Το παρον και το μελλον των Νεοελληνικων Σπουδων στη Βενετια

CaterinaCarpinato, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας και Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Ca’ Foscari

«Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε προς τα πού βαδίζουν οι Κλασικές Σπουδές, μπορούμε όμως να παρατηρούμε και να συγκρίνουμε το παρελθόν με το παρόν»

Η ιστορία της Βενετίας, της «Βασίλισσας της Αδριατικής», συμπλέκεται στο βάθος των χρόνων με την παρουσία του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή, ένα στοιχείο που κατάφερε με την εγκατάστασή του να αποκτήσει σταδιακά σημαίνουσα θέση στην κοινωνία, τον πολιτισμό, τα γράμματα, τις τέχνες και την οικονομία της. Ενδεικτικά, ήδη από τα βυζαντινά χρόνια, Έλληνες έμποροι και καλλιτέχνες μετακινούνται στη Βενετία, και ιδιαίτερα μετά την άλωση του 1204, και μεγαλουργούν, ενώ σταδιακά η οθωμανική απειλή εντείνει αυτές τις ροές, λόγω και της ευνοϊκής μεταχείρισης που προσφέρουν οι βενετικές αρχές. Με την άλωση δε της Κωνσταντινούπολης, το 1453, πολλές είναι οι αριστοκρατικές οικογένειες και οι λόγιοι που θα καταφύγουν στη Βενετία –και ευρύτερα σε ιταλικές περιοχές–, ενθέτοντας σπέρματα για την ιταλική Αναγέννηση. Σε νεότερα χρόνια, τον 18ο αι., κανείς δεν μπορεί να λησμονήσει την επιτυχημένη δράση εμπόρων όπως του Κωνσταντίνου Σελέκη και του Λάμπρου Σάρου αλλά και την αξιόλογη ελληνική κοινότητα που έχει πλέον δημιουργηθεί.

Ακολουθώντας λοιπόν το νήμα της ιστορίας, κρίνεται απόλυτα λογικό στις μέρες μας οι Νεοελληνικές Σπουδές να συνεχίζουν να αποτελούν κομμάτι αυτού του πολυπολιτισμικού μωσαϊκού της Βενετίας και να προάγονται χάρη στην έδρα Νεοελληνικών Σπουδών που διατηρείται στο ιστορικό πανεπιστήμιο Ca’ Foscari.

Ο «Παρατηρητής της Θράκης», στο πλαίσιο έρευνας και συνομιλίας με λαμπρούς επιστήμονες – «φάρους» διάσωσης και προώθησης των Νεοελληνικών Σπουδών στο εξωτερικό (βλ. εδώ σχετική συνέντευξη για την εκπαίδευση των Ομογενών στη Νέα Υόρκη) συνομίλησε με την κ. Caterina Carpinato, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας και Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου Ca’ Foscari, για το παρόν και το μέλλον των Νεοελληνικών Σπουδών στη Βενετία, τη συνεργασία του ιταλικού Πανεπιστημίου με το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και το Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας, καθώς και για τη μακραίωνη ελληνική παρουσία στη Βενετία.

Η κ. Carpinato σημειωτέον είναι απόφοιτη του Πανεπιστημίου της Κατάνια, με το πτυχίο της να εξειδικεύεται στην κλασική λογοτεχνία και το διδακτορικό της να επικεντρώνεται στην Ελληνική και τη Λατινική Φιλολογία. Πρόκειται για έναν άνθρωπο ιδιαίτερα δραστήριο, που χάρη στις πρωτοβουλίες της –διοργανώνει μεταξύ άλλων ημερίδες, διαλέξεις, βιβλιοπαρουσιάσεις κ.ά. προσκαλώντας καταξιωμένους Νεοελληνιστές και Έλληνες συγγραφείς– προάγει έμπρακτα τον ελληνικό πολιτισμό, ενώ αρέσκεται στο να παρατηρεί τις εξελίξεις γύρω από την επιστήμη της και να στηρίζει ενεργά τους φοιτητές της. Αν και απόφοιτη Κλασικών Σπουδών δεν προσκολλάται στο παρελθόν, επιδιώκοντας να το «αναγεννήσει». Όπως η ίδια τονίζει: «Κοιτάμε το παρελθόν, με τη ματιά όμως στραμμένη προς το μέλλον. Δεν πρέπει λοιπόν να είναι βασικός μας στόχος μόνο η σωτηρία των αρχαίων». 

Caterina Carpinato, «Στα κλασικά Λύκεια της Ιταλίας υπάρχει ένα σπουδαίο “φυτώριο” μαθητών που διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά»

ΠτΘ: κ. Carpinato, εμείς οι Κομοτηναίοι γνωρίσαμε, μεταξύ άλλων, το Πανεπιστήμιο Ca’ Foscari  μέσω της συνεργασίας του με το ΔΠΘ. Πώς ξεκίνησε αυτή η σύμπραξη;

C.C.: Η συνεργασία του Πανεπιστημίου Ca’ Foscari με το Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, στο πλαίσιο του Erasmus+, μετρά αρκετά χρόνια. Αρκετοί είναι οι Έλληνες φοιτητές που έχουν επιλέξει όλα αυτά τα χρόνια το πανεπιστήμιό μας για ολιγόμηνη παραμονή και το αντίστροφο. Εκτός όμως από τους φοιτητές, υπάρχει μια στενή συνεργασία και με το διδακτικό προσωπικό του ΤΕΦ. Έχουμε συνεργαστεί για παράδειγμα με τους Καθηγητές κ. Ιωάννη Ντεληγιάννη, Άννα Μαστρογιάννη κ.ά. και πρόσφατα και με τον κ. Γεώργιο Τσομή και ευχόμαστε να φιλοξενήσουμε την κ. Παναγιώτα Τζιβάρα ως visiting scholar το επόμενο ακαδημαϊκό έτος. Να σημειώσω ακόμη πως έχω έρθει και εγώ μία φορά στην Κομοτηνή, το 2009.

ΠτΘ: Εκτός από το ενδιαφέρον που υπάρχει σε ακαδημαϊκό επίπεδο για τις Νεοελληνικές Σπουδές στην Ιταλία, ποια η παρουσία τους στη βασική ιταλική εκπαίδευση; 

C.C.: Στην Ιταλία, υπάρχουν ακόμη κλασικά Λύκεια, όπου οι μαθητές διδάσκονται αρχαία ελληνικά για πέντε χρόνια. Αυτό σημαίνει πως το 6% των μαθητών Λυκείου, δηλαδή γύρω στους 150.000 μαθητές, μαθαίνουν αυτήν τη στιγμή αρχαία ελληνικά σε 722 Λύκεια της Ιταλίας. Μιλάμε επομένως για έναν αριθμό διόλου ευκαταφρόνητο, για ένα πραγματικό «φυτώριο», υψίστης σημασίας, το οποίο οι Έλληνες πολιτικοί πρέπει να λάβουν υπόψιν και γι’ αυτό αγωνίζομαι με προγράμματα και πρωτοβουλίες. Έστω και σε ένα μικρότερο ποσοστό να επικεντρωθούν, ακόμη και στο 1% των μαθητών αυτών, θα ήταν πολύ σημαντική εξέλιξη με μεγάλο αντίκτυπο στις Νεοελληνικές Σπουδές.

«Δεν φοβάμαι για το μέλλον των Κλασικών Σπουδών»

ΠτΘ: Αποτελεί κοινή παραδοχή της εποχής μας η κρίση των Ανθρωπιστικών Σπουδών. Αγωνιάτε για το μέλλον των Κλασικών Σπουδών;

C.C.: Δεν μπορώ να πω ότι φοβάμαι για το μέλλον των Κλασικών Σπουδών, ούτε για τα λατινικά ούτε για τα αρχαία ελληνικά. Προτιμώ όμως να παρατηρώ. Πάντοτε υπήρχαν περίοδοι που αυτές οι σπουδές άνθιζαν και άλλοτε βρίσκονταν λιγάκι στο περιθώριο. Ας εξετάσουμε όμως την πραγματικότητα. Υπήρχαν ποτέ άλλοτε τόσα πολλά βιβλία για τον ελληνισμό, τόσες μεταφράσεις και τόσοι άνθρωποι που μαθαίνουν αυτές τις γλώσσες; Όχι, δεν υπήρχαν ποτέ άλλοτε. Υπήρχε στο παρελθόν η δυνατότητα να αγοράσει κάποιος από τα βιβλιοπωλεία τόσα πολλά βιβλία για τον αρχαίο ελληνισμό; Όχι. Τώρα πλέον βρίσκουμε εκατοντάδες. Δεν μπορούμε επομένως να γνωρίζουμε προς τα πού βαδίζουν οι Κλασικές Σπουδές, μπορούμε όμως να παρατηρούμε και να συγκρίνουμε το παρελθόν με το παρόν. Με βεβαιότητα τώρα είναι καλύτερα.

«Η ιστορία του ελληνισμού της Βενετίας τέλειωσε από τη στιγμή που οι Αυστριακοί ανέλαβαν το 1797 τον έλεγχο της πόλης»

ΠτΘ: Η ελληνική κοινότητα της Βενετίας υπήρξε μακραίωνη και κατείχε σημαίνουσα θέση στο κοινωνικό και πολιτισμικό «γίγνεσθαι» της πόλης. Κατά πόσο όμως στις μέρες μας είναι ενεργή;

C.C.: Η επαφή της Βενετίας με την Ελλάδα υπήρξε σημαντική για πολλά χρόνια. Χαρακτηριστική απόδειξη η περίφημη περιοχή των Ελλήνων στη Βενετία. Στις μέρες μας, αν και υπάρχουν παλιές οικογένειες, αυτές όμως έχουν ενσωματωθεί, μιλάνε ιταλικά και δεν έχουν κανένα στοιχείο που να τις συνδέει με τον ελληνισμό, ή ίσως κάποιο κειμήλιο που έχουν διασώσει από παλιά.

Η ιστορία του ελληνισμού της Βενετίας τέλειωσε από τη στιγμή που οι Αυστριακοί ανέλαβαν το 1797 τον έλεγχο της πόλης και αποφάσισαν να μεταφέρουν το κεντρικό τους λιμάνι από τη Βενετία στην Τεργέστη. Τότε ήταν αρκετοί Έλληνες που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη Βενετία και να μεταφέρουν τις εμπορικές τους έδρες στην Τεργέστη, αφήνοντας, πολλές φορές, πίσω τους την ακίνητη περιουσία τους, όπως σπίτια, μαγαζιά κλπ., σε χήρες, φτωχούς κ.ά. Έτσι λοιπόν, από τα τέλη περίπου του 18ου αι. και μετά, η ελληνική κοινότητα εξασθενεί. Βέβαια, για ακόμη μια-δυο γενιές οι Έλληνες είχαν σημαντική επιρροή, γιατί ήταν απόγονοι μεγάλων οικογενειών και ήταν καλά ενσωματωμένοι στην κοινωνική διαστρωμάτωση, κατέχοντας υψηλές θέσεις, και λόγω της ιδιότητάς τους –ήταν ιατροί, καθηγητές κλπ. Έκτοτε, είτε ενσωματώνονταν πλήρως στην ιταλική κοινωνία ή μετέβαιναν στην Τεργέστη, στο Λιβόρνο –άλλη μια σημαντική πόλη της διασποράς– κ.α.

Ιδιαίτερα διαφωτιστικό επίσης για την παρουσία των Ελλήνων στη Βενετία, τα μεταπολεμικά χρόνια, είναι και το οδοιπορικό του Ηλία Βενέζη με τίτλο «Φθινόπωρο στην Ιταλία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία.

«Δεν πιστεύω ότι τα λογοτεχνικά έργα του Παπαδιαμάντη μπορούν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον της ιταλικής κοινωνίας»

Η κ. Carpinato, όλα αυτά τα χρόνια της ακαδημαϊκής της πορείας, ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, και με τις μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων από τα ελληνικά στα ιταλικά και την πρόσληψή τους από το ιταλικό αναγνωστικό κοινό. Η ίδια μάλιστα έχει επιμεληθεί και μία ανθολογία πεζογράφων από τον Ταχτσή μέχρι και τον Βακαλόπουλο, ενώ έχει μελετήσει και την πρόσληψη του Παπαδιαμάντη, για τον οποίο ανέφερε: «Δεν πιστεύω ότι τα λογοτεχνικά έργα του Παπαδιαμάντη μπορούν να μεταφραστούν στα ιταλικά και να κεντρίσουν το ενδιαφέρον της ιταλικής κοινωνίας. Το έχουν προσπαθήσει, υπάρχουν δηλαδή μερικές μεταφράσεις της “Φόνισσας” και μερικών ακόμη διηγημάτων του στα ιταλικά, όμως δεν κατέχουν σημαντικό μερίδιο στην ιταλική εμπορική αγορά». Σχετικά με την απήχηση άλλων Ελλήνων συγγραφέων στους Ιταλούς αναγνώστες, τόνισε πως έργα του Πέτρου Μάρκαρη έχουν «αγκαλιαστεί» από το κοινό, ενώ παλαιότερα και έργα της Άλκης Ζέη έχουν μεταφραστεί και είχαν σημαντική απήχηση, αλλά και της Έρσης Σωτηροπούλου κ.ά.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.