Συναρπαστικος καφκικος λαβυρινθος

Της Γεωργίας Τάτση*

Η ανάγνωση της «Ερευνήτριας» αρχίζει από το εξώφυλλο. Το κτίριο με τα τέσσερα ανοίγματα: Το σκοτεινό, τα δύο φωτεινά, το τελευταίο- μισό και ημιφωτισμένο. Η φωτογραφία λοιπόν του εξωφύλλου θα μπορούσε να είναι το σπίτι μας (φωλιά και φυλακή), ο κόσμος μας, ο σκοτεινός μας εαυτός με τα φωτεινά του ανοίγματα ( ή, μήπως, «Το Κτίσμα»;).

Στη μέση ακριβώς ο καφκικός τίτλος: Η ΕΡΕΥΝΗΤΡΙΑ (Η «Μεταμόρφωση, «Η Δίκη», «Το Κτίσμα», «Ο Πύργος»). Θα μπορούσε, ίσως, ο τίτλος να  έρχεται από την «Σωφρονιστική αποικία», να είναι ο θηλυκός ταξιδιώτης (αναφέρεται και ως ερευνητής) που αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου. Θα μπορούσε ακόμη να έρχεται από την ταινία «Ο Ένοικος» του Ρομάν Πολάνσκι («ο Πολωνοεβραίος που διέσχισε σαν αγρίμι τους δύο ολοκληρωτισμούς του προηγούμενου αιώνα», σελ.204). Ενώ στο οπισθόφυλλο, βλέπουμε  τα πόδια της Ερευνήτριας με τατού στο αριστερό αστράγαλο αντεστραμμένο το επίθετο του Kafka.

Η  «Ερευνήτρια», κατά την ανάγνωσή μου, είναι το θηλυκό ισοδύναμο του «Ενοίκου. Όπως ο ένοικος της ταινίας βυθίζεται σε έναν κόσμο μυστηρίου και ζώντας την παραίσθησή του, συμπεριφέρεται, μεταμορφώνεται και γίνεται η Σιμόν Σουλ, η προηγούμενη ένοικος του διαμερίσματος, έτσι και η Ερευνήτρια βυθίζεται συνεχώς στο χαρακτήρα που θα ήθελε να είναι, στην ηρωϊδα του Κάφκα που ποτέ δεν υπήρξε.

Στέκομαι στην αρχή του βιβλίου, στην αφιέρωση: «Στον πατέρα μου Αλβέρτο και στη μητέρα μου Αθηνά-στη μνήμη τους». Μέσω αυτής ο συγγραφέας δηλώνει την εβραϊκότητά του, αλλά, κυρίως, το κληρονομημένο τραύμα του ολοκαυτώματος.

Οι διευκρινίσεις: Σχετικά με το ημερολόγιο, το σημειωματάριο, τις επιστολές, δεν αποτελούν παρά τους χώρους και τη σκηνογραφία μέσα στην οποία θα κινηθεί εμμονικά, κυκλικά και αδιέξοδα η Ερευνήτρια και, όπως διευκρινίζει ο συγγραφέας, ο αναγνώστης μπορεί και  αγνοήσει αυτόν τον αναγνωστικό κανόνα.

Ένα βιβλίο για τον Κάφκα λοιπόν με τον τρόπο του Κάφκα. Ένας λαβύρινθος με καθρέφτες, χτισμένος με την ημιτελή και αποσπασματική γραφή Κάφκα: ημερολόγιο, σημειωματάριο, επιστολές ―όλα απολύτως γεωμετρημένα.

1. Ημερολόγιο. Φέρει πάντα, αντεστραμμένα, την ημερομηνία και χρονολογία θανάτου και γέννησης του Κάφκα. Εδώ η Ερευνήτρια μιλά πρωτοπρόσωπα, με τη φωνή, τη θερμοκρασία και το βλέμμα του Κάφκα στραμμένο προς τον πατέρα, τη μητέρα, τις αδελφές, τους φίλους, τις γυναίκες της ζωής του, τους ήρωες των βιβλίων του, τη γραφή του. Κάποιες φορές μιλά μόνο με το δικό της βλέμμα ―κι εδώ εντάσσονται οι πιντερικοί υφής διαλογικοί αυτοσχεδιασμοί του Φάις, στους οποίους η Ερευνήτρια συνομιλεί με ηρωίδες των βιβλίων του και όχι μόνο με τους ήρωές του, αφού συχνά υποστασιοποιεί πράγματα, συνομιλεί και με τα πράγματα-ήρωες των βιβλίων του όπως λ.χ. τη Σβάρνα, το φοβερό μηχάνημα βασανισμού της «Σωφρονιστικής αποικίας» (σελ.143 – 156). Διερευνά και ανατέμνει, επίσης, τα καφκικά στοιχεία στους επιγόνους του Κάφκα: Μπέκετ, Πίντερ, Χάντκε αλλά και τα πρόδρομα μπεκετικά, πιντερικά, χαντκικά στοιχεία στον Κάφκα, για να επανέλθει στο βλέμμα του Κάφκα προς την οικογένειά του και να κλείσει έτσι αυτόν τον κύκλο. Τελικά τα δύο βλέμματα, της Ερευνήτριας και του Κάφκα, θα σταθούν το ένα απέναντι στο άλλο και θα συνομιλήσουν. Εκείνη έχει γίνει τόσο Κάφκα που όταν ο Κάφκα τη ρωτάει, αυτή απαντάει καφκικότερα του Κάφκα. Ό,τι και να την ρωτάει, απαντάει με την τελευταία, ημιτελή φράση από το «Κτίσμα»: «Αλλά όλα παρέμειναν απαράλλαχτα». Και τότε, η βιογραφία του Κάφκα γίνεται αυτοβιογραφία του Φάις. Εδώ ο συγγραφέας ανακαλεί το εύρημα της αυτοπροσωπογραφίας ενός άλλου. Αφηγηματικό κάτοπτρο που είχε αξιοποιήσει τόσο περίτεχνα για τον Τζούλιο Καΐμη («Το μέλι και η στάχτη του Θεού», Πατάκης, 2002) και για τον Γ.Μ. Βιζυηνό («Ελληνική αϋπνία», Πατάκης, 2004). Τέλος, ακολουθεί η μοναδική επιστολή που δεν έχει την προσφώνηση  Κύριε Κ., όπως όλες όσες μέχρι τώρα διαβάσαμε, αλλά την προσφώνηση Lieber Anschel, Lieber Franz. Μέσα από το προσωπείο της Ερευνήτριας ο συγγραφέας μας λέει: Η ερευνήτρια είμαι εγώ. Απευθύνεται κατά πρόσωπο στον Κάφκα για να του εκμυστηρευτεί πως θεωρεί τον εαυτό του παιδί της δικής του γραφής και ως άλλη Ντόρα, που αφήνει το ματσάκι με τα λουλούδια στο ξέπνοο στήθος του το 1924, ο Φάις-Ερευνήτρια, 96 χρόνια μετά το θάνατό του Τσεχοεβραίου (ως εκ των υστέρων κτέρισμα στην απουσία του, ως λιθαράκι στο μνήμα του στην Πράγα) αφήνει το Back to Black της Έιμυ Γουαϊνχάουζ  καθώς και την ημιτελή φράση («θα το διαγράψω» ― δεν που δεν είναι παρά προσομοίωση στην ημιτελή φράση από το «Κτίσμα».

2. Σημειωματάριο. Η Ερευνήτρια μιλάει σε δεύτερο πρόσωπο και το βλέμμα της δεν είναι παρά το βλέμμα του Κάφκα που κοιτάζει τον εαυτό του.  Ευρηματικός ο τρόπος που ο Φάις μας συστήνει τους συγγραφείς και το έργο τους που επηρέασαν τον Κάφκα. Η Ερευνήτρια θέλει να σκοτώσει έναν άντρα και τελικά βρίσκεται μπροστά σε τρεις που δεν είναι παρά τα τρία πρόσωπα, οι τρεις εαυτοί του Κάφκα. Ο καθένας διαβάζει απόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέα που τον επηρέασε περισσότερο. Ο πρώτος (ο Κάφκα νέος) απόσπασμα από το «Ασθένεια προς θάνατον» του Σαίρεν Κίρκεγκορ, ο δεύτερος (μεγαλύτερος Κάφκα) απόσπασμα από τον «Μίχαελ Κόλχαας» του Χάινριχ  φον Κλάιστ και ο τρίτος (ο Κάφκα κοντά στα 40) απόσπασμα από την «Αισθηματική αγωγή» του Φλομπέρ. Εδώ ο Φάις μας δίνει τα κλειδιά της βαθύτερης κατανόησης του έργου του και μας οδηγεί από το ένα δωμάτιο του λαβυρίνθου στο άλλο.  Αυτή είναι η νουάρ νότα του βιβλία, φυσικά ένα υπαρξιακό, ενδοσκοπικό νουάρ.

3. Επιστολές: Η φωνή και το βλέμμα της Ερευνήτριας είναι η φωνή και το βλέμμα του παντεπόπτη αφηγητή. Εδώ η Ερευνήτρια μιλάει δοκιμιακά, εμπλέκεται στην περιπέτεια της ανάγνωσης, προσπαθεί να ξεδιαλύνει νήματα από το κουβάρι των ερμηνειών και μεταερμηνειών του Κάφκα, από τον δαίδαλο της καφκολογίας.  Η προσφώνηση στην επιστολογραφία της αρχίζει πάντα «Κύριε Κ» ως την τελευταία επιστολή (σελ 223) που αλλάζει.

Το ένα υλικό μπαίνει μέσα στο άλλο, το ένα υλικό αναδύεται από το άλλο για να χτίσουν ένα συναρπαστικό βιβλίο, ιδιοφυές στη σύλληψη και στην υλοποίησή του. Ο αναγνώστης αισθάνεται την Ερευνήτρια να σκάβει στα σκοτεινά σαν το πανικόβλητο ζώο στο «Κτίσμα», ν’ ανοίγει λαβυρίνθους, να στέκεται, να αφουγκράζεται φόβους, επιθέσεις ―εσωτερικές και εξωτερικές. Ένα τεράστιο αφτί, καθώς βλέπει με το αφτί, μιλάει με το αφτί, σκέφτεται με το αυτί, φτάνοντας τη γλώσσα στα όριά της προσπαθώντας να μιλήσει για τη φωνή, αλλά κυρίως για τη σιωπή μιας πάσχουσας συνείδησης, η γραφή υποκαθιστά το ατομικό σε συλλογικό, το σκοτεινό σε φάρσα. Ο Φάις, ενώ μοιάζει να μιλάει, μέσω του Κάφκα, για τον εαυτό του, μιλάει, τελικά, για το τραύμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το σπαραχτικό ουρλιαχτό του «Ενοίκου» στο τέλος της ταινίας του Πολάνσκι,  γίνεται εδώ το αργό, πένθιμο, παθιασμένο «Back to Black» της Έιμυ Γουαϊνχάουζ και το βιβλίο του Φάις γίνεται αυτό που ο Κάφκα πίστευε πως πρέπει να είναι ένα βιβλίο: «το τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας».

Διαβάστε περισσότερα για το βιβλίο ΕΔΩ.

 

*Η Γεωργία Τάτση είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο της είναι το μυθιστόρημα «Γάμπαρη Αμβρακικού» (Γαβριηλίδης, 2019).

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.