Για τα ελληνοτουρκικα

Την Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου, συναντήθηκαν στην πρωτεύουσα της Τουρκίας Άγκυρα, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας, Γιώργος Γεραπετρίτης και Χακάν Φιντάν, αντίστοιχα.

Αν και η συνάντηση μεταξύ των δύο υπουργών Εξωτερικών δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιστορική όπως αυτή του Ισραηλινού υπουργού Εξωτερικών Έλι Κοέν με τον ομόλογο του από το Μπαχρέιν, δεν στερείται σημασίας, εν όψει μάλιστα και της επικείμενης συνάντησης του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.[1]

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως το νέο δίδυμο Γιώργος Γεραπετρίτης & Χακάν Φιντάν έχει αναπτύξει εξ αρχής διαύλους επαφής και επικοινωνίας (όταν λέμε εξ αρχής, εννοούμε μετά την πραγματοποίηση των εκλογών στις δύο χώρες και τον σχηματισμό κυβέρνησης), εν αντιθέσει με ό,τι συνέβη μεταξύ του πρώην υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια και του Τούρκου ομολόγου του Μεβλούτ Τσαβούσογλου.

Ο Νίκος Δένδιας χρειάστηκε κάποιο διάστημα προετοιμασίας[2] έως ότου φθάσει στο σημείο να συνειδητοποιήσει πως οφείλει να «ακούει» το τι λέει η άλλη πλευρά. Ή αλλιώς, πως οφείλει να «ακούει» τα ζητήματα που θέτει.

Αρχής γενομένης από αυτό, οι σχέσεις μεταξύ των δύο πρώην υπουργών Εξωτερικών, αναπτύχθηκαν και σε προσωπικό επίπεδο, όπως διεφάνη λίγο μετά τους καταστροφικούς σεισμούς στην Τουρκία (Φεβρουάριος του 2023), όταν ο Νίκος Δένδιας ήταν εκ των πρώτων υπουργών Εξωτερικών που επισκέφθηκε την Τουρκία και είχε συνομιλίες με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου.

Συνυπολογίζοντας την προσέγγιση της Janice Gross Stein[3] σχετικά με την εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης επί Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, θα προτείνουμε οι δύο υπουργοί να υιοθετήσουν ένα μοντέλο «μάθησης» (η μάθηση ισοδυναμεί με την γνώση και η γνώση με την ωφέλεια) που να δίνει έμφαση αφενός μεν στην έννοια της  «πράξης» (στην εκμάθηση και στην συσσώρευση εμπειριών δια της πράξης), και, αφετέρου δε, στην έννοια του «λάθους», πράγμα ακόμη σημαντικότερο.

Η παραδοχή του λάθους και η άμεση δρομολόγηση ενεργειών για την διόρθωση του, συνιστά μία απαραίτητη προϋπόθεση για την εμπέδωση (και όχι τη δημιουργία), ενός θετικού κλίματος και ενός εποικοδομητικού πνεύματος, το οποίο θα αποτελέσει τη βάση για την εκκίνηση ουσιαστικών διαπραγματεύσεων, ακόμη και για την υπογραφή συνυποσχετικού για την παραπομπή ζητημάτων όπως είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Αυτό ακριβώς το στοιχείο εξέλιπε κατά την διάρκεια της διετίας 2020-2022, τότε που ενίοτε και όχι πάντα η ένταση κυμαίνονταν σε υψηλά επίπεδα, ακριβώς διότι οι δύο πλευρές δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους να «μάθει» και να «παραδεχθεί».

Bάσει των διαύλων επικοινωνίας που έχουν ήδη αναπτύξει οι δύο υπουργοί Εξωτερικών, καθώς και των μηχανισμών ή αλλιώς, των δικλείδων ασφαλείας που έχουν θεσπιστεί με στόχο την αποτροπή μίας διολίσθησης σε συνθήκες έντασης (αλληλεπίδραση του προσωπικού με το θεσμικό στοιχείο), καθίσταται εν τοις πράγμασι δύσκολο να έχουμε, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, μία ‘αναβίωση’ των συνθηκών του 2020.

 Κάτι που καθιστά ακόμη μεγαλύτερη την ευκαιρία για την εκκίνηση μίας διαδικασίας επίλυσης των διαφορών που ταλανίζουν τις δύο χώρες εδώ και πολλά χρόνια.


[1] Δεν θα διστάσουμε να υπογραμμίσουμε, θεωρητικώ τω τρόπω, πως η συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών στην Άγκυρα δεν είχε ως στόχο ή αλλιώς, ως αποκλειστικό στόχο την οργάνωση της συνάντησης των δύο πολιτικών ηγετών στην Νέα Υόρκη, στις 18 Σεπτεμβρίου, με αφορμή την πραγματοποίηση της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Θεωρούμε πως είναι εσφαλμένο να συγχέονται οι δύο συναντήσεις, καθότι, αν και η ατζέντα αυτών δεν καθίσταται διακριτή, ενσκήπτουν κάποιες ουσιώδεις διαφορές. Και ποιες είναι αυτές; Πρώτον, η συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας έλαβε χώρα μέσα σε ένα διαφορετικό περιβάλλον από αυτό όπου θα συναντηθούν οι Κυριάκος Μητσοτάκης και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Στη δεύτερη περίπτωση, η συνάντηση των δύο ηγετών θα είναι μία εκ των πολλών που θα έχουν και οι δύο στην Νέα Υόρκη, και όχι η μοναδική. Δεύτερον, η προετοιμασία για την συνάντηση μεταξύ των ηγετών Τουρκίας και Ελλάδας έχει ξεκινήσει αρκετό καιρό πριν (η συνάντηση έχει αναγγελθεί εδώ και αρκετό καιρό), από τους συνεργάτες και τους διπλωματικούς συμβούλους τους, οι οποίοι είναι αυτοί που φροντίζουν και για την ρύθμιση των τελευταίων λεπτομερειών. Τρίτον, το θεσμικό-πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα διεξαχθεί η συνάντηση των Μητσοτάκη και Ερντογάν, επιτρέπει την πραγματοποίηση μίας πιο ανοιχτής, λιγότερο διπλωματικής και ‘χαλαρής’ συζήτησης (δεν είναι ίσως τυχαίο ότι στην ιστορία των ελληνο-τουρκικών σχέσεων δεν είναι λίγες οι συναντήσεις σε ανώτατο επίπεδο που έχουν λάβει χώρα εκτός Ελλάδας και Τουρκίας), με τους δύο ηγέτες να έχουν περισσότερη άνεση να κινηθούν κατά ‘πως θέλουν.’ Το μοτίβο των συναντήσεων εκτός Ελλάδος, ισχύει και εν καιρώ Μεταπολίτευσης, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να κάνει την αρχή από την θέση του πρωθυπουργού και όχι του Προέδρου της Δημοκρατίας.

[2] Μία τέτοια προσέγγιση, θέτει στο επίκεντρο την έννοια της «μάθησης», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Robert Jervis, καθώς και τον τρόπο που αυτή χρησιμοποιείται στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Για παράδειγμα, από τέτοια συνάντηση όπως αυτή που διεξήχθη στην Άγκυρα, οι δύο υπουργοί Εξωτερικών μπορούν να  «μάθουν» πολλά σχετικά με τις πεποιθήσεις του ενός για τον άλλον, σχετικά με τις λεκτικές-γλωσσικές διατυπώσεις που χρησιμοποιούν ώστε να θέσουν τα ζητήματα, σχετικά με την φόρμουλα που προκρίνουν για την επίλυση των εκκρεμών ελληνο-τουρκικών διαφορών. Εκτιμούμε πως έχει παραγνωρισθεί και από διεθνολόγους και από πολιτικούς επιστήμονες, το πόσο σύνθετη είναι η θέση ενός υπουργού Εξωτερικών. Ας πάρουμε εδώ ως παράδειγμα τον νέο υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας. Πριν από λίγες ημέρες ολοκλήρωσε μία απαιτητική συνάντηση με τον Ρώσο υπουργό Σεργκέι Λαβρόφ, έχοντας εκτεθεί στον δικό του  τρόπο σκέψης, στις δικές του πεποιθήσεις και αξίες, στον τρόπο με τον οποίο έχει «μάθει» να λειτουργεί και να δρα μέσα σε ένα συγκεντρωτικό θεσμικό περιβάλλον (Πουτινικό καθεστώς). Λίγο μετά την συνάντηση του με τον Ρώσο υπουργό, έπρεπε να προετοιμαστεί για την συνάντηση του με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη, εκτιθέμενος σε διαφορετικές πεποιθήσεις και αρχές,  σε ένα διαφορετικό ύφος (μη «απειλητικό», θα το χαρακτηρίζαμε), στον τρόπο με τον οποίο ένας υπουργός Εξωτερικών μίας Δυτικής, δημοκρατικής χώρας, διαχειρίζεται λεπτά και πολύπλοκα ζητήματα. Ένας καλός υπουργός Εξωτερικών μπορεί να είναι και ένας καλός παρατηρητής προσωπικοτήτων. Βλέπε σχετικά, Jervis, Robert, “Perception and misperception in international politics”, Princeton-New Jersey, Princeton University Press, 1979. Για μία εμβριθή ανάλυση της έννοιας της ‘μάθησης’, η οποία μάλιστα συνοδεύεται και από την παράθεση μίας πλούσιας βιβλιογραφίας, βλέπε και, Χαροκόπος, Μιχάλης, «Ευρωπαϊκό σύστημα εξωτερικής πολιτικής και διεθνής πολιτική οικονομία: διεθνείς διαστάσεις των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις αερομεταφορές και το φυσικό αέριο», Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2011, Διαθέσιμη στο: Ευρωπαϊκό σύστημα εξωτερικής πολιτικής και διεθνής πολιτική οικονομία: διεθνείς διαστάσεις των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις αερομεταφορές και το φυσικό αέριο (didaktorika.gr)

[3] Σύμφωνα με την ίδια την θεωρητική, ο «τρόπος σκέψης» του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, χαρακτηρίζονταν από «μία σύνθετη σχέση αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε πολιτική μάθηση και δράση που παρείχε ταχεία ανατροφοδότηση». Ο Γιώργος Γεραπετρίτης και ο Χακάν Φιντάν θα μπορούσαν να προγραμματίσουν μία συνάντηση λίγο μετά την συνάντηση των δύο πολιτικών ηγετών, προκειμένου να συζητήσουν (‘ανατροφοδότηση’) αναλυτικά το τι διημείφθη, και, (ας το προσέξουμε αυτό το σημείο), το αν οι δύο ηγέτες δημιούργησαν μία «ροή ιδεών», σύμφωνα με την διατύπωση των Bulmer & Dolowitz, επί τη βάσει των οποίων θα διαμορφωθεί ένας ‘οδικός χάρτης’ για τα περαιτέρω βήματα που πρέπει να γίνουν ως προς την περαιτέρω βελτίωση των διμερών σχέσεων και την επίλυση των διαφορών. Βλέπε σχετικά, Stein, Gross, Janice, “Political learning by doing: Gorbachev as uncommitted thinker and motivated leader”, International Organization, Volume 48, No. 2, 1994. Και, Bulmer, Simon., & Dolowitz, Daniel., et al., “Policy transfer in European Union Governance: Regulating the Utilities”, London & New York, Routledge, 2007.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.