Σουντζουκ-λοκουμ

Πάσχα του λόγου

Τη χρονιά εκείνη έκανα ειδικότητα στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα». Εφημερεύαμε. Με κάλεσε ο Αλεξόπουλος, ο επιμελητής και μου λέει:

«Το απόγευμα θα ’ρθει μια γυναίκα απ’ την Κομοτηνή. Έχω κάνει το αγροτικό μου εκεί, τους ξέρω. Είναι φτωχοί άνθρωποι. Δεν μπορούν να μείνουν σε ξενοδοχείο. Βάλε τη μέσα. Έχει κάποιο πρόβλημα το συκώτι της…».

Κι έτσι έγινε. Ήταν μια γυναίκα γύρω στα εξήντα. Τη συνόδευε ο γιος της ο Αχμέτ. Τα ελληνικά της ελάχιστα. Όμως συνεννοούμασταν μια χαρά με τον Αχμέτ.

Έμεινε στο νοσοκομείο δέκα πέντε μέρες. Τα ’χε κάπως χαμένα. Δεν ήταν τόσο η κατάσταση της υγείας της, όσο η δυσκολία στη γλώσσα και μια συστολή που την κρατούσαν κάπως αποξενωμένη από τους άλλους ασθενείς. Κανείς δεν την επισκέφτηκε. Έπιανα κουβέντα με τον Αχμέτ, φτωχοί άνθρωποι, αγρότες. Αγαπούσε τη μητέρα του, όμως η παρουσία άλλων γυναικών στο θάλαμο τον έκανε να μη μπορεί να μένει δίπλα της τα βράδια.

Όλες τις νύχτες τις έβγαλε στα καθίσματα του διαδρόμου. Ήταν γερό παιδί, δεν παραπονιόταν. Κάθε μεσημέρι έρχονταν στο γραφείο των ειδικευόμενων και με ρωτούσε για τις εξετάσεις της μητέρας του και την πορεία της.

Η κατάστασή της βελτιώνονταν και του είπα ότι σε τέσσερεις μέρες θα έπαιρνε εξιτήριο.

Την ίδια βραδιά ο Αχμέτ πήρε το τρένο για την Κομοτηνή. Επέστρεψε την επομένη, κουρασμένος, άυπνος. Και κρατώντας στο χέρι μια τσάντα μπήκε στο γραφείο και την εναπόθεσε πάνω στο τραπέζι, δίπλα στους φακέλους των ασθενών.

«Ένα δωράκι είπε», κάπως συνεσταλμένος, σα να ντρεπόταν για το ταπεινό εκείνο πράγμα.

«Τι είναι αυτό Αχμέτ;».

«Σουντζούκ – λοκούμ», είπε και έβγαλε από τη χάρτινη τσάντα, κάτι μακρουλό που έμοιαζε σαν κομπολόι.

Ξαφνιαστήκαμε. Συχνά τη μέρα της εξόδου απ’ το νοσοκομείο οι ασθενείς κερνούσαν γλυκά. Όμως η όψη του γλυκού του Αχμέτ δεν ήταν κάτι συνηθισμένο.

«Είναι παραδοσιακό γλυκό από την Κομοτηνή. Το φτιάχνει η γιαγιά μου, με σιμιγδάλι, μέλι και καρύδια. Για να σφίξει όμως, θέλει μέρες ολόκληρες να τα αναμιγνύεις και να το χτυπάς. Είναι πολύ νόστιμο, δοκιμάστε το», είπε και βγήκε απ’ το γραφείο μ’ ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του, σα να μας έβαλε μπροστά την ίδια την καρδιά του.

Σηκώθηκα, πήγα στην τραπεζαρία και επέστρεψα κρατώντας στο χέρι ένα μαχαίρι κι άρχισα να κόβω φέτες από το παράξενο γλυκό. Ήταν σκληρό, ελαστικό και διάφανο σαν κεχριμπάρι.

Σε πέντε λεπτά όλοι οι ειδικευόμενοι βρίσκονταν στο γραφείο.

«Το έφερε ο Αχμέτ απ’ την Κομοτηνή, τους είπα. Πάρτε!». Και έπιασα τα πρώτα κομμάτια να τους κεράσω.

Και τότε έγινε κάτι που δεν μπορώ να το βγάλω απ’ το νου μου.

«Μη τρώτε, μπορεί να είναι δηλητηριασμένο, είπε. Αυτοί είναι Τούρκοι!». Ήταν ο Κώστας, ο συνάδελφος που έκανε τον σταυρό του, ακόμα και όταν έπινε νερό.

Τα πρόσωπα των ειδικευομένων πάγωσαν.

Ευτυχώς που ο Αχμέτ είχε βγει, και δεν άκουσε την προσβολή.

«Δεν πειράζει Κώστα, ας πεθάνω εγώ», του είπα, πήρα μια φέτα από το διάφανο γλυκό και το έχωσα στο στόμα μου.

Ήταν πεντανόστιμο, είχε αποκρυσταλλώσει μέσα του τη γεύση του θυμαρίσιου μελιού, τη νοστιμάδα του καρυδιού και την αψάδα από το σιμιγδάλι.

Κι εγώ που κρατάω στο στόμα μου τις εξαίσιες γεύσεις από τα χιώτικα γλυκά, απόλαυσα μια νέα υπέροχη γεύση που δε γνώριζα ότι υπήρχε στην Ελλάδα. Μας την πρόσφερε ένα παιδί από την Κομοτηνή που δέκα πέντε μερόνυχτα ξαγρυπνούσε στα καθίσματα του νοσοκομείου «Αλεξάνδρα», κοντά στη μητέρα του.

Το βράδυ στο σπίτι, ο Ηλίας και η Αριάδνη τσακώνονταν ποιος θα πάρει το μεγαλύτερο κομμάτι.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Θωμάς Στεργιόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Γράβα των Αγίων Σαράντα το 1951. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων και από το 1991 διαμένει και εργάζεται στην Ελλάδα ως ιατρός παθολόγος. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία και λαογραφικά δοκίμια, ενώ έχει μεταφράσει έργα Αλβανών και Ελλήνων συγγραφέων στα ελληνικά και στα αλβανικά.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.