Ποσο συντομα ειναι το τωρα;

Προλογικό σημείωμα για το βιβλίο του Δημήτρη Πλάντζου, «Το πρόσφατο μέλλον-Η κλασική αρχαιότητα ως βιοπολιτικό εργαλείο»

Ρίχνοντας μια ματιά στο ευρετήριο του βιβλίου του Δημήτρη Πλάντζου, το πρώτο ίσως που σκέφτεται κανείς είναι το πώς γίνεται το ίδιο πόνημα να περιέχει αναφορές από τον Μισέλ Φουκώ, την Άννα Γούλα, τον Πιερ Βιντάλ Νακέ, την Καίτη Γαρμπή, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τη Μαριέττα Γιαννάκου-Κουτσίκου και ένα σωρό άλλους διανοητές, εντός και εκτός εισαγωγικών, και πώς αυτό το περίεργο κράμα μπορεί να συνεχίζει να συσχετίζεται με την προγραμματική δήλωση συζήτησης της αρχαιότητας ως βιοπολιτικού εργαλείου.
 
Η απάντηση είναι σχετικά απλή: Το βιβλίο επεξεργάζεται αναλυτικά και τοποθετεί σε ένα δίκτυο σχέσεων διάφορες παραχαράξεις του αρχαιοελληνικού πνεύματος ή καλύτερα περιχαράξεις του σε νέα νοήματα που εντοπίζονται στον δημόσιο λόγο και στην καθημερινότητά μας στο παρόν. Για του λόγου το αληθές, το βιβλίο προετοιμάστηκε τα τρία τελευταία χρόνια, εκδόθηκε μόλις και επεξεργάζεται γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας, παραπέμποντας όμως σε τόπους της ελληνικής ιστορίας και αρχαιολογίας από τη δημιουργία του έθνους-κράτους αλλά και σε αντικείμενα που απασχολούν τη βιβλιογραφία εδώ και πολλά χρόνια.
 
Το βιβλίο, με δυο λόγια, συζητά την αντήχηση και την υλικότητα του κλασικού παρελθόντος στο παρόν, μέσα από πρακτικές και ρητορικές, που φαινομενικά ετερόκλητες, ανέκαθεν μας κύκλωναν στην Ελλάδα: η περικεφαλαία, ο χρυσός αιώνας, η χλαμύδα, τα φώτα του πολιτισμού και τα βελανίδια που έτρωγαν οι  Ευρωπαίοι, τα τατουάζ με τους Σπαρτιάτες του Snyder, που για τους αρχαιολόγους και για τους άλλους ειδικούς του πολιτισμού μπορεί να είναι κάτι το γραφικό, το φυσικό, το αστείο, το βλακώδες, το αισθητικά άρτιο ή το κιτς αλλά, ίσως και λόγω της υπερπροσφοράς αυτών στην καθημερινότητά μας, δεν μπαίνουμε συχνά στον κόπο να σκεφτούμε τι ακριβώς είναι, και κυρίως, γιατί είναι έτσι.
 
Ο συγγραφέας λοιπόν κάνοντας ένα πλάγιο βήμα από το προηγούμενο βιβλίο του, και τώρα από τη σκοπιά του ιστορικού του πολιτισμού με θεωρητικό οπλοστάσιο από τη νεομαρξιστική θεωρία και άλλους κριτικούς χώρους, εξετάζει πώς το αντικείμενό του, η κλασική αρχαιότητα, αντιμετωπίζεται και βιώνεται στο παρόν από όλους εμάς αλλά και τους υποτελείς ή ηγεμόνες Άλλους εκεί έξω. Για τους λάτρεις των τύπων, η δουλειά αυτή μπορεί να ενθυλακωθεί σε διάφορα επιστημολογικά πεδία: πολιτισμικές σπουδές, σπουδές φύλου, μετα-αποικιοκρατικές σπουδές, αρχαιολογία του κοινού, κριτική στον εθνικισμό, πολιτικές της ταυτότητας και άλλα.
 
Μακριά από μια στείρα λαογραφική καταγραφή, στο τραπέζι της συζήτησης ή μάλλον στον καναπέ του ψυχαναλυτή τίθενται διάφορες ρητορικές «περί αρχαιότητος», εκπορευόμενες από τον εθνικό κορμό και άλλα κέντρα, σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, που μεταποιούν τα έτοιμα νεοκλασικά ενδύματα υλικών και άυλων μνημείων. Που ξαναστήνουν, τελικά, τα οικεία μνημεία προς ίδιον όφελος. Και αν οι ερμηνείες των μνημείων από το κοινό και η συζήτηση των αξιών που ενδύεται το παρελθόν στο κάθε φορά παρόν είναι επιστημονικός κλάδος με μεγάλη βιβλιογραφία, το ενδιαφέρον του βιβλίου παραμένει ακέραιο, καθώς ο συγγραφέας μελετά το πώς η αρχαιότητα από αντικείμενο επιστημολογικού ενδιαφέροντος συντίθεται σε εργαλείο κοινωνικής μηχανικής και δύναται να αποκλείσει ή να δημιουργήσει νέες κοινωνικές συνομαδώσεις, να ορίσει πτυχές από τον βίο και τον θάνατο των πολιτών και των άλλων ανθρώπων που ζουν στα όρια ενός κράτους ή/και απλά να καλύψει διάφορες βρωμοδουλειές. Το υπόβαθρό του, άρρητο μεν, αλλά εξόχως ορατό σε ολόκληρο το βιβλίο είναι το αφόρητο και αφόρετο –ως αναλυτικό εργαλείο– φολκόρ της κρίσης, σε μια κρίσιμη καμπή του: στο σημείο δηλαδή που έχει αρχίσει να αντικαθιστά την κατεξοχήν εντύπωση της Ελλάδας στο εξωτερικό με τις παραλίες, το σουβλάκι, τον Ζορμπά και τους ευγενείς-αγρίους της επαρχίας.
 
Και όλα αυτά δεμένα με εξαιρετική γλώσσα, υψηλή ειρωνεία, σαρκασμό και ακαταμάχητη αισιοδοξία, αφού όπως μας παραπέμπει ο τίτλος: Το μέλλον είναι ήδη κάτι ήδη βιωμένο, έστω και πρόσφατα. Μιλώντας για το μέλλον που είναι εδώ, μου φαίνεται πως ο Δημήτρης Πλάντζος έχει πιάσει την κλωστή που ξηλώνει όλο το παλιό –μάλλον– πουλόβερ του αυτοκράτορα. Επόμενες λογικές κινήσεις, αν μπορώ να εικάσω, είναι να δώσει έμφαση στην κλωστή που εντόπισε –ποιος άλλωστε μπορεί να ξεφύγει από την αρχική εκπαίδευσή του– και να συζητήσει το αντικείμενο και τις κιτς μεταμορφώσεις του. Ή μπορεί να εστιάσει στον ίδιο τον αυτοκράτορα και το γυμνό του κορμί, τον κατέχοντα την πολιτιστική κληρονομιά αλλά και το δικαίωμα νομής της. Να εστιάσει στον Έλληνα κρατικό αρχαιολόγο αλλά και σε όλους εμάς τους –μη ανήκοντες στον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων– αλλόφυλους αρχαιολόγους, στην οικεία αριστερή ή σε άλλες βερσιόν με τις οποίες κυκλοφορούμε ελεύθεροι στον κόσμο.
 

*Ο Στέλιος Λεκάκης είναι αρχαιολόγος και εργάζεται ως Σύμβουλος Διαχείρισης Πολιτιστικής Κληρονομιάς στην Ελλάδα.

google-news Ακολουθήστε το paratiritis-news.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.