«Τυχεροι αυτοι που πριν πεθανουν αγαπησαν, αγαπηθηκαν, δημιουργησαν, παλεψαν ν’ αλλαξουν τον κοσμο»

Ένα συν τρία ποιήματα του Μουσταφά Τσολάκ

Αφιερωμένο στις λέξεις του ποιητή, δημοσιογράφου και εκδότη Μουσταφά Τσολάκ σήμερα το σαλόνι της εφημερίδας. Σε μια προσπάθεια να επανέλθουμε στην πραγματική ζωή και να φύγουμε έστω και για λίγο από τον εθισμό στη νικοτίνη της πολιτικής των οικονομικών κρίσεων και ν’ ανασάνει η ψυχή μας. Με στίχους, έρωτα, επανάσταση, ζωή και θάνατο, υπαρξισμό, Ζιντ, Χικμέτ, άλλη ζωή τέλος πάντων χωρίς …εφιάλτες…
Χωρίς αριστερόμετρο, χωρίς διακηρύξεις, χωρίς οιμωγές παρά μόνον με απλά πράγματα όπως  τα λόγια της αγαπημένης, ένα ποτήρι βότκα, ένα ηλιοβασίλεμα, ένα φιλί…
Και ποίηση, μεταφρασμένη ποίηση από τα τουρκικά του σπουδαίου Ρόνι Μαργκούλιες, τούρκου μαρξιστή ποιητή και δημοσιογράφου που γράφει για ζητήματα όπως η  «άλωση της μνήμης» δια της αστικοποίησης αλλά και του ξεριζωμού-εκτοπισμού, η αγάπη που διαπερνά ταυτότητες, η αίσθηση και η τρυφερή ανάμνηση της γενέθλιας γης…
Δια χειρός του ιδίου,  του ΜουΤσο όπως υπογράφει,  που ολοένα  και περισσότερο ανθίζουν οι λέξεις του…Και οι κόποι του….

 

Γράμματα στην Άσπα – 1

Κομοτηνή, 5-5-15
 
Καλή μου,
 
Το απόγευμα που ξύπνησα –εδώ και αρκετά χρόνια ξυπνάω τα απογεύματα, εκτός αν έχουμε πορεία το πρωί– και πήγα να πλύνω το πρόσωπό μου, είδα στον καθρέφτη την πρώτη άσπρη τρίχα στα μαλλιά. Και ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μου έκατσα και σκέφτηκα σοβαρά για τον θάνατο.
 
Και ξεκαθάρισα πως τον θάνατο δε το φοβάμαι. Ξεκαθάρισα επίσης πως μετά το θάνατο ζωή δεν υπάρχει. Μού’ δωσε κουράγιο η συνέντευξη του Περικλή Κοροβέση που διάβασα και έλεγε πως η ζωή είναι ανανεώσιμη, το ότι πεθαίνω εγώ σημαίνει ότι γεννιέται κάτι άλλο. Επίσης ξεκαθάρισα πως δε θέλω να με θάψουν, αλλά να με κάψουν ώστε «να σκορπιστούν οι στάχτες μου στον αέρα» όπως είχε πει και ένας σοφός…
 
Αυτό που με προβληματίζει όμως είναι το «πώς;». Σ’ ένα τροχαίο; Σ’ ένα πόλεμο; Σε μια πορεία περπατώντας πλάι πλάι με συντρόφους και φωνάζοντας συνθήματα για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη; Από μαχαίρι ενός ναζιστή; Από σφαίρα ενός μπάτσου ή ασφαλίτη; Σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης; Σ’ ένα χειρουργείο; Ή στο κρεβάτι μου, μόνος, ξεχασμένος απ’ τους φίλους και απ’ τις γυναίκες που αγάπησα; O Cahit Stk Taranc έλεγε πως «ο θάνατος για μας θα είναι ένα κοιμήθηκα και δε ξύπνησα». Τόσο απλά;
 
Έλεγα ειρωνικά στα παιδιά, πως «κανείς από μας δε ξέρει πώς θα πεθάνει. Εγώ όμως υποψιάζομαι για μένα: θα φύγω από κύρωση του ήπατος». Ο Λέων που ήρθε προχθές και τα είπαμε λίγο, σαν να ήθελε να με επιβεβαιώσει: «Αυτό με το αλκοόλ» μου είπε «να το κοιτάξεις. Θα πεθάνεις νέος, ωραίος και μαλάκας». Και μετά μου έκανε την ανάλυση του «μαλάκα» και γιατί με θεωρεί έτσι. Αλλά περιττό να σου τα γράψω αυτά.
Στα δεκάξι μου, είχα γράψει στον τοίχο μου μία φράση του Andr Gide: «Ο άνθρωπος μόνος του γεννιέται, μόνος του πονά, μόνος του πεθαίνει». Και αυτοί που μας αγαπάνε, στενοχωριούνται λίγο, κλαίνε και μετά από κάποιες μέρες μας ξεχνάνε και συνεχίζουν τη ζωή τους. Ούτως ή άλλως και ο μεγάλος Nzm Hikmet αυτό δεν έλεγε στην γυναίκα του, την Piraye;
 
«Μου λες “Αν σ’ εκτελέσουν και σε χάσω
Δε μπορώ να ζήσω”
Θα ζήσεις γυναικούλα μου, θα ζήσεις
Θα διαλυθεί σαν ένας μαύρος καπνός η ανάμνησή μου στον αέρα
Θα ζήσεις αδελφή με τα κόκκινα μαλλιά της καρδιάς μου
Το πολύ ένας χρόνος κρατάει στον εικοστό αιώνα
Ο πόνος του θανάτου».
 
Είναι τυχεροί αυτοί που πριν πεθάνουν αγάπησαν, αγαπήθηκαν, δημιούργησαν, πάλεψαν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. «Οι επαναστάτες πεθαίνουν στη γωνιά του δρόμου, δίπλα σ’ έναν τοίχο» μου έλεγε ένας σύντροφος ποιητής. Εγώ θα προτιμούσα να πεθάνουν στην αγκαλιά της γυναίκας που αγαπούν, σε μια πορεία, φωνάζοντας για μια τελευταία φορά με όλη τη δύναμη και όλο το πάθος: «Δε θα περάσει ο φασισμός!»
 
Και επειδή δε ξέρουμε πότε, πού και πώς, νομίζω ότι πρέπει να ζούμε κάθε μέρα σαν θα πεθάνουμε την επόμενη. Να μην αναβάλλουμε τίποτα. Να μην αφήσουμε για άλλη στιγμή ένα βιβλίο που θέλουμε να διαβάσουμε, μια βότκα που θέλουμε να πιούμε μαζί με φίλους, να λέμε το «Σ’ αγαπώ» στη γυναίκα που αγαπάμε.
 
Γι’ αυτό και εγώ άρχισα να δουλεύω πιο σκληρά για να ολοκληρώσω το τρίτο μου βιβλίο. Ξαναδιαβάζω τα βιβλία του Τρότσκι που τον μισείς. Σταμάτησα να τρώω τους φίλους μου, τα ζώα. Είμαι πλέον πιο ενεργός στο κίνημα, παίρνω πρωτοβουλίες. Λέω «Καλησπέρα» στους ανθρώπους που δεν τους ξέρω. Σταμάτησα και τα one night stands. Μεταφράζω ποιήματα απ’ τα τουρκικά στα ελληνικά.
 
«Δεν είναι ντροπή ούτε να το φοβάσαι τον θάνατο/ούτε να τον σκέφτεσαι» έλεγε ο μεγάλος. Εγώ τον σκέφτηκα. Και δεν τον φοβάμαι. Και δεν ξέρω για ποιο χαζό λόγο, ήθελα να το ξέρεις και εσύ αυτό.
 
Αυτά τα λίγα. Ελπίζω να είσαι καλά.

 
Δικός σου,
ΜουΤσο

 

Μόλις στρίψεις απ’ τον πεταλωτή

Του Ρόνι Μαργκούλιες*

Ένα μικρό μπαλκόνι, που μπορεί να πέσει στην οδό Σινώπης ανά πάσα στιγμή:
Σαν δε χώρεσε το ένα απ’ τα δωμάτια του ξύλινου σπιτιού
και ξεχείλισε  ή συλλήφθηκε την ώρα που έφευγε.
Έμεινε σαν ένα πρόχειρο γέλιο που καθηλώθηκε στο κουρασμένο πρόσωπο του σπιτιού.
 
Δύο ξύλινα σκαμπό και ένα τραπέζι χώρεσαν σ’ αυτό το μπαλκόνι – δε ξέρω πώς.
Οι πόρτες είναι ανοιχτές και το τρίτο σκαμπό είναι μέσα στο σπίτι αναγκαστικά.
Στην μία άκρη του τραπεζιού εγώ, ο Κότσος Οικονομίδης στην άλλη άκρη.
Η ώρα είναι επτά, η κίνηση αυξάνεται στην οδό Σινώπης.
 
Στα καλά καθούμενα, στα χρόνια του Κολεγίου γυρνάει ο Κότσος, απότομα
σαν να έχει χάσει τον εαυτό του στη μαγεία μιας χορευτικής μελωδίας
λες και δε μιλά σε μένα, αλλά σ’ αυτούς που περνάν απ’ την οδό
«Άιντε ρε Μάρθα» λέει, «βάλε επιτέλους το μπουκάλι μπροστά μας».
 
«Για τέσσερα χρόνια δε μπόρεσε κανείς να με περάσει στα 110 μέτρα μετ’ εμποδίων,
σαν τίγρης ένιωθα όταν πλησίαζα στα εμπόδια,
και ο πατέρας σου, ξέρεις, ήταν κάτοχος ρεκόρ στα 110 μέτρα
η Μηχανολογία δε γνώρισε ήττα τέσσερα χρόνια χάρη σε μας.»
 
Μια μέρα στον πίσω κήπο του Κότσου, καθώς το μαγκάλι άναβε
είχα πηδήξει στην πλάτη του πατέρα μου, τρέχοντας γρήγορα, μ’ όλη μου τη δύναμη
και παίρνοντάς με σαν φτερό στους ώμους του, έριξε μια κατεβασιά στον κήπο.
Δε ξεχνώ το πόσο περήφανος ένιωσα με την τεράστιά του δύναμη.
 
Σ’ ένα τέλειο σοφρά μετατρέπεται, σιγανά, το μικρό τραπέζι
μεζέδες, ψάρια και το μπουκάλι επιτέλους, που περιμέναμε με συγκίνηση.
Στο πιάτο με το τυρί κοιτάζει ο Κότσος, μετά την πρώτη γουλιά
«Δε ξέρουν να φτιάχνουν άσπρο τυρί καλά, αυτοί οι Έλληνες!
 
Στην Yeilky υπήρχε ένας γέρος μπακάλης,
εκεί που μόλις έστριβες δίπλα απ’ τον πεταλωτή
στον κεντρικό δρόμο, ακριβώς δεξιά στη γωνία.
Είχε πεθάνει ο καημένος, λίγο πριν αποχωρήσουμε εμείς.»
 
Απέναντι απ’ το σινεμά ΡΕΞ έμενε η οικογένεια του Κότσου
Και όταν οι δικοί μου πήγαιναν επίσκεψη σ’ αυτούς και μας πήγαιναν κι εμάς
βάζοντας παντός τύπου ξηρούς καρπούς μπροστά μας πρώτα
βλέπαμε ταινίες απ’ το μπαλκόνι του πάνω ορόφου, μαζί με τη Λόρεν.
 
«Αλήθεια, σκέφτομαι εδώ που κάθομαι καμιά φορά,
η Yeilky» μου λέει, «μάλλον δεν είναι η Yeilky πλέον.
Σκέψου, κυνηγούσαμε αγριογούρουνα εκεί με τον πατέρα σου παλιά.
Ξέρω, είχαν αλλάξει τα πάντα, για τα καλά, όταν ακόμα ήμουν εγώ εκεί.»
 
Πριν πόσες μέρες, όταν πήγα στην Yeilky τελευταία
είδα μια οικοδομή στο οικόπεδο που παίζαμε μπάλα πριν χρόνια.
Θυμήθηκα που όλη μέρα παίζαμε ποδόσφαιρο, τένις, μπάσκετ
και που τρέχαμε πίσω απ’ τη μπάλα για ώρες.
 
«Τέλος πάντων, τι να κάνουμε, δεν είναι τόσο άσχημα και εδώ.
Έχουμε συγκέντρωση του Ομίλου Αποφοίτων Κολεγίου κάθε μήνα.
Μεγάλωσε και η Ελένη. Περιμένω εγγόνι, προσεχώς.
Νοσταλγία, γκρίνια και λοιπά, περνάνε οι μέρες λοιπόν.»
 
Άκουσα τις προάλλες, πως πέθανε ο Κότσος στο κρεβάτι του.
Γύρισε από συγκέντρωση του Ομίλου, έσβησε τα φώτα,
«Ιδού» είπε στη Μάρθα, «δες, πέρασε μια μέρα ακόμα».
 
Δε κατάφερα να μην θυμηθώ, σ’ εκείνο το μπαλκόνι στην Αθήνα,
πριν χωριστούμε το βράδυ, «Δε ξέρω για ποιο λόγο αλλά» μου’ χε πει
«ένιωθα πιο ακμαίος στα μέρη που έχω γεννηθεί και μεγαλώσει.»

 

Παλίρροια

Του Ρόνι Μαργκούλιες*

Όταν πρωτοήρθα στην Αγγλία,
εν έτει χίλια εβδομήντα δύο
και είδα για πρώτη φορά
το ποτάμι Thames
 
«Πώς είναι έτσι» είχα πει
στον εαυτό μου
«τα νερά του είναι καφέ.
Πού είναι το γαλάζιο του Βοσπόρου,
εκείνα τα κρυστάλλινα νερά;»
 
Μετά από χρόνια, ένα απόγευμα
που περπάτησα στην άκρη
του ποταμιού
είδα τα νερά να αποχωρούν.
Το παρακολούθησα για ώρες.
 
Το ότι δεν υπάρχει παλίρροια
στη Μεσόγειο
το έμαθα εκείνο το βράδυ,
στο Λονδίνο.
Όπως και έμαθα
το μεγαλύτερο κομμάτι
των πραγμάτων που έμαθα.
 
Μετά, πόσες φορές, με τη μια ή την άλλη γυναίκα
περπάτησα στο μετέωρο σημείο
του ποταμιού,
καθώς είχαν υποχωρήσει τα νερά,
τα χέρια της στα χέρια μου, μάγουλο με μάγουλο.
 
Και τώρα, κάθε φορά που βλέπω
τα νερά να υποχωρούν, θυμάμαι
την Έλσα.
Αυτές που ήρθαν ήρθαν, αυτές που φύγαν φύγαν
Η Έλσα έμεινε στη ζωή μου σαν την κοίτη του ποταμιού.

 

Μ’ αγαπάς;

Του Ρόνι Μαργκούλιες*

Έμαθα καναδέζικο μυθιστόρημα
από μια μικρή Σαλονικιά
που διάβαζε Klebi* απ’ τη πένα μου.
 
Ήτανε ο κοινός μας παρανομαστής
η γλώσσα.
Παίζαμε παιχνίδια σε δύο γλώσσες,
σε μια τρίτη συζητούσαμε.
 
Ελληνικά μου μάθαινε αυτή
και εγώ σ’ αυτήν τουρκικά,
όσο μπορούσα.
Αποχωρούσαμε μετά και κάναμε έρωτα στ’ αγγλικά.
 
Έμειναν μισοτελειωμένα τα ελληνικά μου, κι όμως
έμαθα όλες τις λέξεις περί αγάπης.
Όσον αφορά τις υπόλοιπες λέξεις
δε μου ‘ρχεται  να τις πω άλλωστε
ούτε στ’ αγγλικά, ούτε στα τουρκικά
ούτε σε μια άλλη γλώσσα που δε θα τη μάθω ποτέ.

* O Cahit Klebi είναι τούρκος ποιητής
 
Μετάφραση: Μουσταφά Τσολάκ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.