Βαντα Παπαιωαννου-Βουτσα,* «Η “Terra incognita” σηματοδοτει «μια αχαρτογραφητη γη, ενα αγνωστο πεδιο»
Μεγάλη τιμή η αποψινή να παρευρίσκομαι στη συντροφιά παρουσίασης του νέου ποιητικού έργου της Μαρίας Δημάση. Τιμή μου και ευθύνη.
Η γνωριμία και η φιλία μας με τη Μαρία Δημάση στηρίχτηκε σε καζαντζακική βάση, όταν οργανώθηκε στην πόλη της Κομοτηνής συνέδριο από το Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων Χωρών με πρόταση της ΔΕΦΝΚ, την οποία εκπροσωπώ στη Ροδόπη, και ψυχή του συνεδρίου ήταν η Μαρία Δημάση. Το συνέδριο αναβλήθηκε εν μέσω του κορονοϊού, ωρίμασε κατά την εξέλιξή της πανδημίας και τελικά πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2020 διαδικτυακά. Ο κρίκος όμως διασύνδεσης και συνεργασίας είχε δημιουργηθεί. Ένα το κρατούμενο. Αργότερα η Μαρία Δημάση εκτίμησεκαι τη δική μου γραφή. Δύο τα κρατούμενα. Έτσι η φιλία μας και η αλληλοεκτίμηση άρχισε, ενισχύθηκε, συνεχίζεται και τριτώνει λογοτεχνικά απόψε με την παρουσίαση του νέου βιβλίου της.
Ο τίτλος του βιβλίου «Terra incognita: στίχοι (από)δόμησης»,αρχίζει με μια λατινική φράση, έναναπό τους διεθνοποιημένους λατινικούς όρους, οι οποίοι βρίθουν σε επιστήμες και τέχνες, όπως το mare nostrum, το alter ego, a priori, a posteriori, mea culpa, κ. ά. πολλοί ακόμη. Η «Terra incognita» σηματοδοτεί «μια αχαρτογράφητη γη, ένα άγνωστο πεδίο». Η ποιήτρια φροντίζει, όμως, με τρεις ακόμη λέξειςπου ακολουθούνχωρίς έντονη γραφή μετά από «:στίχοι (από) δόμησης», να προσδιορίσει το είδος της άγνωστης γης της. Δεν είναι έρημος, δεν είναι στέπα, δεν είναι δομημένο περιβάλλον, πρόκειται για Terra Poetica, ΓΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ,πάνω στην οποία θα συμβούν εξελικτικά δόμηση και (από)δόμηση «κτισμάτων ποιητικών». Η «Terra incognita», λοιπόν, μπορεί να ξεκινά ως αχαρτογράφητη γη, ως παρθένο έδαφος, μια tabula rasa για τον αναγνώστη,αλλάεπάνω της θα κατατεθούν εξομολογήσεις και διαπιστώσεις, θα συμβούν εξάρσεις και υφέσεις, δομήσεις και αποδομήσεις, με μια γυναικεία πληθωρική γραφή.
Η Ποίηση, αγαπητοί μου, είναι κοινό μυστικό πως υστερεί σε αναγνωστικό κοινό σε σχέση με την πεζογραφία και αυτό είναι διαπίστωση και προσωπικής πολύχρονηςδιδακτικής εμπειρίας, αλλά και κάτι που και η κίνηση σε μια δανειστική βιβλιοθήκη θα επιβεβαίωνε. Ευελπιστώ, όμως, παρακολουθώντας τη λογοτεχνική γραφή, πως γίνονται άλματα προόδου εδώ και αρκετό καιρό στην Ποίηση, μια και οι ρυθμοί της ζωής μας άλλαξαν, έγιναν γοργότεροι και εναρμονίζονται μαζί της. Ο ποιητικός λόγος συμπυκνωμένος και περιεκτικός αφήνει περιθώρια στον αναγνώστη να προσλαμβάνει τα ποιητικά μηνύματα και να τα αποκρυπτογραφεί, να κάνει τις δικές του προεκτάσεις προς όποια κατεύθυνση και αυτό είναι το δυνατό προσόν της Ποίησης.
Και βέβαια ενθαρρυντικό είναι το ότι ποίηση γράφεται σήμερα και μάλιστα με έντονους ρυθμούς. Με αυτό το σκεπτικό θα παίξω τον ρόλο του διαβόλου θέτοντας το ερώτημα του Γερμανού ποιητή Φρήντριχ Χέλντερλιν (Johann Christian Friedrich Hölderlin): «Κι οι ποιητές τι χρειάζουνται σ’ έναν μικρόψυχο καιρό;» για να καταθέσω πάραυτα την απάντηση με λόγια του Γιώργου Σεφέρη, από την ομιλία του ποιητή κατά τη βράβευσή του με το βραβείο Νομπέλ, το 1963, που παραμένει επίκαιρη. Είπε λοιπόν ο Σεφέρης μας:
«Πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από τον φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε;»
«Στις “Αναμνήσεων περιηγήσεις” της 2ης Σκηνής η ποιήτρια έχει εισβάλει σε “νοσταλγίας δώματα” και κανείς μας δε θα μείνει εκτός νυμφώνος. Παιδικότητα, ηχοχρώματα, αρώματα, μικρά αντικείμενα, πρόσωπα, ερεθίσματα και συλλογισμοί που διατρέχουν τον νου του ανθρώπου, ανακάτεμα οπτικών και ηχητικών παραστάσεων, εσωτερική αναστάτωση, το φτερούγισμα της καρδιάς μετατρέπονται σε “μνημονικό εύρημα”, το εισιτήριο εισόδου σε αναμνήσεις προσωπικές»
Πάμε λοιπόν να αισθανθούμε «την ανθρώπινη ανάσα» στο νέο έργο της Μαρίας Δημάση, που έχει δομήθεατρική με μια Πράξη, «μία αλλά λέαινα», η οποία διαδραματίζεται σε 4 σκηνές. Το «Ιντερμέδιο, πορεία προς την Πράξη ΙΙ», μπορεί να κλείνει το βιβλίο, αλλά ένα ιντερμέδιο ποτέ δεν είναι επίλογος, είναι πάντα κρίκος συνδετικός, όπως δηλώνει και η ετυμολογία του, inter-medium, έτσι η επεξηγηματική φράση «πορεία προς την Πράξη ΙΙ» δηλώνει διαδρομή σε εξέλιξη, προοικονομεί μια ακόμη όαση στην αχαρτογράφητη γη, αφήνοντας ανοιχτή την πορεία προς μία νέα γραφή. Η «γεωγράφος» – η ποιήτριά μας – είναι εδώ και θα μας εξηγήσει επί χάρτου.
Το βιβλίο διαρθρώνεται, όπως ήδη ανέφερα σε 1 Πράξη με 4 σκηνές:
Πράξη Ι,Σκηνή 1η, Το παρόν: φιλοσοφώντας τη ζωή ………….9
Πράξη Ι, Σκηνή 2η, Το παρελθόν: αναμνήσεων περιηγήσεις ..15
Πράξη Ι, Σκηνή 3η, Το πρόσφατο παρελθόν: έρωτος αναζητήσεις…19
Πράξη Ι, Σκηνή 4η, Το πρόσφατο παρελθόν: κίβδηλου έρωτος απόρριψη… 25
Και τέλος, το Ιντερμέδιο, Πορεία προς την Πράξη ΙΙ……… 31
Η πορεία προς την ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΓΗ αρχίζει από το παρόν, in media res, πάλι λατινιστί λογοτεχνικός όρος (στη μέση των πραγμάτων),οπισθοδρομεί, χαράζοντας βαθύ ρήγμα τριών επιπέδων στο παρελθόν, επανέρχεται και προσβλέπει σε μια μελλοντική καταγραφή.
Πράξη Ι, Σκηνή 1η, Το παρόν: φιλοσοφώντας τη ζωή και η ποιήτρια με το άγγιγμα της πένας της στο χαρτί, την κατάθεση του τίτλου και το πρώτο ποίημα, μας έχει περιζώσει με σημεία στίξης, θαυμαστικά, ερωτηματικά, αποσιωπητικά και μας έχει αφήσει χωρίς πυξίδα μπροστά σε μια Terra incognita, όπου οι χρονικές βαθμίδες, παρόν, παρελθόν και μέλλον μοιάζουν ερμητικά κλεισμένες στα όριά τους, μη συνεργάσιμες, σιωπηρές. Ο φόβος της μη και ηττηθούν οι Ερινύες της και γίνουν Ευμενίδες κάνει συνοδοιπόρο των συναισθημάτων της τον αναγνώστη. Βρισκόμαστε στο κατώφλι μια «άγνωστης γης» –έτσι κι αλλιώς: «Η ποίηση – είν’ ένα ταξίδι σ’ άγνωστη χώρα»,κατά τον Mayakovsky και ανάγκη να ακολουθήσουμε βήμα το βήμα τη δημιουργό, για να δούμε πώς θα χαρτογραφήσει αυτή την ποιητική γη, την «Terra incognita». Το ταξίδι αρχίζει και η ποιήτρια, έχοντας ξεχυθεί σε «μητροπολιτικές λεωφόρους», αγωνιωδώς αναζητά στο πλήθος «ανθρώπους με πρόσωπο» μέσα από τον σωρό με απρόσωπα ανθρωπάκια. Πίνακα του Γαΐτη θυμίζει. Μετράει τις αντοχές της, τα συναισθήματά της, με βήματα-άλματα στο σκάμμα της ψυχής, κλείνει σε αρχείο την εκδίκηση, σε συλλεκτικό αγγείο τον θρίαμβο και, όταν η Λάχεσις έχει ορίσει το μήκος της ζωή της και μελωδίες παιάνων νικηφόρων ηχούν, χαμογελά και αναβαφτίζεται Μελωθεία. Ακούστε: Μελωθεία/ μια μελωδία με θεία χάρη/ προστασία/ αποφασιστικότητα.
Μα, καθώς το ταξίδι της ζωής δεν είναι προβλέψιμο, λέξεις – σταθμοί ανιχνεύονται στη συνέχεια, προάγγελοι θλιβερών ειδήσεων, βουβά δάκρυα, νύχτα, άφτερα πουλιά, γεύση πρώιμης απώλειας και όλαπροοικονομούν τη 2η Σκηνή. Η ποίησή της, ένα μωσαϊκό αισθημάτων, συναισθημάτων, αλλά και εικόνων, είναι επιβεβαίωση των λόγων του Λεονάρντο Ντα Βίντσι: «Η ζωγραφική είναι ποίηση που βλέπεται, αλλά η ποίηση είναι ζωγραφική που ακούγεται». Στις «Αναμνήσεων περιηγήσεις» της 2ης Σκηνής η ποιήτρια έχει εισβάλει σε «νοσταλγίας δώματα» και κανείς μας δε θα μείνει εκτός νυμφώνος. Παιδικότητα, ηχοχρώματα, αρώματα, μικρά αντικείμενα, πρόσωπα, ερεθίσματα και συλλογισμοί που διατρέχουν τον νου του ανθρώπου, ανακάτεμα οπτικών και ηχητικών παραστάσεων, εσωτερική αναστάτωση, το φτερούγισμα της καρδιάς μετατρέπονται σε «μνημονικό εύρημα», το εισιτήριο εισόδου σε αναμνήσεις προσωπικές. [σ. 16]
Το «διπλωμένο μαντηλάκι στην τσέπη του φθαρμένου παλτού της μάνας» για τη Μαρία, είναι η «πούδρα ΤΟΚΑΛΟΝ» στην τσάντα της δικής μου μάνας, είναι το κεφαλομάντηλο της μάνας του Νίκου Καζαντζάκη, που ψάχνει να βρει να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα, στο έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο». Μια μάνα –νεράιδα σέρνει τον χορό της ζωής όλων μας! Ο πατέρας πάλι έχει το δικό του «μνημονοστάσιο», στέκεται ψηλά «σε κορνίζα ανδρείας φιγούρας», από εκείνον τον Αύγουστο, στη γιορτή της Μεγαλόχαρης, στη δική της ονομαστική γιορτή, που της κληροδότησε «Ανασαιμιά και δρασκελιά στο ηλιοφώς». Με παρακαταθήκη το χαμόγελο της μάνας και το ηλιοφώς του πατέρα η μνήμη ανεβαίνει.
Η 3η Σκηνή έχει ανεβεί σκαλοπάτι στο πρόσφατο παρελθόν με «έρωτος αναζητήσεις» και η ποιήτρια με μια ακόμη υπερρεαλιστή ομολογία έχει βουτήξει το δάχτυλο στο είδωλο του φεγγαριού, ως Ιούδας «εις τον τύπον των ήλων», κι αναδεύτηκαν κόκκινες αισθήσεις, αναμμένα κεριά, μα σήμανε λήξη, ως εκεί, ως χτες. Σε μικρές ανηφοριές βαδίζει τώρα η ψυχή της, σε φωτεινό όρμο με βότσαλα-ζαφείρια και μια θάλασσα προσευχητάρι, το τέλος κι η αρχή.Κι ύστερα η «γυναίκα από φως» αναζητείται, του ήλιου θυγατέρα, ηΛιατέρα, μια μορφή πλασμένη από συμφυρμό των λέξεων «θυγατέρα και Ήλιος», για να γεννηθεί νέα λέξη χυμώδης, σημαδιακή, για τη γυναίκα που αναζητά τον Ενεστώτα της ομορφιάς, όπως επεξηγεί η δημιουργός. Τρις αναζητείται η Λιατέρα κορυφώνοντας την απόγνωση. Είναι το σχήμα της τριαδικής αρχής, του ιερού και μαγικού αριθμού, που η ποιήτρια χρησιμοποιεί συχνά, αλλά με δικό της τρόπο. Η 3η Σκηνή κλείνει με άγραφα τραγούδια, που ο σαρκασμός ή η θλίψη τους αφέθηκαν σε «κυμάτων αναπαίστους», ενώ «η καρδιά αντιστεκόταν με ιάμβους». Η Λυρική ποίηση έχει ειδικά μέτρα και στίχους για τα συναισθήματα, όπως και η μουσική άλλωστε.
Η 4η Σκηνή, «Το πρόσφατο παρελθόν: κίβδηλου έρωτος απόρριψη», είναιη βαθμίδα που γειτονεύει πλέον με το παρόν, έχοντας μηδενίσει το κοντέρ της πορείας: «αναμνήσεις – λευκές»/ «αισθήσεις – ορφανές», / «συναισθήσεις – ακυρωμένες».
Ένας λευκός χάρτης η ζωή και οι προσδοκίες της ποιήτριας πλανώνται ως «ακυβέρνητες πολιτείες». Και, ενώ η Μοίρα με της Κλωθώς τον μίτο υφαίνει το μέλλον, ακούγεται δραματική, βαρύγδουπη η δήλωσή της, «φοβάμαι», «θα φύγω», «φοβάμαι». Φοβάται τον όγκο που σωρεύεται στα μάτια της σηκώνοντας τείχος από «παραμύθια, ψιμύθια, αλήθεια»,και σαν παιδί, που δείχνει με ζωγραφιές τη σκέψη του, ζωγραφίζει «της Λιατέρας την ελευθερία». Αυτό θα ζωγράφιζα κι εγώ.Το ’βαλε στα πόδια πια, σφάλισε την πόρτα της καρδιάς της, του «ήλιου η θυγατέρα». Ανάμεσα σε δυο αποφασιστικές δηλώσεις της με σχήμα πρωθύστερο: «θα φύγω – έπαψα να σε αναζητώ», ενδημούν φθινοπωρινά, αρνητικά, φυσικά φαινόμενα: –λειψό το αυγουστιάτικο σεληνόφως, –απρόσμενη αποχώρηση των πελαργών, –ευανθείς λειμώνες που φυλλορροούν. Το καλοκαίρι της φθινοπώριασε, το κλείσιμο της σκηνής είναι αποτέλεσμα δυνατών αποκαλύψεων, μια λύτρωση, αφού πρώτα ακουστεί με τρυφερότητα και παρρησία η ομολογία:
«Ήθελα ένα δικό σου αποτύπωμα,
στην πόρπη του ερωτικού μου βίου».
Ο ωραιότερος στίχος για μένα. Μια επιθυμία ανεκπλήρωτη κι ύστερα μια θλιβερή διαπίστωση, καταλήγει σε μια πικρή δυναμική ομολογία με σχήμα ασύνδετο: «Σε συνάντησα, σε προσπέρασα». Σταθμοί συναισθημάτων και το πόρισμα εντυπωσιακό, αφού «επιτέλους αναμετριέμαι ίση προς ίση με της Εύας την αιώνια ενοχή». Ο εσωτερικός ψυχογραφικός μονόλογος της ποιήτριας καταγράφει μια τρυφερή γυναικεία ψυχή, που γαλουχήθηκε με την αγάπη μάνας και πατέρα, ύστερα ξεχύθηκε στις «μητροπολιτικές λεωφόρους» και πάνω της και μέσα της δομήθηκε και αποδομήθηκε όλο το φάσμα των συναισθημάτων. Το ποιητικό υποκείμενο διασχίζει τον χρόνο: Η παιδικότητα της Μαρίας γαλουχημένη με ηλιοφώς, αναβαφτισμένη σε Μελωθεία ζει αποφασιστικά, πλάθει μια γυναίκα από φως, τη Λιατέρα, εγκλωβίζεται κι απεγκλωβίζεται, μια ακόμη Εύα δηλαδή, μαχητική, δυναμική.
Και το βιβλίο κλείνει με το «Ιντερμέδιο, Πορεία προς την Πράξη ΙΙ», με προσωρινή χρήση σε θέση κατακλείδας, θεωρώ. Η Γραμματική Τέχνη επεξηγηματική όσο χρειάζεται ως «Γραμματική της φαντασίας» συνεχίζεται με τη «χαμένη προστακτική» του «Σ’ αγαπώ», συνηρημένα και ασυναίρετα συναισθήματα, προτιμητέους τους παρελθοντικούς χρόνους και με ασυναίρετη αυτοαναφορική δήλωση:
«με/σε αγαπάω»,
Ζωή μου, σε αγαπάω, Ζω!
[ανάγνωση/ποίημα, σ. 32]
Στην (από) δόμηση των στίχων, της Πράξης Ι, η κατακλείδα λείπει. Η ποιήτρια με δικαίωσε «φιλολογικῷ τῷ τρόπῳ» και ταυτόχρονα με ξάφνιασε. Αντί κατακλείδας έχει υψώσει «ένα κενό τρόπαιο» στεφανωμένο, όμως, με διάδημα από ψηφίδες οψιδιανού. Η μαύρη γυαλιστερή ηφαιστειακή πέτρα παρά την αισθητική της γοητεία, αμφισβητείται και μια «νότα χρυσαφιά (σύμβολο αέναης πορείας στο μέλλον και στο παρελθόν) κυριαρχεί. Η (από)δόμηση των στίχων της Πράξης Ι γίνεται δις, η επιλογή του πράσινου οψιδιανού στη θέση του μαύρου αποκατέστησε τη συναισθηματική ισορροπία. Σαν Δεύτερη Ανάσταση ηχεί η τελευταία λέξη του έργου! «Α -π ε -λ ε υ- θ ε -ρ ώ -ν ο- μ α ι».
«Η “Terra incognita” σηματοδοτεί “μια αχαρτογράφητη γη, ένα άγνωστο πεδίο”. Η ποιήτρια φροντίζει, όμως, με τρεις ακόμη λέξεις που ακολουθούν χωρίς έντονη γραφή μετά από: “ στίχοι (από) δόμησης”, να προσδιορίσει το είδος της άγνωστης γης της. Δεν είναι έρημος, δεν είναι στέπα, δεν είναι δομημένο περιβάλλον, πρόκειται για Terra Poetica, ΓΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ, πάνω στην οποία θα συμβούν εξελικτικά δόμηση και (από)δόμηση “κτισμάτων ποιητικών”»
Η Μαρία Δημάση γράφει με μια ακατάσχετη ροή λόγου σε α΄ πρόσωπο, η εσωτερική φωνή κάποιες φορές απευθύνεται σε δεύτερο νοητό πρόσωπο, χωρίς «αντιφώνηση», το εγώ γίνεται εσύ και κάποτε «μας».Το λεξιλόγιοσυλλεκτικό από το περιβόλι της γλώσσας, κορφολόγημα από τη φύση, τη μυθολογία, την τραγωδία, τη θεατρική πράξη, τη γραμματική, την αρχαιολογία, τη θρησκεία … ποίηση δυνατή με πολλαπλούς συνειρμούς για κάθε αναγνώστη/-στρια. Χρησιμοποιώντας ποικίλα σχήματα λόγου μετατρέπει την αναφορική λειτουργία της γλώσσας σε συγκινησιακή. Ο Σεφέρης θεωρεί την ποίηση πράξη εμπιστοσύνης στη νεοελληνική γλώσσα και αυτό που εμπιστεύεται σ’ αυτήν είναι η αυτογνωστική της λειτουργία, όπως διαπιστώνουμε στη χρήση της και από την ποιήτρια. Επίσης, «η αποστολή του ποιητή κάνει έναν ολόκληρο κύκλο, διαρκεί διά βίου, είναι μια αφοσίωση όχι μόνο στην ποιητική τέχνη αλλά, κυρίως, στην τέχνη της ζωής, κατά την άποψη της κορυφαίας Πολωνής ποιήτριας Άννας Καμιένσκα. Άλλη μια διαπίστωση για την ποιήτριά μας και την προσμονή της ΠΡΑΞΗΣ ΙΙ.
Αλήθεια είναι τελικά πως οι ποιητές είναι οι αρχιτέκτονες της ανθρώπινης ψυχής. Η Ποίηση είναι ένα βίωμα βαθύ που έγινε λόγος μαγικός και μαγικός λόγος είναι εκείνος που γεννά μέσα μας μουσική.
- Με νότες σε πεντάγραμμο μοιάζουν οι τριπλέτες των λέξεων που χρησιμοποιεί η ποιήτρια και παράγουν μουσικότητα: παραμύθια /ψιμύθια/ αλήθεια.
- Η επανάληψη αυξάνει την ένταση στον λόγο, ο λόγος αποκτά ρυθμό, με αποτέλεσμα τη συναισθηματική βαρύτητα και την αισθητική απόλαυση. Η προσοχή του δέκτη στρέφεται στο επαναλαμβανόμενο στοιχείο, που αποκτά μεγαλύτερη σημασία με την προσθήκη επιτατικής λέξης και μελωδία με την παρήχηση του λ. π.χ. Τη Λιατέρα αναζητώ…/ Τη Λιατέρα ακόμα αναζητώ…/ Τη Λιατέρα αναζητώ…
- Η χρήση ρημάτων με εξελικτική σημασία κρατούν αμείωτη τη δράση, π.χ.: Ό,τι προσδοκάται/ Ό,τι προσλαμβάνεται/ Ό,τι επιβάλλεται/ –υφίσταται/ καλλιεργείται / «κατανοείται».
- Και η μελωδία συνεχίζεταιμε ομοιοκατάληκτες λέξεις : Δωμάτιο λευκών αναμνήσεων –ορφανών αισθήσεων –ακυρωμένων συναισθήσεων.
- Λέξεις με διαφορετικό α΄ συνθετικό –δηλούται/ Συνδηλούται/ υποδηλούται– παράγουν λόγο μουσικό με μαεστρία.
Μετά λόγου γνώσεως, διαβεβαιώ πως η «Terra incognita»έχει πλέον χαρτογραφηθεί. Αν έχει, όμως, μετατραπεί σε Terra cόgnita εξαρτάται από τον κάθε αναγνώστη/-στρια, που αξίζει να πραγματοποιήσει τούτο το ταξίδι, να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα, το αποτέλεσμα της προσωπικής μελέτης του βιβλίου.
Ευχαριστώ από καρδιάς, Μαρία Δημάση, για αυτήν τη δωρεά του πλούσιου ταξιδιού. Όλους σας ευχαριστώ!
*Η Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά είναι ιστορικός-αρχαιολόγος και συγγραφέας. Το παρόν κείμενο είναι η ομιλία της στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Terra incognita: στίχοι (από)δόμησης Πράξη Ι» της Μαρίας Δημάση στο καφέ-μπαρ Gecko στις 18/6/2024.
[Δείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης εδώ]
Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.