Ρεπορταζ στη μνημη…[1]

Δημήτρης Τερζής, «Ο παππούς στο τζάκι και άλλες ιστορίες», εκδ. Πόλις, Αθήνα 2023

Εισαγωγικά

Της Ελένης Σκάβδη*

Μια γυναίκα γράφει γράμμα στον απόντα γιο της, καθισμένη κάτω από την πικροδάφνη, στην αυλή ενός εξοχικού σπιτιού σε έρημο παραθεριστικό οικισμό.  Είναι τέλος καλοκαιριού, η επιστολογράφος κοιτάζει απ’ τη μια τη θάλασσα κι απ’ την άλλη τ’ αστέρια.

Η Τεφροδόχος ενός γέροντα γίνεται κομμάτια πασπαλίζοντας με στάχτη όλο το συγγενολόι που έχει συγκεντρωθεί στο σαλόνι σπιτιού για τον αποχαιρετισμό του αποτεφρωμένου. Φταίει η ζημιάρα περσική γάτα.

 Περίπολος στη συνοριακή γραμμή του Έβρου συλλαμβάνει πρόσφυγες που επιχειρούν να περάσουν τα «ευρωπαϊκά σύνορα», ανάμεσά τους κι ένα μικρό παιδί που πανικόβλητο τρέχει να ξεφύγει και πέφτει σε ναρκοπέδιο. Κι ένα ΚΛΙΚ… 

Μια γυναίκα που πάσχει από ανίατη νόσο επινοεί το θάνατό της πριν την ώρα της,  για να δει ποιοι θα έρθουν στην κηδεία της, ιδιαιτέρως η αδερφή της με την οποία δεν μιλιούνται χρόνια.

Δυο μοναχικές γυναίκες βρίσκονται σφαγμένες σαν τραγιά σε ένα μέρος της ελληνικής επαρχίας.

Δυο πομπές, γάμος και κηδεία κινούνται αντίστροφα και συγκρούονται σε κάποια επαρχιακή οδό στη Σικελία,

Η τελευταία νύχτα της γης και του κόσμου, ένας μετεωρίτης πέφτει πάνω στη γη. Τα ύστερα του κόσμου!

 Ένας βηματοδότης αφηγείται τις προσπάθειες που κάνει για να κρατήσει στη ζωή έναν άνδρα στην εντατική.

Μια γάτα πεθαίνει σε ένα διαμέρισμα της Κυψέλης όπου συγκατοικεί με δυο γυναίκες και μια οικιακή βοηθό, καλοκαίρι του 2015 τις μέρες που το ΟΧΙ έγινε ΝΑΙ.

Και τέλος ένας μονόλογος Επίμετρο… Κάποιος που είναι στάχτη γράφει ερωτικό γράμμα…

Ι. Γραφή φάρμακο νηπενθές

 Ένδεκα διηγήματα… Θάνατος απώλεια, στάχτη, τεφροδόχοι, εντατική… Φαντάσματα που συνομιλούν, στάχτες που ίπτανται, μόρια σκόνης κι η μνήμη που ανακαλείται διαρκώς μέσα στις ιστορίες, λίγο πριν, λίγο μετά το μοιραίο. Με αυτή τη γεύση βγήκα από την ανάγνωση των διηγημάτων του Δημήτρη Τερζή. Μια σύνθεση που καταφέρνει να γίνει, νη-πενθής, με μια γραφή φάρμακο νηπενθές, γραφή δηλαδή που παλεύει να διώξει τον πόνο, το πένθος τη λύπη, απλά φυσιολογικά.  Επειδή ο άνθρωπος δεν αντέχει τον πόνο και αναζητά διαρκώς το φάρμακον το νηπενθές.  Φάρμακο στη αφήγηση η μνήμη, οι λέξεις, η σύνθεση του συγγραφέα που καταφέρνει να ανακυκλώσει το υλικό του με δεξιοτεχνία. Συνταγή παλιά κάθε γιατρειά, όπως και οι ήρωες στον  Ομηρο.

Κάποιο βοτάνι επήρε κι έριξε μες στο κρασί που επίναν,

ξαρρωστικό του πόνου, ανέχολο, λησμονικό της πίκρας·

μες στο κροντήρι σαν το σύσμιγαν και το ΄πινε κανένας,

απ΄ την αυγή ως το βράδυ θα ΄μενε με αδάκρυτα τα μάτια,

ακόμα κι αν τυχόν του πέθαιναν μητέρα και πατέρας,

το γιο του ακόμα για το αδέρφι του

 μπροστά του εκεί αν σκότωναν με το χαλκό,

και με τα μάτια του τα ίδια θωρούσε εκείνος

 Ομήρου  «Οδύσσεια», δ 220-224, σε μετάφραση Ν. Καζαντζάκη, Ι. Κακριδή.

«Το βασικό τραύμα, η βασική νεύρωση στη ζωή είναι ο θάνατος», διάβασα σε μια συνέντευξη του Λώρενς Ντάρελ, του συγγραφέα του Αλεξανδρινού Κουαρτέτου… «Μονάχα όταν καταφέρει κανείς να τον υπερβεί, αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητά του και καθυποτάσσοντας το ατίθασο εγώ του, μπορεί να φτάσει στην ουράνια αρμονία ‒το αντίθετο του εγωτισμού‒ και να κολυμπήσει μέσα στο συνεχές».

ΙΙ. Δέκα ιστορίες διηγήματα, που η θεματολογία τους αφορά στη ατζέντα του καθημερινού Τύπου

Διάβασα το βιβλίο του Δημήτρη Τερζή σε λιγότερο από τρεις ώρες (πρώτη ανάγνωση). Μετά τη δεύτερη ανάγνωση κατέληξα στον πρόλογο που ακούσατε..

Δέκα ιστορίες διηγήματα, που η θεματολογία τους αφορά στη ατζέντα του καθημερινού Τύπου. Μέσα στην ζωή, την καθημερινότητα. Αποτέφρωση ή ταφή, πολιτική ή θρησκευτική κηδεία, μεταναστευτικό, καραμπόλα στην επαρχιακή οδό τάδε, δολοφονία δυο γυναικών, ένας μετεωρίτης που απειλεί τη γη… Θα μπορούσαν να είναι δημοσιευμένες στον Τύπο(;) αναρωτιέμαι. Ίσως, αλλά αλλιώς. Τηλεγραφήματα απλά, ανάπτυξη ενός αστυνομικού δελτίου τύπου, μια φωτογραφία ένα σκίτσο, μια σύντομη λεζάντα.

Μου ζητήθηκε να αναφερθώ στη σχέση λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας. Δεν ξέρω πώς ακριβώς μπορεί να γίνει αυτό, θα το επιχειρήσω με την ελπίδα ότι θα καταφέρω περιγράψω την αίσθησή μου από αυτή τη σχέση, αίσθηση που διαμορφώθηκε από τη δική μου διαδρομή ως δημοσιογράφου και ως αναγνώστριας…. Αλλά και από τη διαδρομή ανάμεσα στις αφορμές που δίνει ένα ρεπορτάζ για ένα παράλληλο κείμενο, που μπορεί να είναι διήγημα, μια ιστορία κάτι τέλος πάντων που δεν έχει σχέση με δημοσιογραφικό κείμενο.

Αναφέρω ένα παράδειγμα. Ο Πολωνός ρεπόρτερ Ρίτσαρντ Καπισίνσκι (1932-2007), ένας ρεπόρτερ που θαυμάστηκε για τη δουλειά του, κάποια στιγμή προτάθηκε και για Νόμπελ, και μετά το θάνατό του αμφισβητήθηκε με πάθος. Σε ένα ρεπορτάζ του που καλύπτει τον πόλεμο Ονδούρας Σαλβαντόρ  κάπου στο πεδίο συγκρούσεων συναντά έναν Ινδιάνο στρατιώτη της Ονδούρας που κάνει το εξής: Γράφει το ρεπορτάζ. « Θα πάει, θα πάρει τα παπούτσια από μερικούς σκοτωμένους, θα τα κρύψει στους θάμνους και θα σημαδέψει το μέρος. Όταν ο πόλεμος τελειώσει και τον αφήσουν να πάει σπίτι του θα επιστρέψει και θα έχει παπούτσια για όλη του την οικογένεια».Από τον πόλεμο εκείνο στον ρεπόρτερ έμεινε ο Ινδιάνος, ούτε στρατηγοί ούτε όπλα, ούτε διπλωματία. Ένας άνθρωπος, πόλεμος και ρεπορτάζ αφορμή για να περιγράψει την ανθρώπινη κατάσταση. Μεμονωμένα, έξω απ’ το γενικό πλάνο…  Τι ακριβώς γίνεται εδώ; Από την είδηση την πληροφόρηση για τα γεγονότα απομένει η ανθρώπινη κατάσταση. Ο άνθρωπος πάει να πει, η μικρή του ιστορία.

«Το δημοσιογραφικό κείμενο είναι κείμενο ανοιχτό, κείμενο της στιγμής, που προϋποθέτει τη συνέχειά του και αυτούς που παρακολουθώντας τις εξελίξεις στον χρόνο θα τον προεκτείνουν στο δικό τους παρόν αλλά και στον μέλλοντα χρόνο. Τα γεγονότα αλλάζουν τις αναμνήσεις όταν μεσολαβεί κάποιο διάστημα ανάμεσα στη στιγμή που τα ζεις και σε αυτήν που τα καταγράφεις. Τίποτε επομένως δεν είναι απολύτως ακριβές ως καταγραφή σε σχέση με το πραγματικό συμβάν», υποστηρίζει ο Καπισίνσκι.

«Αλλά η μεγάλη πρόκληση είναι να βρει κανείς την ουσία κάτω από το περίβλημα, το είδος και το μέγεθος της διαδικασίας μέσα στην ιστορική μεταβολή».

Τι σώζεται αλήθεια  από το ρεπορτάζ για να μπορεί να γίνει λογοτεχνία;

Αυτό που καταλαβαίνει ο αναγνώστης των διηγημάτων του Τερζή είναι απλό. Όπως τα γράφει έτσι έγιναν, οι ήρωές του είναι αναγνωρίσιμοι, άνθρωποι διπλανοί και οικείοι. Ήρωες πλάι σε ένα θανατικό επαναλαμβανόμενο. Ήρωες που ψάχνουν λύση, μοιάζουν να αρέσκονται ακόμα και όταν χρειαστεί να περάσουν θηλιά στο λαιμό, ακόμα κι αν παραμένουν ζωντανοί στον χώρο και τον χρόνο μιας μεταφυσικής, μοιάζουν να πετούν άδειοι από μέσα τους, κάτι σαν μια συνταρακτική αυτοκτονία

ΙΙΙ. Ο Δημήτρης Τερζής με τα διηγήματα κάνει ρεπορτάζ στη Μνήμη των χρόνων μας

Επιστροφή στο Δημήτρη Τερζή τώρα. Τα διηγήματα τα συνοδεύει η γνώση και το βίωμα του χρονικού της περιπέτειας των χρόνων μας, των μνημονίων, της χρεοκοπίας, και το ανάμεσα των κακών σπυριών που φύτρωσαν μέσα στο γενικό πλάνο. Και η κρίση, κάθε κρίση, παράγει γνώση… Και η γνώση, αυτογνωσία. Γράφει ο ίδιος σελίδα 138, στο επίμετρο της συλλογής:

«Η κατανόηση των πραγμάτων σημαίνει επίγνωση. Η επίγνωση γεννάει ευθύνη. Καταλαβαίνεις τώρα πώς πάει;;»

Αυτό που καταλαβαίνει ο αναγνώστης των διηγημάτων του Τερζή είναι απλό. Όπως τα γράφει έτσι έγιναν, οι ήρωές του είναι αναγνωρίσιμοι, άνθρωποι διπλανοί και οικείοι. Ήρωες πλάι σε ένα θανατικό επαναλαμβανόμενο. Ήρωες που ψάχνουν λύση, μοιάζουν να αρέσκονται ακόμα και όταν χρειαστεί να περάσουν θηλιά στο λαιμό, ακόμα κι αν παραμένουν ζωντανοί στον χώρο και τον χρόνο μιας μεταφυσικής, μοιάζουν να πετούν άδειοι από μέσα τους, κάτι σαν μια συνταρακτική αυτοκτονία. Στη λογοτεχνία δεν χρειάζεται να φωτίσεις τα πράγματα πολιτικά ή ιδεολογικά,  η τέχνη πρέπει να απαγκιστρωθεί από αυτά, οφείλεις να πεις τα ανθρώπινα, τι έγινε, τι γίνεται με τους ανθρώπους κι εκεί μέσα κραυγάζουν ιδέες και αρχές και πολιτική… Κι ο Τερζής λέει τα ανθρώπινα εδώ, καθαρά και τρυφερά, τους κατανοεί, ξέρει αυτός.

Τους ήρωες είμαι σίγουρη ότι κάπου τους συνάντησε,  βγαλμένοι από το τεράστιο σώμα των ΑΦΑΝΩΝ, κάποιοι που αγάπησε και σίγουρα κάποια φαντάσματα που ταράζουν τον ύπνο του. Γι’ αυτό τα διηγήματά του είναι λογοτεχνία αξιώσεων, διόλου πρωτόλεια, ώριμη, δουλεμένη, στοχευμένη. Το σκηνικό, το σανίδι πάνω στο οποίο τις στήνει οικείο κι αυτό, εκεί πάνω που γίνονται στάχτες οι αγωνίες και οι φόβοι τους, φόβοι των αληθινών ανθρώπων. Το ότι ο συγγραφέας είναι και δημοσιογράφος εν προκειμένω τον ακολουθεί, έτσι ή αλλιώς. Κάτι διασώζεται στις ιστορίες από τις αφορμές τους. Από την πηγή θα λέγαμε. Υπάρχει η αφορμή, μια συνάντηση, μια ιστορία. Αν γινόταν ρεπορτάζ θα είχε τους κώδικες που το χαρακτηρίζουν: «τι, ποιος, πώς, πότε, γιατί». Μέχρις εκεί όμως.

Από εκεί και μετά αναλαμβάνει η τέχνη του, η φαντασία, η γλώσσα, ο ρυθμός του κι η ζύμη φουσκώνει, ο μύθος ξεχειλίζει,  η ιστορία που περικλείουν ασφυκτικά οι κώδικες  απλώνει και ανατρέπει βεβαιότητες και ειωθότα. Η μυθοπλασία θριαμβεύει εδώ, από το πραγματικό μέχρι το μεταφυσικό ένα άλμα σαν ένα τσιγάρο δρόμος. Η κοινοτυπία δίπλα στο εξωφρενικό ο θάνατος είναι εξωφρενικά άδικος πάντα και το κυριότερο απ’ όλα είναι ότι αυτός που πεθαίνει, δεν μπορεί να πει αυτά που σκέφτεται ή θυμάται τις τελευταίες στιγμές (αυτό είναι άδικο). (Δανείζει τη μιλιά του στον μυθοπλάστη). Δεν μπορεί μια γάτα να υπονομεύσει την ιερότητα του περιεχομένου μιας τεφροδόχου (αυτό είναι αστείο). Ένα μικρό παιδί δεν μπορεί να κυνηγιέται στα απαγορευμένα περάσματα των συνόρων (αυτό είναι σακάτικο, αποτρόπαιο). Και τέλος, ναι αυτός ο κόσμος ο δικός μας ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει μια χαψιά για ένα μετεωρίτη που πέφτει επάνω μας με οργή βιβλική (αυτό είναι η συντέλεια του κόσμου).

 Στη λογοτεχνία δεν χρειάζεται όμως να φωτίσεις τα πράγματα πολιτικά ή ιδεολογικά,  η τέχνη πρέπει να απαγκιστρωθεί από αυτά, οφείλεις να πεις τα ανθρώπινα, τι έγινε, τι γίνεται με τους ανθρώπους κι εκεί μέσα κραυγάζουν ιδέες και αρχές και πολιτική… Κι ο Τερζής λέει τα ανθρώπινα εδώ, καθαρά και τρυφερά, τους κατανοεί, ξέρει αυτός

Απαστράπτουσα μυθοπλασία με τα γυρίσματά της που ακουμπά στο πραγματικό και απογειώνεται. Με εξαιρετική γλώσσα, καταιγιστικό ρυθμό, ελκυστικούς διαλόγους.

«Γαμώ τη γλώσσα μου μέσα και τις γλώσσες όλου του κόσμου» μονολογεί ο στρατιώτης της περιπόλου στον Εβρο που πέφτει επάνω στους πρόσφυγες που επιχειρούν να περάσουν στην Ελλάδα.

«Δεν έπρεπε να ‘μουν εκεί τώρα όχι! Γαμώ τα βύσματά μου μέσα, γαμώ τις μεταθέσεις μου. Δεν έπρεπε ρε μαλάκες. Στο κάμπριο έπρεπε να’ μαι τώρα με τη Τζένη δίπλα …»

Ένα εξαιρετικό απόσπασμα από το διήγημα «Το τέλος που περίμενα» που δείχνει τη δεξιοτεχνία του συγγραφέα στην απόδοση της γλώσσας. Η γλώσσα των φαντάρων, των νεαρών, η λαϊκή ελληνική του παρόντος, που παρά το «ακραίο» είναι ποιητική… Σε παράθεση με τη γλώσσα της αφήγησής του. «Αχ, αγόρι μου σουρούπωσε. Και δε βλέπω καλά. Κι αν λάμπει η θάλασσα απόψε… Και δεν θέλω ν’ ανάψω φως».  Συγκρίνατε… Αξίζει τον κόπο.

Εμένα αυτή η σύγκριση μου έφερε στο νου τον Βιζυηνό, τα διηγήματά του. Καθαρολόγος στην αφήγηση, λαϊκός στους διαλόγους του; «Ήρθες αρνί μ’;» του λέει ο ευνούχος που τον υποδέχεται στο παλάτι του σουλτάνου. Εκείνος απαντάει: «Μάλιστα σουλτανί μ’»

Κι ύστερα όταν βλέπει το πιατάκι με το σιροπιαστό που τον κερνάει ο Ευνούχος, μονολογεί; «…Ως να μου έλεγε φάγε με… Τουθ’ όπερ έπραττον κι εγώ άνευ πολλών διατυπώσεων». Άλλες αναλογίες αλλά ίδια τεχνική! Τέχνη και δουλειά πάνω στο κείμενο, στον Λόγο.

Καταλήγοντας: Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Τερζής δεν στέκεται απέναντι στην ιδιότητά του ως λογοτέχνης. Ο μυθοπλάστης απευθύνεται περισσότερο στον ίδιο του τον εαυτό παρά στον αναγνώστη, ο δημοσιογράφος γράφει για το κοινό του. Η θητεία στη δημοσιογραφία είναι σίγουρα μια χρήσιμη μαθητεία.

Συγγραφέας και δημοσιογράφος δεν συγκρίνονται. Δυο αυτόνομες πτυχές των ιδιοτήτων του. Μέσα, και στα διηγήματα, πρόδηλες πολιτικές νύξεις… χωρίς να βαραίνουν παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται ο αναγνώστης για να καταλάβει, να στοχαστεί κυρίως για να συγκινηθεί.

Καταλήγοντας θέλω να πω πως τη σύνθετη εικόνα του κόσμου την αποδίδει σίγουρα η γραφή. Οι συγκρίσεις μεταξύ δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας λειτουργούν αυτόνομα, σήμερα οι πολλοί διαβάζουν και τα δυο είδη και μπορούν να έχουν άποψη για το τι είναι τι. Συγκρίσεις πάντα γίνονταν άλλωστε.

Νομίζω ότι Δημήτρης Τερζής με τα διηγήματα κάνει ρεπορτάζ στη Μνήμη των χρόνων μας. Δεν έχει τελειώσει βέβαια, εύχομαι να συνεχίσει. Νομίζω πως έχει πολλά να δώσει. Και να μας συγκινήσει γι’ άλλη μια φορά, να μας ξεκουράσει ψιθυρίζοντάς μας μυστικά στ’ αυτί; «Έχεις ονειρευτεί να πέφτεις στον ύπνο σου και να σκας σε κομμάτια; Εγώ πολλές φορές…»

Εσείς έχετε ονειρευτεί ποτέ;

Ναι, ναι, και εγώ ονειρεύτηκα θα απαντήσω κοιμισμένη και ξύπνια. Ξύπνια, αγκαλιά με λογοτεχνία και πολλές μικρές βραχύβιες στιγμές διαβάζοντας τον Παππού στο Τζάκι… Αναρωτήθηκα μέχρι και για την ώρα που θα τελευτήσω… και ποιοι  θα έρθουν να με αποχαιρετήσουν… Μέχρι και τη μακαρίτισσα τη γάτα μου ονειρεύτηκα, που έσπασε το κινέζικο βάζο η ζημιάρα, ίδιο με τεφροδόχο… Όνειρα, ο κοινός μας τόπος μια ευρεία ζεστή συλλογικότητα που γεννάει μόνο η λογοτεχνία του αληθινού και του ωραίου! Του πραγματικού αγκαλιά με το μεταφυσικό!

*Η Αλεξανδρουπολίτισσα Ελένη Σκάβδη είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Διηγήματά της δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά «Εξώπολις» και «Ρόπτρο». Η νουβέλα της «Εκείνη η πόλη» επανεκδόθηκε σε δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης, το 2017. Επιμελήθηκε σειρά βιβλίων τοπικής ιστορίας της Θράκης, υπήρξε η εκδότρια της πολυσήμαντης σε πολιτισμικό επίπεδο εφημερίδας της Αμαλιάδας «Ελεύθερο Βήμα» και εξακολουθεί να γράφει και να επιμελείται βιβλία στον νομό Ηλείας όπου πλέον ζει.  

[1] Το παρόν κείμενο είναι η εισήγηση της Ελένης Σκάβδη στην παρουσίαση του βιβλίου που πραγματοποιήθηκε στον γενέθλιο τόπο του Δημήτρη Τερζή, στον Πύργο της Ηλείας, στο Λάτσειο Δημοτικό Μέγαρο. Στην ίδια εκδήλωση τη δική του ανάγνωση της συλλογής παρουσίασε ο σκηνοθέτης Χαράλαμπος Κοντοπανάγος, ενώ αποσπάσματα από το βιβλίο διάβασε  η Παναγιώτα Ιωάννου, μέλος της ομάδας θεάτρου «Δούρειος Ίππος». Συντόνισε  η δημοσιογράφος Ελένη Παπαδοπούλου.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.