Εφοδιασμος της Μεσσουνης με καυσοξυλα, για το χειμωνα του 1957

Ιστορίες της Μεσσούνης

Το χωριό μας, η Μεσσούνη, όπως και τα άλλα καμποχώρια, δεν είχαν δάση και ο εφοδιασμός τους με ξύλα για την ξυλόσομπα, το τζάκι και το φούρνο, γινόταν από το βουνό, τα παραλίμνια και τα παραποτάμια δάση Μπουρού Καλέ και  Κούρουτσάι, κοντά στα χωριά  Μπαλαμπάνκιόι (Διαλαμπή) και  Ιαλαμπή (Κοπτερό).

Τα έκοβαν, τα φόρτωναν με πολύ κόπο και τα μετέφεραν με τα αμάξια (κάρα), συνήθως μετά τις καλοκαιρινές δουλειές.
 
Επειδή η απόσταση ήταν μακρινή, οι κίνδυνοι πολλοί και μεγάλοι, η ξύλευση δύσκολη, σχηματίζονταν ομάδες φίλων, γειτόνων και ξεκινούσαν για το δύσκολο έργο τους.
 
Τακτικά ήταν τα απρόοπτα που συνέβαιναν και τα διηγούνταν στα καφενεία τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Ένα από τα πολλά, συνέβη τέλος Αυγούστου του 1957.
Η Ιάντσιους η Τζιαρνίκς (Γιάννης Τζερνικούδης), η Μήτσιους σ΄Ιάντσινας (Δημήτρης Τατσίδης), η Τζέλας του Τσιαρακτσούδ (Σιδέρης Δ. Τσαρακτσίδης), η Μήτσιους του Δαλαχουούδ (Δημήτρης Δαλαχουΐδης) και η Σαλιαμπάλιας (Χρήστος Γ. Γιοβανούδης), νεαρά, νταβραντισμένα παλληκαρούδια, φίλοι αγαπημένοι, γειτονόπουλα, από τον άλλο μαχαλά, μια παρέα δεμένη σαν μια γροθιά, αντάμωσαν ένα απόγευμα στο σπίτι του Ιάντσιου και αποφάσισαν ότι το βράδυ θα ξεκινούσαν για το δάσος. Ο Σαλιαμπάλιας είχε πληροφορίες, ότι σε ένα συγκεκριμένο μέρος, κοντά στο Μπαλαμπάνκιόι, ήταν πολλά γκουντούλια (χονδροί κορμοί δένδρων), με χοντρά κλαδιά.
 

Το ραντεβού αναχώρησης κλείστηκε για τις δύο μετά τα μεσάνυχτα, στα αλώνια, στο δρόμο πίσω από τον μύλο.
 
Πρώτος έφτασε με το αμάξι του ο Ιάντσιος και ακολούθησαν οι υπόλοιποι. Καλημερίστηκαν, ευχήθηκαν καλό δρόμο, έκαναν ένα τελευταίο έλεγχο στα εργαλεία τους, τα τσεκούρια, τα πριόνια, τα μπιτσκιά (μεγάλα πριόνια για δυο άνδρες) και αφού βρέθηκαν όλα εντάξει, ξεκίνησαν, με πρώτο το αμάξι του Ιάντσιου.
 
Προτού ξεκινήσουν όμως αποφάσισαν, επειδή ο δρόμος ήταν μακρύς, τρεις ώρες περίπου, να οδηγήσει ο πρώτος τη φάλαγγα και οι υπόλοιποι να κοιμηθούν, το ίδιο θα έκαναν και στην επιστροφή, με άλλον οδηγό.
 
Έδεσαν λοιπόν τις δικές τους τριχιές στην πίσω δεξιά κλιμνιά (κάθετο στήριγμα παραπέτων αμαξιού) του προηγούμενου αμαξιού και ξεκίνησαν.
 
Το δρομολόγιο που θα ακολουθούσαν ήταν γνωστό : η ιουδαριά (αγελαδαριά= διάδρομος φαρδύς δίπλα στο δρόμο, απ΄ όπου περνούσε η αγέλη με τα μεγάλα ζώα, προς τα τσαΐρια), θα περνούσαν το ποτάμι, στη συνέχεια ανατολικά από του Μπαραμπάντσιου το μπαχτσέ, θα φθάνανε στου παππά το πηγαδούδ, στη συνέχεια τα πέρα τσαΐρια, μετά τα κεραμιδαριά, θα περνούσαν το ποτάμι το Κουρούτσάι και στο χωριό Γιαλάντζια (Γαλήνη) θα σταματούσαν να ξεκουραστούν τα καημένα τα ζώα, θα ξυπνούσαν όλοι και ο καθένας θα οδηγούσε το κάρο του για τον τελικό προορισμό.

Έλα όμως που τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν όπως τα λογάριασαν.
Το καραβάνι ξεκίνησε, ο δρόμος ομαλός, χωρίς εμπόδια, αποκοιμήθηκαν όπως συμφώνησαν οι τέσσερις και ο Ιάντσιος οδηγούσε μέσα στη γλυκιά Αυγουστιάτικη βραδιά με το ολόγιομο φεγγάρι και τον έναστρο καθαρό ουρανό.
 
Δεν πέρασε πολύ ώρα και ο Μορφέας, ο Θεός του ύπνου, αγκάλιασε τον Ιάντσιου, γέλασε τα μάτια του, βάραιναν, έκλεισαν γλυκά για λίγο, ξανάνοιξαν βαριά και έκλεισαν οριστικά, βυθίζοντας το νου του στα πελάγη της ευτυχίας του πρώτου ύπνου. Την τριχιά που οδηγούσε τα ζώα, την είχε δεμένη στη δεξιά κλιμιά, άφησε τη φκέντρα (βουκέντρα), πίσω στο κάρο και βάϊσε (έγειρε) πάνω στη δεξιά λισιά (το παραπέτο του αμαξιού).
 

Δεν πρόλαβαν να περάσουν του Μπαραμπάντσιου το μπαχτσέ και το καραβάνι έμεινε να προχωρά ακυβέρνητο.
 
Όταν το καραβάνι έφτασε στα «πέρα τα τσαΐρια» σταμάτησε. Μέχρι εκεί, από τα προηγούμενα χρόνια και δρομολόγια, κουβαλώντας το αμάξι ή βόσκοντας στα τσαΐρια, τα βόδια του Ιάντσιου γνώριζαν το δρόμο. Τα ζώα, από ένστικτο, ακολουθούν με πιστότητα τους δρόμους που γνωρίζουν, δεν προχωρούν όμως παραπέρα σε άλλους δρόμους,  αν δεν τα καθοδηγεί άνθρωπος.
 
Περίμεναν λίγη ώρα, δεν τα ξεπέζεψαν, κανείς δεν τα καθοδήγησε με τις γνώριμες φωνές, «άιντε μπρέεεεε…. προχωράτε» ή κουνώντας τα γκέμια, πήραν την απόφαση να συνεχίσουν. Κάνοντας ένα μεγάλο κύκλο μέσα στα τσαΐρια, πήραν το γνωστό τους δρόμο, που τώρα όμως ήταν ο δρόμος επιστροφής στο χωριό.
Οι καβαλάρηδες, νανουρίζονταν από το μονότονο θόρυβο των τροχών του αμαξιού και συνέχιζαν το ροχαλητό, στην γλυκιά αγκαλιά του Μορφέα.
 
Άρχισε να ξημερώνει όταν το κομβόι των αμαξιών μπήκε στο χωριό και έφθασε στο σπίτι του Ιάντσιου. Η πουριά (αυλόπορτα), ήταν ανοιχτή και τα ζώα κατευθύνθηκαν στην αυλή, κοντά στο ντάμ(ι), (στάβλος), όπου συνήθως τα ξεπέζευαν όταν επέστρεφαν από τις δουλειές. Τα επόμενα αμάξια, ακολουθώντας το πρώτο, στρίβοντας δεξιά, ξήουσαν (ξήλωσαν) τα τσιαλιά από το φράχτη, τσάκσαν (έσπασαν), του πουρόξιου, (ξύλινα μεγάλα παλούκια που στήριζαν την αυλόπορτα), τσαουπάτσαν  κι τσάκτσαν τ΄ν πουριά (τσαλαπάτησαν και έσπασαν την αυλόπορτα).
Από το θόρυβο, τινάθκαν ουρθοί, απάν στ΄αμάξια, η Ιάντσιους, η Μήτσιους, η Τζέλας, η Νταλαχούλας και η Σαλιαμπάλιας, τάχασαν, δεν ήξεραν πού βρίσκονται και τί έλεγαν. Είδαν σπίτια, αυλές, κεραμίδια, ο ένας αναρωτιόταν που είμαστε, ο άλλος έλεγε φτάσαμε στη Ιαλάντζια, ο παράλλος, όχι αυτά είναι τα μαντριά του Μπαλαμπάνιόι και ο Σαλιαμπάλιας, αγουροξυπνημένος,  έτριβε τα μάτια του σαστισμένος. Μόνο ο Ιάντσιος κατάλαβε πρώτος που βρισκόταν και έπιασε απελπισμένος και αμήχανος το κεφάλι του. Απορούσε πώς βρέθηκε και πάλι στο μέρος που ξεκίνησε λίγο πριν τις δύο μετά τα μεσάνυχτα.
 
Όταν συνήλθαν από την έκπληξη, έγινε χαμός. Ακούσθηκαν πολλά γαλλικά, δεν ήξεραν τι έλεγαν, έψαχναν υπεύθυνους.
 
 Όσο ο Ιάντσιος έβλεπε τα σπασμένα πουρόξυουα, την διαλυμένη πουριά, τον πεσμένο φράχτη, τα τσαλιά τσαλαπατημένα και σκορπισμένα, τόσο περισσότερο νευρίαζε και έβριζε. Δεν έφτανε η ταλαιπωρία, ήρθε και η ζημιά.
 
Είπαν, ξείπαν, υπεύθυνο δεν βρήκαν και τελικά κατέληξαν  να γελούν ασταμάτητα με το πάθημά τους. Προσπάθησαν όμως να το κρύψουν, να αποφύγουν το ρεζιλίκι, όμως μέχρι το βράδυ το νέο διαδόθηκε σε όλο το χωριό. Η λέλιου η Κυράνου, η Τζίκινα, το είπε εμπιστευτικά σ΄Ιανάκινα, στο διαδίκτυο, στο fb εκείνης της εποχής και το νέο, σε ελάχιστο χρόνο, στα στόματα των γυναικών, έκανε χιλιάδες like, με απίθανα σχόλια.
 
Τα χρόνια πέρασαν, το πάθημα έγινε μασάλι. Το χειμώνα, όταν αντάμωνε η παλιοπαρέα στη «Νέα ζωή» του Ντραγκάν, πίνοντας, κρασάκι με στραγάλια, περηφανεύονταν  ότι ήταν οι μοναδικοί που πέτυχαν το ακατόρθωτο, πέτυχαν το θαύμα, «να περπατάει ολόκληρο καραβάνι, χωρίς οδηγό».
 
 
 
Με τα ξύλα όμως τι έγινε εκείνο το χειμώνα;
 
Όπως έμαθα, όλα καλά. Πείσμωσαν οι πέντε φίλοι και το άλλο βράδυ τράβηξαν και πάλι προς το δάσος, μόνο που αυτή τη φορά, οι οδηγοί ήταν δύο, για το φόβο εναγκαλισμού από τον Θεό Μορφέα. Οι πληροφορίες του Σαλιαμπάλια επαληθεύτηκαν και νωρίς το απόγευμα επέστρεψαν έχοντας ο καθένας παραφορτωμένο το κάρο, με ένα χοντρό γκουντούλ, χοντρά και μακριά κλαδιά, που θα τους ζέσταιναν τον κρύο χειμώνα, καθώς και πουρνάρια και πιρένια για το κάψιμο του φούρνου και το ψήσιμο των νόστιμων σουμουνιών  (ψωμιών).
 
Σημείωση: Η απίθανη αυτή ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Την κατέγραψε ο συνομήλικός τους, Βασίλης Τατσίδης του Λεωνίδα, ο γραμματέας της κοινότητας Αμβροσίας. Εγώ απλώς την μετέφερα για δημοσίευση, για να μην ξεχαστεί. Είναι και αυτή μια σελίδα ιστορίας της Μεσσούνης μας.
 
Τον ευχαριστώ για την πολύτιμη βοήθεια, που πολλές φορές μου προσέφερε και για τη θέρμη και χαρά με την οποία παρακολουθεί τις Μεσσουνιώτικες αναμνήσεις μου, μέσα από τις φιλόξενες στήλες της εφημερίδας «Παρατηρητής της Θράκης».
 
ΥΓ: Οι φωτογραφίες είναι από το taigetosblog «Το αμάξι στη Βύσσα και στην περιοχή Ορεστιάδος».
Δεκέμβριος 2019

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.