Βικη Τριανταφυλλια* «Τα λογια της Μαριας ουτε δηθεν ειναι ουτε φορουν τα καλα τους – Δεν ειναι σοβαροφανη, ειναι σοβαρα»

Μαρίας Μαλαμίδου, «Η έμμηνος ρήση μου, στριμωγμένες αδυναμίες κοινής γυναίκας»

Με τη Μαρία με δένει φιλία χρόνων, με άλλα λόγια ψυχική συγγένεια, που τη θεωρώ ουσιαστικά συγγένεια αίματος, αφού, κάθε φορά που αιμορραγούμε, μεταγγίζουμε η μία στην άλλη μια γενναία δόση από αιμοπετάλια αγάπης. Γι’ αυτό δεν έχω άλλη επιλογή παρά να μιλήσω για το βιβλίο της απλά – να μου δοθεί αυτή η χάρη που λέει κι ο ποιητής –  θέλω να πιστεύω και όμορφα, αφού η αγάπη έχει και απλότητα και ομορφιά.

Θα με κεραυνοβολήσει τώρα, γιατί φοβάται μήπως φανεί ότι την κολακεύω, με όσα θα πω, αλλά, όταν αγαπάς κάποιον ποτέ δεν τον κολακεύεις, γιατί έτσι τον αποδυναμώνεις. 

Η Μαρία είναι το μόνο άτομο που γνωρίζω που έγραψε για να ΜΗΝ εκδοθεί**

Πάμε παρακάτω! Η Μαρία είναι το μόνο άτομο που γνωρίζω που έγραψε (και είμαι σίγουρη ότι εξακολουθεί να γράφει, γιατί δεν πιστεύω ότι μπορεί να στερέψει αυτή της η αγάπη), για να ΜΗΝ εκδοθεί. Κάθε φορά που έκανε τις στιγμές και τις σκέψεις της λέξεις, δεν είχε κατά νου την έκδοση, την παράδοση είχε. Να παραδοθεί ήθελε στους εσωτερικούς της περιπάτους. Ανήκει στα άτομα που περπατούν πολύ μέσα τους χωρίς να κουράζονται. Το άσκοπο «πήγαιν’ έλα» στη φασαρία της αγοράς είναι που την εξαντλεί. Αλλά μέσα της δεν φοβάται ούτε να περπατήσει, ούτε να παραπατήσει ούτε και να την πατήσει. Άλλωστε, πιστεύει ότι το να την πατήσει κανείς τον μαθαίνει να περπατάει.

Σ’ αυτά τα εσωτερικά της βήματα φόρεσε λέξεις με τον αυθορμητισμό και τη γνησιότητα που η ημερολογιακή γραφή έχει. Σελίδες ημερολογίου θυμίζουν –δεν είναι ακριβώς – οι «έμμηνες ρήσεις» της και γι’ αυτές τις σελίδες ισχύουν τα εξής: όποιος κρατάει ημερολόγιο με την πραγματική σημασία του, δεν το κάνει με σκοπό να το εκδώσει κάποτε, γιατί τότε παραβιάζει την έννοια «του προσωπικού», της «ιδιωτικότητας». Η σκέψη «κρατάω ημερολόγιο για να εκδοθεί» μπορεί να μας παραπέμψει στο θεατρινισμό, στην εκζήτηση, στη δήθεν μυστικότητα.
Τα λόγια της Μαρίας ούτε δήθεν είναι ούτε φορούν τα καλά τους. Δεν είναι σοβαροφανή, είναι σοβαρά, έχουν χτύπους. Δεν καμαρώνουν στη βιτρίνα, δεν γυαλίζουν. 

Γιατί, τελικά, η Μαρία εξέδωσε τις σκέψεις της;

Τώρα θα μου πείτε γιατί, τελικά, εξέδωσε τις σκέψεις της. Πρώτον γιατί δεν είναι καθαρά αυτοβιογραφικές. Είναι ΚΑΙ αυτοβιογραφικές. Και δεύτερον γιατί, απ όσο ξέρω, είναι στο DNA της να μοιράζεται, και, προφανώς, αντιμετωπίζει κάθε αναγνώστη ως παρεούλα στη βόλτα. Κι αν αυτή η παρεούλα είναι γένους θηλυκού, τόσο το καλύτερο, χωρίς αυτό να αποκλείει και το άλλο φύλο. Όμως οι γυναίκες θα συντροφεύσουν και θα συντροφευτούν απ’ αυτό το βιβλίο πιο αγαπησιάρικα και πιο συνωμοτικά, όχι με την επαναστατική, φεμινιστική έννοια –μακριά από μας τέτοιες αγκυλώσεις – αλλά με την έννοια του κοινού κώδικα ευαισθησίας, δοτικότητας, υπομονής. Κάθε γυναίκα θα βρει στο βιβλίο κάτι απ’ τον εαυτό της κι αυτό είναι όμορφο, γιατί κάτι στριμωγμένες αδυναμίες θα βρουν χώρο ν’ απλωθούν, κάτι βουβές, ίσως ενοχές θ’ αρχίσουν την κουβεντούλα, κάτι όνειρα θα βρουν κοινό ουρανό, κάτι χαμόγελα θα φορέσουν το ίδιο κραγιόν.

Κι έτσι αυτό το «κοινής» γυναίκας που συνοδεύει τον τίτλο δείχνει καθαρά το νόημά του. Πρόκειται για αδυναμίες μιας συνηθισμένης γυναίκας, μιας γυναίκας που το ήθος της μοιράζεται  –αυτό δηλώνει το «συν» –  και γι’ αυτό δυναμώνει, αφού το «συν» πάντα προσθέτει.

Το σίγουρο πάντως είναι ότι η Μαρία δεν μας ανοίγει με το βιβλίο της την καθαρά προσωπική της ζωή. Κι αν έχουμε αυτήν την αίσθηση διαβάζοντάς το, είναι γιατί η Μαρία γράφει, όπως ακριβώς ζει, ανατρεπτικά και αληθινά. Κι αυτή η αλήθεια είναι τρομακτική στην εντιμότητά της…

Είναι η αλήθεια που καθορίζει τα «θέλω» της, ισχυρά όσο τα «δεν θέλω». Η Μαρία ξέρει τι δεν θέλει, γιατί έχει κοσκινίσει επίμονα τα πράγματα γύρω της. Δεν θέλει τα μισά, άρα θέλει τα ακέραια. Δεν θέλει απλώς τη διάρκεια, άρα θέλει τη ζωή. Δεν θέλει ό,τι μοιάζει ερωτικό, τον έρωτα θέλει. Δεν θέλει την αίσθηση ότι χαράζει, θέλει την αυγή. Δεν τις αρέσουν τα αδιάβροχα, τη μαγεύει η βροχή.

Και επειδή ξέρει καλά τι δεν θέλει, όταν θέλει, λαχταρά. Σε κάθε σελίδα του βιβλίου της αστράφτει καθαρή αυτή η λαχτάρα. Λαχτάρα για τις εκλεκτικές συγγένειες, τις επαναστατημένες σπίθες, την μπόλικη αγκαλιά, τις νεαρές ελπίδες, τη φούρια στην ψυχή, τις κόκκινες μέρες, τη  ζωντανή αιτία της ζωής. 

Οι λέξεις της είναι εκρηκτικό υλικό και δεν αφήνουν τίποτα μισό και ψεύτικο να επιβιώσει

Οι λέξεις της είναι εκρηκτικό υλικό και δεν αφήνουν τίποτα μισό και ψεύτικο να επιβιώσει. Τα τινάζουν όλα στον αέρα με εξαιρετική ευκολία. Και υπάρχουν κάτι λόγια σφήνες ανάμεσα στα κείμενα, που λειτουργούν ακριβώς όπως τα αλκοολούχα σφηνάκια: περιέχουν μικρή ποσότητα προβληματισμού, αλλά ζαλίζουν, σε στέλνουν κανονικά, όπως:
—«Μην μου φέρνεις λουλούδια, δεν μ’ αρέσουν οι έρωτες του βάζου…» (σ. 45)
—«Μια φορά και μια Κυριακή έκανε Άνοιξη! Κι εγώ πλένοντας κι απλώνοντας σε τεντωμένο σχοινί καθαρά φουστάνια – ζωές – ελευθερίες… αναρωτιέμαι πόσα θέλει άραγε η «φυγή» να την κάνω δική μου!» (σ.105)
—«Σάββατο, ας βραχούμε από τα πόδια μέχρι την ψυχή και μετά ας ψάξουμε να βρούμε πού πουλάνε αντιβίωση για τον φόβο της ευτυχίας…» (σ.196)
Τώρα… καλό είναι να εξηγήσουμε ότι το βιβλίο δεν διαβάζεται μόνο με τον ορθόδοξο τρόπο, από την αρχή προς το τέλος, αλλά και αντίστροφα και από τη μέση προς την αρχή ή από τη μέση προς το τέλος ή μία σελίδα σήμερα, μία αύριο, μία του χρόνου, σε όποιον χρόνο κανείς θέλει… 

Η ανάμνηση της μαμάς ή ζήστε κάνοντας υπέροχα λάθη!

Άφησα στο τέλος να μιλήσω για τη μία από τις τρεις γυναίκες που οι φωτογραφίες τους ομορφαίνουν το εξώφυλλο, για τη μητέρα της Μαρίας. Κι αυτό γιατί η συγκεκριμένη γυναίκα επηρέασε σε βάθος τον τρόπο με τον οποίον η Μαρία σκέφτεται και ζει, άρα τον τρόπο με τον οποίο γράφει. Άλλωστε και η μαμά της έγραφε μόνο που δεν το ήξερε. Κάθε φορά που ο όμορφος αυτός άνθρωπος έστρωνε γιορτινό τραπέζι έλεγε: «άμα δεν περισσέψει, δεν φτάνει». Έτσι, η κόρη μεγάλωσε με το πολύ, το άφθονο και γι’ αυτό που κάθε φορά που συναντάει το λίγο κόβει απ’ τα χωράφια. Και με ανάλογο τρόπο γράφει, χωρίς τσιγγουνιές, μπόλικα, να σε χορτάσει, όχι, όμως, να σε μπουκώσει. Η μαμά της, όπως γράφει η Μαρία, την έμαθε να χαϊδεύει τα πάντα με αγάπη, να κάνει πολιτική πράξη το μαγείρεμα, να νιώθει άσχημα όταν η γειτονιά δεν είναι καλά, να υπακούει στη συμβουλή «πάρ’ το όπως έρθει». Και η ανάμνηση της μαμάς της παραμένει για τη Μαρία το παιδικό αλογάκι που κουνιέται ρυθμικά και χαρούμενα και την προκαλεί να ζήσει. Αυτό ουσιαστικά είναι και το μότο –και το γαμώτο– του βιβλίου: ζήστε κάνοντας υπέροχα λάθη!
 
*Η Βίκη Τριανταφυλλιά είναι φιλόλογος. Το κείμενο είναι η ομιλία της στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου της Μαρίας Μαλαμίδου, «η έμμηνος ρήση μου, στριμωγμένες αδυναμίες  κοινής γυναίκας», Εκδόσεις Κομνηνός, Αθήνα 2018, στο στέκι της Πολιτιστικής Κίνησης ν. Ροδόπης, το Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018.
**Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν για λόγους ευκολότερης ανάγνωσης.

Αναλυτικό ρεπορτάζ από τη βιβλιοπαρουσίαση εδώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.