτηνής και  του  Θρακικού  Μουσείου  Παιδείας

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.