Τo παραθυρο και ο Ανδρεας*

Αρχές του Απρίλη ήταν και στον κάμπο οργίαζε η φύση. Τα λουλούδια μοσχοβολούσαν και οι ήχοι των πουλιών, των εντόμων και των ζώων είχαν μια διάθεση μουσική, που ζητούσε το ταίριασμα, και θύμιζαν τα λόγια του ποιητή: «Ο Απρίλης με τον έρωτα χορεύουν και γελούνε…..».
 
Στο σταυροδρόμι της αγοράς οι ξωμάχοι από τα γύρω χωριά πουλούσαν τα ζώα τους για το Πάσχα, διαλαλώντας ζωηρά την πραμάτεια τους, στο τοπικό πανηγύρι της Μ. Παρασκευής. Οι άνδρες της κωμόπολης, σε μικρές παρέες χωρισμένοι, κάθονταν σε πάγκους ή στα πεζοδρόμια πίνοντας το κρασί τους και τρώγοντας νηστίσιμα. Ένα πλήθος παιδιών γυρόφερνε χαζεύοντας ή κυνηγιόταν με πειράγματα και γέλια και σκόρπιζε χαρούμενο τόνο στον  κεντρικό δρόμο του πανηγυριού.
 
Ο Ανδρέας στεκόταν στο παράθυρο και κοιτούσε τα σύννεφα. «Πόσο γρήγορα ταξιδεύουν, αλλάζουν γρήγορα σχήματα και μοιάζουν με υπερκόσμιες μορφές», έλεγε μέσα του. Στο δωμάτιο που καθόταν ήταν το σαλόνι του σπιτιού, αλλά και το πρόχειρο γραφείο του όταν ερχόταν από την Πάτρα. 
 
Δεν τον ενδιέφεραν οι πανηγυριώτες˙ μόνο η θύμηση και η ανάγκη να ξαναδεί την όμορφη κοπέλα, την κόρη του πλούσιου έμπορου του απέναντι σπιτιού. Αυτό μόνο απασχολούσε τη σκέψη και την προσοχή του.
 
Δεν το επιδίωκε, αλλά πάντα ξεχώριζε από όλους τους νέους της κωμόπολης. Σεμνός κι ευαίσθητος με τα πυκνά του μαλλιά και το λεπτό μουστακάκι, δεν ακολουθούσε τις παρέες της ηλικίας του. Έβρισκε απόλαυση  στη φύση, με βόλτες στην εξοχή και στη λιμνοθάλασσα και συχνότερα στου διαβάσματος την ξεχωριστή ηδονή. Και προπαντός στην λογοτεχνία  έβρισκε καταφύγιο και ανάταση ψυχής.
 
Την είχε προσέξει τις προηγούμενες μέρες στον δρόμο, όταν κατέβηκε τη σκάλα και πέρασε μπροστά από το καφενείο του πατέρα του. Την ήξερε καλά˙ από παιδιά στο σχολείο.   «Πόσο όμορφη είναι, έγινε γυναίκα!», σκέφτηκε.
Είχε μεσαίο ανάστημα, μαύρα μαλλιά και αμυγδαλωτά μάτια. Το δέρμα της  ήταν λευκό και τα χείλη της κόκκινα. Έσκυψε το βλέμμα της με ένα αδιόρατο χαιρετισμό και τάχυνε το βήμα της, όταν αντιλήφθηκε ότι ο Ανδρέας την κοιτούσε  τόσο επίμονα.
 
Τις επόμενες  μέρες  κάποιες στιγμές είδε να διαγράφεται η μορφή της σαν οπτασία και γρήγορα να χάνεται στο παράθυρο του αντικρινού σπιτιού, σε απόσταση εκατό μέτρων από το δικό του σπίτι. Πόση αγωνία του έδινε αυτό το φέρσιμό της!
 
Πόσο τον στενοχωρούσαν οι προσπάθειες της μητέρας του να τον αποτρέψει απ’ αυτόν τον εφηβικό δεσμό! «Γιατί την επηρέαζαν τόσο τα κακόβουλα σχόλια, που μπορεί κάποτε να είχαν ειπωθεί;», αναρωτιόταν. «Γιατί είχε μαζί του μια απόλυτη και τόσο άτεγκτη στάση, όταν ακουμπούσε αυτή την πληγή;».
 
Σήμερα παρατηρούσε από το πρωί το λευκό κουρτινάκι που ανέμιζε ελαφρά στον ανοιξιάτικο άνεμο, μα η κοπέλα δεν έλεγε να εμφανιστεί και αυτός αδημονούσε. Οι ώρες περνούσαν και το μεσημέρι πλησίαζε.  Σκέφτηκε κάτι πρωτότυπο για να της στείλει το μήνυμα των συναισθημάτων του. Γέμισε το ποτήρι του με κρασί και το απόθεσε στο πρεβάζι αναμένοντας τη στιγμή που η κοπέλα  θα εμφανιστεί.
 
Όλα έγιναν ξαφνικά, με ταχύτητα αστραπιαία, γιατί την ώρα που το ποτήρι υψώθηκε, την ίδια ώρα μπήκε στο δωμάτιο η μητέρα, που αντιλήφτηκε τη σκηνή και αμέσως αποδοκίμασε τον γιο της: «Τι είναι αυτά που κάνεις; θα μας καταστρέψεις!»,  του είπε χωρίς να κρύψει τον εκνευρισμό της. Και σύνωρα το ποτήρι έφυγε από τα χέρια που έτρεμαν από συγκίνηση  και χύθηκε το κρασί πάνω στο χαλί του σαλονιού.
 
Μετά η μητέρα έφυγε κι αυτός έμεινε μόνος. Ζωγράφισε με αδρές γραμμές ένα παράθυρο  και στο περιθώριο του χαρτιού τα μάτια μιας γυναίκας. Τότε έγραψε τους πρώτους στίχους που του ήρθανε αυθόρμητα στο μυαλό. Ένιωθε σαν να βλέπει σε μια στιγμή όλη τη μελλοντική εξέλιξη  της ζωής του. «Η τέχνη δεν σε απογοητεύει ποτέ!», σκέφτηκε με κάποια μελαγχολία και βούρκωσε…

Ο ηθογράφος και νατουραλιστής Ανδρέας Καρκαβίτσας 

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε το 1865 στα Λεχαινά Hλείας. Ήταν το μεγαλύτερο από τα έντεκα παιδιά του ρουμελιώτη Δημητρίου Καρκαβίτσα και της ντόπιας Άννας Σκαλτσά. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές. Την περίοδο αυτή χρονολογείται ο άτυχος έρωτάς του για την Ιολάνθη(Χιόλα) Βασιλειάδη, του παρόντος αφηγήματος.
 
Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε τον Δεκέμβριο του 1888. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της Εστίας τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία, τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε στη νουβέλα του «Ο ζητιάνος» (1897).
 
Μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας το 1891 δούλεψε ως γιατρός στο ατμόπλοιο Αθήναι, με το οποίο ταξίδεψε στη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον Ελλήσποντο. Οι εμπειρίες του από την περίοδο αυτή της ζωής του περιέχονται στο ταξιδιωτικό ημερολόγιο «Σ’ Ανατολή και Δύση» και αξιοποιήθηκαν στην περίφημη συλλογή διηγημάτων του «Λόγια της πλώρης» (1899). Από τον Αύγουστο του 1896 και ως το 1921 υπήρξε μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού, φθάνοντας ως το βαθμό του γενικού αρχίατρου (συνταγματάρχη). Από τη θέση αυτή συνέχισε να ταξιδεύει με συνεχείς μεταθέσεις, που επιδίωκε ο ίδιος (την έντονη αυτή επιθυμία του για τα ταξίδια ονόμαζε «αειφυγία»).

Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχτηκε στο βενιζελικό κίνημα της «Εθνικής Αμύνης», με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί στη συνέχεια στη Μυτιλήνη. Στο στράτευμα επανήλθε το 1920 και αποστρατεύτηκε δυο χρόνια αργότερα με δική του αίτηση. Οι κακουχίες της εξορίας συνέβαλαν στον κλονισμό της υγείας του. Στις 22 Οκτωβρίου του 1922 άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στο Μαρούσι από φυματίωση του λάρυγγα. Σύντροφός του στα τελευταία χρόνια της ζωής του στάθηκε η Δέσποινα Σωτηρίου, την οποία εγκατέστησε γενική κληρονόμο του, με διαθήκη που συνέταξε τέσσερις ημέρες πριν από τον θάνατό του.
     
Θεωρείται κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Σημείωση συγγραφέα: Αφετηρία του αφηγήματος είναι  ο άτυχος έρωτας του συγγραφέα Ανδρέα Καρκαβίτσα για την Χιούλα Βασιλειάδη, η οποία αργότερα του ενέπνευσε την ηρωίδα της «Λυγερής» και ορμάται από περιστατικό της εφηβικής του ζωής.
 
*Ο λεχαινίτης Άγγελος Ευθ. Αγγελόπουλος  αρθρογραφεί και γράφει  «μικρές ιστορίες» που φιλοξενούνται σε αθηναϊκές εφημερίδες, blogs και  ηλεκτρονικά περιοδικά.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.