Βικη Δρακου* «Χρεος να τιμησω τους προγονους μου και να τους αποκαταστησω. Χρεος να τους γλυτωσω απο τη ληθη και να τους παραδωσω στη μνημη»

Βίκης Δράκου, «Βικτωρία», εκδόσεις «Νησίδες», 2018

Εγώ δε θα σας πω για την υπόθεση και για τους χαρακτήρες του βιβλίου. Ούτε και για τον εαυτό μου θα σας πω, γιατί εμένα εκτός του ότι μπορείτε να με ανιχνεύσετε απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλο το βιβλίο θα με βρείτε πεντακάθαρα στις σελίδες του τελευταίου κεφαλαίου με την επιγραφή «Σαν επίλογος».

Θα σας πω, όμως, γιατί το έγραψα αυτό εδώ το βιβλίο, πώς, και γιατί το έγραψα τώρα.

Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια βαριά οφειλή και γράφτηκε για να εξοφλήσει ένα  χρέος τριπλό. Πρώτα πρώτα απέναντι σε εκείνους από την οικογένειά μου που έφυγαν από καιρό. Χρέος να τους τιμήσω και να τους αποκαταστήσω. Χρέος να τους γλυτώσω από τη λήθη και να τους παραδώσω στη μνήμη.

Μετά, χρέος –και μάλιστα πιεστικό– για να αφήσω στα παιδιά μου τα όσα ανιστορώ, και τρίτον για να θεραπεύσω εν μέρει την ίδια μου την ψυχή. Γιατί υπάρχει μια Σχολή στην Ψυχολογία που λέει ότι για να θεραπεύσει κανείς τις όποιες πληγές του από την παιδική του ηλικία, πρέπει να φαντασθεί τον εαυτό του παιδί και να τον πάρει στοργικά από το χέρι, να σκύψει κοντά του με αγάπη και σιγά σιγά να τον οδηγήσει στην ενηλικίωση. Σ’ αυτό το βιβλίο, εκτός από τον εαυτό μου, πήρα παιδί από το χέρι και τον πατέρα μου και τη θεία μου τη Φωφώ και τη γιαγιά μου τη Βικτωρία και τη μαμά μου και τους μεγάλωσα όλους μέσα σ’ αυτές τις σελίδες.

«Το βιβλίο ολοκληρώθηκε σε λιγότερο από ενάμιση χρόνο γιατί ήταν ήδη έτοιμο γραμμένο από καιρό μέσα στην ψυχή και στο μυαλό μου»

Το βιβλίο αυτό γράφτηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα και  πολύ εύκολα. Επί πολύ μεγάλο διάστημα συγκέντρωνα στοιχεία, και ερευνούσα προς πάσα κατεύθυνση και στις δυο χώρες. Όταν έπιασα το μολύβι και ξεκίνησα στα σοβαρά πριν από δυο περίπου χρόνια το ένα κεφάλαιο γραφόταν μετά από το άλλο με μια ευκολία αφάνταστη και το έργο ολοκληρώθηκε σε λιγότερο από ενάμιση χρόνο γιατί ήταν ήδη έτοιμο γραμμένο από καιρό μέσα στην ψυχή και στο μυαλό μου.

Μετά ήταν όλες εκείνες οι υπέροχες φωτογραφίες. Αυτές οι μαυρόασπρες φωτογραφίες που στοιχειώνουν τη ζωή μας. Εκείνα τα καταπληκτικά πορτραίτα με τα πανέμορφα πρόσωπα και τα καθαρά βλέμματα,  που μοιάζουν σαν να τραβήχτηκαν, όχι για να θυμούνται οι εικονιζόμενοι τη στιγμή, αλλά για να τους θυμόμαστε εμείς. Εκείνες, λοιπόν, οι μαυρόασπρες φωτογραφίες οι κλεισμένες από χρόνια στα συρτάρια και στα ντουλάπια θαρρείς και χτυπούσαν τα βράδια για να βγουν στο φως και να διεκδικήσουν ένα μικρό κομμάτι αθανασίας. Στην αρχή, πολλά χρόνια πριν, την εποχή που άρχισαν οι πρώτες βαριές απώλειες, βγήκαν μερικές από αυτές και σε πρώτη φάση κορνιζώθηκαν σε ωραίες κορνίζες και στήθηκαν απέναντί μας κερδίζοντας ένα ψίχουλο αθανασίας. Αλλά αυτό φάνηκε ότι δεν ήταν αρκετό και φαίνεται τελικά ότι η φωτογραφία δεν είναι μόνο ανάμνηση αλλά είναι μια κλήτευση της συνείδησης. Και εμένα η συνείδησή μου μού έλεγε να τις καταθέσω σ’ αυτό το βιβλίο για να μπορέσουν να έρθουν στα χέρια σας να τις χαϊδέψει το βλέμμα σας και  να αξιωθούν έτσι ένα ακόμη μεγαλύτερο κομμάτι αθανασίας.

«Η γλώσσα είναι πατρίδα και μας ζεσταίνει την ψυχή»

Ένας άλλος λόγος ήταν για να αναβιώσει, έστω δειγματοληπτικά, εκείνο το τόσο ξεχωριστό πολίτικο ιδίωμα, η ντοπιολιαλιά μας. Γιατί και η γλώσσα είναι πατρίδα   και μας ζεσταίνει την ψυχή. Τι κρίμα, εμείς όταν ήρθαμε εδώ στην Ελλάδα προσπαθούσαμε –όπως το λέω κι εδώ– να αποβάλουμε από τη γλώσσα μας τα πολίτικα για να μην προκαλούμε τη χλεύη και τη θυμηδία του εδώ περιβάλλοντός μας. Κι έπρεπε να περάσουν πάρα πολλά χρόνια για να αξιωθώ να ακούσω τα λόγια του  αείμνηστου καθηγητή Χρίστου Τσολάκη, ο οποίος μας έλεγε και επαναλάμβανε ότι από το άγιο τραπέζι της γλώσσας δεν πετάμε ούτε ένα ψίχουλο.  Γι’  αυτό τώρα στο βιβλίο αυτό θέλησα να ακουστούν πάλι εκείνα τα ουσιαστικά και τα ρήματα που κλείνουν το ο σε ου, όπως έρχουμαι, κάθουμαι, ζαλίζουμαι, ντρέπουμε  ή ανηφούρα, κατηφούρα ή εκείνοι οι αρχαϊκοί τύποι ήμαρτον, τω όντι και λέξεις από την Νεοελληνική Κοινή ή τη γλώσσα των Μεσαιωνικών χρόνων που οι πολίτες τις χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα, όπως όρνιθα για την κότα, χουλιάρι το κοχλιάριο ή κοχλίδια για τα κοχύλια. Κογχύλη ή κόχλος που μας λέει ο Ρωμανός ο Μελωδός στον Ακάθιστο Ύμνο.

Το βιβλίο αυτό γράφτηκε μεν, όπως σας είπα, σχετικά γρήγορα αλλά γράφτηκε με πολύ πόνο και με πολλά δάκρυα.

Πολλές οι υποσημειώσεις σ’ αυτό το βιβλίο. Πάρα πολλές. Θα με συγχωρέσετε αν σας κούρασαν ή αν σας κουράσουν. Μερικές εντελώς απαραίτητες, γιατί αναφέρονται σε θέματα κατανόησης της γλώσσας και του ιδιώματος. Άλλες διευκρινιστικές για πράγματα, πρόσωπα, γεγονότα καθημερινά ή πολύ περισσότερο της τοπικής ιστορίας αλλά και γενικότερα της Ιστορίας. Θα με δικαιολογήσετε ίσως αν σας πω ότι σαράντα σχεδόν χρόνια στην ενεργό διδασκαλία σκεφτόμουν καθημερινά  ότι δεν συμβαίνει να γνωρίζουν όλοι αυτά που γνωρίζουμε εμείς και ένιωθα ότι αποτελούσε καθήκον μου να ρίχνω φως στα συγκεχυμένα πράγματα, να τα εξηγώ και να τα διευκρινίζω κατά το δυνατόν και να προλαβαίνω την απορία πριν ακόμη αυτή εκφραστεί.

«Δεν υπήρχε χώρος για εξωραϊσμούς, παραλήψεις ή παραποιήσεις, μεροληψίες
ή δικαιολογίες. Πιστεύω ακράδαντα ότι δεν υπάρχουν μυστικά  και συνεπώς δεν πρέπει να παλεύουμε και με τα ψέματα»

Θα ήθελα να τοποθετηθώ πάνω σε ένα σημείο που έθιξε στην εισήγησή της, με χιούμορ και ευγένεια, η αγαπητή μου Βικτωρία. Κάτι είπε για τα «εν οίκω εν Δήμω», κλπ. Το βιβλίο αυτό –το ξέρουμε τώρα καλά– μιλάει για οικογενειακές ιστορίες, είπαμε επίσης ότι γράφτηκε κυρίως για να παραδώσει στα παιδιά, στις επόμενες γενιές, αλήθειες και μόνον αλήθειες. Συνεπώς, δεν υπήρχε χώρος για εξωραϊσμούς, παραλήψεις ή παραποιήσεις, μεροληψίες ή δικαιολογίες. Πιστεύω ακράδαντα ότι δεν υπάρχουν μυστικά  και συνεπώς δεν πρέπει να παλεύουμε και με τα ψέματα. Τελικά, οι τοίχοι και οι πόρτες «των οίκων μας»  μπορεί να μην μας προστατεύουν και τόσο καλά από τα βλέμματα και την κρίση του «Δήμου». Και ίσως, ενώ εμείς εδώ πέρα κρύβουμε  με επιμέλεια τα σκουπίδια κάτω από το χαλί και στοιβάζουμε στις πιο σκοτεινές και αθέατες γωνιές τα άπλυτα, κάποιοι εκεί πέρα μπορεί να μας δείχνουν με το δάχτυλο, να μας σχολιάζουν και να χλευάζουν την προσπάθειά μας για να κρυφτούμε. Δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, τίποτα από τα ανθρώπινα –τα οποία εν πολλοίς μπορεί να οφείλονται και στην τραγικότητα της μοίρας–, που να μην μπορεί να ομολογηθεί, να εκτεθεί και να το μοιραστεί κανείς με τον άλλον. Ιδιαίτερα δε για πράγματα που ανήκουν στις περασμένες γενιές, πώς μπορεί κανείς να θεωρηθεί υπεύθυνος ώστε να ντρέπεται και να τα κρύβει. Προσωπικά θα ντρεπόμουν και θα υπέφερα αν είχα στην οικογένειά μου ανθρώπους συνειδητά ανέντιμους, καταχραστές, άδικους ή κλέφτες. Αντίθετα, είχα τον πιο έντιμο, πράο και τρυφερό πατέρα, την πιο άξια, ικανή και προικισμένη μαμά, κι όσο για τις γιαγιάδες μου τις λάτρεψα και τις δυο γιατί ήταν οι πιο ξεχωριστές γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή μου.

«Αν το βιβλίο αυτό γραφόταν νωρίτερα ή ακόμη πολύ νωρίτερα δεν θα ήταν το ίδιο, παρόλο που τα γεγονότα και τα πρόσωπα θα ήσαν ακριβώς τα ίδια»

Θα σας παρακαλέσω να σταθείτε με ιδιαίτερη προσοχή στο κεφάλαιο 14 του β΄ μέρους που επιγράφεται «Ιουλία». Το κεφάλαιο αυτό έχει μια ιδιαιτερότητα: διαθέτει μια αυτοτέλεια. Είναι σαν ένα μικρό βιβλίο μέσα στο βιβλίο. Ιστορεί την τραγική ζωή της μοναχικής μας θείας Ιουλίας. Στις περισσότερες οικογένειες υπάρχει μια θεία που ξέμεινε χωρίς να παντρευτεί και να κάνει παιδιά, που είδε τα όνειρά της να γίνονται στάχτη, που διαχειρίστηκε με αξιοπρέπεια την πικρία της για τη δυστυχία που βίωνε και που ανάλωσε τη ζωή της για να υπηρετεί και να ευχαριστεί τους άλλους. Μια ζωή άχαρη, σχεδόν καταραμένη.

Τώρα ένα άλλο σημαντικό ζήτημα, που ορισμένοι το θίγετε με περισσή ευγένεια και πολλοί μπορεί να το σκέφτεστε μέσα σας: το βιβλίο αυτό βγήκε από τα χέρια μου, ομολογουμένως, πολύ αργά στη ζωή μου και είναι και το πρώτο. Το πρώτο που έχει εκδοθεί, γιατί γραμμένα υπήρξαν και υπάρχουν πολλά και διάφορα. Έχετε δίκιο και έτσι είναι. Και δοξάζω το Θεό που βρήκα τη δύναμη –κάτω, βέβαια, από την πίεση του χρόνου που κυλάει– και το έκαμα απόφαση να το γράψω έστω και αργά. Υπήρξα αμελής και αναβλητική. Αλλά, θα σας πω κάτι στο οποίο ιδιαίτερα οι μεγαλύτεροι στην ηλικία θα συμφωνήσετε: Αν το βιβλίο αυτό γραφόταν νωρίτερα ή ακόμη πολύ νωρίτερα δεν θα ήταν το ίδιο, παρόλο που τα γεγονότα και τα πρόσωπα θα ήσαν ακριβώς τα ίδια.

Δεν θα ήταν το ίδιο γιατί θα του έλειπε το καταστάλαγμα της ωριμότητας. Όσο μεγαλώνουμε μεγαλώνει και η κατανόησή μας για τα ανθρώπινα, περισσεύει η επιείκεια και η συγχώρεση, αμβλύνονται τα πάθη, μετριάζεται το απόλυτο της κρίσης μας, μαλακώνει η αυστηρότητά μας, φαρδαίνει η καρδιά μας και αποκτά περισσότερο χώρο για πολλά… Γι’ αυτό, αν με ρωτήσετε,  χαίρομαι που το έγραψα σ’ αυτήν εδώ την ηλικία!

Παραδίδω τώρα πια, απογυμνωμένη από δικαιολογίες και επιχειρήματα, στην κρίση σας τη γιαγιά μου τη Βικτωρία, αυτήν την συγκλονιστική αγωνίστρια γυναίκα με τα τόσα καλά και τα άλλα τόσα κακά,  αλλά σας παραδίδω και την άλλη μου γιαγιά την αυστηρή και «καθώς πρέπει», θεοσεβούμενη Ελένη, που είχε και εκείνη τις αμαρτίες της. Σας παραδίδω τον τυραννισμένο και γλυκύτατό  μου πατέρα και την όμορφή μου δυναμική μαμά. Σας παραδίδω και τη θεία μου τη Φωφώ με την αενάως τρικυμισμένη ψυχή και τον πάντα νηφάλιο εξαιρετικό της σύζυγο, θείο Ζεκή. Παρακαλώ και ελπίζω να τους κρίνετε με επιείκεια, γιατί, εν τέλει, ποιος είναι μεταξύ μας εκείνος ο τόσο αναμάρτητος που θα μπορούσε να σηκωθεί επάνω και ν’ αρχίσει να πετροβολάει!


Σας ευχαριστώ!

Διαβάστε το αναλυτικό ρεπορτάζ της εκδήλωσης εδώ

* H Βίκη Δράκου είναι συγγραφέας, ενώ υπηρέτησε και ως Καθηγήτρια αγγλικών στη Μέση Εκπαίδευση αλλά και στην Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή της Πόλης. Το κείμενο είναι η εισήγησή της στην εκδήλωση παρουσίασης του πρώτου βιβλίου της, «Βικτωρία», Εκδόσεις «Νησίδες», 2018, στην Πολιτιστική Κίνηση ν. Ροδόπης, την Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.