Για την επισκεψη του Ινδου πρωθυπουργου στην Ελλαδα

Την Πέμπτη 25 Αυγούστου κατέφθασε στην Ελλάδα ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι για συναντήσεις και για συνομιλίες με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, καθώς και με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου.

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως επρόκειτο για την πρώτη επίσκεψη Ινδού πρωθυπουργού (και όχι Προέδρου της Δημοκρατίας) μετά από το 1983, όταν η τότε πρωθυπουργός της Ασιατικής χώρας Ίντιρα Γκάντι επισκέφθηκε την Ελλάδα, συναντώντας τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου.  

Αυτό και μόνο το γεγονός (το ‘χάσμα’ των 40 ετών είναι μεγάλο) καθιστά την επίσκεψη Μόντι στην Αθήνα ιστορική, όπως ορθώς ανέφερε και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας στις δηλώσεις της.[1] Όμως, όλο αυτό χρονικό διάστημα που μεσολάβησε δίχως επαφές στο ανώτερο πολιτικό επίπεδο, δεν[2] σημαίνει πως οι δύο χώρες δεν ανέπτυξαν επαφές σε διάφορα επίπεδα, φροντίζοντας από κοινού να εμβαθύνουν τις διμερείς σχέσεις στο πλέον πρόσφορο επίπεδο (μιλάμε και για δύο χώρες που απέχουν πολύ η μία από την άλλη). Στο πεδίο της οικονομίας.

Ενδεικτικό αυτού, είναι το άρθρο του ερευνητή Γιώργου Τζογόπουλου στην εφημερίδα «Τα Νέα» σχετικά με τις εμπορικές-οικονομικές συναλλαγές των δύο χωρών. «Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Ινδίας, που καλύπτουν το δημοσιονομικό έτος από την 1η Απριλίου της τρέχουσας έως την 31η Μαρτίου της επόμενης χρονιάς, την περίοδο 2022-2023 καταγράφηκε τεράστια αύξηση στις ελληνικές εξαγωγές, που έφτασαν τα 1,1$ δισεκατομμύρια από 299$ εκατομμύρια την περίοδο 2021-2022».[3]

Οπότε, εμβαθύνοντας περαιτέρω στην ανάλυση μας, θα επισημάνουμε πως η συνάντηση των δύο πολιτικών ηγετών λαμβάνει χώρα και λόγω της κοινής επιθυμίας και των δύο, όχι απλά να προσδώσουν μία νέα δυναμική στις διμερείς σχέσεις, ως είθισται να λέγεται σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά να αναγνωρίσουν δημόσια το «λάθος» που επαναλαμβάνονταν αδιαλείπτως εδώ και 40 χρόνια: Δηλαδή, το «λάθος» της έλλειψης επαφών και συνομιλιών στο ανώτερο επίπεδο.

Οι σχέσεις μεταξύ δύο χωρών όμως, ανεξαρτήτως μεγέθους[4], δεν περιορίζονται μόνο στον οικονομικό-εμπορικό τομέα, πράγμα που συνεπάγεται πως υπάρχουν ευκαιρίες και δυνατότητες για την περαιτέρω εστίαση στο πεδίο της πολιτιστικής διπλωματίας και της ανταλλαγής πολιτιστικών «προϊόντων» και επισκέψεων,[5] για την παροχή τεχνογνωσίας από την ελληνική πλευρά προς την αντίστοιχη Ινδική, προκειμένου η δεύτερη να «μάθει» πως να διαχειρίζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ένταση που μπορεί να προκύψει με το Πακιστάν (ιστορικά, οι σχέσεις Ινδίας και Πακιστάν με φόντο το Κασμίρ, υπήρξαν πολύ πιο τεταμένες συγκριτικά με τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, με αποτέλεσμα να προκύπτουν και πολεμικές συγκρούσεις), για το Κασμίρ.

 Επίσης, δυνατότητες υπάρχουν και για την λήψη κοινών διπλωματικών πρωτοβουλιών σε επίπεδο Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών[6] για ζητήματα που άπτονται του διεθνούς ενδιαφέροντος (γιατί όχι να μην κατατεθεί κοινή δήλωση στον ΟΗΕ για το Κυπριακό και για την «αναγκαιότητα» επανέναρξης συνομιλιών μεταξύ των δύο κοινοτήτων;), και για την διαμόρφωση των προϋποθέσεων, μετά από την επίτευξη στενής δι-υπουργικής συνεργασίας, για την λήψη Ινδικής τεχνογνωσίας στο πεδίο της τεχνολογίας.

Η Ινδική τεχνογνωσία θα μπορούσε να καταστεί απαραίτητη εν όψει της εκδήλωσης του δεύτερου «κύματος» ψηφιοποίησης του επιτελικού κράτους.

 Ο Ναρέντρα Μόντι που κατέφθασε περίπου ως Ινδός ‘σταρ’ του ‘Bollywood’ στην Αθήνα, αλληλεπιδρώντας με μέλη της εν Ελλάδι Ινδικής κοινότητας,[7] μετέβη στο Μέγαρο Μαξίμου για την συνάντηση με τον πρωθυπουργό, γνωρίζοντας πολύ καλά ποια χώρα έχει επισκεφθεί. Βέβαια, ας μην ξεχνάμε πως επίσκεψη Ινδού πολιτικού είχαμε και το 2018, με τον Πρόεδρο της χώρας να επισκέπτεται την Αθήνα.

Όμως εκείνη η επίσκεψη, πέραν του καθαυτό συμβολικού της χαρακτήρα, πόρρω απέχει από το να θεωρηθεί ως αξιομνημόνευτη. Ακριβώς διότι δεν προσέφερε κάποια απτά οφέλη στις  δύο χώρες,  κάτι που οφείλεται στο ότι όπως και στο πολιτικό σύστημα της Τρίτης Ελληνικής Μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας, έτσι και στο Ινδικό, ο εκάστοτε Πρόεδρος της χώρας δεν διαθέτει ουσιαστικές πολιτικές ή αλλιώς, εκτελεστικές αρμοδιότητες.

Οπότε, η επίσκεψη του καθίστατο περισσότερο εθιμοτυπική, δίχως να συνοδευθεί από την λήψη εκείνων των αποφάσεων (βλέπε την επίσκεψη Μόντι)  που θα μπορούσαν να προσδώσουν ιδιαίτερη  δυναμική στην εξέλιξη των διμερών σχέσεων Ελλάδας-Ινδίας.


[1] Βλέπε σχετικά, Γκρήγκοβιτς, Ελένη, «Στην Αθήνα ο Ναρέντρα Μόντι – Συναντήθηκε με την Σακελλαροπούλου», Ιστοσελίδα εφημερίδας «Πρώτο Θέμα», 25/08/2023, Στην Αθήνα ο Ναρέντρα Μόντι – Συναντήθηκε με την Σακελλαροπούλου (protothema.gr) Αξίζει να σημειώσουμε, θεωρητικώ τω τρόπω, πως η συνάντηση Παπανδρέου-Γκάντι στα 1983, περιεβλήθη με ένα ισχυρό πολιτικοϊδεολογικό πρόσημο, κύρια από την πλευρά του τότε προέδρου του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ) Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος θεώρησε την επίσκεψη της Ινδής πρωθυπουργού αφενός μεν ως ισχυρό «δείγμα» του πόσο έχουν εμβαθύνει οι διμερείς σχέσεις της Ελλάδας με τις χώρες του «Κινήματος των Αδεσμεύτων», από την στιγμή όπου το ΠΑΣΟΚ ανήλθε στην εξουσία, και, αφετέρου δε, ως ευκαιρία να «δηλώσει» πως η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης θα συνεχίσει να αναζητά αντίβαρα που θα «μετριάζουν» κάπως τον ταυτοτικά φιλο-δυτικό προσανατολισμό που προσέδωσε, και ορθώς, στην εξωτερική πολιτική της χώρας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής την επταετία 1974-1981. Το 1983 απείχαμε ακόμη αρκετά από την ‘στροφή’ που επιχείρησε στην εξωτερική του πολιτική το Ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, στο εγκάρσιο σημείο όπου ο επικεφαλής του αρέσκονταν σε διάφορους «πειραματισμούς», προσεγγίζοντας την έννοια της Σοσιαλδημοκρατίας που δειλά-δειλά άρχισε να ενσωματώνεται στο πολιτικό του λεξιλόγιο χωρίς ακόμη να υποκαθιστά τον ‘πούρο’ Σοσιαλισμό, ως Αριστερά στην «ριζοσπαστική της μορφή», για να παραφράσουμε ελαφριά τον Ιταλό πολιτικό επιστήμονα Noberto Bobbio. Αναφέρεται στο: Κοντιάδης, Ξενοφών., ‘Η Επιστροφή της Σοσιαλδημοκρατίας,’ στο: Γαζή, Έφη., Ιωαννίδης, Γιάννης., Κοντιάδης, Ξενοφών., Μπαλαμπανίδης, Γιάννης., & Παραστατίδης, Στέφανος., ‘Η Σοσιαλδημοκρατία στο προσκήνιο ξανά;’ Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2022, σελ. 99.

[2] Χρήζει επισήμανσης το γεγονός πως ο Ανδρέας Παπανδρέου μετά από εκείνη την επίσκεψη της Ίντιρα Γκάντι, δεν απέδωσε έμφαση στην ενίσχυση των διμερών σχέσεων σε βραχυπρόθεσμο και σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, αξιοποιώντας την λαϊκιστικά και μόνο συγκυριακά: Στην τελική, για να διαφανεί εναργώς πως το ΠΑΣΟΚ ήσαν και «παραμένει κόμμα Σοσιαλιστικό», κάτι που επιβεβαίωσε με την παρουσία της στην Ελλάδα η Ίντιρα Γκάντι. Ο πολιτικός Ανδρέας Παπανδρέου δεν υπήρξε ένας ικανός «διαχειριστής των συμβόλων», για να παραπέμψουμε στην γνωστή φράση του ομοϊδεάτη του και εκείνη την περίοδο Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν περί της «πολιτικής ως διαχείρισης των συμβόλων». Ο Παπανδρέου γνώριζε πολύ καλά πως να συγκροτεί ο ίδιος, δια του λόγου και των πρακτικών του, «σύμβολα», κατασκευάζοντας το κατάλληλο προφίλ προσώπων αμφιλεγόμενων όπως ο Λίβυος ηγέτης Μουάμαρ Καντάφι και ο Παλαιστίνιος Γιάσερ Αραφάτ, τον οποίο «έβαζε μπροστά» για να αποκρύπτει την δυσπιστία του απέναντι στο Ισραήλ. Έτσι λοιπόν, η συνάντηση του Ανδρέα Παπανδρέου και της Ίντιρα Γκάντι δεν δημιούργησε κάποια ιδιαίτερη δυναμική, παρά το γεγονός πως η Ινδία σταδιακά (με επιταχυνόμενους ρυθμούς από την δεκαετία του 1990 και έπειτα), άρχισε να δραστηριοποιείται πέραν των γεωγραφικών ορίων της Ασίας, κατά τα πρότυπα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

[3] Βλέπε σχετικά, Τζογόπουλος, Γιώργος, «Εμβαθύνοντας τις ελληνοϊνδικές σχέσεις», Εφημερίδα «Τα Νέα», 24/08/2023, σελ. 7. Στην κατακλείδα του πολύ ενδιαφέροντος άρθρου του που παρέχει στον αναγνώστη χρηστικές πληροφορίες για το ιστορικό υπόβαθρο των διμερών σχέσεων, ο Γιώργος Τζογόπουλος, υπενθυμίζει την εκτίμηση του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελου Βενιζέλου, για τον οποίο το «μέλλον της φιλελεύθερης Δημοκρατίας θα κριθεί στην Ινδία». Η άποψη είναι καθίσταται αρκούντως πρωτότυπη και είναι ό,τι θα περιμέναμε να ακούσουμε από ένα πρόσωπο που δεν προσεγγίζει επιδερμικά και μονοσήμαντα τα πράγματα, όπως είναι ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Όμως, τουλάχιστον προς ώρας, η εκτίμηση αυτή δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται με κάποιον τρόπο, εφόσον ο Ινδός πρωθυπουργός δεν έχει σπεύσει να συνταχθεί με την Δημοκρατική Δύση εναντίον του αυταρχικού Πουτινικού καθεστώτος, καταδικάζοντας την Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, προτάσσει τον πραγματισμό έναντι των αξιών της Δυτικής, φιλελεύθερης Δημοκρατίας, ακόμη και ως προς τις σχέσεις της χώρας του με την Κίνα, αποφεύγει να αναφερθεί στις ομιλίες του στην Φιλελεύθερη Δημοκρατία και στο τι αυτή αντιπροσωπεύει.

[4] Αυτό που ιστορικά-Μεταπολιτευτικά έχει πετύχει η Ελλάδα είναι πολύ σημαντικό. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως δεν αποτελεί τον «αδύναμο πόλο» στη σχέση με μία πυρηνική δύναμη όπως είναι η Ινδία, εξισορροπώντας τις διμερείς σχέσεις με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην προκύπτει «ασυμμετρία ισχύος» ως αποτέλεσμα του μεγέθους και του εκτοπίσματος της Ινδίας στην διεθνή σκηνή. Άρα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μία συμβατική ή αλλιώς, μία κλασική σχέση μεταξύ μίας «μεγάλης» δύναμης και μίας «μικρής» χώρας, εφόσον κάτι τέτοιο θα ήσαν εσφαλμένο. Αντιθέτως, μπορούμε να κάνουμε λόγο για την αναπτυσσόμενη σχέση μεταξύ μίας μεγάλης δύναμης και μίας χώρας που ως μέλος του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Οικονομικής-Νομισματικής Ένωσης, ως στρατηγική σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, συμπεριφέρεται «έξυπνα», φροντίζοντας να δίνει έμφαση σε εκείνα τα σημεία στα οποία διατηρεί πλεονέκτημα (πολιτιστική διπλωματία). Ως προς τις σχέσεις με την Ινδία, η Ελλάδα έδρασε ως ‘έξυπνη’ δύναμη, σύμφωνα με την διατύπωση του Ernest Wilson. Βλέπε και, Wilson, Ernest, “Hard Power, Soft Power, Smart Power”, The Annals of the American Academy of Political and Social Science, Volume 616, 2008, Διαθέσιμο στο:Hard Power, Soft Power, Smart Power on JSTOR

[5] Οι βάσεις για την ανάπτυξη της πολιτιστικής διπλωματίας μεταξύ των δύο χωρών, τέθηκαν σε εκείνη την πρώτη επίσκεψη της Ίντιρα Γκάντι στην Ελλάδα, όταν συνοδεία της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, επισκέφθηκε τους Δελφούς. Ο πρωθυπουργός έχει επίγνωση του ότι εξωτερική πολιτική δεν ασκείς κάνοντας χρήση διαφόρων εύπεπτων «τσιτάτων».

[6] Από την στιγμή όπου οι πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών δεν έχουν μία παρόμοια στάση απέναντι στην Ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία (η Ελλάδα πράττει αυτό που επιτάσσει η θέση της μέσα στο Δυτικό μπλοκ, όπως πολύ ορθά τονίζει ο Γιάννης Πρετεντέρης) είναι δύσκολο να αναλάβουν μία κοινή διπλωματική πρωτοβουλία για την κατάπαυση του πυρός και για την οριστική διευθέτηση της. Ακόμη και αν δεν μπορεί να αποκλειστεί αυτό το ενδεχόμενο, είναι πολύ δύσκολο να συμβεί. Χρήζει επισήμανσης το γεγονός πως η Ινδία δεν ενδιαφέρεται να «κατέλθει» στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, ούτε να αποτελέσει μέλος των περιφερειακών-γεω-πολιτικών σχημάτων τύπου «3+1».

[7] Η υποδοχή του από μέλη της Ινδικής κοινότητας δεν είχε τα χαρακτηριστικά γνωριμίας, αλλά, αντιθέτως, επίδειξης της σημασίας που αποδίδει η Ινδία υπό τον Μόντρι στην ‘ήπια’ πολιτισμική ισχύ. Παράλληλα, ανέδειξε στην επιφάνεια πως οι Ινδοί μετανάστες στην Ελλάδα συνιστούν διακριτό τμήμα του εν συνόλω μεταναστευτικού πληθυσμού, όντας καλά οργανωμένοι και δίχως την πρόθεση, τουλάχιστον πολλοί εξ αυτών, να διακόψουν τους ισχυρούς πολιτισμικούς, γλωσσικούς και αξιακούς δεσμούς με την χώρα καταγωγής τους. Ποιο μπορεί να είναι το ποσοστό των μεικτών γάμων εντός της Ινδικής κοινότητας; Ποια η σχέση της με την επίσης πολυπληθής Πακιστανική κοινότητα; Σαφώς, έμφαση πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση του τουριστικού «ρεύματος» από την Ινδία. Το μοντέλο του ‘city break’ θα μπορούσε να αξιοποιηθεί.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.