Τεσσερα ποιηματα του Αθανασιου Παπατριανταφυλλου

Σχολιάζουν ποιητικώ τω τρόπω διάφορα ζητήματα της καθημερινότητας

Τέσσερα ποιήματα του συμπολίτη μας κ. Αθανάσιου Παπατριανταφύλλου φιλοξενούμε σήμερα στην ποιητική στήλη της εφημερίδας μας. Πρόκειται για ποιήματα που λαμβάνουν αφορμή από την καθημερινότητά μας και σχολιάζουν ποιητικώ τω τρόπω διάφορα ζητήματα που απασχολούν διαχρονικά την κοινωνία.

Για να μην μακρηγορούμε όμως, ο λόγος στις δημιουργίες του Αθανάσιου Παπατριανταφύλλου

Η ΒΙΒΛΙΟ (α) ΦΙΛΙΑ

Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος

(Ματθ. δ’ 1-4.)

Στην εποχή μας την πεζή

έχει ξεχάσει ο κόσμος,

πως κι η ψυχή θέλει τροφή,

και μάλιστα…   επειγόντως.

Ο άνθρωπος, δισυπόστατη

ύπαρξη, αυτός και μόνος,

ύλη και πνεύμα είναι μαζί,

δεν είναι όμως  … όνος!

Ανάγκες  έχει   το σώμα  του,

για την ανάπτυξή    του,

από νερό κι από τροφή,

γι αυτήν την ύπαρξή του.

Κι αν πάψει να σιτίζεται,

να τρώει υγιεινά,

άσχημα επακόλουθα,

θα ‘χει αληθινά.

Αλλά, υπάρχει το αλλά,

που το ξεχνάνε όλοι

πως κι η ψυχή ψάχνει τροφή,

πνευματική, σε κάποιο  περιβόλι.

Και περιβόλια ευτυχώς

υπάρχουνε πολλά,

που διαθέτουνε τροφή,

για όλα τα μυαλά.

Είναι τα βιβλία κι έχουνε

μεγάλη ποικιλία,

και ναι, πνευματική τροφή,

χωρίς αμφιβολία.

Και για το ισοζύγιο

στις δύο υποστάσεις

όλοι θα πρέπει, να κρατούν,

τις ίδιες αποστάσεις.

Απ’  τη σωματική τροφή,

και την πνευματική,

διάκριση, ας μη γίνεται,

σ’ όλη μας τη ζωή.

Όλοι μας, ας προσέξουμε,

τη θεία προτροπή

το πνεύμα μας, ας θρέψουμε,

δεν είναι και ντροπή!

Κι   όλοι,  ας αγκαλιάσουμε,

μ’ αγάπη τα βιβλία,

γιατί, για όλους μας καλή

είναι,  η βιβλιοφιλία!

ΠΟΣΟ ΘΑ ΑΛΛΑΖΕ Ο ΚΟΣΜΟΣ!

(Πη παρέβην, τι δ’ έρεξα, τι δε μοι δέον ουκ ετελέσθη;)

(Παράγγελμα του Πυθαγόρα στους νέους μαθητές του)

Πόσο θ’ άλλαζε ο κόσμος,

εάν είχε στο μυαλό του

ο καθείς τον Πυθαγόρα,

σίγουρα,  θα ‘ταν για καλό του.

Αν κάθε βράδυ έκανε

την αυτοκριτική του,

κι έδινε μιαν απάντηση

στην όποια τακτική του.

Κι έλεγε με συναίσθηση

και βούληση συνάμα,

θέλω   για όλους το καλό

και θα γενεί το … θάμα.

Πού έκανα παράβαση;

Τι έπραξα όλη μέρα;

Και τι να κάνω έπρεπε,

κι εγώ το έκανα πέρα;

Στ’ αλήθεια, αν γινότανε,

αυτή η κριτική,

κι όλα τα απαράδεκτα,

φεύγαν’ με λογική…

Θ’ αλλάζανε τον κόσμο μας

πάντα προς το καλό,

και όλοι θα αρμενίζανε

προς το σωστό … γιαλό.

Ο ΘΕΟΣ,  Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ  ΚΑΙ  Ο ΚΟΣΜΟΣ

Έπλασε  ο Θεός τον Κόσμο,

κι έδωσε αρκετή  ζωή,

σ’  όλα, στα φυτά,   στα ζώα,

και στον άνθρωπο, θεία  … πνοή.

Του έδωσε την ομιλία,

και του  χάρισε το νου,

να κινείται, όπου θέλει,

αλλά, πλην του Ουρανού.

Εκεί,  ναι,  στο υπερπέραν,

ποτέ  του δεν  θα πάει,

μόνον θα το αγναντεύει,

όσο κι αν το αγαπάει.

Οι χρόνοι κι οι ταχύτητες

στο άπειρο διάστημα,

εμπόδια είν’ απροσπέλαστα,

στ’ ανθρώπινο …ανάστημα.

Κι όμως, το πλάσμα, ο άνθρωπος

ζήλωσε πολλή δόξα,

κι έργα του Πλάστη ανάλογα,

έφτιαξε, μα τι  λόξα!

Πράγματι,  έφτιαξε πολλά,

έργα αξιοθαύμαστα,

μα, μόνον για τους ομοίους του.

Αλλά,  δεν είναι  κι … άφταστα!

Μέλημα πρώτο, θέλησε,

τη γύμνια του να καλύψει,

και για την επιβίωση,

η τροφή  να μην του λείψει.

Τωόντι,   εκμεταλλεύτηκε

τα δώρα* του Θεού,

και μ’ αυτά βελτιώθηκε,

η βιωτή παντού.

Έφτιαξε μεγαθήρια,

ανάκτορα και βίλες

κι οι όμοιοί του γλίτωσαν,

καταστροφές  και … νίλες!

Όλη   τη γη εξερεύνησε,

θάλασσα και στεριά.

Πήγε παντού και πέταξε

σχεδόν σαν τα πουλιά.

Αυτοκίνητα, και τρένα

πλοία και αεροπλάνα,

στη διάθεσή του όλα…

κι όμως,  είναι όλα πλάνα!

Τ’  όνειρό του για άλλους κόσμους,

μένει όνειρο, φενάκη,

δεν του φτάνουνε τα χρόνια,

κι ούτε καν, θα βρει μιαν άκρη.

Μόνον, αν το ποιόν του αλλάξει,

γίνει πιο ανθεκτικός,

κι αν εφεύρει   γοργούς χρόνους,

θα πετύχει, μα και πάλι… ουτοπικώς!

Αλλ’,  ας μην αποτολμήσει,

τον Θεό να μιμηθεί,

«νέον» άνθρωπο να φτιάξει,

και μ’ αυτόν να πορευτεί!

Γιατί, τα έργα του ανθρώπου,

όλα είναι μηχανικά,

και σκουριάζουν μες στο χρόνο,

είναι πιο … προσωρινά.

Δεν έχουν ζωή αιώνια,

φυσική παραγωγή,

που να τα διαιωνίζει,

σίγουρα σ’ αυτή τη γη.

Μόνον η γέννηση χαρίζει,

τη συνέχεια στη ζωή,

και ζωντάνια – Θείο έργο-

θαυμαστό πάνω στη γη!

Θα είναι βεβήλωση τρανή,

τα έργα του Υπέρτατου Όντος,

να συγκρίνονται με ‘κείνα

του ανθρώπου του παρόντος.

Ο Πλάστης και Δημιουργός,

ασύγκριτος θα μένει,

και πάντα αξεπέραστος,

στον κόσμο ό,τι  κι   αν γένει!

*Μυαλό και ομιλία

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ  ΘΡΑΚΗΣ

‘Ενας αητός από ψηλά αγνάντευε τη Θράκη.

Την έβλεπε που έκλαιγε κι είχε τρανό μεράκι.

Τις δυνατές φτερούγες του λάμνει γοργά και πάει.

Τηνε ζυγώνει κι άφοβα στέκει και τη ρωτάει.

-Θράκη, Μεγάλη Μάνα Γη, γιατί αναστενάζεις;

Γιατί κλαις και οδύρεσαι και την καρδιά μου σφάζεις;

Γιατί λείπουν στον πόνο σου οι όμορφές σου οι κόρες;

Τις είδα να θρηνούν κι αυτές. Γιατί ήταν μαυροφόρες;

-Τι να σου πω χρυσαετέ και πούθε να σ’ αρχίσω;

Πώς να σ’ ανοίξω την καρδιά και τι να ομολογήσω;

Με κόπους τις ανάστησα. Και ήτανε πανώριες

οι πόλεις-κόρες μου, γι αυτές που ‘χω τις στεναχώριες.

Χρόνια μου παραστάθηκε, κάθε γιορτή και σχόλη

κι ήτανε το καμάρι μου του Κωνσταντίνου η Πόλη!

Σα Βασιλίδα φάνταζε υπέροχη, μεγάλη.

‘Αλλη δεν εύρισκες στη γη με τα δικά της κάλλη!

Κι οι άλλες μου, οι μικρότερες Βιζύη, Ραιδεστός

δεν πίστευαν πως θ’ άλλαζε γι αυτές το καθεστώς.

Αλλά, ήρθανε δίσεκτα χρόνια, καταραμένα.

Ξένοι πήραν τις κόρες μου και κούρσεψαν κι εμένα.

Μου πήραν την Καλλίπολη, Σαράντα Εκκλησιές.

Πάει κι η Αδριανούπολη. Μ’ άφησαν με το χτες!

Με πάτησαν Αγαρηνοί. Μου ξέσκισαν το σώμα.

Το βάρβαρο το πέλμα τους το αισθάνομαι ακόμα.

Χρόνια πολλά μας έσυραν, τις κόρες μου κι εμένα,

μες στη σκλαβιά και λύπηση δεν είδα από κανένα.

Υπέφεραν τα πάνδεινα όλα αυτά τα χρόνια

Μεσήμβρια, Σωζόπολη, ‘Αβδηρα και  Μαρώνεια.

Στενήμαχος, Αγχίαλος, Βερόη και Αρζός

σε ξένα χέρια πέσανε. Δεν ξέφυγαν το …SOS!

‘Υψαλα, Χαριούπολη, Ηράκλεια και Αίνο

τις πήραν από μένανε. Μονάχη μου πια μένω.

Γι αυτό τις βλέπεις να θρηνούν.  Γι αυτό είναι μαυροφόρες.

Προσμένουνε, να λυτρωθούν οι δόλιες μου οι κόρες.

Γι αυτό κι εγώ οδύρομαι καθημερνά και λέω:

Τόσα παιδιά και χάθηκαν! κι απ’ τον καημό μου κλαίω.

-Και η Αλεξανδρούπολη, Κομοτηνή και Ξάνθη

που μοιάζουν λουλουδόκηποι κι είναι γεμάτες άνθη;

-Σιμά τις έχω και τις τρεις, μόνη παρηγοριά μου

κι ευχαριστώ τον ‘Υψιστο που βρίσκονται κοντά μου.

Είναι τα στερνοπούλια μου με την  Ορεστιάδα

παιδιά που έχω λεύτερα. Δώρο για  την Ελλάδα!

-Μην κλαις και μην οδύρεσαι Θράκη Μεγάλη Μάνα.

Χτυπά για σένα , δεν ακούς; χαρμόσυνα η καμπάνα.

Οι κόρες σου που λαχταρούν γοργά να ‘ρθουν κοντά σου,

ήρθε ο καιρός, να  δουν ξανά το σφιχταγκάλιασμά σου.

…………………………………………………….

Κι αυτά σαν είπε ο αητός πέταξε σ’άλλα μέρη,

στις σκλάβες κόρες  που θρηνούν το μήνυμα να φέρει.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.