Τα Χριστουγεννα του αχαΐρευτου

Του Θανάση Μουσόπουλου*

Άφησε την εγγονή του στο σχολείο και πήγε  —γράφοντας 2 στο sms—  στο κατάστημα της γειτονιάς, ν’ αγοράσει κάτι μικροπράγματα. Στην υπεραγορά θα πάνε άλλη στιγμή με την κόρη του. Ήταν Παρασκευή και τα πολλά ψώνια γίνονται τα Σάββατα, παζάρι, δημοτική, σούπερ μάρκετ, μαζί με τη γυναίκα του που είχε χρόνο.

—Καλημέρα, Χασάν. Γιαούρτι και γάλα.

—Καλημέρα, κύριε Χρήστο.

—Τι βλέπω, έχει  Καραγκιόζη στην Τηλεόραση.

Ο Χασάν είχαν ανοιχτή τη συσκευή από το πρωί ως το βράδυ. Όχι τώρα μόνο, αλλά και στις καλές μέρες.

—Πώς να περνάει η μέρα…

Ο παππούς πήρε το δρόμο για το σπίτι. Ολοκληρώθηκε η πρωινή βόλτα. Τι του ήρθε στο μυαλό. Τότε που ήταν παιδί και έπαιζε με τον Καραγκιόζη. Πώς του γεννήθηκε τούτη η αγάπη, δε θυμάται. Αγόραζε φιγούρες, βιβλιαράκια με τα λόγια, έκανε παραστάσεις. Τι θυμήθηκε τώρα. Στην κατασκήνωση πήρε μια χρονιά τις φιγούρες, και έπαιζαν.

Να ψάξω για φιγούρες και τεύχη, κάπου θα υπάρχουν –σκέφτηκε. Από τότε που ήταν τα παιδιά μικρά, είχαμε Καραγκιόζη, του άρεζε. Αλλά τότε είχαν αρχίσει οι εκπομπές στην Τηλεόραση με τον Σπαθάρη. Αντί να παίζουν, έβλεπαν…

Τις βρήκε τις φιγούρες, στο πατάρι μαζί με άλλα παιδικά κατάλοιπα. Δύο σακούλες, μια με έτοιμες και μια με άκοπα χαρτόνια. Βρήκε και ένα βιβλιαράκι με οδηγίες και λόγια, το Σαράι και την Καλύβα του Καραγκιόζη, της δεκαετίας του ενενήντα. Τις κατέβασε.

Το απόγευμα άκουσε το μεγάλο νέο «Από Δευτέρα γενικό lock down».

—Δεν πειράζει, παππού, θα κάνουμε πάλι πρωινό πρόγραμμα μαζί, όπως την άλλη φορά.

—Ναι, Δήμητρα , θα κάνουμε πρόγραμμα. Τώρα όμως δε θα βγαίνουμε πολύ έξω…
Καινούριες λέξεις, καινούριες συνήθειες…

Το μεσημεράκι, την ώρα του φαγητού και της ξεκούρασης, μάθημα, τηλεμάθημα και βάλε…

—Παππού, πιο καλά κάνουμε το μάθημα μαζί… Νυστάζω…

Την Τετάρτη, όμως, έγινε το θαύμα.

— Παππού, σήμερα τη δεύτερη ώρα είδαμε ένα αρχαίο θέατρο με έναν Καραγκιόζη.

— Α, έτσι, για πες μου…

—Παππού, Κάτι μου είχε πει η γιαγιά πριν από μέρες, για τους μπερντέδες,  και η μαμά τότε είπε: «Όταν ήμουν μικρή ο μπαμπάς μάς έπαιζε, μετά τον ξεχάσαμε». Παππού, …

—Ναι, κορίτσι μου.

  —Θα μου δείξεις ζωντανό Καραγκιόζη;

—Είσαι τυχερή, βρήκα στο πατάρι κάτι υπολείμματα…

—Παππού, θα τον βάλουμε στο δικό μας πρόγραμμα;

—Μια χαρά, με τον Καραγκιόζη θα κάνουμε περιπάτους χωρίς μηνύματα και άδειες.

—Τι εννοείς παππού;

—Θα δεις, μη βιάζεσαι…

Είχαμε dvd με παραστάσεις. Κάθε πρωί βλέπαμε και μια παράσταση και κουβεντιάζαμε. Μετά έβγαλα τις φιγούρες κι ό,τι άλλο σχετικό. Έμεινε έκθαμβη. Ένας ολόκληρος χάρτινος κόσμος που ζωντάνευε.

—Ταξιδεύουμε, παππού στα παλιά. Δεν γράφουμε και το δικό μας σημερινό έργο; Να το παίξουμε, κιόλας…

Στρωθήκαμε τις άλλες μέρες στη δουλειά. Είχα στο νου παλιότερα έργα, έλεγε η εγγονή τις προτάσεις της και προχωρήσαμε. Το αποτέλεσμα «Ο Καραγκιόζης και ο καταραμένος Κορωνοϊός».

—Παππού, τελειώνει το έργο. Να κάνουμε στις τελευταίες σκηνές μια πρόβα, να το παίξουμε το βράδυ στη γιαγιά και στη μαμά. Εγώ θα παίζω το Κολλητήρι, εσύ τα άλλα…

«Ο Καραγκιόζης και ο καταραμένος Κορωνοϊός»

Χατζηαβάτης: Μα τι βλέπω, ο Κολλητήρης πίσω από κάτι θάμνους. Σιορ Διονύσιε, κοίτα να δεις … Τι κάνεις ζωντόβολο έξω;  –Απαγορεύεται η κυκλοφορία.

Κολλητήρι: Σώπα κυρ Χατζηχαβιάρη, θα ξυπνήσεις ένα μεγάλο φίδι.

Χατζηαβάτης: Τι τσαμπουνάς νιάνιαρο;

Σιορ Διονύσιος: Τι λέγεις ωρέ παιδάριο; Τι όφις κρύβεται στους θάμνους;

Κολλητήρι: Ένα μακρύ φίδι, μια φιδάρα καταπράσινη που στο κεφάλι του φοράει ένα χρυσό τέντζερη. Ποιος ξέρει τι φαγητό κρύβεται μέσα…

Σιορ Διονύσιος: Πού το ήβρες το ερπετό;

Χατζηαβάτης: Φαίνεται ότι η υπόθεση έχει ψωμί…

Κολλητήρι: Μαζί με τα κολλητηράκια πήγαμε για πρωινό βόσκημα κατά τα Κιμμέρια. Αφού νταλακιάσαμε έστειλα τα μικρά στο Λιμνίο για τζόκιν κι εγώ ήρθα αργά αργά με τα πόδια για να μη χωνέψω το μπρέκφαστ… Και κει που ερχόμουν, πίσω από ένα θάμνο είδα το φίδι με τον χρυσό τέντζερη στην κεφάλα…

Σιορ Διονύσιος: Ας κάνουμε μια έκτακτη σύσκεψη, η πολιτική προστασία, οι ιατροί και οι νοσηλευτές…  –Χατζή Αβατή και Κολλητήρ αποφασίζω να περικυκλώσουμε τον θάμνο και να συλλάβουμε τον κορωνοϊό. 

Χατζηαβάτης: Μπράβο το παλικάρι μου, ο λεβέντης  ο Κολλητήρης.  —Μπράβο που έπιασες το φίδι με την κορόνα.

Κολλητήρι: Ο χρυσός τέντζερης είναι δικός μου. Να το φίδι σας.   —Ο γιος είναι δικός σας, Σιορ γιατρέ και Χατζηχαβιάρη…

δ΄ σκηνή

Κολλητήρι: Πατέρα και μάνα, βγήτε γρήγορα από το  Καραγκοζομέγαρο —Τέλειωσε η καντίνα.

Καραγκιόζης: Τι τρέχει, ζωντόβολο, μπες γρήγορα στα εντόσθια του σπιτιού. Θα σε βάλουν πιρόστιμα και ποιος το πληρώνει…

Αγλαΐα: Πού είναι τα λαχανικά, κολλητηράκο, δουλευταρά μου. Ας τα πιρόστιμα, Καραγκιόζη, και τα καραντίνια.

Κολλητήρι: Η πιστήμη με βοήθησε να σας σώσω. Να το τέρας που είναι ένας γιος με κορόνα!  —Πάει πια!. Ο σιορ Διονύσης και ο γενικός ντερβέναγας Χατζηχαβιάρας  με βοήθησαν και τον καθαρίσαμε μια και καλή.

Καραγκιόζης: Τι λες βρε!   —Όλο φούμαρα και παραμύθια…

Κολλητήρι: Γιατί ρε πατέρα;  Να, έρχονται μαζί με το σκοτωμένο φίδι και τον χρυσό τέντζερη στην κεφάλα…

Σιορ Διονύσιος: Καραγκιόζη, να χαίρεσαι τον γιo σου που συνέλαβε και εφόνευσε τον κορωνοϊό.

Καραγκιόζης: Τι να πω, τρελάθηκες σιορ Νιόνιο…

Αγλαΐα: Καραγκιόζη, άσε την ξουσία και τους ντοτόρες να κάνουν το έργο τους.

Χατζηαβάτης: Ευχαριστώ κυρία Αγλαΐα.   —Τα σέβη μου! Το τζιέρι σας  είναι τζίνι, έκανε καλή δουλειά. Μας έσωσε. Όλους.

Κολλητήρι: Να ακούτε τους νέους.  —Φέρτε τον τέντζερη να φάω το τζιγιεροσαρμά και το κοκορέτσι…
                                                                       
—Παππού, παππού χτυπάει η πρότα…

— Ποιος είναι;

—Ο αχαΐρευτος.

—Ποιος;..

—Έτσι τον είπε η Αγλαΐα τον άντρα της.

—Καλωσήρθες Καραγκιόζη, πώς από δω;

—Είδα φως και μπήκα…

—Παππού, να του δώσουμε κρεμμύδια και σκόρδα μαζί με τα μελομακάρονα της γιαγιάς…

—Χριστούγεννα, και συ γυρνάς στο δρόμο.

—Στο Ρεβεγιόν ήμουνα και είπα να σας χαιρετήσω.

—Γιατί σε είπε αχαΐρευτο;

—Από την Επανάσταση του Εικοσιένα, που ήρθα και στρώθηκα για τα καλά, παλεύω.

—Διακόσια χρόνια παλεύεις;

—Τι τον ρωτάς, παππού, τέτοια πράγματα!

—Παλεύω μαζί με τον στρατηγό Μακρυγιάννη, που τον είπαν τρελό, για να δούμε στον ήλιο μοίρα…

—Χρόνια πολλά κύριε Καραγκιόζη…

—Χρόνια πολλά αγαπημένα μου παιδιά, μικρά και μεγάλα…

*Ο Θανάσης Μουσόπουλος γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στην Ξάνθη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης και ασχολείται με την ποίηση, το δοκίμιο, την ιστορία και τον πολιτισμό της Θράκης, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Είναι επίσης Mέλος Λογοτεχνικών και Φιλοσοφικών Εταιρειών και Πολιτιστικών Φορέων. Τελευταία του βιβλία είναι «Το Υψιπετείν της ζωής και της ποίησης» (Σπανίδης, Ξάνθη 2017) και «Ο εκ Βιζύης Γεώργιος  – 120 χρόνια από το θάνατο του Γ. Βιζυηνού» (Σπανίδης, Ξάνθη 2015).

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.