Tο θαυμα της ελληνικης γλωσσας

Η επίσκεψη της Κλειώς

Εμείς οι Έλληνες ως λαός έχουμε το προνόμιο να ομιλούμε μία από τις πιο πλούσιες γλώσσες του κόσμου, καθώς και μία από αυτές που διαθέτουν γραπτή ιστορία 3.500 χρόνων, μαζί με τους Ινδούς, τους Εβραίους και τους Κινέζους.

Η πιο παλιά γραπτή μορφή της γλώσσας μας είναι εκείνη των πινακίδων της μυκηναϊκής εποχής, γύρω στο 1400 π.Χ., πινακίδες οι οποίες είναι γραμμένες σε συλλαβική γραφή Γραμμικής Β. Αυτές τις αποκρυπτογράφησαν οι επιστήμονες Βέντρις και Τσάντγουικ το 1952. Δεν γνωρίζουμε ακόμη αν οι λίγο πρωιμότερες πινακίδες της μινωικής Κρήτης σε ιερογλυφική και Γραμμική Α γραφή περιέχουν κάποια άλλη μορφή της ελληνικής γραφής, καθότι αυτές δεν έχουν ακόμη διαβαστεί. 

Η πολιτισμική και εμπορική επέκταση των Μυκηναίων ήταν εκείνη που εξασφάλισε την ποικιλία αλλά και την υπεροχή της ελληνικής γλώσσας στην αρχαιότητα. Τα ομηρικά έπη, τα παλαιότερα κείμενα της ελληνικής γλώσσας με λογοτεχνικό περιεχόμενο –οι πινακίδες Γραμμικής Β αφορούν μόνο εμπορικά και οικονομικοτεχνικά θέματα–, υπήρχαν προφορικά τουλάχιστον από τον 8ο αιώνα π.Χ. προτού καταγραφούν τον 6ο αιώνα π.Χ.

Το αλφάβητο, το οποίο εφηύραν οι Φοίνικες γύρω στον 8ο αιώνα π.Χ. και το οποίο εμπλούτισαν οι Έλληνες με τη γραφή των φωνηέντων έγινε το όχημα, αφενός για να γραφτούν τα ομηρικά έπη και αφετέρου, για να διαδοθεί η σπουδαία αυτή εφεύρεση σε όλη τη Δύση με τη μορφή της λατινικής εκδοχής του. Αυτήν τη διέδωσαν οι Έλληνες άποικοι της Κάτω Ιταλίας στους Ετρούσκους και συγκεκριμένα την εκδοχή του αλφαβήτου των αποίκων από την Εύβοια.

Εκτός από το λατινικό αλφάβητο, το οποίο στηρίζεται στο ελληνικό, αξίζει να σημειωθεί ότι και το σλαβικό και το κοπτικό της Αιγύπτου, καθώς και τα αλφάβητα της Γεωργίας και της Αρμενίας στηρίζονται στο ελληνικό. Ακόμη και το αλφάβητο της γερμανικής γλώσσας συνδέεται με το ελληνικό μέσω του Ουλφίλα, έναν Γερμανό επίσκοπο του 4ου μεταχριστιανικού αιώνα ο οποίος και μετέφρασε τη Βίβλο στα γοτθικά, επινοώντας ένα αλφάβητο που συνδύαζε ελληνικά, λατινικά και ρουνικά στοιχεία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την αρχαιότητα η ορθογραφία των Ελληνικών, η οποία τόσο πολύ μας δυσκολεύει σήμερα, ήταν πολύ εύκολη, αφού η προφορά των ομόηχων φωνηέντων η, ι, υ, οι, ει, υι ήταν διαφορετική, με άλλα από αυτά να προφέρονται μακρά και άλλα βραχέως. Το δε οι προφερόταν σαν βαρύ ι, μεταξύ ο και ι. Έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να μπερδέψει κάποιος την ορθογραφία λέξεων που ακούγονται το ίδιο, αλλά έχουν διαφορετική σημασία, όπως π.χ. «οι άλλοι» και «η άλλη». 

Η προφορά, καθώς φαίνεται, της ελληνικής γλώσσας κατά την αρχαιότητα ήταν πολύ μουσική και στηριζόταν στη διάρκεια των φωνηέντων αλλά και στην ένταση της εκπνοής σε διάφορα σημεία του λόγου. Όσο για τα πνεύματα και τους τόνους, αυτά είναι κατάλοιπο όχι της κλασικής, αλλά της ελληνιστικής εποχής, όταν δηλαδή χάθηκε η μουσικότητα της προφοράς και προκειμένου να βρεθεί λύση γι’ αυτό υιοθετήθηκε ο τονισμός, ο οποίος και καταργήθηκε σχετικά πρόσφατα, πριν από σαράντα μόλις περίπου χρόνια. Σήμερα έχουμε κρατήσει για τόνο μόνο την οξεία.

Μπορούμε, επομένως, με βάση τα παραπάνω, να διακρίνουμε τις εξής φάσεις στην εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας:

1) 1400-600 π.Χ.: η πρωιμότερη γραπτή μορφή της γλώσσας μας στις πινακίδες Γραμμικής Β και η ομηρική εκδοχή της.

2) 600-300 π.Χ.: κλασική περίοδος, η πιο λόγια χρήση της γλώσσας και η πρωτότυπη λογοτεχνική παραγωγή σε θέατρο, επιστήμη, φιλοσοφία, ποίηση κτλ.

3) 300 π.Χ. – 6ο μ.Χ. αιώνα: η αποκαλούμενη και αλεξανδρινή κοινή, μία πιο απλοποιημένη εκδοχή της ελληνικής γλώσσας, αποτέλεσμα της ευρείας διάδοσής της μετά από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

4) 6ος-18ος αιώνας: η μεσαιωνική ελληνική που περιλαμβάνει τη γλώσσα του Βυζαντίου και της περιόδου της Τουρκοκρατίας, μία ακόμη πιο απλοποιημένη εκδοχή της.

5) 19ος – πρώτο μισό 20ού αιώνα: η πιο λόγια μορφή της εξελιγμένης, και απλοποιημένης πια βέβαια, ελληνικής γλώσσας η καθαρεύουσα.

6) β μισό 20ού αιώνα: μετά από σφοδρή διαμάχη μεταξύ καθαρευσουσιάνων και δημοτικιστών καθιερώνεται τελικά επισήμως η δημοτική το 1974. Η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου είχε προσπαθήσει να καθιερώσει τη δημοτική με το αναγνωστικό του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά» την περίοδο 1917-20, προσπάθεια η οποία όμως τερματίστηκε μετά από την επικράτηση των φιλοβασιλικών το 1920.

Ως ζωντανός οργανισμός, φυσικά, η ελληνική γλώσσα εξακολουθεί τη φυσική πορεία της, δηλαδή να εξελίσσεται και να εμπλουτίζεται διαρκώς με ξένες λέξεις, απλοποιήσεις, συντμήσεις κτλ. Όσο εμείς που τη μιλάμε μαθαίνουμε να τη χρησιμοποιούμε σωστά, οπωσδήποτε αυτή δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο να χαθεί.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

—Μαρία Ευθυμίου, «Ρίζες και θεμέλια – Οδόσημα της Ιστορίας του Ελληνισμού», εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2020.

—Γιώργος Μπαμπινιώτης, «Λεξικό της Νέας  Ελληνικής γλώσσας», εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 2019.

*Η Λεύκη Σαραντινού είναι φιλόλογος, ιστορικός και συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο η ιστορική μελέτη «Μύθοι που έγιναν ιστορία», Εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα 2020.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.