Συνεντευξη με τον συγγραφεα Μισελ Φαις και κριτικη απο τη φιλολογο Ελενη Παπαργυριου για το μυθιστορημα «Απο το Πουθενα»

Μισέλ Φάις «Το δίπολο ψυχαναλυτικό δωμάτιο/οικουμενική περιπλάνηση επιλέχτηκε ως αφηγηματικό σχήμα για να αντιπαρατεθεί το μέσα με το έξω χάος» Ελένη Παπαργυρίου «Οξύνοντας την αισθητηριακή διάσταση της αφήγησης ο Φάις προτείνει ένα μετανεωτερικό μυθιστόρημα που πλησιάζει στη λογική του installation»

Ολοκληρώνουμε σήμερα τις αναγνωστικές αναφορές  στο προσφάτως παρουσιασθέν και στην πόλη μας  μυθιστόρημα του συντοπίτη μας συγγραφέα Μισέλ Φάις «Από το πουθενά», με τη σύντομη συνομιλία που είχαμε με τον ίδιο στο μεσοδιάστημα των δυο εκδηλώσεων που αφορούσαν η μεν πρώτη στο μυθιστόρημά του «Ελληνική αϋπνία» και ήταν ενταγμένη στο αφιέρωμα για τον διηγηματογράφο Γεώργιο Βιζυηνό, και η δεύτερη στο σύνολο του έργου του, με εισηγήτρια την κ.Κατερίνα Σχοινά, και εστίαση στο «Από το πουθενά» από τη διδάκτορα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και κριτικό λογοτεχνίας κ. Ελένη Παπαργυρίου, που είχε την ευγενή καλοσύνη να μας επιτρέψει να φιλοξενήσουμε την εισήγησή της, το μεγαλύτερο τμήμα της οποίας  ακολούθως δημοσιεύεται.

Μισέλ Φάις, συγγραφέας

«Τι άλλο είναι οι ήρωες για έναν συγγραφέα από καθρεφτίσματά του―συγκρουσιακά, φίλια ή αντιφατικά; Από μύχια ημερολόγια ή ερμηνευτικά σχήματα του κόσμου;»

ΠτΘ: «Από το πουθενά» με προορισμό τον κόσμο όλο; κ. Φάις ισχύει η έκφραση καθότι κάποιος διαβάζοντας το «Από το πουθενά» έχει την αίσθηση ότι το μοναδικό που προκρίνετε πλέον για τους μυθιστορηματικούς σας ήρωες, πέρα από τόπους και πατρίδες, είναι το ίδιο το άτομο, ο ίδιος ο άνθρωπος ως ύπαρξη, οι πορείες του και τα προβλήματά του μέχρι τον θάνατο…
M.Φ.:
Εν πρώτοις, οι ήρωές μας τελικώς μας επιλέγουν, δεν τους επιλέγουμε. Γιατί τι άλλο είναι οι ήρωες για έναν συγγραφέα από καθρεφτίσματά του―συγκρουσιακά, φίλια ή αντιφατικά; Από μύχια ημερολόγια ή ερμηνευτικά σχήματα του κόσμου;
 
Τώρα όσον αφορά το μυθιστόρημα. Το δίπολο ψυχαναλυτικό δωμάτιο/οικουμενική περιπλάνηση,  που συναντάμε επιλέχτηκε ως αφηγηματικό σχήμα για να αντιπαρατεθεί το μέσα με το έξω χάος, αυτό που μεταβιβάζεται και θεραπεύεται μ’ αυτό που δεν μεταβιβάζεται και δεν θεραπεύεται. Ο αναγνώστης παρακολουθεί έναν άντρα και μια γυναίκα να συνομιλούν, έναν αναλυόμενο και μια αναλύτρια να συναντώνται επί δέκα χρόνια, στο ίδιο πάντα δωμάτιο, τις ίδιες μέρες και ώρες, και να προσπαθούν να λύσουν το υπαρξιακό σταυρόλεξο του άντρα. Ενδιαμέσως αυτών των συνεδριών παρεμβάλλονται, ως υποσυνείδητο βουητό, πολλές μικρές ιστορίες, στιχομυθίες, όνειρα, παραμιλητά. Δηλαδή, το οργανωμένο ψυχαναλυτικό ημερολόγιο σχολιάζεται, διακόπτεται, υπονομεύεται ή εμπλουτίζεται από το άναρχο ημερολόγιο της ζωής.
 
Σ’ όλο το βιβλίο υπάρχει ο εξακολουθητικός αριθμός δύο· μόνο στο τέλος διευρύνεται και αναιρείται με την προσθήκη του μαγικού, παραμυθένιου, αδιευκρίνιστου μπάρμαν (ο θάνατος;  το παιδί που δεν έκαναν αναλύτρια και αναλυόμενος/ο βουλιαγμένος συγγραφέας;). Φυσικά κάποιος πιο επιμελής αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι εντέλει ακούγεται μια φωνή, διχασμένη, σπασμένη, κλονισμένη σε δυο εαυτότητες που συνομιλεί ακαταπαύστως με τον εαυτό της.    

«Αυτοσαρκασμό και υπομονή θέλει το γράψιμο»

ΠτΘ: Στο «Από το πουθενά» υπάρχουν δέκα κεφάλαια -δέκα ψυχαναλυτικές συνεδρίες-, και κάθε κεφάλαιο επενδύεται με πολλά μικρά στιγμιότυπα και «ήρωες» από παντού, απ’ όλο τoν κόσμο, από το «πουθενά». Διαβάζοντάς το κάποιος αποκομίζει την αίσθηση ότι παρακολουθεί έναν πολύ ενδιαφέροντα σκηνικό χώρο με πολύ πυκνό θεατρικό σενάριο… Το θέατρο και ο κινηματογράφος επηρεάζουν τελικά τη γραφή σας;
Μ.Φ.:
Η σκηνή της ψυχής, η σκηνή της γραφής, η σκηνή του θεάτρου. Δέκα χρόνια πέρασα σ’ αυτό το στασίδι του εαυτού, από αυτό το δύσκολο ψυχικό αλισβερίσι, από αυτή την εμπειρία που ποτέ δεν τελειώνει, αφού, όπως έλεγε και η αναλύτριά μου, το θέμα είναι να γίνεις ο αναλυτής του εαυτού σου, αθόρυβα, αβίαστα και αυτονόητα.
     
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι όμως,  δεν σκόπευα να γράψω ένα τυπικό ημερολόγιο αναλυόμενου, ένα «ψυχαναλυτικό» δράμα δωματίου. Γι΄ αυτό κι έπρεπε να περάσει πολύς καιρός ώστε να ψυχρανθεί αυτό το ζέον και ρευστό αφηγηματικό υλικό του βαθύτερου εαυτού. Επηρεάζει τη γραφή μου οτιδήποτε με ερεθίζει, με προκαλεί να γράψω. Ξέρετε, όσο μεγαλώνεις το γράψιμο γίνεται ολοένα και λιγότερο αυτονόητο. Και μια λέξη και μια σκέψη και μια εικόνα είναι σημαντική. Ίσως επειδή υποχωρεί, ατροφεί, χάνεται η νεανική ορμή ή η προσδοκία πως κάποιον θα σώσεις, κάποιον θα συνετίσεις, κάποιον θα αλλάξεις. Εσωτερικές αερομαχίες. Τίποτα άλλο. Αυτοσαρκασμό και υπομονή θέλει το γράψιμο. Αυτή είναι η ωριμότητα της γραφής. Για μένα. Αυτή είναι η φόδρα της. Αυτοσαρκασμός και κουράγιο. Γι’ αυτό, κινηματογράφος, θέατρο, φωτογραφία,  οι κώδικές τους και οι διαθέσεις τους, μαζί με τη λογοτεχνία αλέθονται για να προκύψει μουσική, μουσική της γραφής. 

«Η υποβλητική βραδιά Βιζυηνού»

ΠτΘ: «Ελληνική αϋπνία» στην Κομοτηνή. Νέες αναγνώσεις του έργου σας και ένα νέο θεατρικό αναλόγιο. Τα συναισθήματά σας;  
Μ.Φ.:
Η Κομοτηνή είναι ένας χώρος έντονης μνήμης, συχνά επιστρέφω αγχωμένος και αποχωρώ γαλήνιος. Ο γενέθλιος τόπος είναι το χνώτο μου, το δέρμα μου, συχνά διαπερνά τον ύπνο μου. Για να δεις όμως τον γενέθλιο τόπο πρέπει να τον ξεχάσεις, να τον αγνοήσεις, να τον προδώσεις. Μια επιβεβλημένη απόσταση (για να έρθει η εγγύτητα), μια επιβεβλημένη απουσία (για να έρθει η παρουσία).
 
Η «Ελληνική αϋπνία» βρίσκεται σε τέταρτη έκδοση και μια δραστική θεατρικοποιημένη ανάγνωσή της την ανέμενε στην Κομοτηνή. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Κατερίνα Σχοινά, στον Φιλοποίμενα Ανδρεάδη (και τους συνεργάτες του) αλλά στην Εύα Γανίδου για την υποβλητική βραδιά Βιζυηνού που μου επιφύλαξαν…   

«Μόνο η συνεργατικότητα έχει μέλλον στην παρούσα φάση»

ΠτΘ: Εργάζεστε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» έχοντας αναλάβει το ένθετο του βιβλίου, που κυκλοφορεί κάθε Σάββατο. Το εγχείρημα της συνεργατικότητας στο χώρο του τύπου έχει μια κάποια προοπτική να «διασώσει» και τη δημοσιογραφία και την ανεξαρτησία-ύπαρξη του καλού βιβλίου;
Μ.Φ.:
Μόνο η συνεργατικότητα έχει μέλλον στην παρούσα φάση.  Το απαιτητικό βιβλίο είναι δεσπόζουσα προτεραιότητα του «Ανοιχτού Βιβλίου» που διευθύνω μαζί με μια εξαιρετική ομάδα πανεπιστημιακών, κριτικών, ποιητών και πεζογράφων που συσπειρώνονται γύρω από τις βιβλιοφιλικές σελίδες της «Εφημερίδας των Συντακτών». 

«Η γραφή είναι υλικό βραδείας καύσης»

ΠτΘ: Οι αναγνώστες και οι μελετητές του έργου σας, τα σκηνικά ανεβάσματα των θεατρικών σας συνεχώς πολλαπλασιάζονται. Σημαίνει κάτι αυτό για το δημιουργό τους;
Μ.Φ.:
Ικανοποίηση, διάχυση, συνομιλία. Η ανταπόκριση των βιβλίων μου σε βάθος χρόνου, εντός και εκτός Ελλάδος, είναι κάτι που επιβεβαιώνει ότι η γραφή είναι υλικό βραδείας καύσεως. 

 

Ελένη Παπαργυρίου, διδάκτορας φιλολογίας-κριτικός λογοτεχνίας

«Οξύνοντας την αισθητηριακή διάσταση της αφήγησης ο Φάις προτείνει ένα μετανεωτερικό μυθιστόρημα που πλησιάζει στη λογική του installation»*

                                                                             
 
Οι περισσότεροι το έχουν δει μόνο σε εφιάλτη: ότι χάνονται στη θάλασσα και το μόνο που μπορούν να διακρίνουν είναι τα αμίλητα νερά που κρύβουν τη γραμμή του ορίζοντα. Το μέλλον είναι η θάλασσα, και μέσα στον φόβο, παρελθόν δεν υπάρχει. Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του Ηλία Κοσίντα που κοσμεί το εξώφυλλο του καινούριου μυθιστορήματος του Μισέλ Φάις «Από το πουθενά» το κάτω μέρος καλύπτεται από μελανά νερά, που αντικατοπτρίζουν έναν εξίσου μελανό ουρανό. Η χρωματική παλέτα της φωτογραφίας είναι ευφάνταστα στοιχισμένη σε ένα υψηλό κοντράστ σκούρων και ανοιχτών τόνων, φωτός και σκοταδιού, μιας αντίθεσης που τείνει να γίνει αντιπαράθεση.
 
Στο μυθιστόρημα του Φάις μια ψυχαναλύτρια και ο ασθενής της συναντιούνται στο γραφείο της πρώτης. Οι συνεδρίες, που ξεκινούν όταν ο άντρας είναι τριανταοκτώ ετών και τελειώνουν όταν συμπληρώνει περίπου τα πενήντα, εισάγονται με πανομοιότυπο τρόπο, με την εκτενή περιγραφή του γραφείου και των προσώπων που εκφέρεται ως σκηνική οδηγία: οι αντικρυστές πολυθρόνες με τις ξύλινες γλυφές των μπράτσων, το κεραμιδί ριχτάρι, η γάτα που τριγυρίζει στο γραφείο, το ανοιγμένο χαρτομάντηλο που η γυναίκα σπεύδει να εξαφανίσει πριν εμφανιστεί ο άντρας. Ακολουθούν οι ειδικές συνθήκες της εκάστοτε συνεδρίας. Ωστόσο, δεν αναπαράγεται ο λόγος της ανάλυσης, ο συνειρμικός μονόλογος του αναλυόμενου που θα περίμενε κανείς να διακόπτεται από τις ερωτήσεις ή ενστάσεις της αναλύτριας, αλλά αυτό που ο Roman Jakobson ονομάζει μεταγλωσσικό στοιχείο της επικοινωνίας. Σχολιάζονται δηλαδή τόσο από τον αναλυόμενο όσο κι από την αναλύτρια ο ίδιος ο κώδικας της σχέσης τους, η καταναγκαστική της οικειότητα, οι διακυμάνσεις εξουσίας που έχουν ο ένας πάνω στον άλλο, η πολύπλοκη δυναμική των φύλων και της υποβόσκουσας επιθυμίας. Η ανταλλαγή πολλές φορές οδηγεί σε μια σημαίνουσα διακοπή. Συχνά ο άντρας προσπαθεί να καταλάβει τι κρύβεται πίσω από τις σιωπές της αναλύτριας ή προσπαθεί να καταλάβει τι κρύβεται εν γένει πίσω από τη σιωπή ως παύση σήμανσης του λόγου.
 
Την κάθε συνεδρία διαδέχονται μια σειρά από στιγμιότυπα που διαδραματίζονται σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Κι εδώ εκτίθεται, αναλογικά ως προς το προηγούμενο επίπεδο, το περιβάλλον της σκηνής, την οποία ακολουθούν, συνηθέστερα, η αντιπαράθεση ενός ζεύγους ανθρώπων ή, σπανιότερα, ένας μονόλογος που επίσης έχει διαλογική διάσταση, εφόσον εκφέρεται για να ακουστεί, αυτήν τη φορά, από τον εαυτό. Η αντιπαράθεση κάποιες φορές οδηγεί σε μια περίεργη αποδοχή των πραγμάτων ως έχουν ή αφήνεται εκκρεμής σε μια ερώτηση:
 
Σεντάι, Ιαπωνία, πρωί. Βγαίνουν από πολυκατάστημα μετά από ισχυρό σεισμό. Φοράνε καμπαρντίνες. Πυροσβέστες, αστυνομικοί, σειρήνες, άνθρωποι αποσβολωμένοι, κάποιοι τρέχουν άσκοπα. Αυτός που φοράει μπλε καμπαρντίνα χτυπάει μαλακά με τις παλάμες του τ’ αυτιά του, ενώ αυτός που φοράει μπεζ χτυπάει δυνατά τα πόδια του στο οδόστρωμα, μπορεί και το αντίστροφο.
Τελευταία, όλο και πιο συχνά, χάνω τις λέξεις μου.
Τις λέξεις, ποιες λέξεις;
Τις λέξεις που όλοι χρησιμοποιούμε.
Δεν χρησιμοποιούμε όλοι τις ίδιες λέξεις…
Κάποιες λέξεις είναι κοινές.
Αυτές χάνεις; (σ. 33-34)

 
Ένα πρόβλημα με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο αναγνώστης είναι πώς να συνδέσει το βασικό επίπεδο της ανάλυσης με αυτό των μεμονωμένων επεισοδίων. Οι ψυχαναλυτικές συνεδρίες μας γίνονται οικείες γιατί το σκηνικό τους επαναλαμβάνεται πανομοιότυπο. Επίσης, γιατί διαδραματίζονται στον προστατευμένο χώρο του γραφείου και αφορούν έναν περιορισμένης εμβέλειας μικρόκοσμο. Αντίθετα, τα υπόλοιπα επεισόδια λαμβάνουν χώρα κάθε φορά σε διαφορετική πόλη του κόσμου, χωρίς να εξαιρείται καμία ήπειρος: Μανίλα, Βαρσοβία, Νέο Δελχί, Βιέννη, Παρίσι, Λας Βέγκας κοκ. Πρόκειται για φωνές ανθρώπων χωρίς καμία εμφανή ιδιαιτερότητα, σχεδόν κλισαρισμένες, που υπό κανονικές συνθήκες χάνονται στη βουή του (παγκοσμιοποιημένου) πλήθους.
 
Η σύνδεση ανάμεσα στα δύο επίπεδα αφήγησης πραγματοποιείται κατοπτρικά. Ο άντρας καλείται να μιλήσει για το προσωπικό το αδιέξοδο. Αντίστοιχα, τα πρόσωπα στις τέσσερις γωνιές του κόσμου βιώνουν πάντα κάποιο είδος κρίσης. Είναι θύματα ακραίων φυσικών φαινομένων, περιθωριοποίησης, κοινωνικής απομόνωσης και πολιτικής βίας, που υπαγορεύονται από την παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική μετανεωτερικότητα: πρόσφυγες που καταφεύγουν στη Λέσβο (σ. 34), απολυμένοι μουσουλμάνοι στις Βρυξέλλες που ευαγγελίζονται τζιχάντ (σ. 27), επιζώντες από τρομοκρατικό χτύπημα σε συναγωγή στο Παρίσι (36). Τα πρόσωπα, ωστόσο, και εδώ δεν εστιάζουν στα γεγονότα, τον σεισμό, το τρομοκρατικό χτύπημα, αλλά στις ειδικές συνθήκες επικοινωνίας που προκύπτουν από αυτά:
 
Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη, απόγευμα. Ογδοντάχρονος με κόκκινο παπιγιόν και ασημένιο μπαστούνι. Ελαττωματικές λέξεις και εξουθενωμένα πράγματα. Αυτά μόνο. Αυτά μόνο, τρόπος του λέγειν. Κάποιες φορές, λικνιζόμενοι, μ’ ένα ποτό στο χέρι ή μ’ ένα περίστροφο, κατά περίπτωση, ονομάζουμε τις ελαττωματικές λέξεις συνείδηση και τα εξουθενωμένα πράγματα πραγματικότητα. Έτσι τσουλάει ο χρόνος. Τσουλάει, τρόπος του λέγειν, χρόνος, τρόπος του λέγειν (σ. 167).

Η μεταγλωσσική έμφαση είναι και σε αυτήν την περίπτωση εμφανής: τα πρόσωπα ενδιαφέρει ο κώδικας, πώς χρησιμοποιούνται οι λέξεις, αν όλοι εννοούμε το ίδιο πράγμα χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις, κι επίσης, πώς χάνονται οι λέξεις και πού πηγαίνουν. Τα πρόσωπα συχνά ερωτούν και η απάντηση πολλές φορές είναι η επανάληψη της ερώτησης με την πρόθεση να αμφισβητηθεί η εγκυρότητά της. 
 
Η κρίση του άντρα αντανακλάται, συνεπώς, στο παγκοσμιοποιημένο χάος και στις ατομικές φωνές που ανασύρονται από το πουθενά, στην αφηγηματική μάζα που μοιάζει να συσσωρεύεται στην υφήλιο: οι άνθρωποι μιλούν καθημερινά και συνέχεια, μιλούν και τα λόγια τους συγκεντρώνονται κάπου, σε ένα παγκόσμιο αφηγηματικό ασυνείδητο. Τα λόγια αυτά πρέπει να ακουστούν. Η πράξη της αφήγησης τα διασώζει ανασύροντάς τα από την αφάνεια, με την ίδιο τρόπο που εμφανίζει κανείς μια φωτογραφία στον σκοτεινό θάλαμο. Δεν είναι τυχαίο ότι η γάτα της αναλύτριας ονομάζεται Μέλανι, που, φυσικά, κατά έναν μόνο τόνο διαφέρει από τη λέξη μελάνι.
 
Το «Από το πουθενά» συμπυκνώνει στο σώμα του μοτίβα που ο Φάις επεξεργάστηκε εμμανώς στο σύνολο της πεζογραφικής του παραγωγής: την αυτοβιογραφία ως είδος υπό αέναη κατασκευή (βλ. «Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου», 1994), την επίμονη παράθεση σπαραγμάτων αλλότριου λόγου, όπως στο λεύκωμα «Η πόλη στα γόνατα» (2002) και, τέλος, την ερωτογραφία της μνήμης στα «Κτερίσματα» (2012). Ειδικά στο τελευταίο, ο ήρωας διεισδύει στο παρελθόν του προκειμένου να ανιχνεύσει τραύματα που σχετίζονται με την προβληματική σχέση των γονιών του, γεγονός που λανθάνει στο «Από το πουθενά» στη σχέση του άντρα με την αναλύτριά του.
 
Ωστόσο, στην κριτική αποτίμηση του μυθιστορήματος βαραίνουν περισσότερο μια σειρά υπερβάσεις. Η διαλογική του συγκρότηση του προσδίδει ένα είδος δραματικής οικονομίας, που αφομοιώνει δημιουργικά την θεατρική παραγωγή του Φάις. Στο πρόσφατο «Το παγκάκι του κανένα» (2014) η ανοικειωτική χρήση του λόγου φέρνει τους δύο άντρες που εμφανίζονται επί σκηνής σε υπαρξιακές αντιπαραθέσεις. Παρατηρούν ο ένας τον άλλο ανηλεώς, αμφισβητούν την εγκυρότητα του γλωσσικού κώδικα και τελικά της δικής τους αυθυπαρξίας. Αυτό σε ένα βαθμό συμβαίνει και στο «Από το πουθενά». Όμως, μεταφερμένη στο μυθιστορηματικό είδος, η δραματική οικονομία το παρασύρει έξω από τα όρια της κειμενικότητας. Η επικοινωνιακή πράξη του δίπολου γραφή-ανάγνωση μετουσιώνεται σε ομιλία-ακοή. Τα πρόσωπα μιλούν για να τα ακούσουμε. Καλούμαστε να διαβάσουμε δυνατά τις αφηγήσεις τους. Ταυτόχρονη είναι και η οπτική έμφαση: «Άμα δεις κάποιον να έρχεται από τον τεφρό ουρανό, την τεφρή θάλασσα, την τεφρή γη, εγώ είμαι, εγώ είμαι αυτός με την τεφρή καρδιά και το τεφρό χαμόγελο (σ. 191)». Ο χώρος της ανάγνωσης μετατρέπεται σε μια κυρίως αισθητηριακή εμπειρία. Κορυφώνεται έτσι, με αυτό το υβριδικό βιβλίο, η πειραματική διάθεση του συγγραφέα με το μυθιστορηματικό είδος.
 
Οξύνοντας την αισθητηριακή διάσταση της αφήγησης ο Φάις προτείνει ένα μετανεωτερικό μυθιστόρημα που πλησιάζει στη λογική του installation: η ανάγνωση είναι μια περιδιάβαση σε έναν χώρο όπου ο επισκέπτης/αναγνώστης βάλλεται από εμπειρίες. Ακούμε και βλέπουμε τις ιστορίες των ανθρώπων πλαισιωμένες, θα έλεγε κανείς, σε μια οθόνη βίντεο. Ο Φάις παίζει διαρκώς με τις κλίμακες: η κάμερα στέκεται περισσότερο στα πλάνα της ανάλυσης, στη συνέχεια εξακοντίζεται στο διάστημα για να κάνει κατόπιν ζουμ σε ένα σημείο της υφηλίου. Η πολυμεσική σκευή του μυθιστορήματος το φέρνει στην αιχμή της τεχνολογικής μετανεωτερικότητας: όπως περίπου μπορεί κανείς μεγενθύνει τόσο τον χάρτη της google ώστε να δει το περίγραμμα ενός σπιτιού και τα δέντρα ενός κήπου, έτσι η αφηγηματική εστίαση, σε μια ηθελημένα παραμορφωτική διόγκωση του παντογνώστη αφηγητή, ζουμάρει πάνω σε μια φωνή, έναν άνθρωπο, ένα σημείο του παγκοσμιοποιημένου χώρου. 
 
Αν η εστίαση στην ιδιωτικότητα του άλλου φέρει συνήθως το στίγμα της πανοπτικής παρακολούθησης, εδώ παρόλα αυτά πρόκειται για μια βαθύτατα ανθρώπινη συμμετοχή στην αγωνία του. Η συμμετοχή, μοιάζει να λέει ο Φάις, είναι πολιτική στάση. Το τέλος αφήνει να μπει μια ακτίνα φωτός στον σκοτεινό θάλαμο του παγκοσμιοποιημένου ασυνείδητου. Η καταληκτική συνεδρία επιφυλάσσει στον αναγνώστη μια ανατροπή. Η επαναλαμβανόμενη φόρμα σπάζει, για να αναδυθεί, μετά τον ζόφο της ατελούς σήμανσης της γλώσσας, η παιγνιώδης διάσταση των πραγμάτων. Ο άντρας και η γυναίκα ψάχνουν ένα μαγαζί παιχνιδιών. Ένας μπάρμπαν βγάζει ένα περίστροφο, που όμως είναι σοκολατένιο και τρώγεται. Οι παιγνιώδεις παραλλαγές σήμανσης της γλώσσας, το όπλο που δεν σκοτώνει, η αναζήτηση όχι ως αδιέξοδο αλλά ως παίγνιο, αναδιαρθρώνουν τον κόσμο, δίνουν νέες δυνατότητες επικοινωνίας, αποκαθιστούν την επαφή. Το παιχνίδι προσφέρεται ως απάντηση στην κρίση της μετανεωτερικότητας.
 
*Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό “ The Books' Journal”, τεύχ.62, Ιανουάριος 2016 με τίτλο «Δύο αντικρυστές πολυθρόνες».

 

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.