Σοφια Μενεσελιδου,* «“Τα πρωτοβροχια” συνιστουν ενα βιβλιο συγκροτημενης κοινωνιολογικης αναλυσης και δριμειας κριτικης της πατριαρχικης οργανωσης της ελληνικης κοινωνιας»

Σπύρος Κιοσσές, «Τα πρωτοβρόχια», Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2022, σ. 176

Θα ξεκινήσω τη δική μου προσέγγιση στο βιβλίο του Σπύρου, φίλες και φίλοι, με μια δημόσια εξομολογητική παραδοχή: Τα κίνητρα της θετικής ανταπόκρισής μου στη συμμετοχή μου στο εν λόγω πάνελ ήταν ευθύς εξ αρχής εντελώς συναισθηματικά ιδιοτελή και –ταυτόχρονα– εδράστηκαν στις γνωστές –για όσους με γνωρίζουν καλά– εμμονικές, αυτόματα σχηματιζόμενες, αφοριστικές στερεοτυπίες μου. Δεν θα μπορούσα, δηλαδή, αφ’ ενός, να μην αποδεχτώ την πρόσκληση ενός ανθρώπου που εκτιμώ απέραντα για τις πνευματικές του διαδρομές, για την αριστοκρατία του ήθους του και για τη θετική του αύρα, που τη σκορπά απλόχερα και αφειδώς σε όλες μας τις συνέργειες.

Παράλληλα δε, καθώς δεν έχω διαβάσει κανένα άλλο ολοκληρωμένο συγγραφικό εγχείρημα του Σπύρου, αναλογίστηκα –υπομειδιώντας ελαφρώς εσωτερικά– ότι είναι γνωστή και πεπατημένη η οδός της εξέλιξης αυτής: Ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος, με θεματικό αντικείμενο τη λογοτεχνία, που από τα πολλαπλά του αναγνώσματα και την υπερανάλυσή τους εζήλωσε δόξα συγγραφική! Αυτός, λοιπόν, ήταν ο διττός άξονας γύρω από τον οποίο περιστράφηκε ο νους μου τη στιγμή που λάμβανε την απόφαση συμμετοχής μου στη σημερινή εκδήλωση. Ένας άξονας, όμως, που κατακρημνίστηκε παταγωδώς από την ανάγνωση των πρώτων κιόλας σελίδων του βιβλίου.

«Ο τόπος όπου διαδραματίζεται η ιστορία μας είναι οικείος και γνώριμος συναισθηματικά σε όλους μας: πρόκειται για μια λαϊκή γειτονιά, σε μια ανώνυμη επαρχιακή πόλη. Μια γειτονιά, με τα ίχνη και τ’ αποτυπώματα ζωής της, ίδια και απαράλλαχτα με αυτά των γειτονιών, όπου οι περισσότεροι από εμάς δομήσαμε την ύπαρξή μας. Καθώς οι σελίδες του βιβλίου εναλλάσσονταν, ένιωθα στη σκέψη και στην ψυχή μου να ενσταλάζονται ως σταγόνες συναισθημάτων ακριβών και πολύτιμων η τρυφερότητα, η ευσπλαχνία, η αθωότητα, η ανθρωπιά και η ακατάβλητη ευαισθησία»

«“Τα πρωτοβρόχια” είναι ένα από κείνα τα αναγνώσματά μου, που τα χαρακτηρίζω ως ευλογημένα πνευματικά συναπαντήματα»

Να σας διευκρινίσω, βέβαια, ότι δεν ακυρώθηκε, επ’ ουδενί, η εκτίμηση που τρέφω για την προσωπικότητα του Σπύρου. Έπαψε, απλώς, ν’ αποτελεί αιτία παρώθησης για τη σύμπραξή μου στη βιβλιοπαρουσίαση αυτή. Τελικά, «Τα πρωτοβρόχια» του Σπύρου, φίλες και φίλοι, είναι ένα από κείνα τα αναγνώσματά μου, που τα χαρακτηρίζω ως ευλογημένα πνευματικά συναπαντήματα. Με συγκριτικό του πλεονέκτημα την αρμονία και την απλότητα της ρέουσας γραφής του, παίρνει από το χέρι τρυφερά και σεβαστικά τον κεντρικό του ήρωα, τον Τάσο, και με όχημα τη φωνή του,  συνοδοιπορεί μαζί μας λογοτεχνικά σε χρόνους αλλοτινούς, που κινούνται στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές του ’80. Καθώς, όμως, τα χρόνια αυτά υπήρξαν καθοριστικά για τις πολιτισμικές διαδικασίες κοινωνικής συγκρότησης της σύγχρονης Ελλάδας, ο παρελθοντικός αυτός χρόνος εξέλιξης της πλοκής του γίνεται καταλυτικά και αδυσώπητα και παροντικός.

Ο τόπος όπου διαδραματίζεται η ιστορία μας είναι οικείος και γνώριμος συναισθηματικά σε όλους μας: πρόκειται για μια λαϊκή γειτονιά, σε μια ανώνυμη επαρχιακή πόλη. Μια γειτονιά, με τα ίχνη και τ’ αποτυπώματα ζωής της, ίδια και απαράλλαχτα με αυτά των γειτονιών, όπου οι περισσότεροι από εμάς δομήσαμε την ύπαρξή μας. Μια γειτονιά, που όπως έλεγε κάποτε και για την Οδό Ονείρων του ο Μάνος της Ελλάδας: «Έχει πολύ χώμα, πολλά παιδιά, πολλές μητέρες, πολλές ελπίδες και πολλή σιωπή». Καθώς οι σελίδες του βιβλίου εναλλάσσονταν, ένιωθα στη σκέψη και στην ψυχή μου να ενσταλάζονται ως σταγόνες συναισθημάτων ακριβών και πολύτιμων η τρυφερότητα, η ευσπλαχνία, η αθωότητα, η ανθρωπιά και η ακατάβλητη ευαισθησία.

Οφείλω στο σημείο αυτό να σας αποκαλύψω ένα φιλολογικό μου αμάρτημα: ουδέποτε κατάφερα ν’ αγαπήσω ή έστω και ν’ ανεχτώ την αποστασιοποιημένη και αντικειμενική λογοτεχνία. Απαιτώ από τον συγγραφέα να με οδηγεί με τον λόγο του σε θέσεις. Αυτό για την κοσμοθεωρία μου είναι το ύψιστο προτέρημα ενός μεγάλου μυθιστορήματος. «Τα πρωτοβρόχια», λοιπόν, του Σπύρου πολιτεύονται στο ακέραιο σύμφωνα με αυτήν την αρετή. Τα χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας, το πέρασμα στην ενηλικίωση, οι εξουσιαστικές σχέσεις, οι δεσμοί οικογένειας, φιλίας και γειτνίασης, οι αρχές της ανατροφής των παιδιών, το μαγικό σύμπαν των χρόνων της αθωότητας, η συμβίωσή μας με το ζωικό βασίλειο, η έννοια της απώλειας και η διαχείρισή της από τον άνθρωπο, η συγκρότηση των έμφυλων ταυτοτήτων, η ασκούμενη παντοιοτρόπως βία, οι εκπαιδευτικές δομές και τόσα άλλα θέματα νοηματοδοτούνται, ερμηνεύονται και φωτίζονται μέσα από το ξεκάθαρο ιδεολογικό πρίσμα της γραφής του Σπύρου.

Όχι, οι ανισότητες, η κακότητα και η απανθρωπιά δεν έχουν δικαίωμα στην αναζήτηση επεξηγήσεων, αιτιολογήσεων ή και συγχώρεσης στην ιστορία μας αυτή. Ή μάλλον, για να είμαι ακριβέστερη, στο αλλόκοτο και απόκοσμα ποιητικό αυτό παραμύθι μας. Ν’ ανοίξω στο σημείο αυτό μια παρένθεση: Ως κόρη νηπιαγωγού, που οι γιαγιάδες μου ήταν μακριά και δεν υπήρχε κανείς να με κρατήσει στο σπίτι, φοίτησα στο νηπιαγωγείο πέντε ολόκληρα χρόνια. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι γνωρίζω απ’ έξω κι ανακατωτά όλα τα κλασικά, επίσημα εγκεκριμένα από το τότε Υπουργείο Παιδείας, παραμύθια που υπήρχαν στις βιβλιοθήκες των νηπιαγωγείων μου. Άρα, μπορώ να σας διαβεβαιώσω, μετά λόγου πλήρους γνώσεως, ότι το παραμύθι μας αυτό ουδεμία σχέση έχει με την κλασική έννοια του παραμυθιού. Στέκεται περήφανο και αγέρωχο στην αντίπερα όχθη των ειωθότων και των κοινωνικά αποδεκτών προταγμάτων.

Αυτό το παραμύθι μιλάει για τις ψυχρές ψυχές των ανθρώπων. Μιλάει για κοκόρια και για ποντίκια που αγαπιούνται και συμπονούνται από τις παιδικές καρδιές. Μιλάει για «ανθρωπόλυκους» –όπως τους χαρακτηρίζει ο Σπύρος–, που όταν συναθροίζονται πολλοί μαζί, αναθαρρούν και ρημάζουν τις ζωές των αδύναμων πλασμάτων. Μιλά για άφιλες εποχές και για ακρωτηριασμένα και παγερά αισθήματα. Αλλά, ταυτόχρονα, μας μιλάει και για όλα τα όμορφα του κόσμου τούτου. Για όλες εκείνες τις νεράιδες, που ενώ κάποιοι άνδρες τις ώθησαν βίαια στο περιθώριο, αυτές κατάφεραν να βρουν τον δρόμο προς το φως και τη δύναμη. Κι ενάντια στην κακουργία που μαίνεται γύρω τους, να σκορπίζουν απλόχερα την καλοσύνη τους και να σπέρνουν αγάπη στο επίγειο διάβα των ηρώων, θωρακίζοντας ες αεί τις ψυχές τους με επάρκεια αντοχής. Όμως, φίλες και φίλοι, «Τα πρωτοβρόχια» του Σπύρου συνιστούν για μένα –πέρα από ένα εξαιρετικά σαγηνευτικό μυθιστόρημα– πρώτιστα ένα βιβλίο αριστοτεχνικά συγκροτημένης κοινωνιολογικής ανάλυσης και δριμείας κριτικής της πατριαρχικής οργάνωσης και ιεράρχησης της ελληνικής κοινωνίας. Αποτελούν δε, τη θετική ανταπάντηση σε δύο εμβληματικά αναγνώσματα της ζωής μου, που και τα δύο επηρέασαν καθοριστικά και καταλυτικά την ιδεολογική μου τοποθέτηση έναντι στους μηχανισμούς των έμφυλων στερεοτύπων.

Το πρώτο, είναι το βιβλίο ενός μαθήματος επιλογής που είχα την ευλογία να διδαχτώ στο Πανεπιστήμιο από την Ομότιμη σήμερα Καθηγήτρια και πρωτοπόρο στις γυναικείες σπουδές, την Ελένη Μαραγκουδάκη, με τίτλο: «Εκπαίδευση και διάκριση των φύλων. Παιδαγωγικά αναγνώσματα στο νηπιαγωγείο». Στο εν λόγω βιβλίο η συγγραφέας, αφού διαπιστώνει απόλυτα στοιχειοθετημένα και τεκμηριωμένα επιστημονικά το πόσο προνομιακά υφίστανται οι γυναίκες τον αποκλεισμό και τη διαιώνιση των ανισοτήτων μέσα και από την παραμυθητική διδαχή των παιδικών αναγνωσμάτων, καταθέτει τη δική της πρόταση, μυθιστορηματική ενσάρκωση της οποίας για μένα είναι «Τα πρωτοβρόχια» του Σπύρου. Λέει η κ. Μαραγκουδάκη: «Υπάρχει ανάγκη για συγγραφή και χρήση βιβλίων όπου οι ρόλοι, τα επαγγέλματα, τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας των χαρακτήρων –προσώπων ή ζώων– να μην οριοθετούνται με βάση τις σχετικές παραδοσιακά στερεότυπες για τα φύλα αντιλήψεις». «Τα πρωτοβρόχια», λοιπόν, του Σπύρου είναι ακριβώς αυτό το παραμύθι που επιζητά η Μαραγκουδάκη: είναι η διήγηση με την αφοπλιστική ειλικρίνεια ενός μικρού παιδιού ιστοριών για γυναικείες υπάρξεις που συνθλίβονται από τη μανία των ανδρών-ανθρωπόλυκων. Για γυναικεία κορμιά, που στραγγίζουν αχάιδευτα πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών τους και βρίσκονται αποκλεισμένα από κάθε έκφανση του δημόσιου βίου. Για γυναικείες προσωπικότητες που μεταλλάσσονται σε Μέδουσες, ως άλλα σύμβολα αποτροπής του κακού για τα παιδιά τους, θυσιάζοντας τις ζωές τους για να τα διασώσουν από τον πατέρα-δυνάστη.  Για γυναίκες, που όταν διεκδικούν το δικαίωμα στην ορατότητα, το όνειρο, την ομορφιά, την ερωτική απόλαυση και την ηδονή, χαρακτηρίζονται αφοριστικά από τον κυρίαρχο και άτεγκτο περίγυρο ως πόρνες.

«Ο Τάσος για μένα είναι ο μπαμπάς μου, ο παππούς μου ο Χρήστος, ο θείος μου ο Παναγιώτης και ο θείος μου ο Γιώργος. Είναι οι άνδρες, που ενάντια στα ισοπεδωτικά και δογματικά ασφυκτικά κοινωνικά στερεότυπα, δημιούργησαν αυτόβουλα, με πείσμα, διαρκή ενθάρρυνση κι επιμονή το υποστηρικτικό πλαίσιο για ν’ ανθίσω και να δημιουργήσω απρόσκοπτα. Ο Τάσος μας, είναι η μυθιστορηματική ερμηνευτική προσέγγιση του όρου “ατομικές επεξεργασίες στους αγώνες ενάντια στον ρατσισμό, τον αποκλεισμό, τη βία και τη φυλετική περιθωριοποίηση”»

«Όσο υπάρχουν άνδρες, που με την ενσυναίσθηση του Τάσου μας, παίρνουν στοργικά αγκαλιά τις ηρωίδες της ζωής του, οι γυναίκες μπορούν να μοσχοβολούν και να ονειρεύονται»

Κι όλα αυτά τα διηγείται ο μικρός μας ήρωας, ο Τάσος, οδηγώντας μας συναισθηματικά προς το μέρος των γυναικών-θυμάτων. Και το πράττει, όχι αθόρυβα και υποδόρια, αλλά κατηγορηματικά και άρδην καταγγελτικά. Γι’ αυτό τον αγάπησα τον Τάσο! Αλλά και για έναν λόγο ακόμη. Όπως σας προανέφερα, «Τα πρωτοβρόχια» αποτελούν για μένα τη θετική ανταπάντηση σ’ ένα ακόμη εμβληματικό για την αντίληψή μου βιβλίο της ζωής μου. Στη «Συβαρίτισσα» της Λιλής Ζωγράφου.

Να πω –για όσους από σας δεν τη γνωρίζουν– ότι η αείμνηστη Λιλή Ζωγράφου είναι η μεγάλη αιρετική της ελληνικής λογοτεχνίας, η οποία μας έχει χαρίσει συγγραφικά αριστουργήματα, κορυφαίο εκ των οποίων είναι η «Συβαρίτισσα». Ένα μυθιστόρημα, γροθιά στο στομάχι της καρδιάς, που μέσα από την πλοκή μιας φανταστικής ιστορίας, ξεγυμνώνει και αναλύει βίαια και τρομακτικά για τους ανυποψίαστους, τον ρατσισμό που κουρσεύει αιώνες τώρα τη γυναικεία υπόσταση στη χώρα τούτη. Είναι το μοναδικό βιβλίο, που ενώ το θεωρώ καίριο για τη δόμηση της σκέψης μου, δεν μπόρεσα να το ξαναδιαβάσω ή και ν’ ανατρέξω έστω και αποσπασματικά σε κάποιες σελίδες του όλ’ αυτά τα χρόνια. Γιατί δεν άντεχα συναισθηματικά την ωμή αλήθεια του ζοφερού του σύμπαντος. Κυρίως, όμως, γιατί με συνέθλιβε η απουσία προοπτικής κι ελπίδας. Και ήρθαν «Τα πρωτοβρόχια» του Σπύρου. Και μου αφηγήθηκαν με τη φωνή ενός αγοριού, αυτή τη φορά, την πορεία αμήχανης σιωπής και καταδυνάστευσης του γυναικείου φύλου. Και ήταν το ίδιο αδυσώπητα σκληρός με τη «Συβαρίτισσα». Δεν μου χάιδεψε την καρδιά με παραμυθητικές αλληγορίες απόκρυψης της πραγματικότητας. Ούτε μου σιγοψιθύρισε ότι είχε άδικο ο ποιητής όταν έλεγε ότι αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ. Αλλά μου πρόσφερε ως φυλαχτό ακριβό την προσδοκία της δυνατότητας της διαφυγής. Ναι, οι πατριαρχικές δομές είναι δύσκολο, έως και αδύνατο ν’ αλλάξουν.

Όσο, όμως, υπάρχουν άνδρες, που με την ενσυναίσθηση του Τάσου μας, παίρνουν στοργικά αγκαλιά τις ηρωίδες της ζωής του, οι γυναίκες μπορούν να μοσχοβολούν και να ονειρεύονται. Ο Τάσος για μένα είναι ο μπαμπάς μου, ο παππούς μου ο Χρήστος, ο θείος μου ο Παναγιώτης και ο θείος μου ο Γιώργος. Είναι οι άνδρες, που ενάντια στα ισοπεδωτικά και δογματικά ασφυκτικά κοινωνικά στερεότυπα, δημιούργησαν αυτόβουλα, με πείσμα, διαρκή ενθάρρυνση κι επιμονή το υποστηρικτικό πλαίσιο για ν’ ανθίσω και να δημιουργήσω απρόσκοπτα. Ο Τάσος μας, είναι η μυθιστορηματική ερμηνευτική προσέγγιση του όρου «ατομικές επεξεργασίες στους αγώνες ενάντια στον ρατσισμό, τον αποκλεισμό, τη βία και τη φυλετική περιθωριοποίηση». Είναι ο πατέρας, ο αδερφός, ο φίλος, ο σύντροφος, ο συνοδοιπόρος που δικαιούμαστε όλες οι γυναίκες. Είναι το υπέροχο φάλτσο του πατριαρχικά δομημένου κόσμου μας, που μας προσφέρει ένα άλλο πεδίο συνάντησης και παρέμβασης στα κοινωνικά τεκταινόμενα: αυτό με την οπτική του φύλου, της ισότητας και της ανθρωπιάς. Και το πράττει για μας, τις γυναίκες, ένας άνδρας. Γι’ αυτό τον αγάπησα τόσο πολύ τον Τάσο! Γι’ αυτό, «Τα πρωτοβρόχια» του οφείλουμε να τα «διηγούμαστε σαν πρωινές προσευχές στα παιδιά μας»!

Σας ευχαριστώ πολύ!

*Η Σοφία Μενεσελίδου είναι φιλόλογος. Το κείμενο είναι η ομιλία της στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του Σπύρου Κιοσσέ, «Τα πρωτοβρόχια» (εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2022),  που διοργανώθηκε στο πλαίσιο των Ελευθερίων 2022, την Πέμπτη 12 Μαΐου, από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κομοτηνής, τη ΔΚΕΠΠΑΚ, τις Εκδόσεις «Μεταίχμιο», τον «Παρατηρητή της Θράκης» και το βιβλιοπωλείο «Δημοκρίτειο», στον αύλειο χώρο του Τσανακλείου Μεγάρου. Οι μεσότιτλοι στο κείμενο προστέθηκαν για διευκόλυνση της ανάγνωσης.

Μπορείτε να βρείτε το ρεπορτάζ της παρουσίασης εδώ

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.