Περι πολιτικης IV (Η πολιτειακη εξουσια)

1. Στο σύγχρονο κόσμο οι πολιτείες οργανώνονται σύμφωνα με τις αρχές που περιλαμβάνονται στον ανώτερο νόμο που καθεμία διαθέτει, ήτοι στο Σύνταγμα. Ωστόσο δεν αρκεί η απλή ανάγνωση του κειμένου του Συντάγματος για να αντιληφθεί κάποιος το ισχύον πολίτευμα. Απαιτείται επιπλέον η μελέτη της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, η οποία συντελεί στη διαμόρφωση του περιεχομένου του Συντάγματος. Αξίζει όμως να σημειωθεί ιδιαιτέρως ότι κατά τη σχετική διαδικασία συνύφανσης του συνταγματικού δέοντος με το πολιτικοκοινωνικό είναι, το προέχον στοιχεί είναι η τάξη που προκύπτει από τους κανόνες του Συντάγματος και όχι η γνώμη του μη νομικού, η οποία βασίζεται σε υποκειμενική ή, κατά το μέλλον ή ήττον, σε αυθαίρετη προσέγγιση.
 
Με άλλες λέξεις, το Σύνταγμα υπάρχει για να οριοθετεί την κυβερνώσα βούληση, η οποία δεν αυτοσχεδιάζει, αλλά οφείλει να κινείται και να αποφασίζει εντός του πλαισίου του Συντάγματος και των σύμφωνων προς αυτό νόμων, στοιχείο το οποίο συμβάλλει, μαζί με την εκφρασθείσα θέληση του Εκλογικού Σώματος στην αποδοχή της.
 
2. Η θεσμοθετημένη εξουσία της πολιτείας αρθρώνεται και ασκείται στη βάση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, αρχή την οποία ο πολύς κόσμος γνωρίζει ως αρχή διάκρισης των εξουσιών. Ελάχιστοι από τους συμπολίτες μας γνωρίζουν ότι ο συγγραφέας βαρώνος του Μοντεσκιέ περιέγραψε το σύστημα που θεώρησε ότι ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία) της εποχής του. Ακόμη λιγότεροι γνωρίζουν τον περίφημο επιθετικό προσδιορισμό που συνόδευε τη διάκριση των εξουσιών έτσι ώστε αυτή να διαβάζεται στο πρωτότυπο ως «σχετική διάκριση των εξουσιών» θέση η οποία οδήγησε την μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτειολόγων να κατανοήσουν την θέση του Μοντεσκιέ ως διανομή της εξουσίας στα τρία πολιτικά στοιχεία του 18ου αιώνα, ήτοι τον βασιλιά, τους ευγενείς και το λαό και, όχι ως απόλυτο διαχωρισμό των εξουσιών. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών εις τα καθ’ ημάς κατοχυρώνεται με το άρθρο 26 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι η νομοθετική λειτουργία ασκείται από την Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατία, η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση και η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια, των οποίων οι αποφάσεις εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού.
 
3. Η λογική του πολιτεύματος όπως προκύπτει από τη δομή του Συντάγματος διαμορφώνει την υπερέχουσα θέση της εκτελεστικής λειτουργίας και ιδίως της Κυβέρνησης η οποία ως υπουργικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις, καθώς και εκτελεί –δηλαδή εφαρμόζει- τους νόμους. Επίσης η Κυβέρνηση διαθέτει νομοθετική πρωτοβουλία. Ένας ή περισσότεροι συναρμόδιοι Υπουργοί υποβάλλουν στη Βουλή σχέδια νόμων. Επιπλέον η Κυβέρνηση μπορεί να παρακάμψει προσωρινά τη Βουλή θεσπίζοντας πράξεις νομοθετικού περιεχομένου για την αντιμετώπιση εξαιρετικώς επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης.
 
Η σημαίνουσα θέση της Κυβέρνησης ενισχύθηκε περαιτέρω με την Αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986, διαδικασία η οποία την κατέστησε τον ισχυρό πόλο εντός της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παραμένει μεν αρχηγός του κράτους, διαθέτει όμως, ως επί το πλείστον, τυπικές αρμοδιότητες.
 
Η υπερέχουσα θέση της Κυβέρνησης επ’ ουδενί συνεπάγεται αυθαίρετη λειτουργία. Κάθε πράξη του Πρωθυπουργού, των Υπουργών και του συνόλου των προσώπων που στελεχώνουν με σχέση υπαλληλίας τις υπηρεσίες που υπάγονται στα υπουργεία πρέπει να προβλέπονται σε νόμο. Η αρχή της νομιμότητας διακρίνει το «κράτος δικαίου» από το «αστυνομικό κράτος» στο οποίο τα στελέχη της εκτελεστικής λειτουργίας υπηρετούν όχι το νόμο, αλλά σκοπιμότητες.

4. Η αρχή της νομιμότητας επιβάλλει στη διοίκηση να βασίζει κάθε πράξη της σε υφιστάμενο κανόνα δικαίου, με τρόπο ώστε η ισχύς της διοικητικής πράξης να ακολουθεί την ισχύ του κανόνα δικαίου επί του οποίου ερείδεται. Συνεπώς η διοικητική πράξη καθίσταται αντιληπτή ως ενέργεια της εκτελεστικής λειτουργίας. Δεν πρόκειται περί απλής υλικής δράσης. Με τη διοικητική πράξη δηλώνεται μονομερώς η βούληση διοικητικού οργάνου, η οποία καθορίζει κυριαρχικά και παράγει έννομα αποτελέσματα, δηλαδή δημιουργεί, μεταβάλλει ή καταλύει έννομη σχέση μεταξύ της πολιτείας και του διοικουμένου. Πρόκειται για την εκ μέρους της διοίκησης εξατομίκευση του γενικώς και αφηρημένως ισχύοντος κανόνα δικαίου.
 
Στο πλαίσιο λειτουργίας του κράτους δικαίου έχει κριθεί ότι η διοικητική πράξη δημιουργεί έννομα αποτελέσματα αφ’ ής στιγμής ο διοικούμενος λάβει γνώση αυτής, προϋπόθεση η οποία πληρούται είτε μέσω δημοσίευσης είτε μέσω κοινοποίησης.
 
Για την αποφυγή αυθαίρετων και συνεπώς παράνομων διοικητικών πράξεων προβλέπεται σειρά προϋποθέσεων, οι οποίες λειτουργούν διασφαλιστικά υπέρ του διοικούμενου, η δε τήρησή τους, εκ μέρους του διοικητικού οργάνου που την εξέδωσε, διαπιστώνεται μέσω δικαστικού ελέγχου. Άλλωστε η δημόσια διοίκηση οφείλει να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις.
 
Σημαντική είναι η υποχρέωση της διοίκησης να αιτιολογεί τις πράξεις της, ιδίως εκείνες οι οποίες χαρακτηρίζονται ως δυσμενείς για τον διοικούμενο, διότι δημιουργούν σε αυτόν επαχθείς καταστάσεις και υποχρεώσεις.
 
Αξίζει να σημειωθεί ιδιαιτέρως ότι δεν συνιστά αιτιολογία η απλή επίκληση του δημοσίου συμφέροντος ή του συμφέροντος της διοίκησης. Σε κάθε περίπτωση η διοικητική πράξη πρέπει να περιλαμβάνει σαφή, ειδική και συγκεκριμένη αιτιολογία. Ακόμα κι αν η διοίκηση δρα κατά διακριτική ευχέρεια, δηλαδή διαθέτει δύο εκ του νόμου λύσεις, πρέπει να αιτιολογήσει σαφώς, ειδικώς και συγκεκριμένως γιατί επέλεξε αυτή κι όχι την άλλη. Η σιωπή της διοίκησης δημιουργεί τεκμήριο μετά την πάροδο ορισμένης προθεσμίας, ότι αυτή αρνείται εις τον διοικούμενο. Πρόκειται για σιωπηρή άρνηση, η οποία ισοδυναμεί με έγγραφη πράξη αρνητικού περιεχομένου.
 
Οι διοικητικές πράξεις πρέπει να φέρουν την υπογραφή του εκδόσαντος οργάνου. Συνήθως οι διοικητικές πράξεις δεν έχουν αναδρομική ισχύ, εκτός κι αν πρόκειται να ανακληθούν ως παράνομες. Με μεταγενέστερη πράξη είναι δυνατή η ανάκληση της διοικητικής πράξης, ιδίως αυτής, η οποία έχει εκδοθεί με δόλια ή απατηλή ενέργεια του διοικουμένου.
 
5. Εν όψει των ανωτέρω καθίσταται σαφέστερη η συνταγματική διάταξη του άρθρου 103 ότι «οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του κράτους και υπηρετούν το λαό, οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην πατρίδα». Η εν λόγω διάταξη, πολλαπλώς τραυματισθείσα από κυβερνητικές πρακτικές διαχρονικά, επιτάσσει την με ίσους όρους μεταχείριση των υποψηφίων και την επιλογή και τον διορισμό των καλλίτερων και αξιότερων από αυτούς, ώστε η στελέχωση των διοικητικών υπηρεσιών να μην είναι υπόθεση κομματικής αφοσίωσης, αλλά αξιοκρατίας.

Διαβάστε ακόμα Περί πολιτικής I (Η ουσία), Περί πολιτικής II (Η έννοια) & Περί πολιτικής III (Η πολιτική εξουσία)
 

*Ο Άλκης Δερβιτσιώτης είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.