Σπυρος Κιοσσες, φιλολογος, ΕΔΙΠ του ΤΕΦ-ΔΠΘ «Απο τα σημαντικοτερα επιτευγματα του συγγραφεα στις “Πλωτες γυναικες”, o ιδιοτυπος συγκερασμος ιστορικου μυθιστορηματος, οικογενειακης σαγκα και ψυχογραφιας»

Αρχές του 20ου αιώνα. Έλληνες επιχειρηματίες στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και κυρίως στην Καβάλα, εμπορεύονται πολύτιμα αγαθά, όπως μετάξι και καπνό, συνάπτουν συμφωνίες με οίκους του εξωτερικού, συνεργάζονται και διαλύουν συνεργασίες, πλουτίζουν και χρεοκοπούν, διαμορφώνουν την οικονομική και πολιτική ιστορία του Ελληνισμού, αλλά και διαμορφώνονται από αυτήν. Οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες του Αξιώτη στο έργο του «Πλωτές γυναίκες» (Κέδρος 20021, Κάπα εκδοτική 20172) διαγράφουν την πορεία τους υπό το φως (ή μάλλον εν τω σκότει) ευρύτερων εδαφικών αντεκδικήσεων, εθνικής, ταξικής και ιδεολογικής αντιπαλότητας, διωγμών, πολέμων, πολιτικής έριδας, διχασμού, ποικίλων αναταραχών και ανακατατάξεων, που σημάδευσαν την ιστορία της Ελλάδας και της Ευρώπης τον 20ο αιώνα.  
 
Το έργο του Αξιώτη θα μπορούσε κατά μία έννοια να χαρακτηριστεί ιστορικό, καθώς τόσο τα γεγονότα που αναφέρονται όσο και πολλοί από τους χαρακτήρες αντλούνται από την ιστορική πραγματικότητα. Δεν φαίνεται, ωστόσο, να είναι αυτή η πρόθεσή του. Ενώ η αποτύπωση των γεγονότων είναι απολύτως πιστή στις λεπτομέρειές τους, και πειστική στις απαραίτητες συμπληρώσεις των λεπτομερειών αυτών από τη δημιουργική φαντασία του συγγραφέα, σε κανένα σημείο η Ιστορία δεν περνά στο αφηγηματικό προσκήνιο. Για τον λόγο αυτό λείπουν από το έργο μακροσκοπικά ή εξωδιηγητικά σχόλια και εκτιμήσεις, παρά το ότι η υπόθεση εκτυλίσσεται σε έναν χωροχρόνο όπου συνέβησαν όλα τα καταιγιστικά γεγονότα που σημάδεψαν τις τύχες του ελληνισμού, εντός και εκτός των συνόρων της χώρας, υπό διαμόρφωση και αυτών, όπως οι ήρωες του Αξιώτη. Τα ιστορικά γεγονότα προσφέρουν μάλλον το απαραίτητο σκηνικό υπόβαθρο της δράσης, χωρίς όμως να αποτελούν απλό πρόσχημα. Κι αυτό γιατί παρουσιάζονται, με τρόπο δεξιοτεχνικό, ως βίωμα. Η Ιστορία έτσι υποστασιοποιείται, αποκτά λειτουργικό ρόλο στην πλοκή, καθίσταται σε δρώσα δύναμη, μέσα από το πρίσμα των μυθοπλαστικών υποκειμένων, με την εκάστοτε οξυδέρκεια του βλέμματος ή, συνήθως, με την παραμορφωτική διάθλαση της προοπτικής τους. Κατά συνέπεια, η υποχώρηση της συμβατικής ιστορικής καταγραφής, στην ευκολία της οποίας εξοκέλλουν αρκετά σύγχρονα «ιστορικά μυθιστορήματα», και ταυτόχρονα η ανάδειξη του ρόλου του ιστορικού υποβάθρου για τη ζύμωση των προσωπικών ιστοριών και της ψυχοσύνθεσης των ηρώων, αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του συγγραφέα στο συγκεκριμένο έργο, έναν ιδιότυπο συγκερασμό ιστορικού μυθιστορήματος, οικογενειακής σάγκα και ψυχογραφίας. Στο έργο αυτό ο αναγνώστης εμπλέκεται με τις μικρο-ιστορίες των μελών μιας οικογένειας, που ξεκινά από την Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 20ου αιώνα και καταλήγει στην Καβάλα, στα τέλη του ίδιου αιώνα. Εμπλέκεται όμως ταυτόχρονα και με την ιστορία του θεσμικού και κοινωνικού προσδιορισμού των μελών της οικογένειάς αυτής, με τους οικονομικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες να ορίζουν όχι μόνο την κοινωνική της θέση, αλλά και την υποκειμενική ιδιοσυγκρασία των μελών της.
 
Μέσα από το αφηγηματικό καλειδοσκόπιο του Αξιώτη ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, αλλά και μια πόλη, η πόλη της Καβάλας, μια πόλη στη λογοτεχνία, μια πόλη λογοτεχνική, από πολλές απόψεις. Στις σελίδες του βιβλίου του Αξιώτη ξεπετάγονται με απίστευτη ενάργεια δρόμοι της Καβάλας, κτήρια, φυσικό και αστικό τοπίο και ταυτόχρονα όλη η πνευματική και πολιτισμική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η πολιτική, κοινωνική και κοσμική ζωή του τόπου. Κάποια από τα πολιτικά και πολιτισμικά διακείμενα αναφέρονται ρητά και κάποια υπόρρητα: από τον Βενιζέλο, τον Παύλο, τη Φρειδερίκη και τον Κωνσταντίνο μέχρι την Κοτοπούλη, τον Αττίκ, τον Τσιτσάνη και την Ελβίρα Κάκκη. Από το καπνικό ζήτημα μέχρι τη «νύχτα των κρυστάλλων και τo «αντικίνημα» του ’67. Κι από τον Γκαίτε, μέχρι τον Φουκώ, τον Χειμωνά και τον Χριστιανόπουλο, για να αναφέρουμε λίγες μόνο πλευρές του διακειμενικού πλέγματος που συνθέτει ο Αξιώτης. 
 
Οι χαρακτήρες του Αξιώτη διαμορφώνονται και εξελίσσονται μέσα στο παραπάνω πλέγμα διαπροσωπικών σχέσεων και περιρρέουσας ατμόσφαιρας, καθώς βεβαίως και των επιθυμιών που τους ταλανίζουν. Η εμμονή του (φαινόμενου ως κεντρικού) ήρωα καπνέμπορα Κωνσταντίνου Δούκα για την κοινωνική ανέλιξη και την οικονομική άνθηση καθορίζουν τις επιλογές του στις κοινωνικές συναναστροφές, στις οικονομικές συναλλαγές, στις ερωτικές του σχέσεις, στις σχέσεις του με την οικογένειά του. Η ίδια όμως εμμονή εμποτίζει την ψυχή του ήρωα, όπως ο καπνός: επιφέρει διαβρωτικές συνέπειες για τον χαρακτήρα του, προσβάλλει τα κύτταρα της εσώτερης ύπαρξής του, αλλοιώνει την αίσθηση που έχει για τον εαυτό και τους γύρω του, τον δηλητηριάζει οδηγώντας τον μέρα με τη μέρα σε έναν αργό εσωτερικό θάνατο. Και αφήνει, τέλος, μιαν επίγευση πίκρας στο στόμα, όταν όλα έχουν καεί στον βωμό του κέρδους και της ματαιοδοξίας, κι έχουν διαλυθεί στον αέρα της ιστορίας, όπως ακριβώς ο καπνός. Και μαζί με τα σύννεφα καπνού διαλύεται η ύπαρξή του. Το τέλος του ήρωα είναι άκρως ειρωνικό και συμβολικό: αυτός που διψούσε σε όλη του τη ζωή για τη διάκριση οδηγείται τελικά στον αφανισμό και την πολτοποίηση σε μια άμορφη μάζα. Όλη η ζωή του Κωνσταντίνου Δούκα χαρακτηρίζεται ίσως από ειρωνεία, η οποία σχετίζεται με τη μεταιχμιακή υπόστασή του: ο ήρωας ισορροπεί, ή τουλάχιστον προσπαθεί να ισορροπήσει, ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, την εικόνα και την ουσία, το όνομα και το πράγμα, το εξευγενισμένο προπέτασμα της καλλιέργειας και τα μύχια, τα σκοτεινά πάθη και τις επιθυμίες του. Ανάμεσα στον διάχυτο ερωτισμό του κυνηγού των γυναικών, αλλά και της ομοερωτικής του επιθυμίας. Ανάμεσα στη λατρεία του γυναικείου φύλου και τον μισογυνισμό του. Παγιδευμένος σε αυτή την προσπάθεια συνδυασμού ασυνδύαστων στην ουσία τους στοιχείων οδηγείται τελικά στην εμμονή και στη μανία. Κατάληξη ίσως αναπόφευκτη για όποιον αποτολμά την κατά μέτωπον σύγκρουση με τη φύση και την κοινωνία. Αναπόφευκτη όσο και τραγική, με τη διττή σημασία του όρου, καθώς ο Κωνσταντίνος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια σύγχρονη μορφή ήρωα αρχαιοελληνικής τραγωδίας, που αποπειράται να μεταβάλει τη μοίρα του και να επιβληθεί σε αυτήν.
 
 Μια από τις υποδόριες έννοιες που συνέχουν την αφήγηση του Αξιώτη είναι αυτός του ονόματος, της συνειδητής ονοματοθεσίας ως ιδεολογικής, πολιτισμικής και συναισθηματικής διαδικασίας: ο συγγραφέας κατανοεί τη μοναδική συμβολική αξία των ονομάτων, που σημαίνουν όχι μόνο σε γλωσσικό, αλλά κυρίως σε κοινωνικό, πολιτισμικό και ψυχολογικό επίπεδο. Ο ήρωας λ.χ. αλλάζει το επώνυμό του από Διασούρης σε Δούκας, ώστε να προσδώσει στον εαυτό του την αχλύ μιας αριστοκρατικής καταγωγής. Τα ονόματα όμως δεν διασφαλίζουν μόνο τη σύνδεση, υπαρκτή ή κατασκευασμένη, με το παρελθόν. Κυρίως διαθέτουν μια συγκεκριμένη αξιακή φόρτιση στο κοινωνικό και ιδεολογικό παρόν, ενώ επίσης προδιαθέτουν για το μέλλον των φορέων τους – εάν δεν το προδιαγράφουν. Έτσι, η σύζυγος του ήρωα, η Τουρκάλα Λαλέ, βαφτίζεται Ευδοκία, γεγονός που εξασφαλίζει την ομαλή κοινωνική ένταξη του ζεύγους στους επιχειρηματικούς κύκλους της Αλεξάνδρειας, ενώ σε μια από τις πιο έντονες αφηγηματικά σκηνές του έργου, ο Κωνσταντίνος διεκδικεί και πραγματώνει ο ίδιος την εξουσία της ονοματοθεσίας, βαφτίζοντας κατά έναν ιδιότυπο τελετουργικό «αεροβάπτισης» τη γυναίκα του «Πλουσία», τη στιγμή της άφιξής τους στην Καβάλα:
 
«Εδώ θα σε κάνω βασίλισσα, της ψιθύρισε. Πλουσία. Την έσφιξε, να τη λιώσει. Τη σήκωση ψηλά και στροβιλίστηκε μαζί της τρελά. Της υποσχόταν πάλι και πάλι, παραλογισμένα. Ξαφνικά, λες και χτυπήθηκε από κεραυνό ή πνεύμα, σταμάτησε. Έστρεψε προς την ανατολή και, με όση επισημότητα του επέτρεπε η ασθμαίνουσα ανάσα του, ανήγγειλε την έναρξη της βάπτισης. Επικαλέσθηκε την ευλογία του Θεού και του Αυτοκράτορα. Το νερό και το μύρο όλων των θαλασσών. Ό,τι πομπώδες έρχονταν στο επηρμένο του μυαλό. Με την επίκληση όλων των επί της γης, θαλάσσης και αέρος δυνάμεων, προσέδωσε κύρος και εγκυρότητα στο μυστήριο που επιτελούνταν. – Σ’ αλλάζω το όνομα, αναφώνησε. Σ’ ονομάζω ΠΛΟΥΣΙΑ.» (σ. 68-69)
 
Παρόμοια, ως αντιστάθμισμα του φύλου των πέντε κοριτσιών που αποκτά, ο πατέρας τούς αποδίδει ονόματα που έχουν ως πρώτο συνθετικό το «άνδρας»: Όπως το αιτιολογεί ο Αξιώτης: «Να παραπέμπουν σε μάχες, φιλίες, θεάσεις και νίκες ανδρών. Στο κλέος και στη δόξα τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο μεταβιβάζει σ’εκείνες την αγωνία της αποτυχίας του να αποκτήσει διάδοχο. Προσδοκά να επιδιώξουν οι κόρες του, μέσα από το ανδρικό συνθετικό των ονομάτων τους, την κατάκτηση δύναμης, επιβολής και κυριαρχίας.» (σ. 86). Τραγική ειρωνεία και αυτό, ωστόσο. Η ίδια η αξίωση να ονομάσει τις κόρες τους με τον τρόπο αυτό και κυρίως  η ανατροφή τους στην απόλυτη σκιά του, τους στερεί ακριβώς από την όποια επιδίωξη δύναμης και κυριαρχίας. Αντίθετα, κυριαρχεί ολοκληρωτικά σε αυτές, ακόμη και μετά τον θάνατό του.
 
Και οι «Πλωτές γυναίκες» του τίτλου; Ο τίτλος παρέχει ακριβώς ένα αναγνωστικό  και ερμηνευτικό πρίσμα προσέγγισης του αφηγήματος. Γιατί παράλληλα προς την ιστορία του εμφανιζόμενου ως κεντρικού ήρωα Κωνσταντίνου Δούκα και πίσω από αυτήν εντίθεται η ιστορία της γυναικείας ψυχοσύνθεσης η οποία αποτελεί τον καμβά της αφήγησης, ακόμη και το νήμα της. Όπως ο Ιβάν Ιβάνοβιτς Νιούχιν, στον μονόλογο του Τσέχωφ «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού», ξεκινά μια ομιλία για το κάπνισμα, αλλά καταλήγει να μιλάει αποκλειστικά για τη γυναίκα και τις κόρες του, έτσι και στο έργο του Αξιώτη η ιστορία του άντρα ήρωα μπορεί να προσεγγιστεί ως προ-κείμενο, ως προπέτασμα καπνού, πίσω από το οποίο μπορεί ο αναγνώστης να διακρίνει τη γυναικεία παρουσία. Κάποτε σιωπηλή, στο παρασκήνιο, ωσεί απούσα, αλλά πάντα εκεί. Η γυναίκα ως μητέρα, σύζυγος, αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας. Η ισχυρή, ευγενική, κομψή, άπληστη, καταθλιπτική και αυτοκτονική γυναίκα. Η γυναίκα αντικείμενο προσδιορισμού από τον άντρα, που ονοματίζεται από αυτόν, τοποθετείται στη βιτρίνα της οικογενειακής και κοινωνικής σύμβασης, προστατεύεται ως εύθραυστη, αλλά και εγκλείεται, επιδεικνύεται και τελικά ξεχνιέται, εγκαταλείπεται στη σκόνη της σύμβασης και της συνήθειας. Οι γυναίκες θήραμα και οι γυναίκες θηρία. Οι γυναίκες ως αναγκαίο κακό και οι γυναίκες ως αναγκαιότητα. Οι γυναίκες σταθερό έρμα και οι πλωτές γυναίκες …
 
Dixi et animam levavi, αναφωνεί ο ήρωας του Τσέχωφ στον προαναφερόμενο μονόλογο «περί καπνού». «Μίλησα κι αλάφρωσε η ψυχή μου». Κάπως έτσι θεωρώ ότι ένιωσε ο Αξιώτης όταν ολοκλήρωσε το έργο του, αφήνοντάς μας ένα έργο που ήδη καταλέγεται στα πλέον αξιόλογα της σύγχρονης πεζογραφικής παραγωγής.

Το ρεπορτάζ από τη βιβλίοπαρουσίαση εδώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.