«Ωρα μηδεν» για το Κυπριακο

Κων/νος Αντωνόπουλος, Αναπ.Καθηγητής Νομικής Σχολής του ΔΠΘ: «Η οποιαδήποτε λύση θα πρέπει να ικανοποιεί ένα μεγάλο μέρος των επιδιώξεων των δικαιωμάτων των δύο πλευρών»

«Η πρακτική της Τουρκίας τα προηγούμενα 43 χρόνια περίπου, δεν δίνει αισιόδοξα μηνύματα»

«Η εξασφάλιση ασφαλούς μεταφοράς ενέργειας, από την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου προς τη Δυτική Ευρώπη είναι ίσως ο παράγοντας εκείνος, ο οποίος επέσπευσε τη δυνατότητα επίτευξης κοινού τόπου και συναίνεσης για να οδηγηθούμε σε μια λύση του Κυπριακού»

Στην πιο κρίσιμη φάση του, βρίσκεται ίσως το διάστημα αυτό το Κυπριακό, ενόψει και της πολυμερούς διάσκεψης που αναμένεται να πραγματοποιηθεί στην Γενεύη, το διάστημα 9 με 12 Ιανουαρίου.
 
Στην Αθήνα βρέθηκε χθες, ο ειδικός σύμβουλος του ΓΓ του ΟΗΕ για το Κυπριακό, Έσπεν Μπαρθ Άιντε, ο οποίος και συναντήθηκε με τον υπουργό Εξωτερικών κ.Νίκο Κοτζιά, ενόψει της εν λόγω διάσκεψης, ενώ σήμερα ο Υπουργός Εξωτερικών θα έχει συνάντηση με τον υπουργό Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βρετανίας, κ.Άλαν Ντάνκαν, ο οποίος λίγες ώρες νωρίτερα θα έχει συναντήσεις στην Άγκυρα με τον πρωθυπουργό Γιλντιρίμ, τον υπουργό Εξωτερικών Τσαβούσογλου και τον ομόλογό του υπουργό Ευρώπης Τσελίκ. 
 
Αντίστοιχα στην Κύπρο, εννέα ημέρες ως την πολυμερή Διάσκεψη, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης συναντήθηκε χθες με τον κ. Μουσταφά Ακιντζί, με αποκλειστικό θέμα συζήτησης το Κυπριακό, ενώ αναμένεται άλλη μία συνάντηση των δύο αντρών το προσεχές Σάββατο. Ο κ. Αναστασιάσης σήμερα θα ενημερώσει το Εθνικό Συμβούλιο, και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου για την πορεία των διαπραγματεύσεων.
 
Την ίδια ώρα την υποστήριξη της Τερέζα Μέι για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση για το Κυπριακό με βάση τις αποφάσεις του ΟΗΕ και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, ζήτησε ο πρωθυπουργός σε τηλεφωνική επικοινωνία του με την ομόλογό του της Βρετανίας, η οποία και αποτελεί μία από τις εγγυήτριες δυνάμεις, ενώ αντίστοιχες κινήσεις αναμένεται να πραγματοποιήσει και με την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, τον γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ και τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ.
 
Τη Δευτέρα ο κ Τσίπρας θα έχει διαδοχικές κατ’ ίδιαν επαφές και με τους πολιτικούς αρχηγούς προκειμένου να τους ενημερώσει για τις διαπραγματεύσεις με στόχο και να διαμορφωθεί μια ενιαία στάση ενόψει της διάσκεψης της Γενεύης και επίκειται συνάντηση και με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλο.
 
Το Κυπριακό απασχόλησε, μεταξύ άλλων, και τη προχθεσινή τηλεφωνική επικοινωνία του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα με τον Ταγίπ Ερντογάν, κατά τη διάρκεια της οποίας σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Λευκού Οίκου, οι δύο ηγέτες εξέφρασαν την ελπίδα ότι οι επικείμενες διπλωματικές διεργασίες θα έχουν ως αποτέλεσμα μια συμφωνία για επανένωση της νήσου σε μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία.
 
Με αφορμή τις εξελίξεις αυτές, ο «ΠτΘ» ζήτησε τη συνδρομή του Αναπληρωτή Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης κ. Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου, για τη ερμηνεία των εξελίξεων καθώς και για τα όσα αυτές προμηνύουν για το άμεσο μέλλον.
 
Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος λοιπόν…
 
ΠτΘ.: Το Κυπριακό είναι το «καυτό» θέμα των ημερών. Το 2016 θεωρήθηκε κομβικό για την επίλυση του ζητήματος και πλέον θεωρείται από τους αναλυτές ότι βρισκόμαστε στην πιο κρίσιμη φάση του, ενόψει της διάσκεψης της Γενεύης. Εσείς παρακολουθώντας τις εξελίξεις πώς βλέπετε τα πράγματα;
Κ.Α.:
Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα, γιατί, όπως είναι λογικό, αυτές οι διαπραγματεύσεις είναι πολύ εμπιστευτικές. Οι λεπτομέρειες δεν δημοσιοποιούνται και αρκούμαστε σε αυτά τα οποία αναφέρονται στον τύπο. Με τις πληροφορίες που αναφέρονται στον τύπο πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί.  Ο καθένας εκφράζει τις απόψεις του, για το ποια λύση θεωρεί ότι θα είναι βιώσιμη, αλλά δεν παύουν αυτές οι απόψεις να είναι υποκειμενικές, δηλαδή να εκφράζουν καθαρά αυτόν που τις διατυπώνει.  Το πιο ασφαλές θα είναι να περιμένουμε να ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή, να δούμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα και εν συνεχεία να το σχολιάσουμε. Για την ώρα έχουμε μια συνέχεια της διαπραγμάτευσης που άρχισε το Μάιο του 2015, είχαμε την τελευταία συνάντηση στη Γενεύη της Ελβετίας πριν από ένα μήνα περίπου, δεν κατέληξε πουθενά και τώρα έχουμε αυτό το επόμενο στάδιο που δεν ξέρουμε αν θα είναι και το τελικό.
 

«Η πρακτική της Τουρκίας όλο αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν ήταν τέτοια ώστε να επιτρέπει την διαπίστωση ότι θα επιθυμούσε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού»

 
ΠτΘ.: Υπάρχει ωστόσο μια διάχυτη αισιοδοξία από πλευράς της Κυπριακής πλευράς. Βλέπουμε ότι γίνονται προσπάθειες συνεννόησης και σύμπλευσης με την ελληνική πλευρά, είδαμε τον προγραμματισμό συναντήσεων των πολιτικών αρχηγών οι οποίες θα γίνουν την ερχόμενη Δευτέρα, ωστόσο βλέπουμε ότι ένα μεγάλο ερωτηματικό παραμένει και η πλευρά που αναμένεται να τηρήσει και η τουρκική κυβέρνηση, που δεν κάνεις σαφές το αν επιθυμεί ή όχι τη λύση του Κυπριακού.
Κ.Α.:
Η πρακτική της Τουρκίας τα προηγούμενα 43 χρόνια περίπου, από την εποχή της στρατιωτικής εισβολής και κατοχής του βορείου τμήματος της Κύπρου, δεν προσφέρει έδαφος για αισιοδοξία. Κι αυτό γιατί, από την εισβολή του 1974 και μετά, η Τουρκία βρέθηκε να κατέχει και συνεχίζει να κατέχει το 30% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, και ως εκ τούτου βρίσκεται σε μια πλεονεκτική θέση, όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις. Η πρακτική της Τουρκίας όλο αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν ήταν τέτοια ώστε να επιτρέπει την διαπίστωση ότι θα επιθυμούσε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Αν δούμε την πρακτική της από την ανεξαρτησία της Κύπρου, το 1960 μέχρι την εισβολή το 1974, έκανε τα πάντα, επηρεάζοντας την τουρκοκυπριακή κοινότητα, για να μην λειτουργήσει αποτελεσματικά ο συνταγματικός διακανονισμός που συμφωνήθηκε στη Ζυρίχη και το Λονδίνο το 1959.
 

«Η Συνθήκη εγγύησης του ’60, στην περίπτωση της Κύπρου, είναι ένας αναχρονισμός»

 
ΠτΘ.: Υπάρχουν δύο βασικά σημεία πάνω στα οποία γίνονται οι τελευταίες διαπραγματεύσεις. Το πρώτο αφορά το εδαφικό και το δεύτερο τη συμφωνία επί των κριτηρίων για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις. Ποια η άποψή σας;
Κ.Α.:
Ως προς το εδαφικό είναι καθαρά θέμα συμφωνίας και στο πού θα καταλήξει αυτό, επομένως δεν μπορούμε να κάνουμε προβλέψεις. Αναφέρθηκε ωστόσο σε ανταποκρίσεις και σε δημοσιογραφικά κείμενα, ότι συζητείται η παραχώρηση τμήματος των κατεχομένων εδαφών στο Ελληνοκυπριακό ομόσπονδο κρατίδιο. Αυτό μένει να το δούμε όμως με την κατάληξη αυτής της διαπραγμάτευσης. Όσο αφορά στο θέμα των εγγυήσεων, η Συνθήκη Εγγύησης του ’60 είναι ένας αναχρονισμός. Στην ουσία έρχεται σε αντίθεση με την απαγόρευση χρήσης βίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο άρθρο 2 του Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Δεν μπορεί ένα κράτος να χρησιμοποιεί μονομερώς βία νόμιμα, μετά το 1945. Εκτός αν βρίσκεται σε κατάσταση νόμιμης άμυνας ή δρα υπό την επίκληση αυτού που ονομάζουμε συλλογική άμυνα, δηλαδή, προστρέχει σε συνδρομή ενός συμμάχου του που είναι θύμα επίθεσης, και πάντα μετά από πρόσκληση αυτού του συμμάχου και όχι αυθαίρετα.
 
Μία συνθήκη που δίνει το δικαίωμα σε ένα ή περισσότερα κράτη να επεμβαίνουν στρατιωτικά κατά την κρίση τους, αν διασαλευθεί για παράδειγμα η συνταγματική τάξη ενός κράτους, όπως συνέβη στην περίπτωση της Κύπρου, είναι ένας αναχρονισμός. Για να είναι νόμιμη μια τέτοια επέμβαση, θα πρέπει να υπάρχει προηγούμενη πρόσκληση από αυτό το κράτος, κάτι το οποίο δεν υπήρχε πέρα από κάθε αμφιβολία το 1974.  Επομένως η κατάληξη σε μια συμφωνία επίλυσης, η οποία θα διατηρούσε αυτό το καθεστώς και μάλιστα υπό αυτό πλέον το καθεστώς θα μετέτρεπε την μεγάλη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας από δύναμη κατοχής σε δύναμη εγγύησης, δεν θα ήταν ένα καλό αποτέλεσμα και δεν θα επέτρεπε την όποια αισιοδοξία για μια βιώσιμη λύση.
 

«Το σχέδιο Ανάν, όσο το έβλεπε κανείς,  άφηνε την τουρκική πλευρά  με ένα γεύμα πέντε πιάτων και σαμπάνια, και την ελληνική πλευρά με ένα σάντουιτς και καφέ»

 
ΠτΘ.: Όσον αφορά το ρόλο των εγγυητριών δυνάμεων, μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα και τον ρόλο που θα κλιθούν να παίξουν την επόμενη ημέρα, τι έχετε να πείτε; Και  επειδή πολύς ο λόγος για τη στάση της αμερικανικής κυβέρνησης, η οποία στο παρελθόν στάθηκε υπέρ της λύσης στου Κυπριακού, λόγω ενεργειακών ζητημάτων, πώς θεωρείτε ότι αυτή θα επηρεάσει τις εξελίξεις;
Κ.Α.:
Εάν ο ρόλος αυτών των τριών κρατών, της Βρετανίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας, είναι αυτός που ήδη προβλέπεται στη Συνθήκη Εγγύησης του 1960, είναι ένας αναχρονισμός. Δεν θα πρέπει να υπάρχουν εγγυήτριες δυνάμεις. Όσο αφορά στο δεύτερο ερώτημα, η απάντηση είναι «δεν γνωρίζουμε». Μετά τις τελευταίες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, η παγκόσμια παρουσία των ΗΠΑ και η στάση τους απέναντι στα διεθνή προβλήματα, χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο ερωτηματικό. Σίγουρα η εξασφάλιση ασφαλούς μεταφοράς ενέργειας, από την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και από την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, της Κύπρου ειδικότερα, προς τη Δυτική Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, είναι ένα πραγματικό ζήτημα, μεγάλης πολιτικής και οικονομικής σημασίας και ίσως είναι ο παράγοντας εκείνος, ο οποίος επέσπευσε τη δυνατότητα επίτευξης κοινού τόπου και συναίνεσης για να οδηγηθούμε σε μια λύση του Κυπριακού. Η οποιαδήποτε λύση θα πρέπει να έχει ένα δίκαιο αποτέλεσμα, δηλαδή να ικανοποιεί ένα μεγάλο μέρος των επιδιώξεων των δικαιωμάτων των δύο πλευρών.  Σίγουρα θα πρέπει να διατηρήσει την Κυπριακή Δημοκρατία ως ένα υφιστάμενο κράτος, δηλαδή αυτό το Ομοσπονδιακό Κράτος που θα προκύψει  να είναι η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι μία νέα οντότητα. 
 
Το 2004 με το σχέδιο Ανάν, όσο το έβλεπε κανείς,  διαπίστωνε ότι το αποτέλεσμα δεν ήταν ισόρροπο και για τις δύο πλευρές. Άφηνε την τουρκική πλευρά, με ένα γεύμα πέντε πιάτων και σαμπάνια, και την άλλη πλευρά με ένα σάντουιτς και καφέ.  Ας ελπίσουμε να υπάρξει μια δίκαιη, ισόρροπη λύση. Κανείς δεν θα πάρει όλα όσα επιθυμεί, διότι αν συμβεί αυτό δεν θα είναι δίκαιη και ισόρροπη λύση.

«Η επίλυση του Κυπριακού πιθανόν να αποτελέσει μοντέλο για να έχουμε μια αντίστοιχη εξέλιξη στην περίπτωση της Παλαιστίνης»

 
ΠτΘ.: Θεωρείτε ότι η όποια λύση, αν και εφόσον εξευρεθεί και δοθεί, θα επηρεάσει τα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο;
Κ.Α.:
Θεωρώ πως σίγουρα θα πάψει να υφίσταται ένα ζήτημα στην ανατολική Μεσόγειο το οποίο υπάρχει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, διευκολύνοντας την εδραίωση της ειρήνης στην περιοχή. Πιθανόν δε να είναι και ένα μοντέλο για να έχουμε μια αντίστοιχη εξέλιξη στην περίπτωση της Παλαιστίνης, που βρίσκεται κοντά σε αυτή την περιοχή.

Σίγουρα θα βοηθήσει πάρα πολύ τη διεθνή οικονομία, κυρίως σε ό,τι αφορά τον τομέα της ενέργειας, και θα συμβάλλει πάρα πολύ στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι οποίες από τη δεκαετία του ’50,  εξαιτίας του προβλήματος της Κύπρου, χαρακτηρίζονται από αυξανόμενη ένταση κατά καιρούς ή από δυσπιστία. Δυστυχώς η γεωγραφία μας, μας έχει ορίσει να είμαστε γείτονες και πρέπει να έχουμε τις καλύτερες δυνατές, πάντα ειρηνικές και φιλικές σχέσεις.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.