Στο λοφο του Χριστου, στο Ορφανοτροφειο της Πριγκηπου

Τι χαμπέρια από την Πόλη

Το δελτίο προέβλεπε ότι η μέρα θα ήταν ζεστή, πολύ ζεστή. Το ραντεβού όμως στην κορυφή του λόφου του Χριστού της Πριγκήπου είχε κλειστεί. Πήραμε το βαπόρι νωρίς το πρωί. Είπαμε να φτάσουμε πριν ανέβει ψηλά ο ήλιος. Είναι και Σάββατο κι οι τουρίστες λες και κάνουν απόβαση στα νησιά, γεμίζουν τα βαπόρια, κατακλύζουν τα σοκάκια.

Από νωρίς το θερμόμετρο και η υγρασία στο κόκκινο έκαναν τη Θάλασσα του Μαρμαρά να αχνίζει. Θολούρα κάλυπτε την ακτή από το Φαναράκι μέχρι το Παντίχι στην ασιατική ακτή της Πόλης. Μόνο οι ουρανοξύστες ξεχώριζαν στο βάθος. Ακόμα και τα μεγάλα βαπόρια που περιμένουν λίγο πριν από την είσοδο των στενών του Βοσπόρου έμοιαζε να μην επιπλέουν στο νερό αλλά να ίπτανται μέσα σε ένα σύννεφο που κατέβηκε χαμηλά, κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας. Το βαπόρι της γραμμής γεμάτο έπιασε με τη σειρά σε όλα τα νησιά. Πρώτη, Αντιγόνη, Χάλκη και τέλος Πρίγκηπο. Σε κάθε σκάλα κατέβαινε κι ανέβαινε κόσμος. Σ’ αυτήν την πόλη λες κι οι άνθρωποι ποτέ δε σταματούν να μετακινούνται. Λεωφορεία και τραμ, μετρό και βαπόρια, όλα πάντα γεμάτα, πλημμυρισμένα από κόσμο που πάει κι έρχεται.

Στα νησιά τα γραφικά παϊτόνια δεν υπάρχουν πια. Όσο όμορφα κι αν ήταν, όσο κι αν δημιουργούσαν εικόνες μιας άλλης εποχής, λίγο νοσταλγικές, λίγο ρομαντικές, ήταν αιτία βρωμιάς και δυσοσμίας. Τα ηλεκτρικά οχήματα ιδιωτών και του δήμου έχουν αναλάβει τη μεταφορά ντόπιων και επισκεπτών. Η φίλη από το νησί, βέρα Πριγκηπιανή, μας περίμενε κι είχε κανονίσει τη μετακίνησή μας. Το μικρό ηλεκτρικό μας όχημα πήρε την ανηφόρα προς τον προορισμό μας. Μια στάση στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα κι αμέσως μετά μπροστά στη σιδερένια πόρτα του τεράστιου ξύλινου κτιρίου που μένει κλειστό εδώ και 58 χρόνια. Το Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου έστεκε μπροστά μας σιωπηλό και λαβωμένο.

Σοκ και δέος, αυτές οι δύο μικρές λέξεις μπορούν να περιγράψουν αυτό που νιώθει κανείς αντικρίζοντάς το. Περάσαμε τη σιδερένια πόρτα και βρεθήκαμε στη σκιά του. Λαβωμένο αγκομαχά. Λες και παλεύει να κρατηθεί όρθιο, λες και μια ψυχή, που φιλοξένησε χιλιάδες παιδικές ψυχές βγαίνει αργά και βασανιστικά από το πληγωμένο του σώμα.

Αυτό που χτίστηκε για να δεχθεί επισκέπτες από την άλλη άκρη της Ευρώπης, που σχεδιάστηκε να παρέχει άνεση, φιλοξενία, διασκέδαση, χαλαρότητα, πολυτελείς υπηρεσίες σε υψηλούς ταξιδιώτες που θα έφταναν στην Κωνσταντινούπολη του τέλους του 19ου αιώνα με το θρυλικό Orian Express, στέκει τώρα ανήμπορο να εξιστορήσει όσα είδε κι όσα έζησε. Άραγε πόσα θα μπορούσε να πει για τον Abdülhamid τον Β΄, που δεν έδωσε ποτέ την άδεια για τη λειτουργία του υπερπολυτελούς ξενοδοχείου, για την Ελένη Ζαρίφη, τη σύζυγο του μεγάλου τραπεζίτη και ευεργέτη, που το αγόρασε και το δώρισε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, για τα ορφανά που βρήκαν μια στέγη την εποχή του πολέμου, για τους στρατιώτες της σχολής του Kuleli και τους Ρώσσους πρόσφυγες του πρώτου μεγάλου πολέμου, που έφτασαν να καίνε τα ξύλινα πατώματά του για να ζεσταθούν, για τα παιδιά που ξαναγύρισαν λαβωμένες ψυχές κι αυτά από το νέο μέτωπο του πολέμου. Για το πιάνο στη σάλα και τα εργαστήρια στο ισόγειο, για τη μαγευτική θέα από την κορυφή του λόφου.

Όση ώρα και να μείνεις εκεί ψηλά στο λόφο του Χριστού δε φτάνει για περιεργαστείς το κάθε σημείο του κτιρίου αυτού. Να δεις και να μετρήσεις τα παράθυρά του, τα μπαλκόνια και τις καμινάδες, τα σκαλιά και τις εισόδους, τους ορόφους και τα γείσα των σκεπών. Να φανταστείς τα δωμάτια και τους διαδρόμους, τα σαλόνια και τις κουζίνες. Να αφουγκραστείς τις φωνές των παιδιών που τρέχουν από δωμάτιο σε δωμάτιο, τα τραγούδια και το κλάμα τους, την καλημέρα τους όταν ο ήλιος πρόβαλε πίσω από τις ακτές της Τούζλας και την καληνύχτα τους όταν έφευγε πίσω από τη Χάλκη.

Σαν να βλέπει κανείς έναν πληγωμένο γίγαντα, έναν γίγαντα που το σώμα του κακοφορμίζει από τις πληγές και χάνει κομμάτι κομμάτι τις σάρκες του. Τόσο το μεγάλο, κεντρικό κτίριο όσο και το μικρότερο που στέγαζε κάποτε το σχολείο, στο οποίο φοιτούσαν τα ορφανά παιδιά.

Αδυσώπητος ο χρόνος μα πιότερο σκληροί οι άνθρωποι, που το κράτησαν μακριά από τον νόμιμο ιδιοκτήτη του για δεκαετίες, που το άφησαν στη μοίρα του, να μάχεται με τα στοιχεία της φύσης.

Τώρα έναν αγώνα δρόμου, αντοχής αλλά και ταχύτητας, έναν δύσκολο και άνισο αγώνα, πρέπει να δώσουν όσοι έχουν αναλάβει την ευθύνη του δεύτερου μεγαλύτερου ξύλινου οικοδομήματος στον κόσμο. Η αναγνώριση κι η αποδοχή των νόμιμων ιδιοκτητών από τις τουρκιές αρχές το 2012, ήταν η απόφαση που έδωσε και νομική υπόσταση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο καθώς του απέδιδε και πάλι το tapu, τον τίτλο ιδιοκτησίας, στο όνομά του.

Οι επιλογές δύσκολες και οι αποφάσεις δυσκολότερες. Ο χρόνος δυστυχώς δεν είναι σύμμαχος και η κατάσταση του Ορφανοτροφείου φτάνει στο μη περαιτέρω. Δυστυχώς…

Φύγαμε από το νησί κι ο ήλιος είχε πάρει πια την καθοδική του πορεία. Την καλύτερη ώρα για να αντικρύσει κανείς την ιστορική χερσόνησο. Οι τρούλοι να λάμπουν κι η θάλασσα να βάφεται ασημένια.

*Η Μαρία Δήμου γεννήθηκε στην Κομοτηνή και είναι δασκάλα. Έχει υπηρετήσει σε δημόσια και μειονοτικά σχολεία στη Θράκη και στην Κωνσταντινούπολη. Έχει γράψει το βιβλίο «Η Πόλη όπως την κράτησα μέσα μου» εκδ. Επίκεντρο και με τον Συμεών Σολταρίδη το «Παλαιομουσουλμάνοι και Κεμαλικοί στη Δυτική Θράκη» που κυκλοφορεί σε ηλεκτρονική μορφή από τις εκδόσεις Bookoo. Επίσης συμμετείχε με κείμενό της στο συλλογικό τόμο «Aşrı Memleket» του εκδ. οίκου İletişim. Τα τελευταία χρόνια μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα στην Πόλη και την Κομοτηνή.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.