Ρουμιανα Πρεσλενοβα: «Χωρις να ξερουμε καλα το παρελθον μας δεν μπορουμε να περιμενουμε κατι καλο για το μελλον μας»
«Οι επαφές των επιστημόνων της Ελλάδας και της Βουλγαρίας έχουν συμβάλλει ουσιαστικά στην αμοιβαία κατανόηση των δύο λαών»
Επίτιμη διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας αναγορεύτηκε το απόγευμα της Τετάρτης 29 Μαρτίου η κ. Ρουμιάνα Πρεσλένοβα, Διευθύντρια του Ινστιτούτου Βαλκανικών Σπουδών του Κέντρου Θρακολογίας της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών και Καθηγήτρια Βαλκανικής Ιστορίας.
Πρόκειται για μια ακόμη ιδιαιτέρως σημαντική προσπάθεια εμπλουτισμού και έντασης των επιστημονικών διασυνδέσεων του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας και της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του ΔΠΘ, ώστε να ενδυναμώσει τη θέση του ως κόμβος των νεοελληνικών σπουδών στην ευρύτερη περιοχή μας. Με αυτόν τον τρόπο επισφραγίζεται και εμβαθύνεται μια μακροχρόνια συνεργασία μεταξύ δύο ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, δύο γειτονικών κρατών.
Την τελετή άνοιξε ο Πρύτανης του ΔΠΘ κ. Φώτης Μάρης και ακολούθησαν οι προσφωνήσεις του Κοσμήτορα της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών κ. Εμμανουήλ Βαρβούνη και του Προέδρου του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας κ. Γεώργιου Τσιγάρα. Στη συνέχεια η αναπληρώτρια καθηγήτρια του τμήματος κ. Ελεονώρα Ναξίδου ανέγνωσε τον έπαινο της τιμώμενης και ο κ. Τσιγάρας το ψήφισμα του Τμήματος. Ακολούθως έγινε η περιένδυση της τιμώμενης με την τήβεννο, η επίδοση των διασήμων και η αναγόρευση από τον Πρύτανη του ΔΠΘ. Η τελετή ολοκληρώθηκε με την ομιλία της επίτιμης Διδάκτορος με θέμα “Women in Science” (Γυναίκες στην Επιστήμη).
Λίγες ώρες πριν την τελετή η τιμώμενη φιλοξενήθηκε στα στούντιο του Ράδιο Παρατηρητής, σε μια συνομιλία, για το περιεχόμενο της ομιλίας της, τις σχέσεις των δύο χωρών και των ρόλο των επιστημών στην κατεύθυνση της αμοιβαίας κατανόησης, το μέλλον των βαλκανικών σπουδών αλλά και το Ινστιτούτο Θρακολογίας της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών.
Ρουμιάνα Πρεσλένοβα, όμως αναλυτικά…
ΠτΘ: κ. Πρεσλένοβα, αναγορεύεστε σε επίτιμη διδακτόρισα του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, ένα τμήμα που ήδη μετράτε αρκετά χρόνια συνεργασίας. Πώς νοιώθετε για αυτή την τιμή που σας γίνεται;
Ρ.Π.: Σας ευχαριστώ θερμά για το ενδιαφέρον που έχετε για τη σημερινή εκδήλωσή μας. Είμαι εξαιρετικά συγκινημένη από το ενδιαφέρον που έχετε για αυτή την εκδήλωση, και βέβαια για την τιμή που γίνεται στο πρόσωπό μου. Είμαι ιδιαίτερα ευχαριστημένη γιατί αυτό γίνεται εδώ στην Κομοτηνή και με ένα πανεπιστήμιο με το οποίο έχουμε μια πολύ καλή και μακρόχρονη συνεργασία.
Το Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών με Κέντρο Θρακολογίας της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών
ΠτΘ: κ. Πρεσλένοβα είστε διευθύντρια του Ινστιτούτου Βαλκανικών Σπουδών του Κέντρου Θρακολογίας της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών, ένα πολύ σημαντικό επιστημονικό κέντρο. Θα θέλαμε να μας πείτε λίγα λόγια για τη λειτουργία του, ώστε να το γνωρίσουμε και εμείς καλύτερα.
Ρ.Π.: Το Ινστιτούτο Βαλκανολογίας με Κέντρο Θρακολογίας στη Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, ιδρύθηκε το 1964 μετά από την πρωτοβουλία του πολύ γνωστού καθηγητή Νικολάι Πετρόφ. Το Κέντρο Θρακολογίας ιδρύθηκε λίγο αργότερα, το 1972 από τον γνωστό επίσης καθηγητή Αλεξάντερ Φάου. Το 2010 αυτά τα δύο ιδρύματα, δηλαδή το Ινστιτούτο Βαλκανολογίας και το Κέντρο Θρακολογίας, ενώθηκαν σε ένα ολόκληρο Ινστιτούτο, το οποίο είναι μέσα στη Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών. Στο Ινστιτούτο μας δουλεύουν ερευνητές σε διαφορετικούς τομείς των ανθρωπιστικών επιστημών, της αρχαιολογίας, της ιστορίας, της φιλολογίας και συνάδελφοι που ασχολούνται με τον πολιτισμό. Έχουμε πολλές και καλές σχέσεις με παρόμοια επιστημονικά ιδρύματα σε όλα τα βαλκανικά κράτη, περισσότερο με την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Ρουμανία. Έχουμε βέβαια και πολύ καλές σχέσεις με την Ακαδημία Επιστημών στην Κροατία. Επίσης είχαμε ένα πολύ καλό και επιτυχημένο πρόγραμμα με το Ινστιτούτο Ιστορίας της Σλοβενίας. Βέβαια οι ερευνητές του Ινστιτούτου μας παίρνουμε μέρος συνεχώς σε διάφορες επιστημονικές δράσεις, συνέδρια και διάφορες συνεργασίες γενικά με πολλά κράτη στον κόσμο, όχι μόνο στην Ευρώπη. Οι πιο καλές πιστεύω σχέσεις που έχουμε είναι με τους συναδέλφους από την Ελλάδα, και ειδικότερα με συναδέλφους από την Κομοτηνή, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα.
«Η επιστημονική και πολιτισμική διπλωματία έχουν πιο μεγάλη επίδραση απ’ όσο η πολιτική διπλωματία»
ΠτΘ: Τα δυο κράτη, η Ελλάδα και η Βουλγαρία και ευρύτερα τα Βαλκάνια, έχουμε κοινή ιστορία. Έχουμε όμως και κοινό παρόν. Πόσο σημαντικός είναι κατά την άποψή σας ο ακαδημαϊκός διάλογος μεταξύ των δυο κρατών και ευρύτερα των βαλκανικών χωρών για το παρελθόν, την εξερεύνηση της ιστορίας, και για το σήμερα;
Ρ.Π.: Είναι ένα ερώτημα που θα πρέπει να το απευθύνεται σε οποιονδήποτε ιστορικό έχετε μπροστά σας. Και αυτός πρέπει οπωσδήποτε να απαντήσει. Χωρίς να ξέρουμε καλά το παρελθόν μας δεν μπορούμε να περιμένουμε κάτι καλό για το μέλλον μας. Για μας είναι πολύ σημαντικό να μελετήσουμε τις κοινές καταβολές μας, την κοινή μας ιστορία, αυτό που μας ενώνει. Γι’ αυτό δίνουμε μεγάλη σημασία σε όλα τα επιστημονικά προγράμματα και ειδικά σε διμερή προγράμματα, και βέβαια τα προγράμματα interreg που είναι διασυνοριακά προγράμματα.
ΠτΘ: Ρόλος της επιστήμης είναι και η ανάπτυξη του διαλόγου μεταξύ δυο χωρών, εν προκειμένω Ελλάδας και Βουλγαρίας, και κυρίως για την κατάρριψη κάποιων αρνητικών γεγονότων και αντιλήψεων. Θεωρείτε ότι η επιστήμη τα έχει καταφέρει;
Ρ.Π.: Πιστεύω απολύτως σε αυτό. Οι επαφές που έχουμε μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας είναι πολύ καλές στον τομέα των επιστημών και πιστεύω πως έχουν συμβάλλει ουσιαστικά στην αμοιβαία κατανόηση των δύο λαών. Το επιστημονικό πεδίο είναι λίγο διαφορετικό. Σε αυτό τον τομέα η πολιτική δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο, όπως παίζει για παράδειγμα στην οικονομία. Γι’ αυτό έχουμε πιο μεγάλη ελευθερία στις δουλειές μας. Αν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των κρατών συνήθως οι επιστήμονες, οι ζωγράφοι, οι μουσικοί, είναι οι άνθρωποι εκείνοι που πρώτοι κάνουν ό,τι μπορούν για να λύσουν αυτές τις διαφορές. Μπορούμε να πούμε με αυτή την έννοια πως η επιστημονική και πολιτισμική διπλωματία έχουν πιο μεγάλη επίδραση απ’ όσο η πολιτική διπλωματία.
«Η Βουλγαρία και η Ελλάδα είναι παραδείγματα στο πως οι γυναίκες έχουν ίση θέση στο πεδίο των επιστημών»
ΠτΘ: Κατά τη σημερινή τελετή αναγόρευσης, ο τίτλος της εισήγησής σας είναι για τις γυναίκες στην επιστήμη. Γιατί επιλέξατε να μιλήσετε για τις γυναίκες και τι ακριβώς θα ακούσουμε κατά την εισήγησή σας;
Ρ.Π.: Αποφάσισα να μιλήσω για αυτό το θέμα γιατί και η Βουλγαρία και η Ελλάδα είναι παραδείγματα στο πως οι γυναίκες έχουν ίση θέση στο πεδίο των επιστημών. Τα τελευταία ευρωπαϊκά έγγραφα λένε πως αν 40-60% των επιστημόνων είναι γυναίκες, αυτό σημαίνει ότι οι γυναίκες έχουν ίσο ρόλο με τους άντρες. Και τα δύο μας κράτη έχουμε περίπου 50% συμμετοχή των γυναικών στον τομέα επιστημών, δηλαδή είμαστε σε πολύ καλό επίπεδο. Αν αυτό το ποσοστό ήταν παραπάνω από 60, αυτό σημαίνει πως το επάγγελμα είναι περισσότερο γυναικείο και αυτό δεν είναι καλό. Το 50% είναι μια χαρά. Βέβαια υπάρχει ακόμα μια αιτία που επέλεξα αυτό το θέμα. Στην αρχαία Ελλάδα οι γυναίκες είχαν δυνατό ρόλο στην επιστήμη. Και γι’ αυτό ακριβώς η Ελλάδα είναι ο σωστός τόπος να βάλουμε αυτό το θέμα και να μπορούν οι σημερινοί άνδρες και γυναίκες να σκεφτούνε πάνω του.
ΠτΘ: Υπάρχει μέλλον για τις βαλκανικές σπουδές σήμερα;
Ρ.Π.: Είμαι απολύτως σίγουρη πως οι βαλκανικές σπουδές έχουν μέλλον. Σε πολλά κράτη στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη έχουν κλείσει τα τμήματα Βαλκανικής Ιστορίας. Για τα κράτη των Βαλκανίων όμως, είναι πολύ σημαντικό να μαθαίνουμε το κοινό μας παρελθόν, όπως και το κοινό μας παρόν. Γιατί εμείς καλύτερα από όλους καταλαβαίνουμε τις ιδιαιτερότητες της περιοχής μας, ως ένα μέρος της Ευρώπης. Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είμαστε όχι μόνο μέρος των Βαλκανίων, αλλά γενικά μέρος της Μεσογείου. Γι’ αυτό οι βαλκανικές σπουδές δίνουν έναν ευρύ πλαίσιο κατανόησης όλων των βαλκανικών κρατών.
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.