Για να κρατησω και να κρατηθω…

Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, κάνουμε απολογισμούς. Τι είχαμε, τι χάσαμε, ο καθείς ξεχωριστά, μετρώντας σε ευρώ τα ισοζύγιά μας. Μαζί κι η μνήμη αυτό τον καιρό ενεργοποιείται, αναδιπλώνεται, γονιμοποιείται και απολογείται.
 
Αυτή τη μνήμη σκάλισα τις τελευταίες μέρες με αφορμή μια περίεργη ανασκαφή που κάναμε στα πατρογονικά μας. Ένας παλιός πέτρινος και μαζί πλίθινος ερειπιώνας έπρεπε να ισοπεδωθεί για να μη μας καταπλακώσει σε περίπτωση νέου σεισμού. Σπίτι των προ-παππούδων, που κατέβηκαν από τα χωριά του Ερύμανθου εκεί γύρω στο 1870. Ήρθαν λέει από τα βουνά της Λάμπειας, τη Δίβρη, κοντά στη Δημητσάνα, χωριό που εκτός από μπαρουτόμυλους έβγαλε και επιφανείς δεσποτάδες. Άλλοι ήρθαν απελπισμένοι και πεινασμένοι, ενώ οι νοικοκυραίοι κατέβηκαν προς τους κάμπους και τις γόνιμες πλαγιές των ημιορεινών με τα κοπάδια τους. Όπου βρέθηκαν και βολεύονταν έκαναν «πιάσματα». Καταλήψεις δηλαδή, που οικειοποιήθηκαν για να σπιτωθούν στην αρχή πρόχειρα, ύστερα πιο συστηματικά αξιοποιώντας την τέχνη της πέτρας που ήξεραν από τα βουνά. Αυτό το σπίτι που έφαγε ο χρόνος, η εγκατάλειψη, οι σεισμοί, και αποτελείωσε η μπουλντόζα, τέτοιο σκηνικό διέθετε, που το σεβάστηκαν τρεις γενιές κατιόντων του πρώτου ιδιοκτήτη, δεν υπολόγισε όμως ο χρόνος, για την ακρίβεια ο «πολιτικός» χρόνος που μεσολάβησε από την εποχή του Γεωργίου του Α, αλλά και των Δεληγιαννοτρικούπηδων.
 
Η μπουλντόζα έδωσε μια στο δυτικό τοιχαλάκι και το σπίτι κατέρρευσε σαν χάρτινο κουτί. Κι έτσι όπως κύλησαν οι πέτρες στα πρανή έτσι μου φάνηκε πως μετρήθηκε και ο χρόνος του βίου του. 140 χρόνια περίπου, μέσα στα οποία χώρεσαν αμέτρητες στιγμές απελπισίας και χαράς, θρήνοι και μοιρολόγια, υμέναιοι και ψαλμοί, βογγητά από γέννες, κλάματα μωρών και μεγάλων, νανουρίσματα, δάκρυα αποχαιρετισμών, ψίθυροι ηδονών ή και απόλυτου φόβου… Συνομωσίες ζωής με λίγα λόγια, που έτσι όπως σωριάστηκε το οικοδόμημα, τις είδαμε νοερά να εξατμίζονται στον ουρανό της βαριάς υπαίθρου που αντιπροσωπεύει πια η γεωγραφία που το φιλοξένησε τόσα χρόνια. Κοίταζα τα χώματα να ανακατεύονται με τάξη από τις τσάπες των φορτωτών, χώματα μοσχοβολιστά όλο υγεία και γονιμότητα, κι αναρωτήθηκα αν κουβαλούν πέρα από τα ιστορικά σημαινόμενά τους και κάτι πραγματικό, που να παραπέμπει ακριβώς στο παλιό, στο πολύτιμο… Και ω του θαύματος, βρέθηκε! Ο χειριστής διέκρινε με το έμπειρο μάτι του το απομεινάρι της παλιός εποχής μέσα στη λάσπη. Κατέβηκε από το χειριστήριο, χώθηκε στα ερείπια και ανέσυρε από το σωρό ένα μεταλλικό αντικείμενο, σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου! «Να κι ένα πατητό», φώναξε! «φυλάξτε το, δεν υπάρχουν πια τέτοια»!!! Ακούμπησε το εύρημα μπροστά στα πόδια μου και ανέβηκε πάλι στο χειριστήριο για τη συνέχεια.
 
Το πατητό ήταν ένα μικρό τσαπάκι, ένα μυτερό φτυαράκι, ιδανικό να καρφώνει και να τρυπάει το σκληρό χώμα, αν το πιέσει με το πόδι ο σκαφτιάς με όλη του τη δύναμη πάνω στη γη. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως για να ανοίγουν λάκκους και να φυτεύουν δένδρα, κι ήταν φτιαγμένο στο χέρι από μάστορα ειδικό, «Σιδερά», «Χαλκιά» ή «Γύφτο», που δούλευε σφυρί κι αμόνι… Κράτησα το πατητό σαν ανάμνηση από αυτήν την αναγκαία ανασκαφή… Οξειδωμένο από τον καιρό, λασπωμένο από την τυχαία ταφή του, ξαφνιασμένο από την ανάδυσή του και πάλι στο φως, εντελώς τυχαία.
 
Ύστερα βάλθηκα να σκαλίζω κι εγώ τις δικές μου… μνήμες, τις υποθέσεις μου… Τελικά το ταυτοποίησα… Ο τελευταίος άνδρας από το γκρεμισμένο σπίτι, πέθανε το 1941 εν μέσω γερμανικής Κατοχής. Ήταν πάνω από 80 χρονών… Θα είχε σταματήσει να σκάβει από τα 60 του τουλάχιστον… Επομένως, το εργαλείο έχει να χρησιμοποιηθεί από το 1920… Λίγο πριν, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Λίγο μετά το θάνατο της πρώτης του γυναίκας από την Ισπανική Γρίπη το 1918… Λίγο πριν ή λίγο μετά τον δεύτερό του γάμο… Τόσο χρονών πατητό, φτιαγμένο από δουλεμένο ατσάλι, ανθεκτικό και μαζί κομψό, «μπίτι φίνο», που λένε εδώ οι χωρικοί που απέμειναν… Ευτυχές το σπίτι που έγινε κομμάτια και θρύψαλα, που «Χους ει και εις χουν απελεύσει», «πλίθα» και μαζί πέτρα, αφού κατάφερε να μας αφήσει παρακαταθήκη το εργαλείο από ατσάλι…
 
Το πατητό τοποθετήθηκε στο ερμάριο με τα οικογενειακά κειμήλια. Ολα χειροπιαστά και γήινα, όλα φτιαγμένα από πρωτογενή υλικά, λάσπη, νερό, χώμα, φωτιά, και σίδερο, κι όλα αιώνια λες να διατηρούν «καταγωγή και περηφάνια». Γι’ όλα αυτά που έγραψε ο Τάκης Σινόπουλος:
 
«Εδώ γεννήθηκα.
Εδώ μεγάλωσα. Λοιπόν αυτά μου χρειάζονται
για την οργή μου και την περηφάνια μου.
Για να κρατήσω και να κρατηθώ.
Δεν έχω θεούς. Και δε φοβάμαι.»
 
Τι άλλο να πεις λοιπόν για τα «κρατήματά» μας, μετά τον ποιητή; Τι άλλο να απολογηθείς, ιδιαιτέρως αυτούς τους σακάτικους καιρούς που μας σέρνουν γυμνούς και παρασάνταλους σε λάσπες και ρήγματα; Τι άλλο να απαγγείλεις για τα παρελθόντα και τα μέλλοντα που σε καλούν ανάγκα να ευχηθείς και να αγαπήσεις αυτές τις μέρες; Μένω εδώ προσηλωμένη στη ρότα της εποχής, κρατώ ένα νήμα μακρύ σαν μίτο που με δένει στην «ηλικία» της μικρής και νεότευκτης πατρίδας, που ακόμα δεν γιόρτασε τα 200 της χρόνια, και ανακαλώ εντός μου αυτά που κουβαλούμε ως άχθος… Ένα «βάρος» γεμάτο φως και λάμψη, που ανακαλύπτεις σκάβοντας τη γη, παρενοχλώντας την αμεριμνησία και τις αντοχές της… Ύστερα έτσι όπως την περπατώ…τρυφερά, έχω την αίσθηση ότι είναι εκείνη ακριβώς που ρουφά το δικό μου μεδούλι, να το γητέψει και να το μετακενώσει πάλι εντός μου αμόλυντο κι απαλλαγμένο από τις αγοραίες αισθήσεις που με βομβαρδίζουν χρόνια τώρα με ανοησίες ονειρώξεις, με αηδίες αρχές και σκελετά πρότυπα…
 
Επιστρέφω εντός της κι εγώ, και γιατρεύομαι, και γιορτάζω Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές με γοβάκια βυθισμένα σε υγρά χώματα, καθώς διασχίζω το μονοπάτι για το ναό του χωριού, τον Αη Χαράλαμπο, που όλα τα χωρά και τα περισσεύει… Μαζί με ομογάλακτους και αλλοτριωμένους… Με τη συγχωρητική σκέπη του ναού και της φύσης γύρω που με καλεί να επιστρέψω στους ρυθμούς που οφείλω… Πλάι στην κατάμεστη μανταρινιά και την μοσχοβολούσα λεμονιά… Δίπλα στα μωβ ζουμπούλια που σκάνε μύτη… Με το πατητό στην άκρη του ερμαρίου της μνήμης να μου γνέφει πως πάντα έτσι γίνεται σε εκείνη την αυλή, χάρη στη γονιμοποιό αιχμή του και σε ένα πόδι ανθρώπινο που ξέρει να βάζει τα δυνατά του για τη σπορά… Η γη κι η φύση πάντα τους δυνατούς ανταμείβει, φωνάζει το…πατητό!!!
 
Χρόνια πολλά…

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.