Σαμπαιλε

Η Σία ζούσε εκείνη την εποχή στη γειτονιά μας. Η Σία μιλούσε πάντοτε με ένταση και νευρικότητα. Ποτέ δε διέκοπτε τον καταρρακτώδη της λόγο σε όποιον  τον είχε ήδη απευθύνει, όπως κι ούτε περίμενε ποτέ απάντηση εκ μέρους του. Ήταν αυτάρκης με τα δικά της λόγια. Δεν ήθελε και τα ξένα να τη βαραίνουν. Ανά δύο με τρεις προτάσεις, ανέφερε μία ως τότε άγνωστη στα αυτιά μας λέξη, σαμπάιλε, που συνήθως την εκστόμιζε κατεβάζοντας το κεφάλι, ενώ κουνούσε ταυτόχρονα ελαφρά υψωμένο το δεξί της χέρι, κάπως όπως όταν εννοούμε, «ωχού, πάει, πέρασε αυτό τώρα, καλά νά 'σαι!». Μέχρι που, «Καλά, μωρέ, δεν ξέρεις ρωμαίικα εσύ;», με αποπήρε τη μία και μοναδική φορά που κατάφερα να τη διακόψω, ρωτώντας την επίμονα, ξανά και ξανά, τι τελικά σημαίνει αυτό το σαμπάιλε; «Το πρωί! Σαν τι δηλαδή θες να σημαίνει;», μου απάντησε κοφτά, έσκυψε ελαφρά το κεφάλι και κουνώντας το, ύψωσε το δεξί. Εντούτοις, με αποχαιρέτησε εγκάρδια, καθώς αναχώρησε βιαστικά όπως πάντα και στο τέλος έμενα πίσω να ακούω τη φωνή της, ενώ μονολογούσε, εκείνη τη φωνή που την ακολουθούσε σαν αύρα και που ανακάτευε διαρκώς μία Σία που κρύβεται πίσω από τα πάντα, πίσω από τη χώρα, πίσω από την πόλη, πίσω από τα επιφαινόμενα. Για τη Σία, η CIA ήταν παντού.
 

Η κυρία Σία της γειτονιάς μας ήταν μια πάμφτωχη γερόντισσα που φόραγε ράκη για ρούχα, έβαφε έντονα κόκκινα τα χείλη της, της έλειπαν δόντια αρκετά και λάτρευε τον σύντροφό της Κώστα, τον οποίο κρατούσε πάντοτε αγκαζέ, ως αν κρεμόταν δίπλα του, ένα τσαμπί στο χάος. Όταν εξήλθαν του Ιδρύματος όπου ζούσαν ως τότε, έπιασαν ένα υπόγειο, ανήλιαγο και φουλ στην υγρασία στην απέναντι από το Πατρικό οικοδομή. Εκεί μάζευαν με το τρίκυκλό τους στην πίσω τυφλή αυλή όλη τη σαβούρα και την παλιατζούρα της πόλης. Την επομένη, πουλούσαν το σκραπ τους σε κάθε λογής μάντρες, όπως όλοι οι ρακοσυλλέκτες.
 
Όταν κάποτε τους εκανε έξωση ο σπιτονοικοκύρης —χρωστούσαν νοίκια πολλά διότι—, πάλι ακούστηκε πως η CIA κρυβόταν κάπου εκεί γύρω. Ήταν τότε που την άλλη μέρα, η Σία και ο Κώστας πήραν δυο μόνο βαλίτσες, τις φόρτωσαν στο ΜΕ.ΓΚΟ. τρίκυκλό τους και χάθηκαν για πάντα.
 
Τα γνωρίζεις τα τρίκυκλα ΜΕΓΚΟ; Τα κατασκεύαζαν στα Τρίκαλα τη μακρινή δεκαετία του Εξήντα, όταν η Ελλάδα είχε βαριά βιομηχανία κάποτε. Η Σία, καθισμένη στην ενιαία σέλα του ΜΕ.ΓΚΟ., δίπλα στον Κώστα της, κρατώντας τον με το αριστερό αγκαζέ ακόμα και πάνω στη σέλα, μας κούνησε το χέρι μονολογώντας χαμηλόφωνα, αποχαιρετώντας μας με ελαφρά κεκλιμένη την κεφαλή. Ο Κώστας, ομορφάντρας στα νιάτα του, με γυαλιά οράσεως πλέον, πάτησε τρεις ξερές μανιβελιές και το μηχανάκι ξεφύσησε ένα πηχτό γαλαζωπό καπνό από άκαυστη βενζίνη και καμένες βαλβολίνες. Καβάλησαν το τρίτροχό τους και από τότε κάνεις δεν τους ξανάδε ούτε άκουσε κάτι σχετικό με εκείνους. Ήταν μέσα Ιούλιου του Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα Έξι, ημέρα Κυριακή, σαμπάιλε νωρίς.

Ο συγγραφέας Γιώργος Γκόζης γεννήθηκε το 1970 στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ από όπου έλαβε και μεταπτυχιακό τίτλο. Εργάζεται στον χώρο της ναυτιλίας. Κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα σουηδικά. Το διήγημά του «Νυχτερινός στο Βάθος» βραβεύτηκε στο διαγωνισμό διηγήματος της «Ελευθεροτυπίας» 2001. Κατά καιρούς υπήρξε συνεργάτης των εφημερίδων «Αγγελιοφόρος», «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη». Κείμενά του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά «Επιλογές» και «Fix Carre». Εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων «Ο νυχτερινός στο βάθος», Νεφέλη 2002 και (2014), «Αφήστε με να ολοκληρώσω», Πόλις 2014 και «Γκουανό», Πόλις 2016.

 

*Το διήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα
«Καθημερινή»

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.