Yura Konstantinova,* «Ειμαστε υποχρεωμενοι να βαλουμε ολες μας τις δυναμεις για να διαφυλαξουμε την ειρηνη και την αλληλοκατανοηση στα Βαλκανια»
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα να εκφράσω την ιδιαίτερη χαρά μου που είμαστε όλοι εδώ απόψε, αν και εξ αποστάσεως. Ποιος αλήθεια από εμάς θα φανταζόταν ότι στις αρχές του 21ου αιώνα θα ήταν αντιμέτωπος με διλήμματα όπως τον πόλεμο και την ειρήνη, την αποδοχή και την απόρριψη. Μέχρι πρότινος, ζούσαμε σε έναν κόσμο γεμάτο ευκολίες, με την πολυτέλεια να κοιτάζουμε την ιστορία και τον πολιτισμό από το πρίσμα της έρευνας. Ο τόμος που σήμερα παρουσιάζουμε είναι απόδειξη ότι εκμεταλλευτήκαμε σωστά και επωφεληθήκαμε από αυτές τις ευκολίες. Ακόμη περισσότερο πιστεύω ότι μέσα από τη συγκεκριμένη έκδοση βγήκε ένα δίδαγμα, ότι Βούλγαροι και Έλληνες ερευνητές κατάφεραν να κατανοήσουν το σημαντικότερο πράγμα, που είναι ο διάλογος.
«Βούλγαροι και Έλληνες ερευνητές κατάφεραν να κατανοήσουν την αξία του διαλόγου»**
Αυτό που κατάλαβα μέσα από την προσωπική μου μελέτη και έρευνα στο πεδίο των ελληνο-βουλγαρικών σχέσεων, είναι ότι τα σοβαρότερα προβλήματα δημιουργούνται εκεί που δεν υπάρχει διάλογος! Δεν είναι απαραίτητο να συμφωνεί ο ένας με τον άλλον ή ακόμη να πρέπει να συμβιβαζόμαστε με τον εαυτό μας και με τους στόχους μας, αλλά θα πρέπει μόνο να συζητάμε. Μέσω του διαλόγου και ακούγοντας την άλλη άποψη μπορεί να γεννηθεί η κατανόηση και με την κατανόηση, η αποδοχή του «άλλου». Εμείς, οι μελετητές των ανθρωπιστικών επιστημών έχουμε μία αποστολή. Να αποδείξουμε στην κοινωνία ότι η ιστορία, η λογοτεχνία, ο πολιτισμός πρέπει να γεννούν διάλογο και να μην γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπών. Και αυτό είναι ήδη γνωστό από το 1963, από τους δασκάλους μας, όταν με την υποστήριξη της Ουνέσκο δημιουργήθηκε η Επιτροπή Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης και μετά από έναν χρόνο ιδρύεται το Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών στην Ακαδημία Επιστημών της Βουλγαρίας με σκοπό «τη μελέτη της ιστορίας, του βίου και του πολιτισμού των Βαλκανικών λαών και να συμβάλει στην προσέγγισή τους». Από τότε και μέχρι σήμερα, το Ινστιτούτο μας δεν παρέκκλινε αυτού του σκοπού και διατήρησε άσβεστο το φως της αλληλοκατανόησης κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου αλλά και τη μεταβατική περίοδο, μέχρι σήμερα. Είμαστε ιδιαίτερα χαρούμενοι και αισιόδοξοι γιατί στην Ελλάδα έχουμε ομοϊδεάτες. Με το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ) στη Θεσσαλονίκη οργανώσαμε εννέα ελληνο-βουλγαρικά συνέδρια κατά την περίοδο 1978-2007 και με την έκδοση των πρακτικών τους βοηθήσαμε ώστε να γίνουν κατανοητά πολλά ζητήματα της κοινής μας ιστορίας. Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι οι σχέσεις που δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου απέδειξαν την ανάγκη ότι θα πρέπει να συνεργαζόμαστε σταθερά και με συνέπεια για τη διαφύλαξη αυτών των σχέσεων.
Αποτέλεσμα αυτής της αλληλοκατανόησης και συνεργασίας ήταν η διοργάνωση των δύο ελληνο-βουλγαρικών συνεδρίων, στη Σόφια το 2014 και στην Κομοτηνή το 2018. Η έκδοση που παρουσιάζουμε σήμερα είναι ο συλλογικός τόμος με τα άρθρα από το τελευταίο συνέδριο και είναι αποτέλεσμα στενής συνεργασίας των βουλγαρικών και ελληνικών ιδρυμάτων και συγκεκριμένα του Ινστιτούτου Βαλκανιολογίας της Ακαδημίας Επιστημών της Βουλγαρίας, του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και της Ελληνικής Επιτροπής Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ο τόμος συμβάλλει σε επιστημονικό επίπεδο καλύπτοντας διαφορετικές πτυχές της ιστορίας, του πολιτισμού, της γλώσσας και της λογοτεχνίας των δυο λαών με νέα στοιχεία και είναι δημιούργημα αποκλειστικά της φιλίας Ελλήνων και Βουλγάρων, που αναγνωρίζουν την αξία του διαλόγου, χωρίς καμία κρατική, οικονομική υποστήριξη. Αυτό αποτελεί και απόδειξη ότι οι προσπάθειες πιάνουν τόπο. Μακριά από προπαγανδιστικά στερεότυπα που επηρεάζουν αρνητικά τις σχέσεις των δύο λαών, δημιουργώντας ένα δίκτυο επιστημόνων με κοινές αξίες και ιδέες.
«Εμείς, ως ιστορικοί, είμαστε η μνήμη της κοινωνίας και δεν θα υπάρχει δικαιολογία αν δεν αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του σήμερα και του αύριο»
Τελειώνοντας, αγαπητοί συνάδελφοι, θα ήθελα να υπογραμμίσω, ότι σήμερα είμαστε υπεύθυνοι απέναντι στην ελληνική και τη βουλγαρική κοινωνία να αντιληφθούν το μέγεθος αυτής της σχέσης που συνδέει τους δύο λαούς. Όσο και να είναι παράξενο, δεν είναι τόσο εύκολο στις ημέρες μας να υπερασπιστούμε τις πεποιθήσεις μας, όπως στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ίσως γιατί η γενιά που έζησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο φεύγει σιγά σιγά και δεν έχουμε την υποστήριξή της. Αλλά εμείς, ως ιστορικοί, είμαστε η μνήμη της κοινωνίας και δεν θα υπάρχει δικαιολογία αν δεν αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του σήμερα και του αύριο. Ανεξάρτητα από το αν έχουμε ή δεν έχουμε πολιτική και οικονομική υποστήριξη, είμαστε υποχρεωμένοι να βάλουμε όλες μας τις δυνάμεις για να διαφυλάξουμε την ειρήνη και την αλληλοκατανόηση στα Βαλκάνια.
*Η Yura Konstantinova είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών – Κέντρο Θρακολογίας της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών. Το κείμενο είναι η ομιλία της στη διαδικτυακή εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου “Greeks and Bulgarians. Parallels and Intersections in History and Culture” (επιμ. Yura Konstantinova – Eleonora Naxidou, εκδ. Bulgarian Academy of Sciences – Institute of Balkan Studies with Centre of Thracology, Sofia 2021), που διοργανώθηκε την Πέμπτη 17 Μαρτίου, από το Εργαστήριο Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του ΤΙΕ/ΔΠΘ και την Ελληνική Επιτροπή Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Μπορείτε να βρείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης εδώ και τους ηλεκτρονικούς συνδέσμους για τις υπόλοιπες εισηγήσεις εδώ.
**Οι μεσότιτλοι τέθηκαν προς διευκόλυνση της ανάγνωσης.
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.