Θλιψη για τον θανατο του Νοτη Μαυρουδη

Θλίψη στο Πανελλήνιο προκάλεσε η είδηση του θανάτου του, Νότη Μαυρουδή, σε ηλικία 77 ετών. Ο εκλιπών είχε αναπτύξει πλούσια συνεπή και διαρκή δραστηριότητα, στα καλλιτεχνικά πράγματα του τόπου ως συνθέτης, κιθαριστής και ραδιοφωνικός παραγωγός από το 1975, όταν και επέστρεψε στην Ελλάδα από την Ιταλία και έπειτα.

Οι Ροδοπίτες είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν τον σπουδαίο καλλιτέχνη αρκετές φορές στην περιοχή μας μέσω των συναυλιών που έδωσε. Μία αυτές θυμήθηκε η ΔΚΕΠΠΑΚ σε ανάρτησή της αποχαιρετώντας  τον.

«Ήταν 11 Μαΐου του 2019, όταν ο Νότης Μαυρουδής ήρθε προσκεκλημένος της ΔΚΕΠΠΑΚ, για τελευταία φορά στην Κομοτηνή στα πλαίσια των Ελευθερίων» αναφέρει η ΔΚΕΠΠΑΚ και συνεχίζει: «Σε μία υπέροχη βραδιά στην Πολιτιστική Κίνηση Ν. Ροδόπης μαγευτήκαμε από τα τραγούδια του και το μουσικό πολυφωνικό σχήμα “Τετραφωνική ρίζα”. Στην κιθάρα ήταν ο μεγάλος συνθέτης, στο πιάνο ο πιανίστας και καθηγητής στο Δημοτικό Ωδείο Καβάλας, Ιωάννης Κανάκης. Μαζί του επίσης η υψίφωνος, Μαριάνα Κεσόγλου, ο βαρύτονος, Ναπολέοντας Κουκουζίκας και ο τενόρος και κιθαριστής, Απόστολος Βουρβουτσιώτης.

Από τις εκδηλώσεις που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ, όπως θα μείνει αξέχαστη όλη η διαδρομή του Νότη Μαυρουδή, σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος».

Αυτή βέβαια δεν ήταν η πρώτη φορά που ο σπουδαίος καλλιτέχνης εμφανιζόταν στην περιοχή μας. Η μνήμη μας και το αρχείο μας συγκράτησε την παρουσία του το μακρινό 2010 στην περιοχή μας και συγκεκριμένα στη Μαρμαρίτσα της Μαρώνειας μαζί με την Αναστασία Μουτσάτσου και τον Παναγιώτη Μάργαρη σε μία ξεχωριστή συναυλία που διοργάνωσε τότε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μαρώνειας.

Ο ΠτΘ είχε την μοναδική τύχη να συναντηθεί τότε με τον Νότη Μαυρουδή και συνομίλησε μαζί του σε μια συνέντευξη που είχε δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΖΩ την Μουσική» τον Χειμώνα του 2010. Το αξιοθαύμαστο είναι πως παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 13 χρόνια από τότε η συνομιλία παραμένει επίκαιρη.

Εν είδει αποχαιρετισμού αναδημοσιεύουμε σήμερα την εν λόγω συνομιλία. Ιδού λοιπόν…

«Η διασκευή προϋποθέτει ρίσκο∙ είναι μια άλλη ματιά»

ΠτΘ: Θα ήθελα να ξεκινήσουμε τη συζήτηση μας από την τελευταία κοινή δισκογραφική σας εμφάνιση, τον δίσκο «Μια νύχτα στους αιώνες», κ. Μαυρουδή, διατρέχοντας κανείς τη συνολική δισκογραφική σας πορεία παρατηρεί πως είστε ένας δημιουργός που αρέσκεται να «πειράζει» τις δημιουργίες του. Φοβά­στε μήπως αυτό έχει αντίκτυπο στην εικόνα τη δική σας αλλά και των τραγουδιών σας;

Ν.Μ.: Κανένας φόβος, γιατί διασκευή σημαίνει και ρίσκο. Αν δεν ρισκάρεις, δεν είναι διασκευή. Μια διασκευή ενός τραγουδιού είναι απλώς μία άλλη ματιά σ’ ένα συγκεκριμένο τραγούδι. Και επειδή περνούν οι εποχές, αλλάζουν οι αντιλήψεις, αλλάζει ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα, μια διασκευή είναι αναγκαία προϋπόθεση για να ξαναδείς κάτι που είχε γεννηθεί παλαιότερα. Μία παρουσίαση ενός κομματιού, όπως ήταν πριν 20 και 30 χρόνια, δεν λέει τίποτα σήμερα. Έφτιαξα τα τραγούδια μου έτσι, όπως τα είχα φτιάξει πριν από 40 χρόνια, και όταν τα ξαναπλησιάζω τώρα, μετά από 40 χρόνια, πρέπει να τα δω λίγο διαφορετικά. Το διαφορετικό το έχω ανάγκη, αφού βάζω μία διαφορετική φωνή να τα πει. Η Αναστασία Μουτσάτσου είναι μία διαφορετική φωνή από τον Γιώργο Ζωγράφο ή τη Σούλα Μπιρμπίλη, της περιόδου του ’60. Έτσι, αφού είναι διαφορετική η φωνή, είμαι και εγώ διαφορετικός μετά από 40 χρόνια, επειδή είναι διαφορετικός ο κόσμος, το κοινό που ακούει, πρέπει λοιπόν, να λειτουργήσουμε διαφορετικά όλοι μας. Ρισκάρεις λοιπόν με το να παίρνεις ένα τραγούδι της τότε εποχής και να το παρουσιάζεις σήμερα. Αυτό γίνεται και στην σειρά “Café del Art” που δημιουργήσαμε με τον Παναγιώτη Μάργαρη, η οποία κατ’ ουσίαν αποτελείται από παλιά κομμάτια, παλιές μουσικές, που τις φτιάχνουμε για δύο όργανα διαφορετικά, μιλάω για τις δύο κιθάρες, για αισθήσεις διαφορετι­κές, μπροστά σε ένα κόσμο διαφορετικό που πρέπει αναγκαστικά να του προτείνουμε κάτι που δεν είναι απόλυτα ίδιο. Ρισκάραμε πολύ με τον δίσκο εκείνο που παίζουμε Τσιτσάνη και Βαμβακάρη, που πήραμε κομμάτια που φτιάχτηκαν για λαϊκές φωνές, για λα­ϊκά όργανα, για ανθρώπους που βίωσαν αλλιώς την ζωή. Εμείς τη βιώνουμε αλλιώς την ζωή, παίζουμε κλασικές κιθάρες, δεν ήμαστε ούτε Βαμβακάρης ούτε Τσιτσάνης. Είμαστε, επομένως, αναγκασμένοι να λειτουργήσουμε διαφορετικά. Αυτό το διαφορετικό έχει το ρίσκο του, γιατί ο κόσμος αγαπά τις μουσικές και τα τραγούδια όπως τα γνωρίζει. Εγώ, ας πούμε, θυμάμαι τη γιαγιά μου με το μπαστουνάκι της, τις ρυτίδες της, το μαύρο της τσεμπέρι. Τι νόημα έχει να δω την γιαγιά μου μακιγιαρισμένη χωρίς ρυτίδες και μπαστούνι; Δεν έχει κανένα νόημα.

Το να ξανακοιτάς λοιπόν ένα τραγούδι είναι πολύ πιο δύσκολο από το να το λες πρώτη φορά. Είναι πιο δύσκολο, γιατί είναι και αυτό το ρίσκο που είπαμε, αλλά και το να βρεις άλλους τρόπους επικοινωνίας, ανανεωμένους τρόπους επι­κοινωνίας, με τον κόσμο.

«Τα ραδιόφωνα έχουν χαλάσει, γιατί έχουν γίνει “μαγαζιά” κάποιων εκδο­τών, κάποιων που τα πληρώνουν»

Ραδιόφωνο κάνω εδώ και 40 χρόνια, δεν έχω σταματήσει ούτε για μία περίοδο. Είμαι πολύ δεμένος με τον ραδιο­φωνικό λόγο και τις ραδιοφωνικές επιλογές. Το ραδιόφωνο με έχει βοηθήσει πάρα πολύ, καθώς με ώθησε να προσπαθώ να φτιάχνω κείμενα περιεκτικά, τα οποία διαβάζω στο ρα­διόφωνο, κείμενα τα οποία να μην αναρωτιέται ο ακροατής τι θέλει να πει ο «ποιητής», να είναι απτά, να είναι άμεσα. Ο ραδιοφωνικός λόγος δεν είναι εύκολος και παράλληλα εγώ δεν είμαι δημοσιογράφος ώστε να είμαι εκπαιδευμένος να γράφω τόσες λέξεις ή σε τέτοια έκταση, όμως το ίδιο το μέσο με έχει κάνει να γράφω τέτοια κείμενα.

Όσον αφορά στη μουσική,.. επινοείς, φαντά­ζεσαι ποιος σε ακούει δεν τον βλέπεις, και αυτή είναι και η μαγεία του ραδιοφώνου, γιατί τα πράγματα δεν είναι καλά μόνο όταν τα εξηγείς. Εμένα μου αρέσουν πάρα πολύ τα σκοτεινά πράγματα, όταν υπάρχει ένα πρόγραμμα με playlist το καταλαβαίνεις αμέσως, γιατί στην ου­σία το playlist είναι μια προσπάθεια ο παραγω­γός να είναι ευχάριστος στο ακροατήριο του, να το καλοπιάνει, και να μην διστάζει να βάζει πράγματα τα οποία δεν του αρέσουν. Εγώ δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό, δεν θα μπο­ρούσα να παίξω μια μουσική δουλειά την οποί­α έχω κριτικάρει κι έχω ταχθεί απέναντι της. Γι’ αυτό πιστεύω ότι τα ραδιόφωνα έχουν χαλάσει, γιατί έχουν γίνει «μαγαζιά» κάποιων εκδοτών, κάποιων που το πληρώνουν, Τα περισσότερα, όχι όλα, Τέτοιο ραδιοφωνικό περιβάλλον εμένα δεν μου λέει τίποτα.

«Μόνον όταν κουραστούν οι σκέψεις έρχεται αυτό που λέμε γήρας»

ΠτΘ: Δηλαδή πιστεύετε ότι ένας καλλιτέχνης δεν πρέπει να επαναπαύεται στο έργο του αλλά και να δημιουργεί καινούρια πράγματα και να προσπαθεί να βελτιώσει το ήδη υπάρχον υλικό του;

Ν.Μ.: Είναι υποχρεωμένος ένας καλλιτέχνης να ψάχνει την ανανέωση, διαφορετικά γερνάει. Εξάλλου, η ολοκλήρωση του κύκλου της ζωής είναι ένα γεγο­νός που δεν μπορεί να το αποφύγει κανείς. Αλλά τι σημαίνει ο κύκλος της ζωής; Σημαίνει ο κύκλος των σκέψεων. Κυρίως αυτό είναι, γιατί, άμα έχεις φρέσκιες σκέψεις, δεν γερνάς κιόλας. Μόνον όταν κουραστούν οι σκέψεις έρχεται αυτό που λέμε γήρας που είναι, βεβαίως, ανεξάρτητο απ’ την ηλικία. Εγώ έχω γνωρίσει ανθρώπους 80άρηδες που έχουν τέτοιες ιδέες που απορείς πώς είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι με τόσα χρόνια στην πλάτη τους να έχουν ιδέες που έχουν σχέση με ρίξεις, με ανατροπές, με νέες ιδέες.

«Από την παράδοση παίρνουμε ό,τι νομίζουμε πως είναι και δικό μας»

ΠτΘ: Μιλήσατε και προηγουμέ­νως για την παράδοση. Τι είναι για εσάς η παράδοση, είναι ένα στάσιμο πράγμα ή κάτι στο οποίο πατάμε και εξελισσόμαστε;

Ν.Μ.: Από την παράδοση παίρνουμε ό,τι νομίζουμε πως είναι και δικό μας, διαφορετικά δεν μπορείς να λειτουργήσεις μέσα σε αυτό το πλέγμα. Τα παραδο­σιακά τραγούδια, παραδείγματος χάριν τα δημοτικά, τα ρεμπέτικα, τα βυζαντινά, βλέπουμε ότι είναι ιδιαί­τερα άρτια. Υπάρχουν τέτοια δείγματα καταπληκτικής ομορφιάς, γι’ αυτό και έχουν επιζήσει μέσα στους αιώ­νες, και λες τι να προσθέσουμε τώρα εμείς; Εκεί είναι λοιπόν το αγκάθι. Να ρισκάρεις ένα τέτοιο τραγούδι, με τόση ομορφιά μέσα του, με τόση περιεκτικότητα και παράλληλα με τόση αφαιρετικότητα και λιτότητα λόγου και μελωδίας, να το ξανακοιτάξεις και όχι μόνο να το ξανακοιτάξεις αλλά και να δημοσιοποιήσεις αυτό το… ξανακοίταγμα και να το προτείνεις στον κόσμο. Είναι ακραίο το ρίσκο. Όμως αυτό που κάνεις στην ουσία είναι να παίρνεις αυτό που νομίζεις πως είναι και δικό σου και λες εγώ σας προτείνω και αυτή την άποψη πάνω σε ένα παλαιότερο κομμάτι.

«Για να κάνεις ένα δίσκο, είναι πιο αποτελεσματικό να έχει αυτός μια θεματολογία»

ΠτΘ: Μιλήσατε προηγουμένως για την σειρά των δίσκων “Café del Art”. Βλέπουμε ότι κάθε δίσκος της σειράς έχει και μια διαφορετική θεματική ενότητα. Υπάρχει δίσκος με τραγούδια από γνωστές κινηματογραφικές παραγωγές, υπάρχει δίσκος με τραγούδια του Τσιτσάνη και του Βαμβακάρη. Αυτή η σειρά των δίσκων πώς προέκυψε; Ήταν μια ανάγκη που είχατε; Ήταν μια διαφορετική οπτική που είδατε σε αυτά τα κομ­μάτια και θέλατε να την παρουσιάσετε;

Ν.Μ.: Ο κύκλος των δίσκων “Café del Art”  – προς το παρόν έχουμε κάνει 6 δίσκους – ξεκίνησε από την ανάγκη την δική μου και του Παναγιώτη Μάργαρη να ηχογραφήσουμε κομμάτια που είχαμε διασκευάσει και τα παίζαμε μπροστά στον κόσμο και βλέπαμε ότι ο κό­σμος τα χειροκροτεί ιδιαιτέρως, τα δέχεται ευχάριστα δηλαδή. Αυτή η ανάγκη να τα ηχογραφήσουμε, όταν συμπληρώσαμε 10 κομμάτια, μας έβαλε στην σκέψη να φτιάξουμε ένα δίσκο. Το προτείναμε στην εταιρία και αυτή δέχτηκε. Έτσι κυκλοφόρησε ο δίσκος, χωρίς να γνωρίζουμε την εξέλιξη του και είδαμε αργότερα ότι εμπορικά ο δίσκος κινήθηκε πάρα πολύ καλά. Αυτό μας έβαλε σε σκέψεις να δημιουργήσουμε έναν δεύτερο, έναν τρίτο και ούτω καθ’ εξής δίσκο. Για να κάνεις όμως ένα δίσκο είναι πιο αποτελεσματικό να έχει αυτός μία θεματολογία, να μην έχει απλώς κάποια κομμάτια σκόρπια απλά για να γίνει άλλος ένας δίσκος.

Η δισκογραφία σήμερα έχει ανάγκη από θεματολογία, διαφορετικά περνάει απαρατήρητη. Φτιάξαμε λοιπόν τις σκέψεις μας πάνω σε μία θεματολογία. Η θεματολο­γία αυτή ήταν μουσικές και περίοδοι της μουσικής που χαράχτηκαν πολύ βαθιά μέσα μας. Για μένα είναι βαθιά χαραγμένο μέσα μου το ρεμπέτικο τραγούδι, ο Τσιτσάνης και ο Βαμβακάρης και άλλοι συνθέτες, θαρρείς και ήταν ένα χρέος που έπρεπε να ξεπληρώσω. Συζητήσα­με λοιπόν με τον Παναγιώτη Μάργαρη και σκέφτηκα ότι η κατάθεση σκέψεων από έναν άνθρωπο που είναι πιο κοντά στην περίοδο του ρεμπέτικου τραγουδιού από τον Παναγιώτη και του Παναγιώτη που είναι πιο μακριά από αυτή την περίοδο, είναι πιο νέος και έχει περισσό­τερο ροκ ακούσματα, θα είχε πάρα πολύ ενδιαφέρον. Αυτές οι δύο αντιλήψεις συνέθεσαν πολλά πράγματα μέσα σ’ αυτό το ξανακοίταγμα των κομματιών. Μετά, όσο αφορά τις μουσικές από τον κινηματογράφο, εκεί οι εικόνες είναι πολύ πιο πλούσιες και ελεύθερες, γιατί οι μουσικές για τον κινηματογράφο ζουν κι ξεχωρίζουν, γιατί είναι ωραίες. Δεν ξεχωρίζει τίποτα μέσα στον χρό­νο που δεν είναι ωραίο. Εάν ψάξει κανείς ποιο είναι το διαχρονικό, θα δει πως είναι μόνο τα ωραία κομμάτια, δεν υπάρχει κανένα μουσικό σκουπίδι που να έχει επιβιώσει μέσα στο χρόνο. Έτσι οι κινηματογραφικές μουσικές μας ερέθισαν και πάλι, μπαίνοντας στη δια­δικασία να πάρουμε ένα κομμάτι ας πούμε του Nicola Piovani και από την Ιταλία, με τις ιταλικές του ρίζες, να το μεταφέρουμε όχι σε μία ελληνική πραγματικότητα αλλά σε μία παγκοσμιοποιημένη σκέψη της μουσικής ή μουσικές του Rio de Janeiro ή τα tangos του Μπουένος Άιρες ή μουσικές του Nino Rota. Μουσικές του κόσμου λοιπόν, μουσικές που συνδέθηκαν με εικόνα, γιατί να μην ξεχνάμε είναι κινηματογραφικές μουσικές. Και έτσι φτιάξαμε τη δική μας φαντασία, πρέπει να οργιάζει η φαντασία για να μπορέσεις να ασχοληθείς με τις δια­σκευές, διαφορετικά δεν έχει κανένα νόημα το να παί­ξουμε απόλυτα ό,τι ήταν μέσα στην ταινία. Έχεις χάσει ήδη το παιχνίδι, άμα καταλήξεις στο ίδιο πράγμα. Το χάνεις κατ’ αρχάς γιατί δεν έχει εικόνα, ενώ τη μουσική που γνώρισες και αγάπησες την γνώρισες μαζί με την εικόνα της, μιας που μιλάμε για κινηματογράφο.

ΠτΘ: Υπάρχει και στη μουσική αυτός ο ατομικισμός που βλέπουμε και σε άλλους τομείς της ζωής μας;

Ν.Μ.: Δεν είναι ατομικισμός, οι σημερινοί δημιουργοί ξεκινούν ως τραγουδιστές που γράφουν τα τραγούδια τους. Δεν γράφουν τα τραγούδια τους και λένε θα τα πω εγώ, δεν γουστάρω να τα πει κανένας άλλος. Ας πούμε ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, που είναι τραγουδοποιός και μάλιστα από τις πολύ καλές περιπτώσεις, είναι ένας πολύ καλός τραγουδιστής. Δεν έχει κανένα ουσιαστικό λόγο να δώσει κάπου αλλού τα τραγούδια του, εκτός και αν εμπνευστεί μέσα από κάποια άλλη φωνή και θέλει να γράψει γι’ αυτήν. Δεν νομίζω δηλαδή ότι είναι αρνητική η σκέψη τους. Είναι η διάθεση τους να τραγουδήσουν τα τραγούδια τους, πολύ απλά.

«Σε μια αντιδισκογραφική εποχή είναι πολύ εύκολο να πεθάνεις, δηλαδή να παραιτηθείς»

ΠτΘ: κ. Μαυρουδή είχα διαβάσει κάπου ότι η σημερινή δισκογραφική κατάσταση οφείλεται λίγο πολύ και στο γεγονός ότι λείπουν και οι συνθέτες που θα δώσουν τη μουσική κατεύθυνση. Εσείς ως ένας από τους λίγους συνθέτες που έχετε μείνει σε αυτό το παραδοσιακό σχήμα συνθέτης – στιχουργός – ερ­μηνευτής τι πιστεύετε πάνω σε αυτό; Συμφωνείτε με αυτήν την άποψη;

Ν.Μ.: Νομίζω ότι η ερώτηση έχει να κάνει με το εάν οι παλαιότεροι συνθέτες, οι συνθέτες παλαιότερων εποχών συρρικνώνουν την παρουσία τους. Ο νους μου πηγαίνει ας πούμε στον Δήμο Μούτση, ο οποίος τα 10 τουλάχιστον τελευταία χρόνια έχει εξαφανιστεί, ο Γιάννης Σπανός γράφει όλο και σπανιότερα, το ίδιο και άλλοι συνθέτες, όλο και

περισσότεροι αποσύρο­νται. Εγώ φαντάζομαι ότι αυτό που με κινεί και δεν αποσύρομαι είναι η δυνατότητα μου να παίζω κιθάρα, η υγεία μου είναι πολύ καλή και το λέω αυτό, γιατί θα μπορούσα ας πούμε να πάθω μια παραμορφωτική αρθρίτιδα και να μην μπορούσα να παίξω κιθάρα. Μετά είναι και οι σκέψεις σου και η ιδεολογία σου γύρω από την ίδια τη ζωή, η οποία σου δίνει ενέργεια ή σε αφήνει ανενεργό, το γήρας που λέγαμε προηγουμένως. Εγώ είμαι άνθρωπος της συμμετοχής. Θέλω να συμμετέχω όχι μόνο στο τραγούδι αλλά και γύρω από τα προβλήματα και τους προβληματισμούς της κοινωνίας που ζω, αλλά αυτό μου βγαίνει και στη μουσική, δηλαδή βγάζω δίσκους παρόλο που ζούμε σε μία αντιδισκογραφική εποχή με την έννοια της κρίσης που διέρχεται η δισκογραφική βιομηχανία. Εγώ, όμως, επιμένω και βρίσκω και τους ανθρώπους που συμπαρίστανται σε αυτή την εμμονή, όπως τέτοιοι άνθρωποι είναι η Αναστασία Μουτσάτσου και ο Πανα­γιώτης Μάργαρης. Είναι όπως το σύνθημα «εμείς δεν θα πεθάνουμε κουφάλα νεκροθάφτη». Γιατί είναι πολύ εύκολο να «πεθάνεις», δηλαδή να παραιτηθείς. Εμείς δεν είμαστε αυτής της φιλοσοφίας και έτσι επιμένω να ψάχνω καλό στίχο, να προσπαθώ να τον επενδύσω με καλή μουσική, να βρίσκω καλούς ερμηνευτές. Όλο αυτό είναι μία στάση ζωής και αν δεν το κάνουμε ση­μαίνει ότι θα βάλουμε κι εμείς μία τελεία στη ζωή μας.

«Είναι μεγάλο σχολείο η κιθάρα»

ΠτΘ: Είπατε πριν ότι συνεχίζετε να δημιουργείτε επειδή έχετε την δυνατότητα να παίζετε κιθάρα. Επίσης ήσασταν και καθηγητής κιθάρας. Εκδώσατε ένα από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο περιοδικό για κιθάρα, το “tar””, Τι είναι για εσάς η κιθάρα; Κάποιοι την παρο­μοιάζουν με γυναίκα…

Ν.Μ.: Ναι, επειδή έχει καμπύλες. Επειδή από μικρή ηλικία ξεκίνησα και μελετούσα κιθάρα, είναι όλη μου η σκέψη. Ακόμα και η πολιτική μου σκέψη. Όλη μου η σκέψη θα μπορούσα να πω πως είναι κιθαροκεντρική και τα τραγούδια μου διέπονται από τον κιθαριστικό ήχο και την κιθαριστική σκέψη. Λέ­γοντας κιθάρα δεν είναι καθόλου αφηρημένο. Για να μάθω κιθάρα έπρεπε να παίξω έργα αναγεννησιακά, ισπανικά, του 20ου αιώνα, της κεντρικής Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής. Αυτό με έκανε να γνω­ρίσω τις μουσικές των λαών. Είναι μεγάλο σχολείο αυτό, είναι το μεγαλύτερο σχολείο. Έχω στο μυαλό μου εκατοντάδες χιλιάδες μελωδίες, και κυριολεκτώ σε αυτό, οι οποίες με έχουν αποχαυνώσει από την ομορφιά τους! Μου έρχονται κάθε τόσο μελωδίες, μουσικές φράσεις, νότες, συγχορδίες θεωρώ ότι είμαι από τους πλουσιότερους ανθρώπους που υπάρχουν…

«Τα γεγονότα του Δεκέμβρη ήταν η ρήξη με ένα πολιτικό σύστημα που δεν ξέρει πού πατά και πού βαδίζει»

Δεν είμαστε απαθείς ως πολίτες, κουρασμένοι είμαστε. Είμαστε μία κοινωνία, η οποία δεν προλαβαίνει να χωνεύει τα καθημερινά γεγονότα, γιατί κάθε μέρα υπάρχουν γεγονότα. Έχουμε πάθει ανοσία, τίποτα πια δεν μας τρομάζει. Δεν μπορείς να λες στον μετανάστη έλα και μετά να τον αφήνεις να τον καίει ο ήλιος στο φανάρι με τον υαλοκαθαριστήρα. Επίσης, δεν μπορεί μια κοινωνία να περιορίζει τα γεγονότα του Δεκεμβρίου στο σπάσιμο βιτρινών και στην καταστροφή περιουσιών. Σαφώς και έγιναν πράγματα απαράδεκτα, τα οποία όμως δεν μπορούν να σκεπάσουν τον Δεκέμβρη. Ο Δεκέμβρης, και εμείς το βιώ­σαμε περισσότερο ως πρωτεύουσα, ήταν ένα συμβάν το οποίο δεν χαρακτήρισε απλώς μία δολοφονία ενός πιτσιρικά. Ήταν αυτό που έκανε το καζάνι να ξεχειλίσει, να ξεχειλίσει από όλα αυτά τα προβλήματα που είχαν συσσωρευτεί, προβλήματα ελευθερίας, προβλήματα ατομικών δικαιωμάτων, προβλήματα της γενιάς των 700 ευρώ. Μία γενιά που είναι φορτισμένη και μία κοινωνία που είναι συνδεδεμένη με αυτήν τη φόρτιση. Τα γεγονότα εκείνα καλώς έγιναν. Τα γεγονότα, όχι τα σπασίματα! Γιατί αυτή η επέκταση των γεγονότων δεν έχει να κάνει μ’ αυτή τη ρήξη αλλά με ένα σχέδιο να κηλιδωθεί αυτή η ρήξη. Το παρακρά­τος βρίσκει τέτοιους τρόπους για να δημιουργήσει στην κοινή γνώμη μία δυσφορία. Το γεγονός όμως ας μην το ξεχνάμε, ήταν η ρήξη με ένα πολιτικό σύστημα που δεν ξέρει πού πατά και πού βαδίζει και το κακό ή το καλό είναι ότι αυτά θα επαναληφθούν. Δεν μπορεί κανείς να το εμποδίσει όσο δεν αλλάζει αυτή η εξουσία, όσο δεν συνδέεται περισσότερο με τους πολίτες και τα προβλήματα τους.

«Δεν μπορεί ένας καλλιτέχνης να μην είναι ενεργός πολίτης»

ΠτΘ: Πιστεύετε στην άποψη ότι οι πνευματικοί άνθρωποι πρέπει να βγαίνουν μπροστά και να λαμβάνουν θέση στα κοινωνικά προβλήματα και να μην ζουν στο γυάλινο κλουβί τους;

Ν.Μ.: Πρέπει κατ’ αρχήν να είσαι καλλιεργημένος. Δεν μπορείς να έρθεις σε ουσιαστική επαφή με τον κόσμο, αν είσαι τενεκές. Θα έρθεις για λίγο, μετά θα αποκαλυφθείς και ο κόσμος θα αρνηθεί να συνεχί­σει την επικοινωνία του μαζί σου. Άρα αυτοί που μπορούν να επικοινωνούν με τον κόσμο και έχουν μία διαρκή επικοινωνία με αυτόν νομίζω ότι πρέπει να παίρνουν και θέση για τα πράγματα. Δεν μπορεί ένας καλλιτέχνης να μην είναι ενεργός πολίτης, δη­λαδή ένας καλλιτέχνης δεν κάνει τα τραγούδια του κι ύστερα λέει δεν με νοιάζει ας καεί ο κόσμος. Όταν ο κόσμος υποφέρει και εσύ δεν είσαι κοινωνός του προβλήματος, δεν θα καταλάβεις ποτέ γιατί δεν τον ακουμπούν τα τραγούδια σου. Πρέπει να ξέρεις τι συμβαίνει για να μπορείς να δημιουργήσεις. Αυτό είναι ο καλλιτέχνης, ο εκφραστής της πραγματικότη­τας, των αναγκών των άλλων ανθρώπων.

«Πολιτικά θεωρώ πως ο μόνος τρόπος για να έχει ουσία ένας πολιτικός αγώνας είναι η οικολογία»

Έθεσα υποψηφιότητα ως ευρωβουλευτής με τους οικολόγους- πράσινους όχι, γιατί είμαι αφελής πολι­τικά και πιστεύοντας ότι αυτός ο πολιτικός φορέας θα αλλάξει το σύστημα. Όχι. Απλώς επειδή θέλω να έχω μία δράση, και πολιτικά θεωρώ πια πως ο μόνος τρόπος για να έχει ουσία ένας πολιτικός αγώνας είναι η οικολογία και να αποστασιοποιηθώ λίγο από έναν ανούσιο μαρξισμό – λενινισμό ή μία κομμουνι­στική επανάσταση ή διάφορα τέτοια πράγματα που, όσο μεγαλώνω, θεωρώ ότι ήταν λίγο και συνθήματα που δεν άφηναν τους ανθρώπους να πατήσουν τα πόδια τους στη γη. Η οικολογία σήμερα είναι το κλειδί για να παλέψεις για προβλήματα τα οποία υπάρχουν και όταν μιλώ για οικολογία δεν εννοώ ότι θα πρέπει να διαχωριστεί η οικολογία από τα καθημερινά προβλήματα. Θα ήμουνα τρελός να υποστηρίξω κάτι τέτοιο. Το πρόβλημα της οικολογίας υπάρχει, επειδή προϋπάρχουν όλα τα άλλα προβλήματα. Το να συμπεριληφθώ λοιπόν στο ψηφοδέλτιο των οικολόγων – πράσινων το έκανα από την ανάγκη μου να δηλώσω την παρουσία μου σε ένα άλλο πολιτικό σχήμα. Νομίζω ότι τόσο η επιστημονική όσο και η πρα­κτική θεώρηση των προβλημάτων που προκαλεί το οικολογικό πρόβλημα είναι μία πάρα πολύ σοβαρή πραγματικότητα, την οποία δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.